Γιορτάστηκε σήμερα 27 Μαρτίου με πολύ μεγάλη επισημότητα σε όλη την Ελλάδα, αλλά ιδιαιτέρως στο νομό μας, η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου. Γιατί πού αλλού θα μπορούσε να γιορταστεί καλύτερα αυτή η ημέρα παρά στον τόπο που διαθέτει το πιο γνωστό θέατρο της αρχαίας Ελλάδας, το θέατρο της Επιδαύρου, αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα αρχαία θέατρα, το θέατρο του Άργους, σκαλισμένο πάνω σε βράχο, ανεξίτηλο να παραμένει και να περιμένει χιλιάδες χρόνια εκεί, στην έξοδο ή στην είσοδο της πόλης, εξαρτάται από πού έρχεσαι, και να μας δείχνει όχι την κληρονομιά μας αλλά τις υποχρεώσεις μας. Σ’ αυτές τις υποχρεώσεις δεν εκωφεύσαμεν κι εμείς και σταθήκαμε για άλλη μια φορά ενεργοί πολιτισμένοι πολίτες ενός πολιτισμένου τόπου που εκπολίτισε την Ευρώπη και τον κόσμο μας.
Ειδικά, λοιπόν, για το σκοπό αυτό του εορτασμού από το πρωί του Σαββάτου σταλμένοι από το Υπουργείο πολιτισμού ειδικοί Ράμπο, υπάλληλοι δηλαδή του υπουργείου με ειδίκευση στο Θέατρο και μεταπτυχιακά στην ενδυματολογία, τη σκηνογραφία και την υποκριτική, περιφέρονταν σε όλα τα στέκια και εκφωνούσαν πανηγυρικούς σχετικούς με την ημέρα. Έτσι πέρασαν το πρωί από όλα τα σχολεία -τα οποία σήμερα παρότι Σάββατο λειτούργησαν με εθελοντικές παρουσίες εκπαιδευτικών και αθρόα συμμετοχή μαθητών- πέρασαν λοιπόν και με τις ομιλίες τους ευαισθητοποίησαν την αγουροξυπνημένη νεολαία μας. Θέματα όπως η ροή των κρατικών υποχρεώσεων στα επιχορηγούμενα θέατρα κι ακόμα η λειτουργία Θεατρικού Μουσείου στην περιοχή μας ώθησαν το μαθητόσκοσμο σε βαθύ προβληματισμό. Αργότερα πέρασαν από τις μεσημεριανές καφετέριες, όπου τους υποδέχτηκαν μαχμουρλήδες ακόμη οι νέοι μας άνεργοι που εκείνη τη στιγμή έπιναν τον φραπέ τους. Τους ευαισθητοποίησαν κι αυτούς με συζητήσεις σχετικές με την ακτινοβολία του θεάτρου στο σύγχρονο κόσμο μας, τους προβλημάτισαν μάλιστα σοβαρά, όταν τους έθεσαν μπροστά στο δίλημμα: μπρεχτική αποστασιοποιημένη παράσταση ή κλασική αριστοτελική μέθεξη; Μετά από ώριμες συζητήσεις έπιασαν τις παραλίες και τα ουζερί όπου συνάντησαν πολλούς ευαισθητοποιημένους πολίτες και συζήτησαν μαζί τους για την αναγκαιότητα του θεάτρου, για το θέατρο της Επιδαύρου και τις -τα τελευταία χρόνια- μειωμένες παραστάσεις του, τις υπερυψωμένες τιμές του και άλλα καυτά θέματα. Για το βράδυ είχαν προγραμματίσει εξόρμηση σε καφετέριες, ταβέρνες και μπαρ, όπου συνάντησαν τους απόμαχους της ζωής αλλά και τη νεολαία μας για μια περαιτέρω συζήτηση πάνω στα ενδιαφέροντα θέματα.
Από την άλλη μεριά, τόσο οι τοπικοί παράγοντες όσο και η Ανωτάτη Σχολή Θεάτρου που κοσμεί την περιοχή μας είχαν αποφασίσει να εορτάσουν την ημέρα αυτή. Έτσι τα δημοτικά συμβούλια των μεγάλων πόλεων φορώντας κοστούμια από σημαντικές παραστάσεις του παρελθόντος των τοπικών μας δημοτικών θεάτρων και έχοντας προετοιμάσει αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες σε σκηνοθεσία των δημάρχων μας περιέρχονταν όλη την ημέρα τις αγορές και τις πλατείες των πόλεων και των χωριών του νομού μας. Εντύπωση έκανε σε όλους το πηγαίο ταλέντο και η υποκριτική τέχνη όλων αλλά και οι σκηνοθετικές απόψεις που πρότειναν οι δήμαρχοί μας μαζί με τα θεατρικά τους οράματα. Το πρωί έδιναν παραστάσεις στα πιο απομακρυσμένα μέρη του νομού μας και το βράδυ κατέληξαν με το πρόγραμμά τους στις κεντρικές πλατείες των μεγάλων πόλεων. Ευνόητο είναι ότι κατασυγκινημένοι οι πολίτες τους καταχειροκρότησαν, τους έραναν με λουλούδια και τους ξανάφεραν πολλές φορές πάνω στις αυτοσχέδιες σκηνές. Οι δήμαρχοι και τα δημοτικά συμβούλια θεώρησαν το συνεχές μπιζάρισμα ευοίωνο σημάδι για τις επερχόμενες εκλογές και άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά μήπως θα πρέπει να κατεβούν με τα θεατρικά κουστούμια εκείνη την ευλογημένη ημέρα των εκλογών. Αν τελικά καταλήξουν σε κάτι τέτοιο, να περιμένουμε να δούμε Οιδίποδες και Κρέοντες, Προμηθείς και Ηλέκτρες, Φιλοκτήτες και Αίαντες να ζητούν την ψήφο μας. Και ποιος θα μπορούσε τότε να τους την αρνηθεί;
Saturday, March 27, 2010
Monday, March 08, 2010
Μητρώον Αρρένων

Προσπαθώ να σκεφτώ κάποιο χώρο άβατο για τον άνδρα ...και δε βρίσκω! Αντιθέτως, άβατοι χώροι για τη γυναίκα έρχονται αμέσως στο νου μου δυο. Ίσως να υπάρχουν και άλλοι σε άλλα μέρη, σε άλλες θρησκείες, πιο πρωτόγονες ή πιο εξελιγμένες Αναρωτιέμαι, ακόμη, αν χρειάστηκε ποτέ οι άνδρες να κρυφτούν σε ανδρωνίτες ή αν έπρεπε να σκεπάζουν το πρόσωπό τους με μαντήλι, φερετζέ ή τουλπάνι, επειδή έτσι επέβαλε κάποιος νόμος ή αναχρονιστικές ηθικές κοινωνικές επιταγές...
Στην αρχαία Ελλάδα, ο Αριστοτέλης περισσότερο από όλους μάς δίνει την πιο ξεκάθαρη άποψη για τη γυναίκα του καιρού του: Ο μεν γαρ δούλος όλως ουκ έχει το βουλητικόν το δε θήλυ έχει μεν αλλ’ άκυρον, η γυναίκα, δηλαδή, βρίσκεται ένα σκαλοπατάκι πιο πάνω από το δούλο και ασφαλώς πολλά σκαλοπάτια πιο κάτω από τον άνδρα. Και ήρθε ο Ναζωραίος και μίλησε με τη γυναίκα και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει, χάρηκαν και οι γυναίκες κι ενθουσιάστηκαν, πίστεψαν σ’ αυτόν και τον ακολούθησαν μέχρι τον τάφο.
Και ο ίδιος ο Απόστολος ξεκίνησε καλά: Ουκ ένι άρσεν και θήλυ” είπε, αλλά γρήγορα άλλαξε γνώμη και ισχυρίστηκε η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα, εφόσον ανήρ εστίν η κεφαλή της γυναικός, και έτσι αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε ως τω Κυρίω, επιπλέον αισχρόν γαρ εστί γυναιξί εν εκκλησία λαλείν, οπωσδήποτε όμως ουκ έστιν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ δια την γυναίκα, αλλά γυνή δια τον άνδρα. Πόσο ακριβά πλήρωσαν οι γυναίκες αυτό το αρχικό αποστολικό ουκ ένι...!
Μήπως, όμως, έφτιαξαν τα πράγματα αργότερα; Ο Ιερός Αυγουστίνος ζητάει από τον άνδρα ως πρώτη πράξη του γάμου (!) να ραπίσει τη γυναίκα. Αυτόν φαίνεται ακολούθησαν, αν και πιο εξευγενισμένοι,οι “Νόμοι και τα Έθιμα του Μπωβαί” το 13ο αιώνα, που συνιστούσαν στο σύζυγο να χτυπά τη σύζυγο μόνον όταν υπάρχει κάποια λογική αιτία! Αλλά και ο ΄Αγιος Θωμάς Ακινάτης δεν ήταν περισσότερο “φιλόζωος”. «Τα παιδιά», γράφει, «πρέπει να αγαπούν πιο πολύ τον πατέρα από τη μητέρα τους» (συμβουλή που, φυσικά, δεν ακολούθησαν τα πιστά παιδιά όλου του κόσμου χωρίς να υποστούν καμία συνέπεια, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές) και αλλού σημειώνει: «Η γυναίκα υποτάσσεται στον άνδρα λόγω της αδύνατης φύσης της, διότι είναι ασθενέστερη και ως προς το πνεύμα και ως προς το σώμα ...ο άνδρας είναι η αρχή και το τέλος της». Αλλά και πιο πριν, στα τέλη του ΣΤ αι. σε μια Σύνοδο αναρωτήθηκαν οι Πατέρες αν η γυναίκα είναι ανθρώπινο ον! Ευτυχώς (για τους Πατέρες) αποφασίστηκε μετά από πολλές συζητήσεις και αντεγκλήσεις ότι η γυναίκα μπορεί να ονομάζεται...άνθρωπος!
Όλα αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά απλή σταχυολόγηση και δε διεκδικούν δάφνες για την πρωτοτυπία τους. Όποιος θέλει, άλλωστε, να μάθει περισσότερα και να βεβαιωθεί μπορεί να ανοίξει την Αγία Γραφή, τα έργα των αρχαίων συγγραφέων, τα μεσαιωνικά και τα βυζαντινά κείμενα, ό,τι τέλος πάντων έχει γραφεί στο παρελθόν. Εκεί θα βρει τη γνώμη που είχαν οι συγγραφείς, άρα και η κοινωνία τους, για αυτό το περίεργο ον, που συνήθως ονομάζεται -στο γραπτό λόγο κυρίως- γυναίκα!

Τι γίνεται, όμως, στην εποχή μας και στον τόπο μας; Τώρα που, και οποιοσδήποτε μπορεί να το βεβαιώσει αυτό, δεν ενδιαφερόμαστε για τις παλιές γραφές, τώρα που έχουμε την κατάσταση στα χέρια μας, τώρα που μιλάμε αμερικάνικα, μασάμε τσίκλα, είμαστε ελεύθεροι και απελευθερωμένοι. Ποια είναι τα σημερινά αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να πείσουν ότι η θέση τής γυναίκας βελτιώθηκε; Οι γνώμες των μεγάλων συγγραφέων; Ποιος τους ακούει! Η τέχνη; Ποιος την υπολογίζει! Οι νόμοι; Ποιος τους τηρεί! (Οι νόμοι άλλωστε ακολουθούν τις κοινωνικές διαδικασίες και αλλαγές, δεν προπορεύονται!) Τότε; Μα τι άλλο από τα τραγούδια μας και τα βίντεο-κλιπς μας! Αυτά είναι, δυστυχώς, το σήμερα. Αυτά μορφώνουν, διαμορφώνουν, ενσταλάζουν και ορίζουν, περιορίζουν και καταδικάζουν, προτείνουν και σφραγίζουν. «Ανατολίτισσα»,λοιπόν, «για χάρη σου θα γίνω / να με φιλάς εσύ κι εγώ να σβήνω» ή «Να πεθάνουν οι γυναίκες να πεθάνουνε» και «Πάρε, πασά μου, την οδοντόβουρτσά μου» αλλά και πολύ πιο άγρια «Σκάσε...», αφού «Η αγάπη θέλει προϋπηρεσία», τραγουδούσαν τα παιδιά μας. Και με τέτοιου είδους τραγούδια (!) τα παιδάκια όλων των ηλικιών -ιδίως τα...μωρά- παθιάζονται, χορεύουν και φχαριστιώνται στην πίστα. Και βλέπουν και στο διαδίκτυο τη γυναίκα (;) και τη θέση της, και στα περίπτερα και παντού. Κι έρχεται και το κανάλι και διαφημίζει την τελευταία δημιουργία της Τζούλιας, της γυναίκας-όνειρο πολλών, που αφοού δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν οι ίδιοι, το αγοράζοουν 19,90 από το περίπτερο και το παρακολουθούν κατά μόνας. Το dvd της γυναίκας, που σήμερα -8 Μαρτίου- γιορτάζει. Και δεν ξεσηκώθηκε κανένας σύλλογος γυναικών, δεν ακούστηκε διαμαρτυρία από πουθενά και, το χειρότερο, οι γονείς αγοράζουν δίσκους και κασέτες, ακούν και χτυπούν παλαμάκια καθώς ο επίδοξος ανατολίτης γιος ή η καημένη ανατολίτισσα κόρη κάνουν τα πρώτα τους βήματα χορεύοντας στους ανατολίτικους ή ροκίζοντες ρυθμούς. Διακόσιοι χιλιάδες αγόρασαν και το dvd της Τζούλιας.
Και αυτές οι αντιλήψεις, που μεγάλωσαν τις γιαγιάδες και τις μανάδες μας, αυτές που μεγαλώσανε και μας, συνεχίζουν το διαβρωτικό τους έργο. Μόνο που σήμερα τα πράγματα γίναν πιο δύσκολα και επικίνδυνα. Το προϊόν, βλέπετε, προσφέρεται με όμορφο περιτύλιγμα, είναι γεμάτο αρώματα, είναι πολύχρωμο και στερεοφωνικό, το ακούμε και το βλέπουμε συγχρόνως στις οθόνες, έτσι για να μην υπάρχει η παραμικρή έξοδος κινδύνου. Κι ας τραγουδούσε ο John Lennon είκοσι χρόνια πριν για τη γυναίκα, δίνοντας με ένα σκληρό τραγούδι το στίγμα της στην εποχή μας και συνδέοντάς την με έναν άλλο καταπιεσμένο των καιρών μας: «Η Γυναίκα είναι ο νέγρος του κόσμου / Αν δε με πιστεύεις, ρίξε μια ματιά στη γυναίκα που ζει πλάι σου / Η γυναίκα είναι ο σκλάβος των σκλάβων / σκέψου το, κάνε κάτι γι’ αυτό...».
Αυτό το εύθραυστο θηλυκό που αντικρίζουμε σήμερα, η λεπτή και ραφιναρισμένη ύπαρξη που προκαλεί και προσελκύει, αυτό το είδος πολυτελείας και τέρψης δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ήταν, στην αρχή, ίση με τον άνδρα στη δύναμη, στην ευφυΐα και στο θάρρος. Από το αν θέλουμε να δούμε τη γυναίκα ίση και αυτεξούσια εξαρτώνται όλα. Και βέβαια, δεν μπορεί να κάνει κανείς πάντα αυτό που δε θέλει!

Saturday, March 06, 2010
Κάθαρση
Για μια λέξη θα σας μιλήσω σήμερα. Μια λέξη που τη μαθαίναμε στο σχολείο, λέξη της παλιάς μας γλώσσας, της αρχαίας ελληνικής, που όμως, όπως και πολλές, πάρα πολλές άλλες, τη χρησιμοποιούμε και σήμερα. Τη λέξη τη μαθαίναμε στην αρχαία τραγωδία, στην εισαγωγή της τραγωδίας. Πρόκειται για την τελευταία λέξη του πασίγνωστου αριστοτελικού ορισμού της τραγωδίας. Κάθαρση. Την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν, παπαγαλίζαμε τότε. Και προσπαθούσαν οι δάσκαλοί μας να μας εξηγήσουν: όταν λέμε κάθαρση, στην τραγωδία πάντοτε, τόνιζαν οι καημένοι φοβισμένοι, εννοούμε τη λύτρωση από τη συναισθηματική ένταση που προκαλεί η τραγωδία, ο εξαγνισμός των συναισθημάτων που προκαλεί, μέσα από την τελική του έκβαση το τραγικό έργο. Δυστυχώς τότε δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε στο βάθος της την έννοια αυτής της λέξης μια και ποτέ δεν τελειώναμε ένα έργο, πάντοτε το αφήναμε ημιτελές, χωρίς να περάσουμε από όλες τις καταστάσεις του τραγικού ήρωα, ώστε να μας μείνει στο τέλος το ζητούμενο της λέξης: η κάθαρση, ο εξαγνισμός που προκαλείται κλπ. κλπ. Λίγο αργότερα την ξαναβρήκαμε αυτή τη λέξη, το 1974, όταν μετά την αντιπολίτευση προχωρούσαμε, εμείς οι φοιτητές σε κάθαρση των πανεπιστημίων από τους λειτουργούς τους που είχαν συνεργαστεί με τη χούντα. Αποχουντοποίηση, το λέγαμε, και κάθαρση, το ίδιο πράγμα. Φύγαν αρκετοί τότε, αργότερα φύγαμε εμείς κι αυτοί επανήλθαν. Πάλι μισή είχε μείνει η κάθαρση, πάλι δεν την καταλάβαμε. Αφού τον είχαμε καθαρίσει τον πανεπιστημιακό χώρο, πώς αυτοί επανήλθαν; Άσε που μερικοί είχαν και φιλοσοφικά και οντολογικά ερωτήματα: Μήπως ήταν κάθαρση τελικά για το χώρο το γεγονός ότι φύγαμε εμείς; Μήπως εμείς ήμασταν το μίασμα, εμείς βρομίζαμε το πανεπιστήμιο, μήπως τώρα που αποφοιτήσαμε εμείς, αυτή η γενιά τέλος πάντων, η δική μας, μήπως τώρα μπορούν να περηφανεύονται τα ιδρύματα για την καθαριότητά τους; Κάτι τέτοια ερωτήματα που οδηγούσαν σε μια ομφαλοσκόπηση και σε μια μοιρολατρία. Πάλι όμως το νόημα της λέξης δεν το πιάσαμε, ή δεν το έπιασα, για να μιλήσω για τον εαυτό μου.
Περνώντας τα χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω πολλές φορές τη λέξη και μάλιστα από στόματα επισήμων. Κάθαρση από δω, κάθαρση από κει, τα είχα χαμένα. Καλά, τόσο βρόμικη είναι η χώρα μου, αναρωτιόμουν, που χρειάζεται κάθαρση σε τέτοιο βαθμό; Τόσο συχνά; Σε τόσο βάθος; Κάθαρση στην κρατική μηχανή από μη υγιή στοιχεία που κατά κάποιον τρόπο είχαν παρεισφρήσει, κάθαρση από ανέντιμους λειτουργούς που πάνω από το δημόσιο συμφέρον τοποθετούσαν το ιδιωτικό, το δικό τους, το προσωπικό, που χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για να πλουτίσουν, που εκμεταλλεύονταν τον κοσμάκη, του έπαιρναν τα χρήματα ή την ψήφο και τον εγκατέλειπαν στη μοίρα του. Κάθαρση στους γιατρούς που χρηματίζονταν, κάθαρση στο στράτευμα από χουντικά στοιχεία, κάθαρση, κάθαρση, κάθαρση. Και τώρα πάλι, αυτή την εξαιρετικά δύσκολη ώρα, η λέξη ξανάρχεται στο νου, τώρα που δεν πάει παρακάτω το πράγμα, που βλέπω γύρω μου πλούσιους πολίτες και κράτος χρεωκοπημένο, τώρα η λέξη κουδουνίζει μέσα μου, αλλά κανείς πια δεν τη θυμάται. Ίσως και να την θυμούνται, αλλά προς τι να την πιπιλίσουν πάλι; Κανείς δε θα τους πιστέψει. Κάθαρση; Από τι και από ποιους;
Συχνά σκέφτομαι πως θα έπρεπε να ήμασταν κανονικά ένα τεράστιο, αυτόματο καθαριστήριο, για να προλάβουμε τόσες καθάρσεις. Ή να ήμασταν, λέει, οι περισσότεροι καθαρίστριες και καθαριστές, συνεργεία με σκούπες και σφουγγαρίστρες, και άλλα συνεργεία μετά με μπατανόβουρτσες για να περνάμε από πάνω ασβέστη, να μην ξαναπιάσει η λέρα.
Δεν ήμασταν όμως και τα μιάσματα παρέμειναν. Κι όχι μόνο έμειναν, αλλά συνεχώς ξεφύτρωναν κι άλλα. Εδώ χρειάζεται επαγγελματίας, κάτοχος των παλιών μεθόδων του εξαγνισμού, με θειάφι και φωτιά και μετά με μπόλικο νερό θαλασσινό, να περάσουμε από σαράντα κύματα τα εξαγνισμένα μέρη του δημόσιου βίου για να καθαριστούν μια και καλή. Και επειδή ο Επιμενίδης από την Κρήτη δε ζει πια για να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και με τους παλιούς, καλούς τρόπους, να εξαγνίσει τα πάντα, περιμένουμε από τους δημόσιους λειτουργούς που απέμειναν έντιμοι και που τηρούν τον όρκο τους να πάρουν αυτοί στα χέρια τους τις σκούπες και τις μπατανόβουρτσες ή τα μαχαίρια και να καθαρίσουν την κατάσταση που όζει, που ζέχνει δηλαδή.
Όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί, εκείνα τα παιδιά που παπαγάλιζαν στα σχολειά τους σε πιο δύσκολες εποχές κι έχοντας μπροστά τους δασκάλους φοβισμένους κι επιτρόπους που τους κοιτούσαν σκοτεινά, οφείλουμε να τα κάνουμε κάποτε να καταλάβουν κάποτε τη σημασία της λέξης κάθαρση.
Περνώντας τα χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω πολλές φορές τη λέξη και μάλιστα από στόματα επισήμων. Κάθαρση από δω, κάθαρση από κει, τα είχα χαμένα. Καλά, τόσο βρόμικη είναι η χώρα μου, αναρωτιόμουν, που χρειάζεται κάθαρση σε τέτοιο βαθμό; Τόσο συχνά; Σε τόσο βάθος; Κάθαρση στην κρατική μηχανή από μη υγιή στοιχεία που κατά κάποιον τρόπο είχαν παρεισφρήσει, κάθαρση από ανέντιμους λειτουργούς που πάνω από το δημόσιο συμφέρον τοποθετούσαν το ιδιωτικό, το δικό τους, το προσωπικό, που χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για να πλουτίσουν, που εκμεταλλεύονταν τον κοσμάκη, του έπαιρναν τα χρήματα ή την ψήφο και τον εγκατέλειπαν στη μοίρα του. Κάθαρση στους γιατρούς που χρηματίζονταν, κάθαρση στο στράτευμα από χουντικά στοιχεία, κάθαρση, κάθαρση, κάθαρση. Και τώρα πάλι, αυτή την εξαιρετικά δύσκολη ώρα, η λέξη ξανάρχεται στο νου, τώρα που δεν πάει παρακάτω το πράγμα, που βλέπω γύρω μου πλούσιους πολίτες και κράτος χρεωκοπημένο, τώρα η λέξη κουδουνίζει μέσα μου, αλλά κανείς πια δεν τη θυμάται. Ίσως και να την θυμούνται, αλλά προς τι να την πιπιλίσουν πάλι; Κανείς δε θα τους πιστέψει. Κάθαρση; Από τι και από ποιους;
Συχνά σκέφτομαι πως θα έπρεπε να ήμασταν κανονικά ένα τεράστιο, αυτόματο καθαριστήριο, για να προλάβουμε τόσες καθάρσεις. Ή να ήμασταν, λέει, οι περισσότεροι καθαρίστριες και καθαριστές, συνεργεία με σκούπες και σφουγγαρίστρες, και άλλα συνεργεία μετά με μπατανόβουρτσες για να περνάμε από πάνω ασβέστη, να μην ξαναπιάσει η λέρα.
Δεν ήμασταν όμως και τα μιάσματα παρέμειναν. Κι όχι μόνο έμειναν, αλλά συνεχώς ξεφύτρωναν κι άλλα. Εδώ χρειάζεται επαγγελματίας, κάτοχος των παλιών μεθόδων του εξαγνισμού, με θειάφι και φωτιά και μετά με μπόλικο νερό θαλασσινό, να περάσουμε από σαράντα κύματα τα εξαγνισμένα μέρη του δημόσιου βίου για να καθαριστούν μια και καλή. Και επειδή ο Επιμενίδης από την Κρήτη δε ζει πια για να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και με τους παλιούς, καλούς τρόπους, να εξαγνίσει τα πάντα, περιμένουμε από τους δημόσιους λειτουργούς που απέμειναν έντιμοι και που τηρούν τον όρκο τους να πάρουν αυτοί στα χέρια τους τις σκούπες και τις μπατανόβουρτσες ή τα μαχαίρια και να καθαρίσουν την κατάσταση που όζει, που ζέχνει δηλαδή.
Όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί, εκείνα τα παιδιά που παπαγάλιζαν στα σχολειά τους σε πιο δύσκολες εποχές κι έχοντας μπροστά τους δασκάλους φοβισμένους κι επιτρόπους που τους κοιτούσαν σκοτεινά, οφείλουμε να τα κάνουμε κάποτε να καταλάβουν κάποτε τη σημασία της λέξης κάθαρση.
Friday, February 12, 2010
To sir with love
Καθηγητής Νομικής εξετάζει προφορικά. Ο καθηγητής ρωτά κάτι για το άρθρο 528. έναν από τους φοιτητές. Ο φοιτητής τα χάνει, δε φαίνεται να γνωρίζει πολλά για το άρθρο, οπότε ο καθηγητής: «Δεν το έχει πάρει το μάτι σας πουθενά αυτό το άρθρο; Το μάτι σας… το αυτί σας… με τι τέλος πάντων διαβάζετε εσείς…».
Έτσι ακριβώς το είπε. Το θεώρησε έξυπνο άραγε; Χιούμορ; Δεν ξέρω. Εγώ ξέρω ότι οι πάντες, από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση μέχρι την ανώτατη ομιλούν για ήθος, για ευγένεια, για παιδαγωγική, για ψυχολογία… Απαγορεύεται ασφαλώς η χειροδικία, η γλωσσική βαρβαρότητα, η προσβολή, η λεκτική κακοποίηση, οι διακρίσεις και ο ρατσισμός. Πώς να το κάνουμε, απαγορεύονται. Άλλωστε ο δάσκαλος με τον τρόπο και τη συμπεριφορά του αποτελεί το παράδειγμα, το φως που θα προσελκύσει, ο φάρος που θα ανοίξει και θα δείξει τους δρόμους. Κι ο καθηγητής μας με μια πρότασή του τα κατάργησε όλα. Σκεφτείτε το καλά:
«Δεν το έχει πάρει το μάτι σας πουθενά αυτό το άρθρο; Το μάτι σας… το αυτί σας… με τι τέλος πάντων διαβάζετε εσείς…».
Έχει τώρα καμιά σημασία αν ο φοιτητής στον οποίο απευθύνθηκε ο κύριος καθηγητής ήταν τυφλός; Έχει;
Αυτά.
Έτσι ακριβώς το είπε. Το θεώρησε έξυπνο άραγε; Χιούμορ; Δεν ξέρω. Εγώ ξέρω ότι οι πάντες, από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση μέχρι την ανώτατη ομιλούν για ήθος, για ευγένεια, για παιδαγωγική, για ψυχολογία… Απαγορεύεται ασφαλώς η χειροδικία, η γλωσσική βαρβαρότητα, η προσβολή, η λεκτική κακοποίηση, οι διακρίσεις και ο ρατσισμός. Πώς να το κάνουμε, απαγορεύονται. Άλλωστε ο δάσκαλος με τον τρόπο και τη συμπεριφορά του αποτελεί το παράδειγμα, το φως που θα προσελκύσει, ο φάρος που θα ανοίξει και θα δείξει τους δρόμους. Κι ο καθηγητής μας με μια πρότασή του τα κατάργησε όλα. Σκεφτείτε το καλά:
«Δεν το έχει πάρει το μάτι σας πουθενά αυτό το άρθρο; Το μάτι σας… το αυτί σας… με τι τέλος πάντων διαβάζετε εσείς…».
Έχει τώρα καμιά σημασία αν ο φοιτητής στον οποίο απευθύνθηκε ο κύριος καθηγητής ήταν τυφλός; Έχει;
Αυτά.
Thursday, February 04, 2010
Τσικνοπέφτη
Πού θα τσικνίσετε εσείς απόψε; Θα το ακούσω καμιά εκατοστή φορές σήμερα και πρέπει να έχω απάντηση έτοιμη. Πλησιάζει η Απόκρεως, γαρ, δηλαδή η περίοδος της αποχής από το κρέας, το λατινικό Carneval ή carnevale που θα πει ακριβώς το ίδιο πράγμα (carne δηλ. κρέας, vale δηλαδή χαίρε, ας πούμε έχε γεια καημένο κρέας), διανύουμε τη δεύτερη βδομάδα, την κατεξοχήν κρεατινή, της οποίας κεντρική ημέρα είναι η Πέμπτη, η γνωστή τσικνοπέφτη, η σημερινή ημέρα, κατά την οποία πρέπει, είμαστε υποχρεωμένοι, πώς να το κάνουμε, να φάμε κρέας. Είμαστε που είμαστε παμφάγα ζώα, αυτή την εβδομάδα και ειδικά αυτή την ημέρα γινόμαστε αποκλειστικά ζώα σαρκοφάγα.
Η ονομασία της ημέρας Τσικνοπέμπτη δεν είναι απολύτως βέβαιο από πού προήλθε. Άλλοι ισχυρίζονται ότι προήλθε από τις γυναίκες που αυτή την ημέρα έλιωναν τ’ αλείμματα κι ολόκληρος ο τόπος γέμιζε από την αναδιδόμενη κνίσα, άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο γεγονός ότι τότε άφηναν να κολλήσει στη χύτρα το περίσσευμα του φαγητού κι άλλοι, γιατί έπρεπε καθένας να ψήσει λίγο κρέας στα κάρβουνα για να το τσικνήσει. Γεγονός είναι ότι εμείς σήμερα, εμείς που φάγαμε την περασμένη Κυριακή κρέας με πατάτες στο φούρνο, τη Δευτέρα το μεσημέρι κοτόπουλο και το βράδυ πίτες με σουβλάκι ή γύρο, την Τρίτη το μεσημέρι μπριζόλες χοιρινές και το βράδυ κλάμπ σάντουιτς, την Τετάρτη το μεσημέρι το κουνέλι που είχε φέρει η μάνα μου και το φτιάξαμε στιφάδο, ενώ το βράδυ μπουζουριάσαμε μια μέγκα πίτσα με ζαμπόν και μπέικον, θα κληθούμε απόψε να φάμε οπωσδήποτε κρέας στα κάρβουνα. Δεν είναι ζωή αυτή. Τη μια μονότονη ημέρα άλλη μονότονη ακολουθεί. Και μετά σου λένε ότι είμαστε τυχεροί εμείς σήμερα, γιατί έχουμε τόσα πράγματα να κάνουμε στην εποχή μας. Πού οι παλιότεροι που δεν είχαν τίποτα και τους είχε φάει η ανία και η πλήξη! Κοιτάζω γύρω μου κι αυτή την ποικικλία δεν την βλέπω. Κάθε μέρα στη δουλειά, κάθε μεσημέρι κρέας, κάθε βράδυ σουβλάκια και τηλεόραση να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια, έτσι που πια δεν μας κάνει εντύπωση, δε μας προκαλεί, έπαψε και να μας ευχαριστεί. Γι’ αυτό και κάποιοι άλλοι, όχι οι περισσότεροι αλλά αρκετοί, επιδίδονται μετά μανίας στις νέες γεύσεις, στα διάφορα σούσι, στα ριζότα, στις αστακομακαρονάδες, στους γαρυφαλοκεφτέδες, στους τηγανητούς ανανάδες και στις σάλτσες με γεύση πικραμύγδαλου. Τι να κάνουν οι άνθρωποι, κάθε μέρα κρέας δεν πάει άλλο, χρειάζεται η εναλλαγή και η ποικιλία.
Άσε δε την εβδομάδα της τυρινής, που οι καλοί χριστιανοί ακολουθώντας τη σωστή διατροφή και τα έθιμα, θα επιδοθούν στη βρώση πάσης ποικιλίας τυριού, γνωστής και άγνωστης, ελληνικού και ξένου, κυρίως γαλλικού. Έτσι για να περάσουν ομαλά από την κρεατινή, μέσω της τυρινής στη νηστεία.
Βρε, δεν τ’ αφήνετε αυτά, λέω εγώ. Ποια νηστεία και ποια τυρινή. Κάθε μέρα είναι κρεατινή. Το βλέπω ότι κάθε μέρα κρέας τρώμε, όσοι έχουμε εννοείται, γιατί υπάρχουν και άλλοι δίπλα μας, που, όπως λέει το παλιό λαϊκό τραγούδι
Λοιπόν; Πού θα τσικνήσουμε σήμερα;
Η ονομασία της ημέρας Τσικνοπέμπτη δεν είναι απολύτως βέβαιο από πού προήλθε. Άλλοι ισχυρίζονται ότι προήλθε από τις γυναίκες που αυτή την ημέρα έλιωναν τ’ αλείμματα κι ολόκληρος ο τόπος γέμιζε από την αναδιδόμενη κνίσα, άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο γεγονός ότι τότε άφηναν να κολλήσει στη χύτρα το περίσσευμα του φαγητού κι άλλοι, γιατί έπρεπε καθένας να ψήσει λίγο κρέας στα κάρβουνα για να το τσικνήσει. Γεγονός είναι ότι εμείς σήμερα, εμείς που φάγαμε την περασμένη Κυριακή κρέας με πατάτες στο φούρνο, τη Δευτέρα το μεσημέρι κοτόπουλο και το βράδυ πίτες με σουβλάκι ή γύρο, την Τρίτη το μεσημέρι μπριζόλες χοιρινές και το βράδυ κλάμπ σάντουιτς, την Τετάρτη το μεσημέρι το κουνέλι που είχε φέρει η μάνα μου και το φτιάξαμε στιφάδο, ενώ το βράδυ μπουζουριάσαμε μια μέγκα πίτσα με ζαμπόν και μπέικον, θα κληθούμε απόψε να φάμε οπωσδήποτε κρέας στα κάρβουνα. Δεν είναι ζωή αυτή. Τη μια μονότονη ημέρα άλλη μονότονη ακολουθεί. Και μετά σου λένε ότι είμαστε τυχεροί εμείς σήμερα, γιατί έχουμε τόσα πράγματα να κάνουμε στην εποχή μας. Πού οι παλιότεροι που δεν είχαν τίποτα και τους είχε φάει η ανία και η πλήξη! Κοιτάζω γύρω μου κι αυτή την ποικικλία δεν την βλέπω. Κάθε μέρα στη δουλειά, κάθε μεσημέρι κρέας, κάθε βράδυ σουβλάκια και τηλεόραση να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια, έτσι που πια δεν μας κάνει εντύπωση, δε μας προκαλεί, έπαψε και να μας ευχαριστεί. Γι’ αυτό και κάποιοι άλλοι, όχι οι περισσότεροι αλλά αρκετοί, επιδίδονται μετά μανίας στις νέες γεύσεις, στα διάφορα σούσι, στα ριζότα, στις αστακομακαρονάδες, στους γαρυφαλοκεφτέδες, στους τηγανητούς ανανάδες και στις σάλτσες με γεύση πικραμύγδαλου. Τι να κάνουν οι άνθρωποι, κάθε μέρα κρέας δεν πάει άλλο, χρειάζεται η εναλλαγή και η ποικιλία.
Άσε δε την εβδομάδα της τυρινής, που οι καλοί χριστιανοί ακολουθώντας τη σωστή διατροφή και τα έθιμα, θα επιδοθούν στη βρώση πάσης ποικιλίας τυριού, γνωστής και άγνωστης, ελληνικού και ξένου, κυρίως γαλλικού. Έτσι για να περάσουν ομαλά από την κρεατινή, μέσω της τυρινής στη νηστεία.
Βρε, δεν τ’ αφήνετε αυτά, λέω εγώ. Ποια νηστεία και ποια τυρινή. Κάθε μέρα είναι κρεατινή. Το βλέπω ότι κάθε μέρα κρέας τρώμε, όσοι έχουμε εννοείται, γιατί υπάρχουν και άλλοι δίπλα μας, που, όπως λέει το παλιό λαϊκό τραγούδι
Εψόφησε ο Λοκάνικος
ψυχομαχάει ο Τύρος
κι η Βρούβα νη Παλιόβρουβα
στέκεται στην καβάλα
να πέσει στην τσουκάλα,
έχουν μόνο βρούβες. Υπάρχουν και κάποιοι που δεν έχουν να φάνε κρέας όχι καθημερινά αλλά ούτε και αυτή τη σημερινή, την Τσικνοπέμπτη. Και το άλλο τραγούδι, της Πελοποννήσου αυτό, για το ίδιο πράγμα λέει:Σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένια.
Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια
και στον τρανό τον πλάτανο να μάσουμε στεκούλια.
Και μη μου πείτε ότι αυτά τα λέγανε, τα τραγουδούσανε παλιά, που ο κόσμος δεν είχε, δεν έτρωγε, δε διασκέδαζε, δεν είχε τηλεόραση, δεν είχε θέατρα και κινηματογράφους και όπερες και νυχτερινά κέντρα και σκυλάδικα. Άντε, ανοίξτε τα μάτια σας και ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Καλή ματιά. Όχι γύρω σας στην ταβέρνα που θα πάμε σήμερα και θα δούμε όλους τους γνωστούς εκεί να μασουλάνε τα παϊδάκια και να γλύφουν τα δάχτυλά τους στα τραπέζια όπου θα ξεχειλίζουν τα κρέατα, θα περισσεύουν και θα τα μαζεύουμε στις σακούλες να τα πάμε και στο σκυλάκι μας, ούτε και γύρω στο τζάκι μας όπου θα τζιτζιρίζει το κρέας στα κάρβουνα. Άλλη ματιά εννοώ. Πιο μακρινή. Στον ευρύτερο περίγυρό μας. Εκεί που υπάρχει και η στέρηση και η ανημπόρια και η φτώχεια. Εκεί.Λοιπόν; Πού θα τσικνήσουμε σήμερα;
Tuesday, January 26, 2010
Τριτανταίχμης
Ο Ηρόδοτος –ξέρετε, ο πατέρας της ιστορίας- μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, μας διηγείται το εξής περιστατικό: όταν πια οι Πέρσες νικητές, αφού έχουν σκοτώσει τους τριακόσιους Σπαρτιάτες και τους 700 –μην τους ξεχνάμε αυτούς- Θεσπιείς, αφού έχουν ασχημονήσει πάνω στο πτώμα του Λεωνίδα κι ετοιμάζονται να κατέβουν νοτιότερα για να υποτάξουν και τον υπόλοιπο Ελληνικό χώρο, δέχονται μερικούς λιποτάκτες από την Αρκαδία, μια φτωχολογιά που ήρθε να υποβάλλει τα σέβη της μπας και γλιτώσει το κεφάλι της. Τους ρωτούν, λοιπόν, τι κάνουν, με τι ασχολούνται οι υπόλοιποι Έλληνες κι οι κακόμοιροι απαντούν ότι αυτό τον καιρό έχουν τους Ολυμπιακούς αγώνες και παρακολουθούν στην Ολυμπία τα αγωνίσματα. Τους ρωτούν μετά περίεργοι τι βραβείο έχει αθλοθετηθεί για τους νικητές κι εκείνοι αποκρίνονται ένας κότινος, δηλαδή ένα στεφάνι από την ιερή ελιά που φυτρώνει σε κείνα τα μέρη. Τότε ο γιος του Αρτάβανου, ο Τριτανταίχμης, Πέρσης εκ κατασκευής και προελεύσεως, μη μπορώντας να κρατήσει την έκπληξή του ακούγοντας πως το έπαθλο είναι ένα απλό στεφάνι ελιάς κι όχι χρήματα, αναφωνεί: «Μαρδόνιε, Μαρδόνιε, με τι άντρες μας έφερες να δώσουμε μάχη! Με άντρες που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για να δείξουν τη λεβεντιά τους».
Αυτά λέει ένας Πέρσης δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, όταν συνειδητοποιεί το γεγονός ότι κάποιοι τρελοί σ’ αυτόν τον κόσμο δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά έτσι, για τη δόξα, για τη χαρά που προσφέρει ο αθλητισμός, για να δείξουν τη δύναμη και τη λεβεντιά τους, για ένα μικρό στεφάνι ελιάς. Κι αν είναι έτσι στο γήπεδο, φαντάσου πώς θα είναι στο πεδίο της μάχης, όπου μπορούν όχι μια αλλά χίλιες φορές να δείξουν τη λεβεντιά τους κι όπου τα χρήματα, οι περσικοί δαρεικοί δεν τους λένε τίποτα. Αυτά θα αναλογιζόταν ασφαλώς ο Τριτανταίχμης και θα καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που έμπλεξε σ’ αυτή την εκστρατεία. Και μου είναι πολύ συμπαθής ο άνθρωπος αυτός, ο Πέρσης. Άλλωστε με τον Τριτανταίχμη στοιχίζεται και όλη η κοινωνία μας. Η πολιτισμένη, η εξελιγμένη κοινωνία μας, που βλέπει ας πούμε τους αθλητές να πωλούνται και να αγοράζονται όχι μόνο στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, αλλά και στον κλασικό αθλητισμό. Που βλέπει τα γκραν πρι στίβου να αθλοθετούν ράβδους χρυσού και τους αθλητές να αγωνίζονται γι’ αυτούς. Και το σημαντικότερο στην περίπτωσή μας δεν είναι ότι οι αθλητές και οι παίκτες παίζουν και αγωνίζονται για τα χρήματα το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι αυτό που ένιωσε ένας πιτσιρικάς ο οποίος παρακολουθούσε μαζί μου μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση του κυπέλου Ουέφα. Με ρώτησε πόσα λεφτά παίρνουν οι ομάδες στο Ουέφα κι όταν του απάντησα τίποτα, δεν παίρνουν φράγκο, μη γνωρίζοντας ουσιαστικά αν έχουν έσοδα από τους αγώνες αυτούς, όπως έχουν από το Τσάμπιονς Λιγκ, ο πιτσιρικάς, που θα ήταν 8-9 χρονών, γύρισε, με κοίταξε απορημένα και μου είπε: Τότε γιατί το βλέπουμε; Δε μου είπε τότε γιατί παίζουν, που θα ήταν και πιο λογικό, αλλά έβαλε κι εμάς, τους θεατές μέσα στο παιχνίδι και αναρωτήθηκε γιατί καθόμαστε και βλέπουμε έναν αγώνα αν σ’ αυτό τον αγώνα δεν παίζεται χρήμα. Εφόσον δεν υπάρχει χρήμα γιατί χάνουμε την ώρα μας και στενοχωριόμαστε, ρε θείο; Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Όχι δηλαδή να αγωνίζεται ο αθλητής για το χρήμα ή για τη δόξα που θα του φέρει χρήμα, αλλά να τον βλέπεις εσύ και να αγωνιάς, να τον παρακολουθείς εσύ και να τον χαίρεσαι μόνο αν πρόκειται αυτός να κερδίσει χρήματα. Ο άξιος είναι αυτός που βγάζει, ο μάγκας είναι ο ματσός. Δεν πα να παίρνει του κόσμου τα αναβολικά, δεν πα να έχει σχέσεις με ύποπτα ανθρωπάρια, δεν πα να έχει ύποπτες συναλλαγές, αν στη σπιταρόνα του έχει και πισίνα σε σχήμα μπριζόλας, αν κυκλοφορεί με λιμουζίνα είναι άξιος και του βγάζεις το καπέλο.
Γι’ αυτό συμπαθώ τον καημένο τον Πέρση, γιατί είναι ένας από εμάς. Είναι ο γείτονάς μου, είμαι εγώ. Με τον Τριτανταίχμη είμαστε κι όχι με τους τριακόσιους Είμαστε πολύ μακριά απ’ αυτούς. Από δε τους 700 Θεσπιείς, μας χωρίζουν έτη φωτός.
Αυτά λέει ένας Πέρσης δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, όταν συνειδητοποιεί το γεγονός ότι κάποιοι τρελοί σ’ αυτόν τον κόσμο δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά έτσι, για τη δόξα, για τη χαρά που προσφέρει ο αθλητισμός, για να δείξουν τη δύναμη και τη λεβεντιά τους, για ένα μικρό στεφάνι ελιάς. Κι αν είναι έτσι στο γήπεδο, φαντάσου πώς θα είναι στο πεδίο της μάχης, όπου μπορούν όχι μια αλλά χίλιες φορές να δείξουν τη λεβεντιά τους κι όπου τα χρήματα, οι περσικοί δαρεικοί δεν τους λένε τίποτα. Αυτά θα αναλογιζόταν ασφαλώς ο Τριτανταίχμης και θα καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που έμπλεξε σ’ αυτή την εκστρατεία. Και μου είναι πολύ συμπαθής ο άνθρωπος αυτός, ο Πέρσης. Άλλωστε με τον Τριτανταίχμη στοιχίζεται και όλη η κοινωνία μας. Η πολιτισμένη, η εξελιγμένη κοινωνία μας, που βλέπει ας πούμε τους αθλητές να πωλούνται και να αγοράζονται όχι μόνο στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, αλλά και στον κλασικό αθλητισμό. Που βλέπει τα γκραν πρι στίβου να αθλοθετούν ράβδους χρυσού και τους αθλητές να αγωνίζονται γι’ αυτούς. Και το σημαντικότερο στην περίπτωσή μας δεν είναι ότι οι αθλητές και οι παίκτες παίζουν και αγωνίζονται για τα χρήματα το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι αυτό που ένιωσε ένας πιτσιρικάς ο οποίος παρακολουθούσε μαζί μου μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση του κυπέλου Ουέφα. Με ρώτησε πόσα λεφτά παίρνουν οι ομάδες στο Ουέφα κι όταν του απάντησα τίποτα, δεν παίρνουν φράγκο, μη γνωρίζοντας ουσιαστικά αν έχουν έσοδα από τους αγώνες αυτούς, όπως έχουν από το Τσάμπιονς Λιγκ, ο πιτσιρικάς, που θα ήταν 8-9 χρονών, γύρισε, με κοίταξε απορημένα και μου είπε: Τότε γιατί το βλέπουμε; Δε μου είπε τότε γιατί παίζουν, που θα ήταν και πιο λογικό, αλλά έβαλε κι εμάς, τους θεατές μέσα στο παιχνίδι και αναρωτήθηκε γιατί καθόμαστε και βλέπουμε έναν αγώνα αν σ’ αυτό τον αγώνα δεν παίζεται χρήμα. Εφόσον δεν υπάρχει χρήμα γιατί χάνουμε την ώρα μας και στενοχωριόμαστε, ρε θείο; Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Όχι δηλαδή να αγωνίζεται ο αθλητής για το χρήμα ή για τη δόξα που θα του φέρει χρήμα, αλλά να τον βλέπεις εσύ και να αγωνιάς, να τον παρακολουθείς εσύ και να τον χαίρεσαι μόνο αν πρόκειται αυτός να κερδίσει χρήματα. Ο άξιος είναι αυτός που βγάζει, ο μάγκας είναι ο ματσός. Δεν πα να παίρνει του κόσμου τα αναβολικά, δεν πα να έχει σχέσεις με ύποπτα ανθρωπάρια, δεν πα να έχει ύποπτες συναλλαγές, αν στη σπιταρόνα του έχει και πισίνα σε σχήμα μπριζόλας, αν κυκλοφορεί με λιμουζίνα είναι άξιος και του βγάζεις το καπέλο.
Γι’ αυτό συμπαθώ τον καημένο τον Πέρση, γιατί είναι ένας από εμάς. Είναι ο γείτονάς μου, είμαι εγώ. Με τον Τριτανταίχμη είμαστε κι όχι με τους τριακόσιους Είμαστε πολύ μακριά απ’ αυτούς. Από δε τους 700 Θεσπιείς, μας χωρίζουν έτη φωτός.
Monday, January 18, 2010
Παραεμπόριο ΙΙ
Μάλλον συμβολικό πρέπει να ήταν αυτό. Αλλιώς, εγώ τουλάχιστον, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Να βλέπω δηλαδή υπαλλήλους του δήμου να σπάνε ρολόγια. Με σφυριά στα χέρια να τα κάνουν κομμάτια και θρύψαλα με άγρια χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Ξέρετε, ρολόγια και άλλα ψιλολοίδια που έπεσαν στα χέρια τους μετά από κατασχέσεις μικροαντικειμένων πλανόδιων παράνομων μικροπωλητών. Και επειδή αυτά δεν μπορούσαν να τα δωρίσουν (ίσως γιατί ήταν μαϊμούδες γνωστής μάρκας) στα διάφορα ΚΑΠΥά, τα έσπαγαν.
Κι ήταν όλοι ωραίοι εν τη αγνοία τους. Να σπάνε, να κομματιάζουν το χρόνο τον αδυσώπητο. Αυτόν που μας δείχνει το πέρασμά του με τα ανεξίτηλα σημάδια του πάνω μας. Ε, τον άτιμο! Να τον είχα από μια μεριά να σου τον έκανα εγώ καλοκαιρινό.
Υπό την έννοια αυτή μου άρεσε η σκηνή. Για το συμβολικό της χαρακτήρα, εννοώ. Όπως κάποιος άλλος (ζωγράφος αυτός) απαθανάτιζε λιωμένα ρολόγια, ρολόγια που κυλούσαν και έρρεαν στο άπειρο.
Αυτός δεν κατάφερε να τα σπάσει όμως. Οι δικοί μας τα έσπασαν. Και θα πίστεψαν, έστω και για μια στιγμή, ότι με το σπάσιμο θα μπορούσαν και να τον σταματήσουν. Αυτόν τον αδυσώπητο.
Γι’ αυτό είπαμε: η πράξη τους ήταν γεμάτη ποίηση, ήταν συμβολική.
Ξέρετε, ρολόγια και άλλα ψιλολοίδια που έπεσαν στα χέρια τους μετά από κατασχέσεις μικροαντικειμένων πλανόδιων παράνομων μικροπωλητών. Και επειδή αυτά δεν μπορούσαν να τα δωρίσουν (ίσως γιατί ήταν μαϊμούδες γνωστής μάρκας) στα διάφορα ΚΑΠΥά, τα έσπαγαν.
Κι ήταν όλοι ωραίοι εν τη αγνοία τους. Να σπάνε, να κομματιάζουν το χρόνο τον αδυσώπητο. Αυτόν που μας δείχνει το πέρασμά του με τα ανεξίτηλα σημάδια του πάνω μας. Ε, τον άτιμο! Να τον είχα από μια μεριά να σου τον έκανα εγώ καλοκαιρινό.
Υπό την έννοια αυτή μου άρεσε η σκηνή. Για το συμβολικό της χαρακτήρα, εννοώ. Όπως κάποιος άλλος (ζωγράφος αυτός) απαθανάτιζε λιωμένα ρολόγια, ρολόγια που κυλούσαν και έρρεαν στο άπειρο.
Αυτός δεν κατάφερε να τα σπάσει όμως. Οι δικοί μας τα έσπασαν. Και θα πίστεψαν, έστω και για μια στιγμή, ότι με το σπάσιμο θα μπορούσαν και να τον σταματήσουν. Αυτόν τον αδυσώπητο.
Γι’ αυτό είπαμε: η πράξη τους ήταν γεμάτη ποίηση, ήταν συμβολική.
Subscribe to:
Posts (Atom)