Sunday, December 23, 2007

Όλα ωραία και μεγάλα στολισμένα

Ρίξτε μια ματιά στον κόσμο μας: σκουπίδια κι απόβλητα, κάπνα, καλώδια και άσφαλτος, ασκήμια παντού. Για λίγες μέρες όμως θα προσπαθήσουμε όλοι όλα αυτά να τα καλλωπίσουμε, να τα κρύψουμε δηλαδή. Δεν είναι μόνο κάθε προεκλογική περίοδος που δημιουργεί την υποχρέωση σε κάθε κυβερνώντα να αναλωθεί σε έργα και εργάκια για να δείξει ότι ενδιαφέρεται κι ότι μοχθεί για το κοινό καλό με επιδιορθώσεις, επικαλύψεις, ασφαλτοστρώσεις, φωταγωγήσεις και άλλα στολίσματα. Και η γιορτή των Χριστουγέννων είναι που ωθεί όλους μας να ξεχάσουμε για λίγο την ασκήμια που μας περιβάλλει. Να στολίσουμε τα σπίτια μας, το δρόμο, τις πλατείες μας, να φωταγωγήσουμε τα μέγαρα, να στολίσουμε τις βιτρίνες, να γεμίσουμε τα πάντα με διάφορα μπιχλιμπίδια. Για να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες... για να κρύψουμε για λίγο την ασκήμια μας.
Όπως και να ’ναι ο στολισμός είναι επιβεβλημένος και αναμενόμενος. Σκεπάζεται το βρώμικο, το κακό, έλκεται το μάτι κι η ψυχή μας από το στολίδι σε άλλες όψεις, πιο καθαρές. Αυτόν ακριβώς το ρόλο παίζει και το περιτύλιγμα, το αμπαλάζ, που λέμε εμείς οι νεοέλληνες. Το πιο απλό αντικείμενο παίρνει τη μορφή και την αξία του δώρου μέσα στο προσεκτικό περιτύλιγμά του, στο γυαλιστερό πολύχρωμο χαρτί, στο ατσαλάκωτο γιορταστικό κουτάκι. Ένα μικρό κερί μέσα στο περιτύλιγμά του φαντάζει πολυπόθητο δώρο.
Και δεν τυλίγουμε μόνο αντικείμενα, τα δώρα μας, τυλίγουμε και τις σχέσεις μας, τις καρδιές μας. Δίνουμε ευχές ολόψυχες σε γνωστούς και αγνώστους. Ευχόμαστε όλοι σε όλους. Ακόμη και οι πιο ξεφτίλες της νυχτερινής ζωής πολυεκατομμυριούχοι και φοροφυγάδες θα ευχηθούν για τα παιδιάκια του τρίτου κόσμου να ’χουν ψωμί, να ’χουν παιδεία, να ’χουν ελευθερία. Ακόμη κι οι πιο ξεφτίλες πολεμοκάπηλοι θα ευχηθούν ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο. Ακόμη κι οι πιο ανοχύρωτοι και έωλοι ηθικά θα ευχηθούν για έναν καλύτερο, ομορφότερο κόσμο, χωρίς εγκληματικότητα, χωρίς ναρκωτικά. Χωρίς τρομοκρατία θα έρθει κι η ευχή από τους μεγαλοτρομοκράτες των συνειδήσεων. Το περιτύλιγμα των σχέσεων, που είπαμε. Το λαμπρό ιλουστρασιόν χαρτί με τους φιόγκους που τυλίγει το δωράκι των σχέσεων και δίνεται -ημέρες γιορτών- από τον ένα στον άλλο.
Κι εμείς τη βραδιά των Χριστουγέννων, λίγο πριν κοιμηθούμε, θα σκεφτούμε τη γέννα εκείνη που συντάραξε την ανθρωπότητα. Θα προβληματιστούμε για πολλοστή φορά: «Με σε στάβλο; Γιατί γεννήθηκε εκεί; Καλά, τα ξενοδοχεία γεμάτα! Δε βρέθηκε όμως ένας χριστιανός ν’ ανοίξει την πόρτα του σε μια φτωχιά ετοιμόγεννη γυναίκα και τον άντρα της για να γεννήσουν σαν άνθρωποι! Σε φάτνη των αλόγων;» Ένα δάκρυ τότε θα κυλήσει από την άκρη του ματιού μας μπροστά στη γέννηση του φτωχού ανθρώπου, θα τζιτζιρίσει λίγο την καρδιά μας, θα την τυλίξει -αυτό το ιλλουστρασιόν δάκρυ- και θα την ετοιμάσει για δώρο στον οποιονδήποτε πάσχοντα και αναξιοπαθούντα συνάνθρωπο. Τόσο ευάλωτοι γινόμαστε. Και για τόσο λίγο.
Το επόμενο πρωί θ’ ανοίξουμε τα δώρα μας. Θα σκίσουμε το περιτύλιγμα, το χαρτί, για να βρεθούμε μπροστά στο πολυπόθητο δώρο. Στο κεράκι, στο βιβλίο, στο δερμάτινο πορτοφόλι, στο μπιχλιμπίδι. Όλα αυτά δε μας ενδιαφέρουν πια ουσιαστικά. Μας ενδιέφεραν όταν ήμασταν παιδιά, άρα αθώα, παρθένα και αγνά. Τώρα όχι πια. Τώρα μας ενδιαφέρουν όσο βρίσκονται κρυμμένα μέσα στο περιτύλιγμά τους και όσο παίζουν το ρόλο του δώρου, της άγνωστης ευχής. Όταν τα ξετυλίξουμε από το περιτύλιγμα, από το ιλουστρασιόν χαρτί, τα δώρα θα ξαναγίνουν αντικείμενα, απλά μπιχλιμπίδια χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Όταν ξετυλίξουμε και την καρδιά μας από το χτεσινό δάκρυ που τη μεταμόρφωσε για λίγο σε δώρο προς το συνάνθρωπο, θα μείνει κι αυτή γυμνή, κρύα και σκληρή, όπως ήταν πριν μέσα στον άσκημο κόσμο της, ένα πάλι μ’ αυτόν.
Αγαπημένοι μου φίλοι, καλές γιορτές. Χρόνια πολλά σε όλους. Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα. Τώρα. Πριν ξετυλίξω την καρδιά μου απ' το γιορταστικό της περιτύλιγμα. Χρόνια ευτυχισμένα. Πριν την ξετυλίξω απ’ το δάκρυ.

Friday, December 14, 2007

Λαϊκισμοί

Ήταν μια παραλία στο χωριό που μετά από είκοσι χρόνια το έχω κάνει δικό μου και το λέω «το χωριό μου». Είχε δύσκολη πρόσβαση, χωματόδρομος κακοτράχαλος περνούσε μέσα από το δάσος και σε έβγαζε στο όνειρο. Εκεί μαζί με λίγους μυημένους νιώθαμε το νερό δροσερό και ολοκάθαρο να μας ξεπλένει από την πόλη, από το καυσαέριο. Το καυσαέριο των ανθρώπων όχι των αυτοκινήτων. Κι έβλεπες από τη μια μεριά μακριά απέναντι το Πήλιο να κλείνει ευγενικά λίγο ουρανό κι από την άλλη τη Σκίαθο να γνέφει στο πέλαγος και να σε προσκαλεί. Καθαρή παραλία, καθαρό Πήλιο και καθαρή Σκίαθος. Των Κενταύρων και του Παπαδιαμάντη. Τώρα έφτιαξαν ασφαλτόδρομο, έκοψαν και μερικά δέντρα που ενοχλούσαν τα περάσματα κι η παραλία γέμισε κόσμο. Κοιτάζεις το Πήλιο και παρεμβάλλονται σκάφη φουσκωτά και πολυεστερικά, βρίσκεις μια θέση στα βότσαλα με κάποια προσπάθεια, ο κόσμος δίπλα σου τρώει σάντουιτς και πίνει καφέδες αγορασμένους από την καντίνα, σε λίγο θα υπάρχουν και ταβέρνες, θα ανοιχτεί και άλλος δρόμος κατά μήκος της παραλίας, αυτός για ακόμη ευκολότερη πρόσβαση.
Θυμάμαι και τον Σαββόπουλο. Όσο απευθυνόταν σ’ αυτούς που απευθυνόταν, ήταν ο βάρδος της ηλικίας μας και των επιδιώξεών της, των σχεδίων και των ονείρων της. Όταν η πρόσβαση έγινε ευκολότερη κι άνοιξαν οι δρόμοι, έγινε ο βάρδος του τίποτα και του πουθενά. Από τότε παραπαίει στα σαλόνια χωρίς τραγούδια, χωρίς οράματα.
Μήπως και ο Λαζόπουλος; Όσο το κοινό του ήταν μετρημένο ήταν κι αυτός μετρημένος και προσεκτικός. Στην έκφραση, στο χιούμορ, στη σάτιρα. Από μια στιγμή και μετά, όταν το κοινό του έγινε αμέτρητο, έγινε κι αυτός αμετροεπής και προσπαθεί να πείσει ότι η σάτιρα είναι ανεξέλεγκτη, χωρίς φραγμούς και όρια και πάντοτε αθώα ακόμη κι αν πετάει πλαστικά μπουκάλια και σκουπίδια παντού γύρω της. Κι ο κόσμος που συνήθισε να γελάει με τις παλιές ατάκες και τα σχόλιά του, συνεχίζει να γελάει και με τα καινούργια χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι ο νέος λαϊκισμός του καλλιτέχνη γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος όσο ανεβαίνουν τα νούμερα τηλεθέασης.
Από τον επικίνδυνο πια Λαζόπουλο προτιμώ χίλιες φορές τον ειλικρινή Καρβέλα, όχι γιατί τον ξέρω από παιδί κι εκτιμώ τα πολλά του ταλέντα ούτε γιατί μ’ αρέσουν τα τραγούδια του, αλλά γιατί ευθαρσώς λέει και κάνει αυτά που πιστεύει χωρίς να κρύβεται πίσω από «σάτιρες» και «τηλεθεάσεις». Κι επειδή δεν εκτιμά και τα Μέσα Ενημέρωσης με τα παιχνίδια τους.

Και πρέπει να έχεις γερά κότσια να το λες και να το υποστηρίζεις δημοσίως αυτό.

Wednesday, December 12, 2007

Θεατρική κριτική

Ουδείς πλέον αμφισβητεί ότι η εν δυνάμει θεατρική «πελατεία» υπονομεύεται από τον μέγιστο μαζικό αισθητικό διαιρέτη τον οποίον παγκοσμίως ορίζει ο μεταμοντερνισμός της όρασης και της τηλεόρασης. Έτσι, ακόμη και τα πιο σοβαρά αλλά αναγκαίως και εμπορικά σχήματα καταφεύγουν σε έργα που θα εξασφαλίσουν την ανοχή, την αντοχή άρα και μία επαρκή δόση αυτοαναγνωρισιμότητας του μέσου υβριδιακού θεατή. Άλλωστε το ανήσυχον της ζήτησης και εν ταυτώ αναζήτησης του καλλιτεχνικού ιδιώματος μέσα από την αυτοκαταστροφική εν πολλοίς επιλογή και εκλογή ταυτοχρόνως του συγκεκριμένου έργου, δηλώνει μία αναπόδραστη στάση ζωής εν τω γίγνεσθαι της καλλιτεχνικής καθημερινής παραγωγής αλλά και μία αντιμετώπιση της πραγμάτωσης της ζωής εν τω μέσω ή πλησίον -τόσο με την θρησκευτική έννοια που υποβάλλει η λέξη όσο και με την κοινωνιολογική της σημασιολογική απόχρωση- της υποκριτικής. Και είναι αυτή -η υποκριτική- το ένα από τα ζητούμενα του ανήσυχου συλλέκτη της δημιουργικής μυσταγωγίας μιας θεατρικής πράξης, άρα και μιας πράξης ζωής. Το άλλο δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής και γόνιμη παρέμβαση τόσο στο πλέγμα των διαπροσωπικών σχέσεων του κοινού, δηλαδή ο επαναπροσδιορισμός άνευ όρων των ορίων των καθημερινών μας προσδοκιών περί του άλλου, του γείτονος και εν ταυτώ πλησίον, όσο και στο πλέγμα των εσώτερων ψυχολογικών ταλαντώσεων του υποκειμένου, το οποίο τότε και μόνο τότε, όταν γνωρίσει τον ορισμό του και τον επαναπροσδιορίσει γόνιμα και συνειδητά, δύναται να αντιληφθεί το μέγεθος της συντελούμενης αναδόμησης του εαυτού. Με λίγα λόγια θέλω να πω ότι ουδείς δικαιούται να αναφέρεται σε ψυχογραφικές μέριμνες των συγκρουόμενων κόσμων του θεατή, αν δεν έχει προηγουμένως λύσει, όχι άπαξ διά παντός γιατί τα πράγματα αυτά ξεκινούν από τη λύση και δεν δύνανται να προχωρήσουν πολύ πέραν αυτής, την υποκειμενική αντίδραση στα κοινόχρηστα μοτίβα, που, όπως θα έλεγε και ο Τάδε, εξυπονοούν την ψυχρότητα της αφαίρεσης μόνο αν ο καλλιτέχνης αποφεύγοντας τους περιττούς μελοδροματισμούς οδηγηθεί μέσα από την αριστοτελική υποκριτική στην ποιητική και φιλοσοφική θεώρηση της υποστασιοποιημένης δράσης. Οι αγκυλώσεις ασφαλώς θα είναι πολλές, το παρελθόν θα δρα καταλυτικά επάνω στον αγωνιζόμενο καλλιτέχνη, στην αγωνιώσα συνείδηση της έκφρασης και αυτοέκφρασης συνάμα. Όμως δύνανται και αυτές να υπερκερασθούν, αν από τη μια μεριά ο αιχμάλωτος σημερινός θεατής αγνοήσει τις τηλεοπτικές και διασκεδαστικές -με την μπερξονική έννοια ασφαλώς- πιστώσεις και από την άλλη αν αφεθεί με εμπιστοσύνη στην πνευματική μαγεία και εν πολλοίς δοκιμασία της σκηνικής υπερεξουσίας. Δηλαδή αν παραδοθεί ολοκληρωτικά σ' αυτόν τον αντικειμενικό και ταυτοχρόνως υποκειμενικό διδακτισμό, τον οποίο όμως είναι ανάγκη να τον θεωρήσει ως μέσον και όχι αυτοσκοπό, αν θέλει να φθάσει με συνέπεια στην πεμπτουσία της συγκινισιακής θερμοκρασίας του σκηνικού περιβάλλοντος χωρίς να αφυδατώσει τα εσωτερικά εκείνα στοιχεία του που θα του επέβαλλαν μια συγκεκριμένη και συγκροτημένη αντίδραση για ανάσχεση της πεπερασμένης για τη σημερινή θεατρική εικόνα κλωντελικής εσωτερικής συνομιλίας. Α πριόρι, θα πρέπει να έχει τονιστεί στον εν δυνάμει και όχι ενεργεία θεατή ότι τα σύνορα μεταξύ μιας αριστοτελικής και μιας επικής ανάγνωσης του θεατρικού κειμένου έχουν πλέον καταρριφθεί αλλά και απορριφθεί, ότι οι κοινωνιολογικές από σκηνής αναλύσεις θεωρούνται τελειωμένες ήδη από τον Ευριπίδη, ότι οι υποχρεωτικές ευθύγραμμες σκηνικές παρεμβάσεις και παρεκβάσεις δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον πυρήνα του έργου που εκρήγνυται, αλλά πιστοποιούν την ύπαρξη μια αδιάφορης, γι' αυτό και αβέβαιης πορείας και στάθμης μιας θεατρικής άρα και οντολογικής πραγμάτωσης και τέλος ότι τα πάντα δεν μπορούν πια να έχουν την αφετηρία τους από το μηδέν. Ένας ευπρόσωπος εκπρόσωπος του δραματολογίου δεν μπορεί να είναι και απρόσωπος. Το ζητούμενο πρόσωπό του -είτε αυτό είναι αληθινό πρόσωπο είτε είναι προσωπείον (με την αρχαιοελληνική της σημασία η λέξις)- αποτελεί το ζητούμενον σε κάθε παράσταση, δηλαδή είναι μια άλλη διάσταση της υπόστασης μιας συνεχούς και αέναα υποστηριζόμενης ψυχολογικά κατάστασης, δηλ. μιας καταστασιακής δράσης, με τη χαϊντεγκεριανή έννοια της λέξης ασφαλώς όπως θα έλεγε κι ο Γιώρεγος Τάδε.
Πιστεύω να έγινα πλήρως κατανοητός.

Thursday, December 06, 2007

Κερχνής

Η είδηση λέει ότι στην Κύπρο σκοτώθηκαν 46 μαυροκιρκίνεζα. Δε σκοτώθηκαν μόνα τους, βέβαια. Τα σκότωσαν κυνηγοί. Ας μην σπεύσουν όμως οι κυνηγετικές οργανώσεις να πουν ότι δεν πρόκειται για συνειδητούς κυνηγούς, ότι οι σωστοί κυνηγοί προστατεύουν τη φύση, αγαπούν τα ζώα, το πολύ να μαζεύουν κανένα χόρτο και λοιπά. Όχι! Οι κυνηγοί είναι και λέγονται κυνηγοί, επειδή κυνηγούν. Και κυνηγούν ως επί το πλείστον ζώα. Και τα κυνηγούν όχι για να τα πιάσουν και μετά να κυνηγούν –εναλλάσσοντας τους ρόλους- τα ζώα τους κυνηγούς, όπως το παλιό παιχνίδι «άλλος, σ’ έπιασα, εσύ τώρα», αλλά για να τα σκοτώσουν. Κι όταν τα σκοτώνουν, τα κρεμούν επιδεικτικά έξω από το αυτοκίνητο και επιστρέφουν χαρούμενοι. Κι όταν έρχεται η ώρα, αφού τα έχουν ετοιμάσει (τα έχουν ξεπουπουλιάσει, καθαρίσει και μαγειρέψει) έρχονται κι οι φίλοι τους και πίνουν ένα κρασί στο τραπέζι συζητώντας για τις επιτυχίες τους στο κυνήγι. Αυτοί είναι οι συνειδητοί, οι σωστοί κυνηγοί, λένε. Που ικανοποιούν το αρχέγονο και βαθιά ριζωμένο ένστικτο του ανθρώπου. Το ένστικτο του κυνηγού. Λένε.
Κι ενώ όλα τα άλλα αρχέγονα ένστικτα τα έχουμε διαγράψει από το DNA μας, αυτό παραμένει ανεξίτηλο σε ορισμένους. Τι γίνεται, όμως, όταν φτάνει η ώρα να τα μαζέψουν και να φύγουν από το δάσος (sic) χωρίς να έχουν επιτελέσει το χρέος τους, χωρίς να έχουν στη τσάντα τους ούτε ένα δείγμα που να αποδεικνύει το πόσο τυχεροί στάθηκαν, το πόσο καλοί κυνηγοί είναι, το πόσο πέτυχαν δηλαδή το στόχο τους και ικανοποίησαν αυτό το αρχέγονο ένστικτο; Τότε μπορεί να δουν στην πλαγιά μακριά πάνω στα δέντρα (sic) πενήντα μαυροκιρκίνεζα, γεράκια δηλαδή, και να ασκηθούν ολίγον στο σημάδι.
Το κιρκινέζι έρχεται κάθε άνοιξη από την Αφρική πετώντας ομαδικά με τα πουλιά του είδους του, χωρίς να ξέρει τι το περιμένει. Φαντάζομαι ότι στη σκέψη της ματιάς του έχει ουρανούς και δάση και νερά. Φωλιάζει σε δέντρα και σε βράχια. Είναι πουλί μοναχικό, έχει συνήθως ένα σύντροφο σε όλη του τη ζωή και ζει οικογενειακά. Σπίτι-δουλειά-σπίτι. Ο πληθυσμός του, όμως, μειώνεται αισθητά. Ευθύνονται οι αλλαγές στο κλίμα, τα φυτοφάρμακα και η καταστροφή των βιοτόπων της Αφρικής και της Ευρώπης. Ευθύνονται και οι κυνηγοί. Όχι οι ασυνείδητοι. Οι κυνηγοί. Που αποδεκάτισαν σαράντα τόσες οικογένειες.
Και η λύση ποια μπορεί να είναι; Να περιμένουμε τους κυνηγούς να συνειδητοποιηθούν και να αφήσουν τις καραμπίνες τους να σκουριάζουν πάνω απ’ το τζάκι; Ή να πείσουμε τα κιρκινέζια (και τους πελαργούς και τους ερωδιούς και όλα τα άλλα αθώα πλάσματα τ’ ουρανού που κινδυνεύουν από τα βόλια μας) να μην έρχονται πια σε μας. Πιο εύκολο μου φαίνεται το δεύτερο που μπορεί να προέλθει –στο κάτω κάτω- κι από μια διαίσθηση των φτερωτών φίλων μας. Γιατί η άλλη λύση χρειάζεται πολύ περισσότερα και –κυρίως- παιδεία. Που, ως γνωστόν, έχει μεταναστεύσει εδώ και πολλά πολλά χρόνια από τον τόπο μας.

Friday, November 23, 2007

Τω Γουλιέλμω Μύλλερ ευγνωμονών...

Φέτος συμπληρώνονται 180 χρόνια από το θάνατο του Γερμανού ποιητή Γουλιέλμου Μύλλερ. Ψέματα! Τίποτα δε συμπληρώνεται φέτος. Και κανείς δε θυμάται τίποτα. Γιατί όλοι μας πια -και περισσότερο εμείς οι Νεοέλληνες- τους ποιητές τους αγνοούμε. Πάλι καλά. Σε άλλους, πιο δίσεκτους, καιρούς, «είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς»!
.
Ποιος είναι ο Γ.Μύλλερ; Γιατί θα έπρεπε να εορτάζεται κάποια επέτειός του; Γιατί, τέλος πάντων, ο κόσμος θα έπρεπε να τον θυμάται; Όσοι γνωρίζουν τον Σούμπερτ, ακούν και αγαπούν τα εξαίσια τραγούδια που δώρισε στον πολιτισμό, δεν κάνουν αυτή την ερώτηση. Αυτοί ασφαλώς γνωρίζουν το Χειμωνιάτικο Ταξίδι ή την Ωραία Μυλωνού. Σήμερα ειδικά, μια κρύα μέρα του Νοέμβρη μ' ένα βασανιστικό ψιλόβροχο να λασπώνει τον κόσμο, τα φημισμένα Lieder του Φραντς Σούμπερτ πάνω στον κύκλο ποιημάτων με τίτλο «Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι» του Γ.Μύλλερ φαίνονται σαν να αποτελούν πυξίδα για κάθε ταξίδι σ' όλους τους χειμώνες των ανθρώπων, στους χειμώνες της ζωής και της σκέψης, του συναισθήματος και των ιδεών.
.
Ο Γ.Μ. γεννήθηκε στο Ντέσσαου στις 7 Οκτωβρίου 1794. Μην περιμένετε να σας πως, όμως, λεπτομέρειες από τη ζωή του. Αυτές εύκολα μπορείτε να τις αναζητήσετε και να τις βρείτε σε οποιαδήποτε καλή εγκυκλοπαίδεια (καλή, γιατί δεν είναι σίγουρο ότι μια μέτρια θα τον έχει περιλάβει ανάμεσα στα λήμματά της). Δε θα σας πω ούτε για τα ποιήματα που του μελοποίησε ο Σούμπερτ, αν και σχεδόν υποκύπτω στον πειρασμό ν' αρχίσω να μεταφράζω «Το γέρικο κεφάλι» που παίζει το πικάπ αυτή τη στιγμή: (Η πάχνη μού πασπάλισε / με λάμψη τα μαλλιά μου / που πίστεψα πως γέρασα / και χάρηκ' η καρδιά μου. / Μετά από λίγο έλιωσε / και ξαναγίναν μαύρα, / αχ, τρέμω για τα νιάτα μου / που πάλι τα ξανάβρα...).
Θα σας μιλήσω για τον Έλληνα Γουλιέλμο Μύλλερ. Αυτόν που ξεκίνησε συνοδός τού αρχαιολάτρη βαρόνου φον Ζακ το 1817 για ένα ταξίδι στην Ελλάδα και στην εγγύς Ανατολή, ταξίδι που ποτέ δεν έφτασε στο τέλος του, μια και η χολέρα, που είχε ενσκήψει στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή, τους εμπόδισε από την Ιταλία να περάσουν στα μέρη τα δικά μας. Στον πρώτο τους σταθμό, όμως, στη Βιέννη, ο Μύλλερ γνώρισε πολλές προσωπικότητες της ελληνικής παροικίας με τις οποίες συνδέθηκε φιλικά και πληροφορήθηκε για τη ζωή της σύγχρονης Ελλάδας. Τα δεινά του Γένους τού τα εξέθεσαν ο Άνθιμος Γαζής, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Γεώργιος Κοκκινάκης και άλλοι πολλοί. Αυτοί του ενέπνευσαν το πάθος που τον κατείχε για την Ελλάδα στο υπόλοιπο της λιγοστής ζωής του, αυτοί του έμαθαν τα ελληνικά, αυτοί του δίδαξαν τα δημοτικά μας τραγούδια. Κι ο αγνός Γερμανός έγινε Φιλέλληνας. Λάθος! Έγινε Έλληνας, μια και το να είναι κανείς Έλληνας δεν είναι ζήτημα καταγωγής, αλλά αγωγής (κάποιος άλλος σπουδαίος αρχαίος Έλληνας το είπε αυτό).
.
Έτσι, αργότερα στο Ντέσσαου εργάστηκε ως καθηγητής της αρχαίας ελληνικής και λατινικής. Και όταν στα 1821 επαναστάτησε το έθνος μας, ο Μύλλερ συγκινημένος πολέμησε κι αυτός με τα όπλα του: δημοσίευσε το πρώτο τεύχος από Τα Τραγούδια των Ελλήνων. Οι τίτλοι των ποιημάτων της συλλογής αυτής (Ο Ιερός Λόχος, Οι Έλληνες προς τους φίλους του αρχαίου παρελθόντος των, Τα πνεύματα των αρχαίων ηρώων την ημέρα της ανάστασης, Τα ερείπια των Αθηνών προς την Αγγλία, Η Ελπίδα της Ελλάδας) δε μαρτυρούν την αγάπη του νεαρού ποιητή προς τον τόπο αυτόν μόνο, αλλά και την προσπάθειά του να βοηθήσει τον αγώνα από το δικό του μετερίζι. Το 1822 κυκλοφορήθηκε το δεύτερο τεύχος των τραγουδιών του με την Υψηλή Πύλη, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και το ωραιότερο ποίημα της συλλογής, τον Μικρό Υδραίο. Η υποδοχή από το κοινό και η απήχηση αυτών των τευχών ώθησε το Μύλλερ να εκδώσει το 1823 στη Λιψία άλλα τρία τεύχη με τίτλο Νέα τραγούδια των Ελλήνων. Σ' αυτά αναφέρεται στην εχθρική στάση της Ευρωπαϊκής διπλωματίας απέναντι στον Ελληνικό αγώνα, αποδεικνύοντας ότι παρέα στην καρδιά έκανε η λογική, ενώ η αισθητική του δε βάδιζε χώρια από την ιστορική του συνείδηση. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, και μερικά τεύχη από αυτά που εξέδωσε με θέμα του την Ελλάδα και τον αγώνα της απαγορεύτηκαν από τη λογοκρισία της πατρίδας του. Μέσα σ' αυτά έβλεπε η εξουσία την πολιτική του αντίθεση σε πάσης φύσεως προσπάθεια για υποδούλωση και υποταγή του ανθρώπου. Το 1824 εκδίδει το τελευταίο τεύχος της σειράς με τίτλο Νεότερα Τραγούδια των Ελλήνων. Το 1825 εξέδωσε σε δυο τόμους μια εξαιρετική μετάφραση, έμμετρη μάλιστα, των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από το έργο του Κλωντ Φωριέλ. Το 1826 βλέπει το φως μια νέα ποιητική συλλογή: Μικροί ερωτικοί στίχοι από τα νησιά του Αρχιπελάγους. Για μια ακόμη φορά δείχνει πόσο βαθύς γνώστης ήταν της φόρμας των δημοτικών μας τραγουδιών, αλλά και πόσο αγαπούσε την Ελλάδα.
Πέθανε στην πόλη που γεννήθηκε, την 1η Οκτωβρίου του 1827, 33 μόλις χρόνων, από αποπληξία.
Η ελληνική πατρίδα τίμησε τον ποιητή της τελευταία φορά την 1-10-1927, και ενετοίχισε μάλιστα στο σπίτι όπου πέθανε πλάκα από πεντελικό μάρμαρο με δίγλωσση επιγραφή: Γουλιέλμω Μύλλερ τω ποιητή των Ελληνικών ασμάτων, ο ευγνωμονών Ελληνικός λαός.
Στα διακόσια χρόνια από τη γέννησή του περίμενα κάτι ή κάποιον να μας τον θυμίσει. Για να τον μάθουν και άλλοι κι όχι μόνο μέσω των εξαίσιων Lieder του Σούμπερτ, όπως έμμεσα τον γνώρισα εγώ. Κανείς. Περίμενα και στα 180 χρόνια από τη γέννησή του να γίνει κάτι. Τίποτα. Μονάχα αυτό το μικρό σημείωμα. Πάλι καλά!
Τω Γουλιέλμω Μύλλερ απείρως ευγνωμονών, λοιπόν, δια το προς την πατρίδα υψηλόν πάθος του.

Tuesday, October 30, 2007

Συρματόπλεγμα

.
Δεν μπορώ να βλέπω τα θλιμμένα σου μάτια. Τα κουρασμένα μάτια σου. Είναι σαν τα συρματοπλέγματα της φυλακής που φτάνουν μέχρι τον ουρανό και που μόνο αν τα χαλάσεις, αν ανοίξεις με το ψαλίδι τρύπες, θα μπορέσεις να ξεφύγεις. Δε δύνασαι ποτέ να τα ξεπεράσεις αλλιώς. Δεν μπορείς, ας πούμε, να πηδήξεις από πάνω τους, δεν μπορείς να τα σκαρφαλώσεις ούτε να κάνεις πως δεν τα βλέπεις και σαν ιδεαλιστής Ιησούς να περάσεις ανάμεσά τους.
Δεν μπορώ τα θλιμμένα μάτια σου, τα κουρασμένα. Είναι που τ’ αγαπώ ακόμη όπως ο ίδιος ο φυλακισμένος –της φυλακής που έλεγα πριν- αγαπάει το κελί του. Γιατί όταν χιόνιζε στα προαύλια των ανθρώπων, αυτός δεν κρύωνε. Κι όταν έβρεχε έξω ο κόσμος, αυτός είχε μία στέγη.
Τι θα γίνουν τώρα τα θλιμμένα μάτια σου; Πού θα ακουμπήσουν; Κλείσε τα βλέφαρα τώρα που φεύγω. Ράψε και το συρματόπλεγμα να κρατηθούν οι αναμνήσεις. Μη με κοιτάς. Είναι μια παγωμένη άνοιξη τα μάτια σου αυτή τη νύχτα που δε λέει να ξημερώσει ο ουρανός.

Thursday, October 18, 2007

Χωρίς τίτλο

.
Να ’χα τουλάχιστον μια φωτογραφία της νύχτας σκέψης σου να έβλεπα όλους τους γαλαξίες των συλλογισμών σου και ν’ αποκτούσα δικαίωμα και πρόσβαση στο άπειρο.
Κι αν δεν μπορούσα να την ρουφήξω όλη,
-γιατί η νύχτα σκεπάζει όλα τα όνειρα των ανθρώπων, κατοικεί και στα μαξιλάρια της μνήμης και στις φουσκωμένες κοιλιές του μέλλοντος,
γιατί η νύχτα δεν πέφτει μόνο στα δάση σου, αλλά φυσάει και σαχάρα στην ανάσα μου, χτίζει και ιμαλάια στον έρωτά μου-
αν –λέω- αν δεν μπορώ να την ρουφήξω όλη, γιατί φοβάμαι μη μου γεμίσει το γάλα των οστών μου σκοτάδι,
τότε πάρε Εσύ όλα μου τα οστά, ένα-ένα:
Πρώτα της σπονδυλικής κολόνας
μετά το ηνιακό ταβάνι μου
τις κερκίδες και τις κνήμες του πρώτου μου μπουσουλίσματος στα χωράφια της καρδιάς σου
τις φάλαγγες των εξερευνητών δακτύλων μου να παίζεις εσύ τη γλυκιά σου κιθάρα, όταν εγώ θα συλλέγω μακριά σου αστραπές.
Πάρε όλα μου τα οστά, μην αφήσεις κανένα και μου τα σκοτεινιάσει η νύχτα σκέψη σου.
Προφύλαξέ με από το σκοτάδι λύκο, απ' το σκοτάδι γέρο, απ' το σκοτάδι μαχαίρι.
Άσε μου μόνο σάρκα λάσπη, να φτιάξω μ’ αυτήν σπίτια, σπίτια πολλά, σπίτια σε όλη τη γεωγραφία της νύχτας, το ένα δίπλα στο άλλο, για να κατοικήσουν όλοι οι άστεγοι του έρωτα.
Και σ’ ένα απ’ αυτά, στο πιο μεγάλο και το πιο ωραίο, στο πιο γενναίο κι ευγενικό θα βρίσκομαι εγώ, μονάχος πια.
Να ’χα τουλάχιστον μια φωτογραφία της νύχτας σκέψης σου να άκουγα τη σιωπή σου.

Tuesday, October 16, 2007

Το νερό νεράκι

.......................................Αφιερωμένο στην Ημέρα για το Περιβάλλον (που πέρασε)

Πριν από χρόνια πολλά, μόλις πιάναμε εφημερίδα στα χέρια μας, το πρώτο που μας ενδιέφερε ήταν η τιμή της χρυσής λίρας. Μόλις τη βλέπαμε καρφωμένη στις 280 δρχ. ησυχάζαμε και μετά άρχιζε το κανονικό πρωινό ή μεσημεριανό της ξεκοκάλισμα. Πέρασαν τα χρόνια, έπαψε να μας ενδιαφέρει η τιμή της χρυσής λίρας. Τώρα πια το ενδιαφέρον μας πήγαινε στο ύψος της στάθμης του νερού της λίμνης του Μαραθώνα. Αργότερα ενδιαφερόμαστε κατά περιοχές για τους σεισμούς και τις προβλέψεις τους, τα ρίχτερ και τα ρήγματα, μετά για το νέφος και τις τιμές του, αργότερα για το όζον και την τρύπα του και -ειδικά τα καλοκαίρια- για το πόση ώρα επιτρέπουν οι ειδικοί να εκτιθέμεθα στις ακτίνες του ήλιου. Σήμερα -τουλάχιστον στην περιοχή μας- πιστεύω πως το ενδιαφέρον μας το μονοπωλεί το νερό και η κατάστασή του.
Εγώ τουλάχιστον, από τη στιγμή που άκουσα πριν από χρόνια ότι η Δημοτική μας Επιχείρηση κρίνει το νερό μας ακατάλληλο, έπαψε να με ενδιαφέρει οτιδήποτε άλλο στις τοπικές εφημερίδες και στο τοπικό ραδιόφωνο. Η ενημέρωσή μου στην αρχή της ημέρας ξεκίναγε από την κατάσταση του νερού. Από τις έξι κάθε πρωί στηνόμουν στο ραδιόφωνο. Αν η ώρα έφτανε επτάμισι και δεν άκουγα τίποτα, καμία ανακοίνωση της Επιχείρησης, τότε χαρούμενος κι ελεύθερος έκανα το μπάνιο μου, έπλενα και τα δόντια μου, έφτιαχνα καφέ κι έσβηνα με κλειστά τα μάτια τη δίψα μου .Έτσι όμως και άκουγα πως η επιχείρηση συνιστά στους πολίτες να μην πίνουν νερό, τότε ή δεν πλενόμουν και έμενα νηστικός, ή, αν είχα περίσια εμφιαλωμένου, το χρησιμοποιούσα για τις ανάγκες μου, αναμένοντας τη νέα αισιόδοξη ανακοίνωση που θα μου επέτρεπε να χρησιμοποιήσω το πολύτιμο αγαθό της βρύσης.
Δείχνω τέτοια εμπιστοσύνη στη Δημοτική Επιχείρηση και της οφείλω τόσα πολλά, αφού μας προστατεύει από κάθε κίνδυνο. Αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά με έχουν συγκλονίσει. Γιατί, βλέπετε, δεν τους έφτασε που τόσα χρόνια μόχθησαν στην κυριολεξία για να μας φτιάξουν τις σωλήνες και το νερό, αλλά και από κει κι ύστερα δεν ησύχασαν στιγμή. Καθημερινές μετρήσεις με συνέπεια, σωστή και σοβαρή ενημέρωση, υπευθυνότητα και ευθύνη. Ανοίγει δηλαδή το πρωί την κάνουλα ο υπάλληλος, ο οποιοσδήποτε υπάλληλος της Επιχείρησης (δε μας ενδιαφέρουν τώρα τα ονόματα) με υπευθυνότητα, κι έτσι και διαπιστώσει ότι το νερό είναι μαύρο, μαύρη η ώρα που το γέννησε. Αν έχει μάλιστα αιωρούμενα σωματίδια ή ζωντανούς οργανισμούς μέσα του, έτσι και δει ο υπάλληλος κανένα ψάρι ή τίποτα χώματα και άλλα βοθρολύματα, χωρίς καμία καθυστέρηση ειδοποιεί τους προϊσταμένους του. Αυτοί αμέσως από την επόμενη ημέρα κιόλας ή -το αργότερο τη μεθεπόμενη, αν έχουν πολλή δουλειά- αρχίζουν τις απανωτές μετρήσεις. Τις περισσότερες φορές το βρίσκουν καθαρό και επιτιμούν τον υπάλληλό τους που δεν είδε καλά εκείνο το σκοτεινό πρωινό και το είδε μαύρο το νερό. Αλλά ουαί κι αλίμονο στο νερό αν καμιά φορά δεν πληροί τις υποχρεώσεις του. Αμέσως και χωρίς να ντρέπονται στέλνουν ανακοίνωση στον τύπο κι έχουν κι αυτοί το κεφάλι τους ήσυχο. Δεν παίζονται οι άνθρωποι και δεν παίζουν μ' αυτά οι άνθρωποι. Την υπογραφή τους βάζουν. Αν κάποιος μετά πίνοντας νερό πάθει ό,τι πάθει, η Επιχείρηση έχει το κεφάλι της ήσυχο και τα χέρια της καθαρά. «Εγώ, κύριοι, σας ειδοποίησα. Ουδεμίαν ευθύνη φέρω, λοιπόν. Αν εσείς κάνετε του κεφαλιού σας κι επιμένετε να πίνετε νερό από αυτό που εγώ θεωρώ ακατάλληλο προς πόσιν, την αποκλειστική ευθύνη έχετε εσείς». Έτσι είναι. Έτσι μιλά η υπευθυνότης.
Δε σας κρύβω πως όταν κι εγώ μια φορά -την πρώτη και μοναδική φορά- παράκουσα τις εντολές της Επιχείρησης και ήπια μερικές γουλιές από το ακατάλληλο νερό, είδα στην πλατεία της πόλης μας, όταν βγήκα να αγοράσω εφημερίδα, έναν υπάλληλό της να με κοιτάζει καχύποπτα. Αμέσως ένιωσα το σφάλμα μου, ήμουν έτοιμος να του ζητήσω γονυπετής συγγνώμη, αλλά ντράπηκα. Ό,τι ήταν να κάνουν, το έκαναν και με το παραπάνω. Η έμφυτη συστολή μου δε με άφησε να εξομολογηθώ την αμαρτία μου στον καθ' ύλην αρμόδιο. Έδωσα όμως υπόσχεση στον εαυτό μου να μην αμαρτήσω ξανά και δοκιμάσω το απαγορευμένο ποτό, αλλά πάντα με κλειστά τα μάτια να υπακούω στις εντολές της Δημοτικής μας Επιχείρησης. Κακό το νερό, κακό. Καλό το νερό, καλό και πόσιμο. Έστω κι αν είναι λίγο θολό ή λίγο προς το καφέ. Εγώ το πίνω με κλειστά τα μάτια. Έστω κι αν βρωμοκοπάει. Εγώ το πίνω και με κλειστή τη μύτη. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.

Friday, October 12, 2007

Ένας απόμαχος μιλάει...

Αχ, Θεούλη μου, η πλατίτσα μου και το βασανισμένο μου κορμάκι! Πονάω παντού. Τα γερατιά, όπως και να' ναι, πονάνε. Κι αν έχεις περάσει και βάσανα πολλά στα νιάτα σου και δύσκολα χρόνια, αν έχεις γνωρίσει καλά στο πετσί σου την καταφρόνια του κόσμου, ε! τότε δεν έχεις ούτε να θυμάσαι κάτι, έστω για παρηγοριά. Κι αν σ' έχουν ξεχάσει και σ' ένα ανήλιαγο υπόγειο και κανείς δεν ήρθε τα τελευταία χρόνια να σου πει ένα λόγο γλυκό, ένα ευχαριστώ, να σου μιλήσει για τις χαμένες μάχες και τους αγώνες τους μισοτελειωμένους, η ζωή δεν υποφέρεται.
Μήπως μπόρεσα όμως να υποφέρω και τα νιάτα μου; Ήμασταν -θυμάμαι- καμιά εικοσαριά νέοι, όταν μπαίναμε αισιόδοξοι στη ζωή, ν' αγωνιστούμε και να προσφέρουμε. Θέλαμε να δώσουμε το είναι μας, να θυσιαστούμε για την τάξη μας. Σ' αυτή την τάξη βρεθήκαμε, αυτή νιώσαμε ότι πρέπει να αγαπήσουμε και για τα συμφέροντά της να αγωνιστούμε. Γρήγορα καταλάβαμε ότι μας περίμεναν δύσκολες μέρες, ότι η προσφορά και η θυσία μας δεν επρόκειτο να εκτιμηθούν, όπως ίσως ελπίζαμε. Από την πρώτη στιγμή αντιμετωπίσαμε την εχθρότητα του κόσμου. Δε χρειάστηκε να περάσει πολύ για να δεχτούμε τα πρώτα χτυπήματα. Εγώ, μάλιστα, θυμάμαι πολύ καλά αυτόν που με πλήγωσε στην πλάτη, το πρώτο χτύπημα. Τότε τα είχα χάσει, γιατί η ύπουλη μαχαιριά προερχόταν από ένα παιδί, ένα νέο δεκαπέντε-δεκάξι χρόνων. Δεν την περίμενα τόση κακία από έναν έφηβο, από τη στιγμή μάλιστα που τίποτα μέχρι τότε στην προσωπική μου ζωή δε δικαολογούσε τόση εχθρότητα. Περιττό να πω πως η πληγή αυτή δεν έκλεισε. Ακόμη τη νιώθω να με πονάει στην υγρασία που με ζώνει. Ίσως γιατί ήταν η πρώτη, παρέμεινε και η πιο επώδυνη.
Μετά ήρθαν κι άλλες: μπουνιές, κλωτσιές, χλευασμοί, προπηλακισμοί. Χρησιμοποίησαν εναντίον μου μαχαίρια, ψαλίδια, κατσαβίδια, ξυράφια. Ένας μάλιστα είχε φέρει μια φορά κι ένα πριόνι. Ευτυχώς τον συνέλαβαν και τον τιμώρησαν αυστηρά. Τους άφηνα όλους να εκτονώνονται. Φαίνεται ήταν πολύ καταπιεσμένοι στην προσωπική τους ζωή και δεν έβρισκαν άλλους τρόπους, πιο ήρεμους και πολιτισμένους, για να εκδηλωθούν, για να αντιδράσουν. Γρήγορα ήρθαν και τα τατουάζ που ανεξίτηλα χαράκωσαν τη νιότη μου κι αλλοίωσαν τη μορφή μου: καρδιές χαραγμένες στα μπράτσα μου με βέλη και αρχικά ονομάτων, καράβια κι αεροπλάνα, γήπεδα και ποδοσφαιριστές με όργωσαν, μ' έκαναν αγνώριστο. Αν ήξερα τι με περίμενε σ' αυτό τον κόσμο, αν κάποιος μου το 'λεγε και τον πίστευα, θα προτιμούσα να έμενα εκεί που είχα γεννηθεί, να ζήσω στη φύση, δίπλα στα άλλα δέντρα που τ' αγαπούσα και μ' αγαπούσαν. Στον καθαρό αέρα, μακριά απ' τη βρωμιά του κόσμου και την κακία του. Όμως κανείς δε μου είχε πει τίποτα, ίσως γιατί κανείς δεν περίμενε από μορφωμένους ανθρώπους τέτοια συμπεριφορά.
Μετά, όταν πέρασαν τα χρόνια κι έφτασα σε κάποια ηλικία, απόμαχος της ζωής, σκέφτηκα ότι θα μου έδειχναν πια το σεβασμό που μου είχε λείψει στα νιάτα μου. Φρούδες ελπίδες. Κανένας δε μου έδωσε σημασία, καμιά τρυφερότητα. Τα ένδοξα και τιμημένα γερατιά, άκουγα. Τρίχες, μην πιστεύετε κανέναν. Όλοι τον εαυτό τους κοίταγαν. Εμένα με παραπέταξαν στο σκοτεινό υπόγειο μαζί με άλλους συντρόφους μου και μας άφησαν εκεί, χωρίς τροφή, χωρίς φως και -κυρίως- χωρίς αναγνώριση. Χωρίς σύνταξη ζήσαμε όπως ζήσαμε, τα κουτσοβολέψαμε μερικά χρόνια. Ο Θεός ξέρει πώς επιζήσαμε ανάμεσα στο θανατερό σφιχταγκάλιασμα της αράχνης και στη μούχλα. Τιμημένα γερατιά! Τρίχες κατσαρές.
Ελπίζαμε ξανά πως μας ξέχασαν. Καλύτερα στη λήθη παρά να σε τυραννούν ηλίθιοι, έλεγε ένας μεγαλύτερος σε ηλικία σύντροφός μας που ήξερε πολλά, είχε σπουδάσει και σε ανώτερη σχολή για πάνω από δέκα χρόνια. Αυτά μας έλεγε, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Το φως του ήλιου μάς θάμπωσε. Νέοι βάρβαροι, χωρίς σεβασμό στην ηλικία μας, στους αγώνες και στα τραύματά μας, μας τράβηξαν και μας πέταξαν έξω, σ' ένα προαύλιο με ψηλά κάγκελα περιφραγμένο. Ήμασταν φυλακισμένοι που βγαίναμε μετά από χρόνια στο φως του ήλιου, αλλά κανενός τα πόδια δεν άντεχαν για μια βόλτα στην αυλή. Μείναμε έτσι σωριασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ανήμποροι μπροστά στη νέα δοκιμασία που νιώσαμε να μας απειλεί.
Ακούσαμε πως θα μας μετέφεραν σε μια νέα σχολή που είχε ανοίξει ξαφνικά και δεν είχαν προλάβει να προμηθευτούν καινούρια θρανία. Γι' αυτό επιστράτευσαν εμάς. Εμείς οι απόμαχοι της ζωής, τα ηλικιωμένα και τσακισμένα παλιά θρανία κληθήκαμε να βγάλουμε τα κάστανα απ' τη φωτιά. Τουλάχιστον να 'ναι τα χρόνια αυτά πιο ευγενικοί οι νέοι! Όπως και να 'ναι όμως, καλύτερα από τη μούχλα του υπογείου. Θα δώσουμε τις τελευταίες μας μάχες όρθιοι. Κι ό,τι βγει.
Φωτογραφία: Από την εγκατάσταση του Τ.Καντόρ, Θρανίο από τη Νεκρή Τάξη, 1975

Monday, October 08, 2007

Ο Βασιλιάς της Ασίνης (Ι)

…τε

Γράφουν οι νέες Ελληνικές εγκυκλοπαίδειες ένα σωρό λέξεις και στήλες και σελίδες για αξιόλογους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, που λέμε. Τα βιογραφικά λεξικά δίνουν τα ρέστα τους με αναλυτικές παρουσιάσεις και φωτογραφίες για τις διάφορες προσωπικότητες. Γράφουν π.χ. για τον Παναγιώτη Μουλά που γεννήθηκε στο Κιλκίς το 1935, μαθήτευσε κοντά στο Λίνο Πολίτη και υπήρξε, από το 1961 μέχρι το 1966 επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, που σπούδασε με υποτροφία στη Γαλλία ιστορία της Γαλλίας και Λογοτεχνία και –για να μην πολυλογώ- εκλέχτηκε παμψηφεί τακτικός καθηγητής στην έδρα της Νεότερης Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πράγματα αξιόλογα και κατανοητά. Γράφουν για τον Σπυρίδωνα Μουλόπουλο, το γνωστό καρδιολόγο και καθηγητή της Θεραπευτικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τον Ματθαίο Μουντέ, το γνωστό –επίσης- λογοτέχνη που ασχολήθηκε και με το ραδιόφωνο ως παραγωγός εκπομπών σχετικών με τη λογοτεχνική και λαογραφική μας παράδοση. Συνεχίζω –υπ’ όψιν ότι βρίσκομαι στο Μ, λήμματα αυτού του γράμματος με ενδιαφέρουν- και πλησιάζω το στόχο μου: Λουκάς Μούσουλος, μεταλλειολόγος, καθηγητής του Ε.Μ.Π., μέλος και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών· Μουσούρης Κώστας, ο γνωστός ηθοποιός, όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά μια φορά ηθοποιός, θιασάρχης και σκηνοθέτης. Γράφουν για την Καλλιόπη Μουστάκα, παιδαγωγό και εκπαιδευτικό (Άνδρος 1918-Αθήνα 1978). Για τον Ευάγγελο Μουτσόπουλο τόσα πολλά και βαρύγδουπα, για όσους δεν ξέρουν… Εγώ που υπήρξα φοιτητής του γνωρίζω πολύ καλά ότι ο άνθρωπος είναι καθηγητής πανεπιστημίου, μέλος και πρόεδρος αρκετών επιστημονικών σωματείων κ.λπ. κ.λπ., τίποτα δηλαδή τόσο σπουδαίο για να υπάρχουν τρεις στήλες και έγχρωμη φωτογραφία· ούτε καν καλός δάσκαλος για τους φοιτητές του δεν υπήρξε, κατά την προσωπική –άρα και υποκειμενική- φτωχή μου γνώμη. Τέλος πάντων. Επισπεύδω –το ξέρω ότι μακρηγορώ, αλλά είναι ίσως πάνω από τις δυνάμεις μου. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι επιλέγω μόνο «προσωπικότητες» εξ Ελλάδος, μπορεί να καταλάβει τη δυσχερή θέση μου: να πολυλογώ και να γνωρίζω ότι πολυλογώ. Να διαβάζω άχρηστα λήμματα, να τα σχολιάζω και να ξέρω ότι είναι άχρηστα. Ουίλλιαμ Μπαζιώτης (1912-1963), αμερικανός ζωγράφος ελληνικής καταγωγής, συν φωτογραφία… Φτάνω! Γιώργος Μπακαλάκης, αρχαιολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου, τρεις στήλες κι αυτός κι έγχρωμη φωτογραφία, Μπαλής Γεώργιος, Μπάλλας Παναγιώτης, Μπαμπινιώτης Γεώργιος, όλοι καθηγητές Πανεπιστημίου με αξιόλογο (αλίμονο) έργο, ο καθένας στην ειδικότητά του, και με έγχρωμες φωτογραφίες άπαντες. (Θα πρέπει να έχει πάντως κάποια ιδιαίτερη σημασία να μου παρέχεται και η φωτογραφία του Μπαμπινιώτη κι όχι μόνο το επιστημονικό του έργο, με τόσες λεπτομέρειες μάλιστα.). Μπάντεν-Πάουελ (όχι ο μουσικός), ο άγγλος στρατιωτικός που ίδρυσε τον προσκοπισμό. Να, όπου να ’ναι θα παρουσιαστείς κι εσύ, κάπως στριμωγμένος αλήθεια ανάμεσα σε καθηγητές, πολιτικούς, και στρατιωτικούς… Μπαρζανί… Μπαρίσνικωφ (σε περάσαμε; Όχι, είσαι με δύο ρ εσύ). Παρακάτω, λοιπόν: Μπάρμπερ, Μπάρνετ, Μπαρντό, Μπαρόν, Μπαρόχα, Μπαρράς, Μπαρρές, Μπάρρι… Εδώ είμαστε, στην επόμενη σελίδα. Μπάρρι συνέχεια, Μπάρροουζ Ουίλλιαμ, Μπάρρυ, Μπάρρυμορ, Μπαρρώ, Μπαρτ…!!!
Τίποτα! Ούτε μια γραμμή για σένα, Ωγκυστίν! Κρίμα! Θα ήσουν τόσο ωραίος στη γυαλιστερή σελίδα με την πολύχρωμη ινδιάνικη φορεσιά σου. Γιατί, αν σε γνώριζαν και σε έκριναν και σένα αξιόλογο, όπως τόσους άλλους Μουτσόπουλος, Μουλόπουλους, Μουλάδες και λοιπούς, θα σου είχαν και φωτογραφία, δεν μπορεί. Μέχρι και εξώφυλλο… Αν σε ήξεραν. Όμως τίποτα.
Ούτε μια γραμμή για σένα, Ωγκυστίν Μπάρριος Μαντζορέ.

Friday, September 28, 2007

Το μήνυμα της αισιοδοξίας

Αισιοδοξία, σύμφωνα με τα χαρτιά, είναι η ευνοϊκή αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο και τη ζωή, η πίστη και η προσδοκία για τη θετική έκβαση όλων των ζητημάτων που τον απασχολούν. Αυτό στα χαρτιά. Στην καθημερινή ζωή, στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει, προσωποποίηση της αισιοδοξίας αποτελεί ο Νεοέλληνας. Και στην περίπτωσή του σημαίνει το μόνιμο χαμόγελο απέναντι σε όλους και σε όλα, σημαίνει την αποδοχή ότι ο αυτός είναι το μόνο «λογικό» ον του πλανήτη που μπορεί ακόμη να πιστεύει ότι όλα τα πράγματα του κόσμου βρίσκονται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση.
Το ταγάρι του Νεοέλληνα, αυτό που σε παλαιότερες εποχές ήταν γεμάτο λούπινα, ελιές, κάνα-δυο κρεμμύδια και λίγα ξερά σύκα, σήμερα σφύζει από την πίστη πως όλα πηγαίνουν προς το καλύτερο. Ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων, φιλοσόφων και ψυχολόγων προσπάθησε να βρει από πού πηγάζει αυτή η άμετρη αισιοδοξία, πλην όμως όλοι βρίσκονταν και συνεχίζουν να βρίσκονται σε πηχτό σκοτάδι. Ούτε η σωματική υγεία και οι πνευματικές του ικανότητες ούτε η ανατροφή και το κατάλληλο περιβάλλον ούτε η ψυχραιμία και η θετική του σκέψη αλλά ούτε και η, υπό τη γενική έννοια, προοδευτική αντιμετώπιση της ζωής δικαιολογούν μια τέτοια στάση. Ίσως ο μεσογειακός χαρακτήρας κι ο ζαμανφουτισμός του θα μπορούσαν να προσφέρουν μια λύση στο πρόβλημα, αλλά πάλι κι αυτά αποτελούν αναγκαίες και όχι επαρκείς αποδείξεις για τη στάση ενός ολόκληρου λαού που βλέπει τα πράγματα να πηγαίνουν απ' το κακό στο χειρότερο κι αυτός, όχι μόνο το ηλιθίως μόνιμο χαμόγελό του δε σκουπίζει, αλλά συνεχίζει αφειδώς κι αδιακρίτως να το σκορπίζει προς όλες τις κατευθύνσεις. Και έχει, φαίνεται, τους λόγους του, τέτοιους που δεν μπορούν να τους επισημάνουν, να τους ξεχωρίσουν και να τους μελετήσουν ούτε οι επιστήμονες της ψυχής ούτε και τα τέλεια σύγχρονα μηχανήματα.
Διότι ο Νεοέλλην τι χρειάζεται για να' ναι ευτυχισμένος και αισιόδοξος; Την Κυριακάτικη σιέστα του, το καλό του ξύπνημα και το κόντρα ξύρισμά του την ώρα που ακούει στην ΕΡΑ Σπορ την ομαδάρα του βάζει το ένα γκολ πίσω απ' τ' άλλο; Το έχει. Τους κυβερνήτες του να τον κοιτούν κατάματα από το γυαλί, χαμογελαστοί κι αυτοί, και να του κλείνουν πονηρά το μάτι σαν να του λένε «κι αυτό θα περάσει»; Τους έχει. Υπομονή, ευρωπαϊκά πακέτα, πολυκομματική βουλή με πολιτικούς που θέλουν να του πιάσουν το χέρι; Έχει. Λύσεις; Τις έχει και σε υπεραφθονία μάλιστα. Σωστό υπερκατάστημα λύσεων η ζωή μας. Δεν πάει καλά η δημόσια παιδεία; Θα την ιδιωτικοποιήσουμε! Δεν παν καλά τα ναυπηγεία; Θα τα αποκρατικοποιήσουμε! Δεν πάει καλά η κυβέρνηση; Θα την αναδομήσουμε! Δεν έχει φτερά; Έχει πούπουλα! Καίγονται τα δάση και τα σπίτια μας; Θα βρεθούν τα χρήματα να τα ξαναφτιάξουμε καλύτερα! Πλημμύρες; Αντιπλημμυρικά έργα! Τα σπίτια μας γκρεμίζονται με τους σεισμούς; Τα καινούρια θα τα χτίσουμε αντισεισμικά! Παλιώνει ο αρχηγός; Θα εκλέξουμε άλλον! Παντού και πάντοτε η λύση, η τέλεια απάντηση, η αισιοδοξία, το χαμόγελο.
Αλλά και το γεγονός ότι όλοι στην Ελλάδα θέλουν να πάρουν το τιμόνι του καραβιού στα χέρια τους και να το κυβερνήσουν μέσα στην τρικυμία τη στιγμή που έχει μπατάρει κι άρχισε να μπάζει από παντού νερά δεν είναι στοιχείο της αισιοδοξίας μας; Ποιος νοήμων καπετάνιος θα ήθελε τέτοιο ξοφλημένο σκαρί με το τσούρμο να κάθεται στο αμπάρι, να μην κάνει τίποτα και να...χειροκροτεί τις στραβοτιμονιές; Εδώ οι καπετάνιοι μας σκοτώνονται ποιος θα πρωτοκυβερνήσει.
Σάμπως και το κάπνισμα; Δεν είναι κι αυτό αισιόδοξο μήνυμα για το μέλλον; Ενώ όλοι ισχυρίζονται -και το Υπουργείο Υγείας το επαναλαμβάνει σε κάθε πακέτο και σε όλες τις διαφημίσεις- ότι το κάπνισμα βλάπτει την υγεία, εμείς συνεχίζουμε να καπνίζουμε αρειμανίως. Το νέφος της πρωτεύουσάς μας από το κάπνισμα του Νεοέλληνα προήλθε κι όχι από τα αυτοκίνητα ή τις κεντρικές θερμάνσεις. Από τις εξατμίσεις τις προσωπικές μας. Σπάσαμε όλα τα ρεκόρ στην Ευρώπη. Είμαστε οι πρώτοι. Αισιοδοξούμε. Πιστεύουμε ότι εμείς δεν πρόκειται να πάθουμε τίποτα κι από κανένα. Ούτε κι απ' το Υπουργείο.
Κι η αισιοδοξία συνεχίζεται με τον κρατικό, το νόμιμο, αλλά και με τον παράνομο τζόγο. Θα φτιάξει η κατάσταση. Κι αν δεν είναι τη Δευτέρα, έρχεται ηΤρίτη, η Τετάρτη, θα' ναι το Σάββατο ή η Κυριακή. Κι αν όχι αυτή η βδομάδα, τότε σίγουρα θα είναι η επόμενη.
Όλα αυτά, και άλλα πολλά, δείχνουν μια στάση ζωής. Και τη στάση αυτή της ζωής μας δεν την αλλάζουμε με τίποτα. Είμαστε αισιόδοξοι και φαινόμαστε, τιμή μας και καμάρι μας. Γι' αυτό και ένας Ευρωπαίος φίλος μου δεν μπόρεσε να καταλάβει το μήνυμα που μαζί διαβάσαμε στις αγγελίες μιας εφημερίδας: «ΑΝΑΖΗΤΑ 47χρονος τη Μαίρη (γενν.1967), καλοκαίρι 1987, φιλοξενούμενη στο εξοχικό της Λ.Τ., τότε λίγο εύσωμη, τότε μακρυμάλλης με μπλουτζίν». Μετά από είκοσι χρόνια ο τότε μακρυμάλλης αναζητά την τότε εύσωμη. Κι έχει ελπίδες πως θα τη βρει.
Δεν είναι μόνο δικές του, όμως, οι ελπίδες. Είναι και οι ελπίδες ενός ολόκληρου λαού που τον στηρίζουν και του κλείνουν το μάτι χαμογελαστά και αισιόδοξα.

Sunday, September 23, 2007

Ο νικητής των εκλογών

.
Η προεκλογική περίοδος με είχε καταθλίψει. Για να την ξεπεράσω έκλεισα τηλεοράσεις, σφράγισα ραδιόφωνα, κλείδωσα πόρτες. Απ’ το ράφι τράβηξα ‘ένα βιβλίο. Όχι από τα καινούργια, τα ατσαλάκωτα, που περιμένουν τη δική τους ώρα, αλλά ένα παλιό, δοκιμασμένο, χιλιοσημειωμένο και τσαλακωμένο. Αυτό!, είπα μέσα μου σαν το τύπο που πυροβολούσε στη διαφήμιση όλα τα μπουκάλια για να μείνει στο τέλος το Ούζο Δώδεκα. Ο Γκας ο γκάνγκστερ. Το πήρα και το ξαναδιάβασα. Μα δεν πρόκειται εδώ να κάνω παρουσίαση και σχολιασμό του, δεν το αξίζω. Το κατάπια πάλι, σχεδόν μονορούφι και ξεροσφύρι. Ήθελα να με χτυπήσει και με χτύπησε. Ήθελα να με πονέσει και με πόνεσε, να με κάνει να γελάσω και γέλασα, να κλάψω κι έκλαψα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο λεβέντικο, πιο πικραμένο, πιο αληθινό και πιο ειλικρινές απ’ αυτό το βιβλίο. Μα δεν κάνω παρουσίαση του βιβλίου, δεν το αξίζω, το είπα. Τα κομμάτια μου μαζεύω μετά από το διάβασμά του.

Κι αυτός, ο συγγραφέας του εννοώ, ο Αντώνης Σουρούνης, πώς μπορεί να είναι ο πρώτος και να μην το καταλαβαίνει. Εγώ βλέπω τους δρομείς όταν τερματίζουν πρώτοι σηκώνουν τα χέρια τους και πανηγυρίζουν, ακόμη κι αν ο δεύτερος ήταν μια ανάσα πίσω τους, ακόμη και αν τους ψάχνει ώρα το φώτο φίνις. Αυτός πώς δεν το καταλαβαίνει ότι είναι πρώτος; Δεν το έχει καταλάβει, αλλιώς θα ήταν ξιπασμένος, αλλιώς θα ήταν κυκλωματίας, αλλιώς θα γύριζε από παρέα σε παρέα για να δρέπει δάφνες, θα διαφημιζόταν, θα έβγαινε στην τηλεόραση κορδωμένος, θα του είχαν κάνει χίλια αφιερώματα, θα απαντούσε περισπούδαστα, θα έψαχνε τις λέξεις τις καλές που μιλούν στο μυαλό. Ενώ αυτός πιάνεις τις λέξεις τις άλλες, που απευθύνονται ίσια στην κοιλιά, που σου ανακατεύουν τ’ άντερα. Τον θυμάμαι να μου λέει κερνώντας με τσίπουρο σ’ ένα νεροπότηρο «σκέπαζέ το το ποτό» κι αμέσως να βγάζει μέσα από μια πλαστική σακούλα μια τυρόπιτα και να την κόβει στα δυο. Τέτοια πράγματα, της κοιλιάς, του αμπαριού.

Κι όλα αυτά γιατί τα γράφω; Επειδή αγαπώ το Σουρούνη; Όχι! Επειδή αγαπώ τη θάλασσα. Και τους ανθρώπους που αγαπούν τη θάλασσα.

Monday, September 17, 2007

Τοσοδούλα

.
Σήμερα, χωρίς να θέλω να γίνω φορτικός, αλλά προσπαθώντας να συμβαδίσω λίγο με την επικαιρότητα που μας καλεί να μιλήσουμε για τις εκλογές και τα αποτελέσματά τους, να ξεχάσουμε βιβλία, καλοκαίρια, διακοπές και ...φωτιές, χωρίς, επαναλαμβάνω να θέλω να γίνω φορτικός, θα σταθώ σε μια λέξη. Πρόκειται για μια τόση δα μικρή λέξη, μια λεξούλα μήκους μόλις δύο γραμμάτων που όμως χωρά οπουδήποτε. Θα πείτε: Λέξη είναι κι οι λέξεις χωρούν παντού και κυρίως στο στόμα. Όσο μεγάλη κι αν είναι μια λέξη χωράει πρώτ’ απ’ όλα στο στόμα μας. Κανένα στόμα δεν αρνήθηκε ποτέ τη λέξη υπερωκεάνειο, τη λέξη πολυκατάστημα, τη λέξη τηλεπικοινωνία και λοιπά. Μια μικρή, λοιπόν, λέξη δε θα χωρούσε; Ασφαλώς και χωρά παντού, δε μας λες κάτι καινούριο, θα πείτε. Και θα έχετε δίκιο, από μια άποψη. Αλλά όταν λέω ότι η δική μου λέξη χωρά παντού, εννοώ ότι μπορεί και μπαίνει άνετα στα προγράμματα όλων των κομμάτων, ας πούμε, εκεί που δεν έχει θέση το υπερωκεάνειο ή το πολυκατάστημα. Για τις τηλεπικοινωνίες είναι άλλο το θέμα και δε θα μας απασχολήσει τώρα. Εγώ θα σας μιλήσω για μια τόση δα μικρή λεξούλα που δεν την πιάνει το μάτι σας και που το αυτί σας την έχει συνηθίσει τόσο που έπαψε πια να της δίνει τη σημασία που της πρέπει. Και για να μη σας κρατώ άλλο σε αγωνία, θα την πω αμέσως τώρα: μα ήδη την είπα, την ανέφερα στην προηγούμενή μου πρόταση κι ούτε που την πήρατε χαμπάρι. Αντίθετα θυμάστε, και μάλιστα πολύ καλά φαντάζομαι, και το υπερωκεάνειο και το πολυκατάστημα. Λοιπόν, τέλος πάντων, τη λέω. Η λέξη είναι το «θα». Ένα μόριο. Το μόριο των απανταχού υποψηφίων.
Το «θα», λοιπόν, χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των μελλοντικών ρηματικών χρόνων. Έτσι έχουμε το στιγμιαίο μέλλοντα, που σημαίνει ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον για μια μόνο φορά, άπαξ: Θα οργανώσουμε την εκπαίδευση, θα λύσουμε το Σκοπιανό, θα μειώσουμε την ανεργία, θα λύσουμε το ασφαλιστικό, θα αυξήσουμε μισθούς και συντάξεις, θα …μαζέψουμε τα σκουπίδια κι η χώρα μας θα είναι καθαρή. Όλα αυτά δηλαδή θα γίνουν μια φορά, υποσχόμαστε να γίνουν μια φορά κι όχι συνέχεια. Μια φορά θα οργανώσουμε την εκπαίδευση κι αυτή θα μείνει οργανωμένη συνέχεια, εκτός αν κάποιοι τη χαλάσουν, γεγονός για το οποίο δε θα φέρουμε ευθύνη. Μια φορά θα μαζέψουμε τα σκουπίδια, μη νομίζετε ότι αυτό θα γίνεται κάθε μέρα, να συνεννοούμαστε. Για τις συνεχόμενες πράξεις στο μέλλοντα έχουμε άλλο ρηματικό χρόνο, το μέλλοντα διαρκείας. Εκεί λέμε π.χ.: Θα καταγράφω κάθε σου κίνηση και θα παρακολουθώ τα τηλεφωνήματά σου, θα με ακούς όταν σου μιλάω, θα σκύβεις το κεφάλι, θα πειθαρχείς στις εντολές μου, θα υπακούς στις διαταγές μου και ούτω καθεξής. Υπάρχει κι ένας άλλος μέλλοντας, ο συντελεσμένος, που χρησιμοποιείται λιγότερο από τους άλλους δυο και δείχνει ον με ανώτερη μόρφωση. Λέει π.χ. κάποιος: Όταν θα καταλάβεις την αλήθεια, όταν θα έχεις στα χέρια σου τα αποδεικτικά στοιχεία, εγώ θα την έχω ήδη κάνει, θα έχω πραγματοποιήσει τα σχέδιά μου, θα έχω φύγει από τη χώρα, θα έχω κλείσει τους τραπεζικούς μου λογαριασμούς, θα έχω τακτοποιήσει τα περιουσιακά μου, θα τα έχω γράψει στη γυναίκα μου, στα παιδιά μου και λοιπά. Πολύ χρήσιμοι χρόνοι όλοι αυτοί.
Βέβαια δεν ακούσαμε όλους αυτούς τους χρόνους αυτή την περίοδο. Ακουγόταν συνήθως μόνο ο πρώτος, ο στιγμιαίος. Μας φορτώσουν οι υποψήφιοι στις εκλογές με τον στιγμιαίο μέλλοντα, μια και υπόσχονταν συνεχώς ότι θα κάνουν κάτι για μας μια μόνο φορά. Θα χτίσουμε σχολεία, θα αυξήσουμε το κατά κεφαλήν εισόδημα, θα υπηρετήσουμε τον πολίτη. Μια φορά θα φροντίσουν, δεν μπορούν να φροντίζουν συνέχεια, λογικό ακούγεται. Πάντως, αυτό το μόριο, το εκλογικό «θα», λεγόταν συνεχώς, κατά κόρον. Μετά τις εκλογές, θα ακούγεται το δυνητικό «θα» από τους υποψηφίους που δεν πέτυχαν την εκλογή τους. Αυτοί θα λένε: θα το έκανα εγώ αυτό, θα σε διόριζα κι εσένα και τα παιδιά και τα εγγόνια σου, αλλά δε μου έδωσες την ευκαιρία, δε με ψήφισες. Θα λένε: θα έπαιρνες τη μετάθεση ή την απόσπαση που ζητούσες, αλλά αφού δε με προτίμησες κάτσε τώρα και βουρλίσου εκεί που ήσουν.
Το εκλογικό μόριο κάνει θραύση παντού και πάντοτε. Σας το έλεγα: χωράει παντού και δημιουργεί εντυπώσεις χωρίς να φαίνεται, χωρίς να το παρατηρεί κανείς. Είναι το πιο χρήσιμο μόριο της ελληνικής. Χωρίς αυτό είναι αμφίβολο αν θα υπήρχαν υποψήφιοι και δήμαρχοι και βουλευτές. Γιατί όλο αυτοί στηρίζονται σ’ αυτή τη μικρή λεξούλα.
Είναι αμφίβολο ακόμη αν θα υπήρχαν και ερωτευμένοι. Πώς να υπήρχαν αν δεν θα μπορούσαν να πουν: θα σ’ αγαπώ για πάντα. Έτσι. Σε μέλλοντα διαρκείας. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Θα σ’ αγαπώ.

Η Φωτογραφία είναι του Richard Desmarai

Wednesday, September 05, 2007

Τι θα γίνω, όταν θα μεγαλώσω όμως

Σκέφτομαι και Γράφω

Ένα πολύ ωραίο επάγγελμα για να γίνει κανείς, αφού πρώτα μεγαλώσει λίγο, είναι και ο βουλευτής. Βουλευτής είναι ένας άνθρωπος -σήμερα μπορεί να είναι ακόμη και μια γυναίκα- που κάθε τέσσερα χρόνια (στην Ελλάδα μπορεί και σε τρία, σε δύο, σε ένα ή και σε μερικούς μήνες) βγάζει πολλές αφίσες έγχρωμες με το πρόσωπό του επάνω αλλά σε μικρή ηλικία, και παρά πολλά χαρτάκια που γράφουν τ' όνομά του και που τα πετάνε δεξιά κι αριστερά, σε αυλές, σε δρόμους, σε πλατείες και σε πιλοτές. Αυτός ο βουλευτής λέγεται τότε υποψήφιος βουλευτής, γιατί περιμένει λίγο καιρό (όταν περιμένει ένα μήνα ο καιρός λέγεται ελάχιστος) μέχρι που να δει την ψήφο του λαού. Όταν η ψήφος του λαού έχει κάτι σταυρούς κοντά στο όνομα αυτού του υποψήφιου και αυτοί οι σταυροί είναι περισσότεροι από κάποιου άλλου υποψήφιου, τότε ο πρώτος υποψήφιος βουλευτής χαίρεται και χαμογελάει και χαιρετάει, γιατί από εκείνη τη στιγμή λέγεται βουλευτής σκέτος. Και τους περισσότερους σταυρούς έχει το όνομα εκείνου του υποψήφιου που τύπωσε τις περισσότερες αφίσες, που γέμισε όλους τους τοίχους και τις μάντρες των σπιτιών και που λέρωσε με τα χαρτάκια με το όνομά του όλους τους δρόμους.
Αλλά και το όνομα του υποψήφιου έχει μεγάλη σημασία. Αν λέγεται Σταύρος, ας πούμε, είναι κάτι πολύ θετικό γι' αυτόν. Με σύνθημα “σταυρό στο Σταύρο” ή “όπου Σταύρος και σταυρός” πολλά μπορεί να καταφέρει. Θετικό είναι να έχει ο υποψήφιος και όνομα με κάποιο αισιόδοξο μήνυμα ή το όνομά του να έχει πολύ ωραίο ήχο (Ευτυχίδης, Ευτυχόπουλος, Έλσα, Νίκη, Σωτήρης, Λευτέρης, Σωτηρίου, Σωτηρόπουλος) ή να είναι έξυπνο και τσαχπίνικο (Σκανδαλίδης, Λιάγκας, Μάγκας, Παπατζίκος ή Πριτσαπήδουλας, ας πούμε). Αντιθέτως, δεν είναι πολύ εύκολο να τα καταφέρει ο υποψήφιος αν έχει όνομα απαισιόδοξο (Ατυχίδης ή Αναπαραδιάς) ή όνομα με κακό ήχο (π.χ. Πράτσιακας, Πάρτσας, Τσούρνος, Πατσιάς ή Λαπάς κ.ά.).
Όταν, λοιπόν, γίνει βουλευτής, μπορεί να πηγαίνει και στο μεγαλύτερο κτήριο στην Αθήνα, που είναι η Βουλή των Ελλήνων. Αλλά αυτό δεν είναι και πολύ υποχρεωτικό. Ο βουλευτής μπορεί και να μην πηγαίνει στη Βουλή, αλλά να κάθεται στο σπίτι του και να φροντίζει την οικογένειά του αλλά και την περιφέρειά του μερικές φορές. Γιατί ξέχασα να πω ότι κάθε βουλευτής έχει και από μία περιφέρεια. Μόνο όταν ο βουλευτής είναι γυναίκα έχει δύο περιφέρειες που πρέπει να τις φροντίζει και τις δύο οπωσδήποτε.
Όμως από τη στιγμή που ο υποψήφιος γίνει βουλευτής λύνονται όλα τα προβλήματά του και τελειώνουν όλα του τα βάσανα. Ούτε σε ουρές περιμένει πια ούτε ψάχνει να βρει εισιτήριο για το ματς ή για το σινεμά ούτε ψάχνει να βρει θέση στο θέατρο -αν πάει καμιά φορά. Αλλά ούτε και στην ταβέρνα πληρώνει ούτε και στο σουπερμάρκετ ή στη λαϊκή ψωνίζει (δεν έχω δει ποτέ βουλευτή στο σουπερμάρκετ με το καροτσάκι του ή στη λαϊκή να ψωνίζει στους γύφτους). Μπορεί ακόμη να αγοράσει πάμφθηνα και διαμέρισμα στο Κολωνάκι, στο Λονδίνο ή στο νησί της κυρά-Φροσύνης στα Γιάννενα και να το έχει για το παιδί του, όταν θα περάσει στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο στην Αθήνα ή -αν δεν είναι και πολύ καλός μαθητής- στα Γιάννενα. Αλλά και αν δεν περάσει στην Ελλάδα μπορεί να το στείλει στο Λονδίνο να σπουδάσει Οικονομικά και να μένει στο διαμέρισμά του εκεί. Αγοράζει και πολύ φτηνά ένα αυτοκίνητο Μερσεντές και μετά από δύο μήνες το πουλάει ακριβά, και με τα λεφτά που παίρνει μπορεί να αγοράσει δυο καλύτερες Μερσεντές κ.ο.κ. Κάθεται πάντα στην καλύτερη θέση στο θέατρο, άμα πάει καμιά φορά, ή στο γήπεδο, που πηγαίνει πιο συχνά, και όλοι τον φωτογραφίζουν. Γι' αυτό ο βουλευτής πρέπει πάντα να φοράει γραβάτα.
Αλλά και όποιο πρόβλημα γενικότερο και αν υπάρχει, πάντα ζητούν τη γνώμη του βουλευτή. Ο βουλευτής ποτέ δε λύνει ένα πρόβλημα, ακόμη και αν ξέρει τη λύση του. Όμως πάντα δίνει τη γνώμη του για κάποιο πρόβλημα, ακόμη και αν δεν ξέρει τη λύση του. Κι έτσι εμφανίζεται στην τηλεόραση μαζί με την κυρία Έλλη ή με την κυρία Καπνικαρέα ή μιλάει στο ραδιόφωνο με τον κύριο Κακαουνάκη και λέει πολλά και έξυπνα πράγματα. Γι’ αυτό, όταν μετά από μερικά χρόνια (τρία, ας πούμε) αυτός ο βουλευτής ξαναγίνει υποψήφιος και θέλει να ξαναγίνει βουλευτής σκέτος, ο λαός τον ξέρει και δε χρειάζεται πια τόσες πολλές φωτογραφίες του κολλημένες στις κολόνες της ΔΕΗ. Γιατί ο λαός έχει ακούσει τα ωραία πράγματα που έλεγε παλιά στον κύριο Κακαουνάκη, όταν ήταν βουλευτής (όχι ο κ.Κακαουνάκης, ο άλλος) και τον θέλει πάλι (όχι τον κ.Κακαουνάκη, τον άλλο). Έτσι, αρκεί τώρα που είναι υποψήφιος για δεύτερη φορά να λέει μερικά ρήματα σε χρόνο μέλλοντα εξακολουθητικό ή στιγμιαίο, και είναι σίγουρο ότι θα πάρει τους πολλούς σταυρούς που θέλει. Γιατί άμα πάρει ένα μόνο σταυρό, το δικό του, θα την πατήσει όπως ο Χριστός, που πήρε ένα σταυρό, ήταν ασήκωτος και τον κουβαλούσε με πολλή δυσκολία. Όμως ο βουλευτής μοιράζει το βάρος σε πολλούς σταυρούς. Όσο πιο πολλοί είναι αυτοί οι σταυροί, τόσο μικρότερο το βάρος που κουβαλάει ο βουλευτής που σηκώνει το δικό του σταυρό, αλλά πολύ πολύ ελαφρό αυτή τη φορά. Σχεδόν πούπουλο. Γι' αυτό και είναι πιο εύκολη δουλειά να είσαι βουλευτής από το να είσαι χαμάλης στο λιμάνι του Πειραιά, ας πούμε, που σηκώνεις μεγαλύτερο βάρος.
Γι' αυτό κι εγώ προτιμώ να γίνω βουλευτής από το να γίνω χαμάλης, όταν θα μεγαλώσω όμως.

Monday, August 27, 2007

Ανοιχτή επιστολή στο "φίλο" εμπρηστή

Το καλοκαίρι τελειώνει! Όπως και οι δουλειές σου. Σε λίγο αρχίζει ένας μακρύς χειμώνας αναδουλειάς (για σένα). Ο μακρύτερος που έζησες και που έχουμε μέχρι τώρα ζήσει όλοι μας. Μην ελπίζεις ότι πολλά άλλα καλοκαίρια θ’ ακολουθήσουν πρόσφορα για να μπορέσεις να επιδοθείς στο γνωστό σου σπορ. Δεν έχει μείνει υλικό για σένα. Γι’ αυτό και απ’ όλους εμάς τους δυστυχείς εσύ θα είσαι ο πιο δυστυχισμένος. Σκέψου μονάχα: ένας “χειμώνας” ατέλειωτος που ακόμα κι όταν ο ήλιος θα λάμπει, όταν ο καύσωνας θα χτυπάει και θα σκοτώνει, όταν θα βλέπεις ανθρώπους και ζώα να πεθαίνουν απ’ τη δίψα, εσύ απεγνωσμένα θα γυρίζεις μέσα στα καμένα δάση και θα ψάχνεις ένα δέντρο ζωντανό να πυρπολήσεις. Και δε θα βρίσκεις!
Αυτό δεν το σκέφτηκες. Δε διανοήθηκες την ανεργία που κρέμεται απειλητικά πάνω από σένα και τους συντρόφους σου. Εμείς κάπως θα συνεχίσουμε να ζούμε και να τα κουτσοβολεύουμε. Με τη γνωστή αδιαφορία μας (αυτή που σε άφησε να οργιάσεις τα τελευταία χρόνια), με τη γνωστή αισιοδοξία μας (“έχει ο Θεός”), με τη γνωστή προσαρμοστικότητά μας (θα “ζήσουμε” και χωρίς το δάσος, θα ξαναχτίσουμε τα σπίτια μας), με το γνωστό ατομικισμό μας (“το σπίτι μου εμένα σώθηκε, δεν πα να καεί όλος ο κόσμος;”), με τη γνωστή πίστη μας (“ο Θεός είναι μεγάλος”). Όμως, έχει ο Θεός όταν δεν έχουμε μεις, κι ο Θεός είναι μεγάλος, όταν εμείς είμαστε μικροί. Κι είμαστε αλήθεια, προς δόξαν σου, πολύ μικροί κι ανήμποροι. Τόσα χρόνια περπατάς δίπλα μας με τα σπίρτα στην τσέπη, καπνίζεις και πετάς το τσιγάρο σου ανέμελα, ψηφίζεις και πανηγυρίζεις τα αποτελέσματα (κάθε φορά πανηγυρίζεις με οποιαδήποτε αποτελέσματα), χειροκροτάς και ζητωκραυγάζεις την ίδια ομάδα με μας πλάι μας στο γήπεδο, κι εμείς δε σε αρπάξαμε, δε σε σύραμε πάνω στους ασπάλαθους, δε σε ρίξαμε στα Τάρταρα, όπου πραγματικά ίσως έβρισκες εκεί, στις γνωστές σου θερμοκρασίες, τη γαλήνη και την ισορροπία, μέσα στις φωτιές και στα καζάνια τα καυτά.
Ας είναι! Σ’ αυτό στηρίχτηκες -στις χρόνιες αδυναμίες μας- καθώς και στα μελτεμέκια του Αυγούστου, που παίρνουν τη σπίθα σου και την κάνουν πυρκαγιά. Ας είναι! Τώρα, όμως, βρίσκεσαι μπροστά στο κατώφλι της ανεργίας. Και για τη δουλειά σου δεν υπάρχουν ούτε επιδόματα, ούτε πορείες διαμαρτυρίας ούτε συμπάθεια. Θα μείνεις μόνος, περιχαρακωμένος στην άνυδρη αυλίτσα σου, παρέα με τ’ άνυδρα κι ανόητα όνειρά σου. Δεν ξέρω αν θα πετάγεσαι στον ύπνο σου έντρομος απ’ τους φλογισμένους σου εφιάλτες. Δεν ξέρω αν θα κοιτάς το τζάκι σου να κορώνει τις κρύες βραδιές του χειμώνα και θ’ αναλογίζεσαι παλιά και σβησμένα μεγαλεία. Ξέρω, όμως, ότι θα είσαι ένας “άνθρωπος” χωρίς σκοπό, χωρίς ελπίδες και χωρίς σχέδια, χωρίς μέλλον. Ένας “άνθρωπος” τελειωμένος, ένα υπόλειμμα κι ένα καρβουνιασμένο κούτσουρο, ένα απ’ όλα όσα εσύ μας πρόσφερες αφειδώς τα τελευταία χρόνια.
Γι’ αυτό, για ν’ αποκτήσεις ξανά περιεχόμενο κι όρεξη για ζωή, φιλία και συντροφιά, που θα σε βοηθήσουν κάποτε να ξαναβρείς τη χαμένη σου απασχόληση, άκουσε και μελέτησε σοβαρά την πρότασή μου: έλα κοντά να ξεκινήσουμε μια μεγάλη προσπάθεια. Να ξαναφυτέψουμε τα δάση, να γεμίσουμε δέντρα και τα πιο απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία, ακόμη και σ’ αυτά που ούτε και η ίδια η διεστραμμένη σου διάνοια δε θα προέβλεπε ότι υπάρχει καύσιμη ύλη. Έλα κι ας τραγουδάμε μαζί την παραμελημένη μπαλάντα: “Πας για να βγάλεις τ’ άχτι σου, μα δε θα γίνω στάχτη σου. Κι αν μ’ έκαψες, κι αν μ’ έκαψες, να μ’ αγαπάς δεν έπαψες.”
Έλα, λοιπόν! Έτσι μονάχα, μετά από ογδόντα χρόνια θα έχεις πάλι μπροστά σου δάση να καις! Αλλιώς...

Saturday, August 25, 2007

Χωρίς τίτλο

.
Καλά, βρε σιχαμένο σκουλήκι, ανόητε και τρελέ που νομίζεις πως θα συνεχίσεις να κάθεσαι στο κλαδί που πριονίζεις τόσα χρόνια... εγώ, αν ζήσω λίγο ακόμα, θα περπατώ πάνω στη μαύρη, έρημη γη και θα ονειρεύομαι δέντρα και πράσινες φυλλωσιές, ανθρώπους και ζώα, παιδιά και καρπούς. Εσύ, όμως, πού θα περπατάς και τι θα νιώθεις; Τι θα ονειρεύεσαι, μαλάκα;

Wednesday, August 22, 2007

Από το Baden-Baden στην Caretta-Caretta

Φέτος σκέφτηκα να πρωτοτυπήσω. Τι στο καλό! Διακοπές στην Ελλάδα δεν μπορεί να κάνουν μόνο η Δ.Ε.Η., η Ε.Υ.Δ.Α.Π., η κυβέρνηση και σύμπασα η αντιπολίτευση. Ας κάνουν και μια φορά οι Έλληνες. Άλλωστε, το σύνθημα ηχεί ακόμη έντονα στ’ αυτιά μου: “Η Ελλάδα στους Έλληνες”. Έτσι, αποφάσισα να διακόψω για λίγο τον κανονικό ρυθμό της ζωής μου και μαζί με τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους να χαρώ κι εγώ κάποιο από τα αμέτρητα όμορφα ακρογιάλια του τόπου μας. Ποιο, όμως; Αφού αποκλείστηκαν εναλλάξ για διάφορους λόγους η Κύθνος, τα Κουφονήσια, οι Λειψοί, η Μακρόνησος, η Ελούντα και το Γαϊδουρονήσι, κατέληξα στη Ζάκυνθο. Αυτό είναι: η μητέρα των δυο εθνικών μας ποιητών. Ευκαιρία να προσκυνήσω τους τάφους των, κρατώντας υπό μάλης τις είκοσι Ωδές του πρωτόκλητου Ανδρέα του Ζακυνθίου, κι ευκαιρία να απολαύσω τις ακρογιαλιές αλλά και το ευγενικό περιβάλλον της νήσου. “Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει”.

Γρήγορα βρέθηκα σε μια απόμακρη παραλία με την ομπρέλα στην πλάτη, την τσάντα με τα βιβλία και τα λοιπά σύνεργα της θάλασσας. Προχωρώντας αμέριμνος για να βρω τον κατάλληλο τόπο να στήσω την ομπρέλα μου και χαζεύοντας τους τουρίστες γύρω μου -ίσως αποτελούσα το μοναδικό εκπρόσωπο της Ελλάδος στη γύρω περιοχή- δέχτηκα απρόσμενα την επίθεση ενός πανύψηλου τσουρουφλισμένου ξανθού. Στην αρχή με φωνές και χειρονομίες, αργότερα με τα χέρια προσπάθησε να με κάνει να αλλάξω πορεία, να γυρίσω πίσω, δεν ξέρω κι εγώ τι. Από τη σκέψη μου πέρασαν αστραπιαία όλοι οι αγώνες της φυλής ενάντια στους βάρβαρους εισβολείς, από Μαραθώνα και Σαλαμίνα μέχρι έπος του ’40, αλλά ο σύγχρονος γίγαντας απέναντί μου δε με άφηνε να βάλω σε εφαρμογή αυτές τις πατριωτικές μου ορέξεις.
Αφού ηρεμήσαμε λιγάκι, με πήρε από το χέρι -ο γίγας- και με οδήγησε με φιλικό τρόπο, που δε σήκωνε, όμως, αντίρρηση, στη δική του ομπρέλα. Και εκεί, σε άπταιστα γερμανικά, ο πανάθλιος, μου εξήγησε την αιτία της αφιλόξενης συμπεριφοράς του. Μου έδειξε τους λάκκους στην άμμο, το συγκεκριμένο λάκκο που παραλίγο θα έπεφτα μέσα, βάθους όχι περισσότερο από 40 πόντους. Μου εξήγησε, ο Γερμαναράς, ότι εκεί υπάρχουν τα αβγά της γνωστής χελώνας Caretta-Caretta,, ότι το περασμένο βράδυ η χελωνίτσα αυτή έκανε το δρομολόγιό της -τα ίχνη της πορείας της στην άμμο από τη θάλασσα προς το λάκκο κι από κει πάλι προς τη θάλασσα φαίνονταν ολοκάθαρα-, μου εξήγησε ότι από τα τριάντα περίπου αβγά θα ξεπροβάλει μετά από 25 ημέρες ένα το πολύ χελωνάκι που θα πάρει το δρόμο προς τη θάλασσα για να αρχίσει τα μεγάλα ταξίδια του στη Μεσόγειο. Τα βράδια, συνέχισε απτόητος ο άγριος, θα πρέπει να απομακρυνόμαστε διακριτικά και να τις αφήνουμε να γεννούν τα αβγά τους με ηρεμία και γαλήνη, όπως κάθε ζώο, του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου, επιθυμεί να ζει αυτές τις μοναδικές στιγμές του. Αν κάπως οι χελώνες ενοχληθούν, φεύγουν, γεννούν στη θάλασσα και χάνονται κι αυτές και τα αβγά τους. Στην ηλίθια ερώτησή μου τι τις θέλουμε τις Caretta-Caretta, το μπρουτάλι με κοίταξε επιτιμητικά και κάτι γρύλισε στη γλώσσα του, που δεν ήταν φαίνεται και τόσο κολακευτικό για μένα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να πηγαίνω στο εξής με τα νερά του για να μην έχουμε άλλες τέτοιες διαχύσεις στο μέλλον. Όλα αυτά βέβαια τα είχα ακούσει. Θυμήθηκα ακόμα ότι, μερικά χρόνια πριν, φοιτητές από τη Θεσσαλονίκη είχαν μείνει όλη την εποχή του γεννοβολήματος και της επώασης, και παρακολουθούσαν, κατέγραφαν, προστάτευαν και απομάκρυναν τους επικίνδυνους. Δυστυχώς, τα μεγάλα συμφέροντα και η τουριστικοποίηση του “νησίου” έδιωξαν φοιτητές και δασκάλους κι έφεραν τις λέιζερ-ντίσκο, τα μπαρ και τις ενοικιαζόμενες ομπρέλες στις παραλίες. Όλα αυτά τα θυμήθηκα. Αλλά ο βόρειος με πήγε μια προσεκτική βόλτα στην αμμουδιά και μου έδειξε επί τόπου τα πράγματα. Και ευγενικά, αυτή τη φορά, μου θύμισε ότι και το Ευρωκοινοβούλιο χρηματοδοτώντας και σχετικό πρόγραμμα είχε ασχοληθεί με τη διάσωση της συμπαθέστατης Caretta-Caretta. Όλα αυτά τα ήξερα, αλλά...

Το θέμα έληξε, με το Γερμανό γίναμε φίλοι. Η σύζυγός του μάλιστα αποδείχτηκε περισσότερο ειδική σε αυτά τα θέματα. Αφού με ζάλισε με όλες τις λεπτομέρειες των αναπαραγωγικών συνηθειών της Caretta-Caretta, μου μίλησε και για τον Μονάχους-Μονάχους, τη φώκια που ζει στις βόρειες ακτές του νησιού, στα Κυανά Σπήλαια, αλλά και στη Σκύρο και στην Αλόννησο. Μου μίλησε και για την πάπια, την Ansa-ansa, που ζει στους ελληνικούς υδροβιότοπους. Έτσι, όταν μου δόθηκε και μένα η ευκαιρία αργότερα να τους ρωτήσω από ποια πόλη της Γερμανίας κατάγονταν, η απάντησή τους ήταν ευνόητη, σχεδόν τη γνώριζα πριν καν την ακούσω: από το Baden-Baden, φυσικά.

Monday, July 09, 2007

'Οπως λέγαν τα παλιά τα σινεμά: ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ.
Να είστε και να περνάτε καλά όλοι μέχρι τότε.

Tuesday, June 12, 2007

Περάστε... Περάστε...!

.
- Περάστε, περάστε! Καλώς ήλθατε! Το βρήκατε εύκολα; Είχα εξηγήσει εγώ στην κοπέλα, αλλά είχα και την αγωνία μου μη δεν κατάλαβε καλά. Βέβαια, είναι μοναδικό στην περιοχή, είναι το κάτι άλλο...Το είχα πει. Το πιο ωραίο, παλάτι. Ελάτε, ελάτε, περάστε, με το δεξί, που λέμε, αν και εμείς δεν πιστεύουμε σ ’αυτά... Καθίστε πρώτα να πιούμε κάτι. Ένα γλυκό; Έχουμε ωραίο μελιτζανάκι. Καθίστε, καλέ, που ντρέπεστε! Όχι εκεί: Ας περάσουμε στο βεραμάν σαλόνι, δεξιά...

Ο άνθρωπος στη ζωή του έχει πολλές επιθυμίες, ορέξεις, μανίες και βίτσια. Είναι αχόρταγος. Θα είναι ψεύτης όποιος ισχυριστεί ότι είναι νορμάλ και ολιγαρκής, ότι του φτάνει το ένα αυτοκίνητο, ας πούμε, το ένα σπίτι, η μια τηλεόραση, η μια τουαλέτα, η μια γυναίκα. Καταλαβαίνει και μένα, λοιπόν, ο φίλος αναγνώστης. Εμένα που περίμενα χρόνια πολλά να φτιάξω ένα σπιτάκι της προκοπής, να σκεπάσω κι εγώ το κεφάλι μου μ’ ένα κεραμίδι. Βέβαια, το κεραμίδι δε θα μπορούσε ποτέ να είναι μόνο του, ψέματα; Περίμενα υπομονετικά, το μελετούσα, έκανα δουλειές, αρπαχτές αφορολόγητες, προγράμματα από την Ένωση, μάζευα χρήμα και στο τέλος τα κατάφερα. Κι όχι μόνο πέτυχα να χτίσω το σπίτι των ονείρων μου, αλλά κατάφερα και τους περιοδικούς να ενδιαφερθούν για την αρχιτεκτονική του, να αυτοπροσκληθούν και να μού ’ρθουν να το δουν και να τραβήξουν φωτογραφίες απ’ τους εσωτερικούς και εξωτερικούς του χώρους. Για να τις βάλουν στο περιοδικό, ντε! Περηφάνια, άνεση, ευτυχισμένη κατάληξη. Να βλέπεις τους άλλους, που ξέρουν κι από σπίτια, ξελιγωμένους μπροστά στα τετραγωνικά σου, στα εντοιχισμένα σου, στα ανακλινώμενά σου, στη δορυφορική σου με το πιάτο το μεγάλο να στριφογυρνάει πάνω στα κεραμίδια ψάχνοντας στο διάστημα για εικόνες και ήχους, στις χωνευτές ημίδιπλες και τρίδιπλες, στη σάουνα και στο γιακούζι, στο home cinema house στο υπόγειο. Και το ψυγείο που βγάζει λιωμένο πάγο από ένα πρόστυχο βρυσάκι μπροστά, πού το βάζεις; Ο καταψύκτης, αόρατος και όμως υπαρκτός; Το μεταλλικό σύνθετο στο δεύτερο σαλόνι; Το Μπιεντόου; Οι σκάλες οι εσωτερικές οι μαρμάρινες, ρε, με το γυαλιστερό λευκό Διονύσου, που να ντρέπεται όποιο φουστάνι περπατά επάνω του για ανακλώμενες αποκαλύψεις; Τελεκόμ; Φαξ; Και γαμώ τα σπίτια και τους εξοπλισμούς! Μπορώ να μην είμαι ευτυχισμένος τα βράδια που ξαπλάρω στο στρώμα με το νερό; Με τους καθρέφτες μου, με το ιδιαίτερο μπάνιο στην κρεβατοκάμαρά μου, με τους ατμούς που ξεπηδούν από τις τρυπίτσες της στρογγυλής μου μπανιέρας και με καίνε γλυκά, μου απορροφάν την κούραση και μου χαρίζουν γαλήνη ψυχική, πνευματική μα πάνω απ’ όλα γαλήνη υλική. Αυτή που με διαβεβαιώνει ότι και την επόμενη μέρα εγώ θα ρυθμίσω τη θέρμανση μ’ ένα μικρό, κρυφό κουμπάκι.
Ευημερία θα πει ωραίες ημέρες. Μπορώ να μην κάνω το σταυρό μου κάθε φορά που αντικρίζω το χώρο μου; Όταν ξυπνώ τα πρωινά με εφιάλτες νωπούς ακόμη από χρόνια περασμένα, τότε που γύριζα ξεβράκωτος κι έψαχνα να’ βρω την καλή κι ας φιλούσα και μερικές κατουρημένες ποδιές! Μπορώ να μη δοξάζω το Θεό κάθε πρωί, όταν πετώ από πάνω μου τα σατέν κι ανοίγοντας το λευκό κόπλαμ βυθίζω το βλέμμα μου στο καταπράσινο καλοκουρεμένο γκαζόν που απλώνεται μπροστά μου! Κι αργότερα, -χαρά Θεού!- όταν πλακώνει ο δίσκος με τα αυγά, την πορτοκαλέιντ και το ζαμπόν. Αυτό είναι! Γκαζόν και ζαμπόν! Το δίπτυχο της επιτυχίας, το ανίκητο δίδυμο, που έλεγε ο άνθρωπος που με ανέβασε, ο γκουρού μου. Ήταν αυτός που με εμπιστεύτηκε και μου έδωσε την πρώτη μου ευκαιρία να βγάλω το πρώτο μου εύκολο χρήμα. Για να ακολουθήσουν μετά οι προμήθειες και τα άλλα, τα πιο εύκολα ακόμη. Ζαμπόν και γκαζόν! Πόσο δίκιο είχε τώρα μόνο μπορώ να το καταλάβω.
Και φτάνουμε, λοιπόν, στο σημείο να τρέχουνε οι περιοδικοί λυσσαλέοι από δω κι από κει, κι εγώ να περιμένω να θαυμάσω το αριστούργημά μου στις φωτογραφίες τους. Κι όσο γι’ αυτά που κυκλοφορούν τελευταίως, τα διάφορα "πόθεν αίσχη", θα ήθελα απ’ αυτήν εδώ τη στήλη να στείλω μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας προς όλους τους μεγαλοϊδιοκτήτες: μη νοιάζεστε για τίποτα, μεγάλοι. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Και Ελλάδα, αν δεν το ξέρετε κουφάλες, είμαστε εμείς. Και μπορεί να μην μπορούμε να σηκώσουμε το σπίτι και να φύγουμε, μπορεί να μη βαστά η καρδιά μας να βυθίσουμε το σκάφος ή να ανατινάξουμε το αυτοκίνητο, αλλά βαλίτσες σηκώνουν τα χέρια μας. Γι’ αυτό σας λέω: ανησυχία μηδέν.

Α, να και τα παιδιά! Τι γίνεται, τελειώσατε; Μπράβο, μπράβο! Σας άρεσε; Μα το ’λεγα εγώ, σας το ’πα, δε σας το ’πα; Πάρτε και το γλυκάκι σας! Φάτε και πιέστε κι ένα νερό εις υγείαν μου. Εις υγεία του αιωνίου, του αθανάτου 'Ελληνος! Του μικρόσωμου, αλλά με μυαλό γίγαντα! Που συνεχίζει χωρίς να φοβάται τα δικαστήρια. Άμα είσαι μάγκας, δε θα σε πιάσουν ποτέ. Αθάνατε!!!

Friday, June 08, 2007

"Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης"

.
Πες τα, μωρέ, τα λογάκια σου! Μην τα μετράς! Η καρδιά και το μυαλό μας βουίζουν και τα δυο σαν μελίσσι που θέλει να βγει, να πεταχτεί έξω, να ξεσπάσει πάνω στους άλλους. Πες τα! Μην τα κρατάς μέσα σου, κι ας σε κακοχαρακτηρίσουν οι άλλοι, κι ας σε πουν αδολέσχη (σιγά μην ξέρουν τη λέξη), ας σε πουν πολυλογά, ας πέσεις σε παγίδες, σε λούμπες, ας γλιστρήσεις κι ας φας τα μούτρα σου μπροστά στον μετρημένο. Αυτή είναι η ζωή: να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι, να πέφτεις και πάλι στα πόδια σου ορθός. Και να μη μετανιώνεις γι' αυτά που είπες. Τα είπες μέσα από την καρδιά σου, ζωγράφισαν το είναι σου μπροστά στα μάτια των άλλων. Γιατί να κρύβεσαι μια ζωή τρομοκρατημένος από τη γνώμη των άλλων, τι θα πουν για σε, πώς θα σε χαρακτηρίσουν...
Πες τα τα ρημάδια, στο ζητάω πες τα. Πες τις αλήθειες σου, θέλω να ακούσω τις δικές σου αλήθειες, να τις συγκρίνω με τις δικές μου, να πιστέψω σ' αυτές ή να γελάσω μ' αυτές, να σε παραδεχτώ ή να σε κοροϊδέψω, να σου βγάλω τη γλώσσα, να σου πω δεν ξέρεις τι λες, και να σου προσφέρω τη δική μου αλήθεια θυσία μπροστά στα πόδια σου. Μη μοιάζουμε σαν αυτόν του Καβάφη που ενώ βούιζαν μέσα του οι κουβέντες, δε μιλούσε μιλίτσα φοβούμενος μην καταλάβουν οι άλλοι ότι δεν ήταν ελληνισμένος (με συγχωρείς, δική μου η λέξη).
Πες τις κουβέντες σου κι ας πέσουν χάμω.
Στο τέλος τέλος, κάποιος ζητιάνος των λόγων θα βρεθεί, επαίτης άλαλος, βουβός που θα ψάχνει.
Αυτός ας τις σηκώσει...

Thursday, June 07, 2007

Μαζί

.
Όλοι μαζί, μια αγκαλιά. Είμαστε πολλοί, άρα δυνατοί, εμείς όλοι οι μπλόγκερς. Κι αυτό φάνηκε. Μας είδαν και τρόμαξαν, μας είδαν και φρύαξαν. Και φορές τρεις έφτυσαν τον κόρφο τους οι Άλλοι και κοίταξαν πέρα μακριά ενοχλημένοι, ενώ ψιθύριζαν κάτι σαν απεταξάμην. Εμείς όμως εκεί, βαδίζουμε μαζί, αγκαλιά, μια αγκαλιά.

Aγκαλιάζουμε όλοι τους ηλεκτρονικούς μας υπολογιστές, η πλάσμα οθόνη μας ενώνεται με το έσω πλάσμα μας, το κορμί μας το μοναδικό γίνεται ένα με το motherboard, απ’ όπου φαίνεται μια κρύα νύχτα να ξεπήδησε, βγαίνουμε έξω στο απόβροχο έγχρωμοι, όλοι στοιχημένοι αριστερά, μερικοί και δεξιά, με τα κουμπάκια να αναβοσβήνουν, το copy και το paste σε πρώτη γραμμή, αντιγράφουμε και μαθαίνουμε τον άλλον, τον φίλο και συντοπίτη, η μπαταρία μόνο να κρατήσει καμιά ωρίτσα ακόμα (υποθέτω ότι όλοι μπορούμε να κινηθούμε άνετα με τους laptop μας), αχ, στρίβουμε με τα βελάκια αριστερά στον πρώτο δρόμο και μετά από δυο στενά το δεξί βελάκι για να φτάσουμε στην πόρτα σου, στην πύλη, στο portal, οπουδήποτε τέλος πάντων είναι να φτάσουμε, enter ασφαλώς και είσοδος εκεί που είμαστε όλοι, page down και up να δούμε ποιους έχουμε εδώ, όλοι εξοπλισμένοι με μνήμες τελευταίου τύπου (χέστε το alzheimer, τώρα, δε μας πιάνει τίποτα, με 140 giga μνήμη, στα 1024 τι έχω να φοβηθώ, ο κόσμος όλος δικός μου), με κάρτες γραφικών, με κάρτες ήχου (χέστε τις χριστουγεννιάτικες κάρτες, τώρα έχουμε αυτές, μέγκλα!), η Αμαλία πεθαμένη αλλά ζει, εδώ μέσα, στο fakelaki της, όμως δεν κινείται τίποτα, κανείς να πιάσει αυτόν το φακελάκια γιατρό, τους άλλους τους καρεκλοκένταυρους που δε νοιάζονταν σταλιά, και δεν εννοώ κανένας από μας ή από το κράτος να νοιάζονται, όχι, εννοώ αυτές τις παλιές κακές γυναίκες, τις ξεμαλλιάρες που κυνηγούσαν τον Ορέστη, αυτές, ναι, τις Ερινύες, ούτε αυτές νοιάζονται να αρπάξουν τους αλμπάνηδες και να τους γαμήσουν το ταμ τιριρί.

Εμείς -επανέρχομαι- με τους εξοπλισμούς μας, τα tools, "άλλης λογής στρατιώτες εμείς", χωρίς το φόβο στα μάτια μας, μόνο την αϋπνία και την κούραση από τη ρημάδα την οθόνη, κόκκινα μάτια κατακόκκινα από το αίμα του ξενύχτη, με τις εντολές μας σαν τέλειοι πλοίαρχοι αμερικάνικου αεροπλανοφόρου, πατάμε κουμπάκια, πατάμε κουμπάκια, και πετάμε ο ένας στον άλλον αεροπλανάκια με μηνύματα, από το ένα σπίτι στου αλλουνού, ψάχνοντας θησαυρούς μέσα στην απέραντη φτώχεια των πλήκτρων.

ΜΗ, ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΠΡΟΣΟΧΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ, όχι, ένας φόβος μόνο, προσέξτε την εντολή DELETE. Μην την πατήσει κανείς, κανείς, παρακαλώ σας κανείς.
Και με σβήσει έτσι πρόωρα.

Monday, June 04, 2007

Του δίναμε και καταλάβαινε


Ήταν μια εποχή που το ποδόσφαιρο το μαθαίναμε στους χωματόδρομους και στις αλάνες. Μαζευόμασταν όλοι, χωριζόμαστε σε ομάδες, κάποιοι περίσσευαν ή κάποιοι έλειπαν, και παίζαμε. Τι παίζαμε δηλαδή, του δίναμε και καταλάβαινε! Κι εκεί προς το τέλος της μέρας, λίγο πριν ή λίγο μετά την εξαφάνιση του διάπυρου άρχοντα, έτσι για να ξεδώσουμε λιγάκι, το αλλάζαμε σε μπάσκετ. Είχαμε κρεμάσει μια ξύλινη μπασκέτα στην ξύλινη κολόνα της ΔΕΗ μ' ένα στεφάνι που ποτέ δεν το θυμάμαι με διχτάκι, και παίζαμε το μπάσκετ. Έτσι, μ' αυτό τον τρόπο και καθημερινά. Και τουρνουά στις γειτονιές, όταν λάχαινε. Και σκίζαμε τα γόνατά μας, και ψάχναμε για τον τερματοφύλακα που έκανε τις καλύτερες βουτιές. Μ' αυτόν τον τρόπο μαθαίναμε το άθλημα. Ούτε πληρώναμε γυμναστές να μαζεύουν τον κάθε άσχετο και να χαλάει το παιχνίδι ούτε μπορούσαμε να διανοηθούμε ποτέ ότι την Τετάρτη 6.00 με 7.00 πριν τ' Αγγλικά έχουμε μάθημα μπάσκετ ή ποδόσφαιρο. Αυτά τα είχαμε σε καθημερινή βάση αμέσως σχεδόν μετά το μεσημεριανό φαγητό. Άκου Τετάρτη και Σάββατο από τότε μέχρι τότε.
Και το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ ή τα είχαμε μέσα μας και τα βελτιώναμε ή δεν τα είχαμε καθόλου. Ε, και γι' αυτούς που δεν τα είχαν καθόλου υπήρχαν θέσεις. Υπήρχε, ας πούμε, η πανελληνίως γνωστή και λίαν τιμητική θέση του εξωφυλλαρούχα ή αυτού που πίσω απ' το τέρμα κυνηγούσε την μπάλα ή της αλλαγής που ποτέ δεν έμπαινε παρά μόνο αν νικούσαμε 13-2. Βέβαια, μπορεί κάποιος απ' αυτούς τους άσχετους στραβοκλώτσηδες, κάποιος ψηλός και άχαρος, να έπαιζε απ' την αρχή. Ε, δικαιολογημένα. Η μπάλα ήταν δική του.
Έτσι λοιπόν μαθαίναμε και δε μαθαίναμε. Αν αυτή την πρακτική πάντως την περνούσαμε στο υποχρεωτικό μάθημα με κάποιον ψηλέα με φόρμα να μας λέει “όχι έτσι, αλλιώς, κλείσε τον απ' αριστερά, άμυνα γρήγορα” και τα τέτοια, είναι σίγουρο ότι θα τα παρατούσαμε γρήγορα. Γιατί είμαστε ελεύθεροι κι ελεύθεροι θέλαμε να μείνουμε. Ούτε σφιχτές άμυνες ούτε ζώνες ούτε μαν του μαν. Μας άρεσε το ίσιο, το καθαρό, το αντρίκιο, η περίτεχνη ντρίπλα, η πάσα, ο κενός χώρος, η δυνατή σέντρα, το μαρκάρισμα που ή ο παίκτης περνούσε ή η μπάλα, ποτέ και τα δυο. Και τα χαιρόμασταν όλ' αυτά και τσακωνόμαστε και βριζόμαστε και μετά πάλι φιλιώναμε. Η πολυτέλεια του διαιτητή και η υποταγή στις δικές του μπούρδες μάς ήταν άγνωστη. Μόνοι μας αποφασίζαμε αν ήταν φάουλ ή όχι, αν η μπάλα πέρασε μέσα απ’ την πέτρα ή απέξω, αν το σουτ ήταν ψηλό και δεν το 'φτανε ο τερματοφύλακας ή αν είχε καρφωθεί στο γάμα. Και μαθαίναμε από μικροί να υποτασσόμαστε στη γνώμη των πολλών, της ομάδας, όχι του ενός που ερχόταν απ' το πουθενά και μπορεί να ήταν και άσχετος. Πώς να του εξηγήσεις του άσχετου ότι ο τύπος στην επίθεση που δεν παίρνει την μπάλα ποτέ αλλά του αρέσει να την κυνηγάει, δεν πιάνει, δε λογαριάζεται, αλλά είναι η βιτρίνα μας. Χωρίς αυτόν θα μας κυνηγούσε ο θειός του που είχε το οικόπεδο και θα έπρεπε να ψάχνουμε γι’ άλλο γηπεδάκι, πιο μακριά. Πώς να του τα εξηγήσεις αυτά και να καταλάβει γιατί η μια ομάδα παίζει με οχτώ παίκτες (είπαμε ο κεφάλας δεν πιάνεται) κι η άλλη με εφτά. Γίνεται; Δε γίνεται.
Δεν πηγαίναμε στο γήπεδο να δούμε ματς. Το γήπεδο ήταν για τους άντρες. Άσε που δεν είχαμε και λεφτά. Ο πατέρας μου με είχε πάρει κοντά δυο φορές όλες κι όλες. Μια σε προπόνηση και μια σε φιλικό. Του Εθνικού. Το ματς ήταν για άντρες. Έστω κι αν δε βρίζανε τότε στα γήπεδα ή δεν πανηγυρίζανε με τους γνωστούς σήμερα τρόπους ή δεν εκδηλώνανε τη θλίψη και την απογοήτευσή τους σπάζοντας και καίγοντας. Μια φορά μόνο θυμάμαι το θειο μου γυρίζοντας σπίτι από αγώνα Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού να γυαλίζει το μάτι του όταν άφηνε ένα κομμάτι ξύλου καπνισμένου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ήταν από το δοκάρι της Αλεξάνδρας τότε που το 'χαν κάψει γιατί ψυλλιάστηκαν πως το παιχνίδι ήταν σικέ. Ηρωική εποχή. Το λάφυρο το κρατούσα για χρόνια, το κοίταζα κι αναπολούσα τους ήρωες μιας δεκαετίας. Κι αυτούς που έπαιζαν στο γήπεδο και τους άλλους, που παρακολουθούσαν τρώγοντας πασατέμπο κι έβλεπαν κορμιά να πέφτουν στο ξερό και πανηγύριζαν.
Αυτά όλα θα πει του δίναμε και καταλάβαινε. Παίζαμε μπάλα 4-5 ώρες την ημέρα, μέχρι που έπεφτε το βραδάκι. Και μόλις ερχόταν η νύχτα, τρέχαμε γρήγορα στο σπίτι καταϊδρωμένοι, πολλοί από μας τρώγαμε και το σχετικό μπερτάχι απ’ τη μάνα μας, γιατί δεν είχαμε επιστρέψει όταν μας φώναξε. Κάναμε μια γρήγορη “επανάληψη” στα μαθήματα και πέφταμε νωρίς στο κρεβάτι με το αυτί μας κολλημένο στο τρανζιστοράκι ακούγοντας άλλους ήρωες, τους ήρωες της νύχτας, άλλου είδους σπορ αυτό: το Νίκο Τζόγια να διαβάζει Ρεμπελιό των Ποπολάρων ή την Αρώνη, το Χορν, τη Χατζηαργύρη και τη Βαλάκου στο Θέατρο της Τετάρτης ή της Κυριακής. Και μας έπαιρνε ο ύπνος γλυκός πολλές φορές πριν φτάσει η εκπομπή στο τέλος της.
Σαν πολύ βουτυρωμένα μού φαίνονται τα σημερινά. Να τους μάθεις, λέει, την ντρίπλα, «Σήμερα μάθαμε την πάσα, μπαμπά», «την άλλη βδομάδα θα μάθουμε το λέι-απ» κι άλλα τέτοια ανεξήγητα. Αυτά που ήταν ξεχείλισμα ενεργητικότητας κι αντίδραση, ταλέντο κι αδρεναλίνη, σήμερα είναι μάθημα και διδασκαλία. Αυτά που αντιγράφαμε στα μουλωχτά, ο ένας από τον άλλο, και τα πλασάραμε μετά, δικά μας πια, σε τρίτους κάνοντας τους παικταράδες, σήμερα είναι αντικείμενο διδασκαλίας με χαρτιά, πίνακες, στιλό και τετράδια.
Αλλά σήμερα, βλέπετε, υπάρχουν πολλές και καλές μπάλες. Και τέρματα με δοκάρια, όχι με πέτρες, και στεφάνια με διχτάκι σε μπασκέτες γυάλινες. Γι' αυτό υπάρχουν και τόσα πολλά παιδιά με γυαλιά μόνα τους μπροστά σε τηλεοράσεις και σε μόνιτορ. Και δεν ιδρώνουν και δε ματώνουν τα γόνατά τους. Εκτός κι αν πέσουν άτσαλα καμιά φορά κάποια Τετάρτη έξι μ' εφτά πάνω στην άσφαλτο του γηπέδου σκίζοντας μάλιστα και την ακριβή τους φόρμα.

Υ.Γ. Ο κόσμος όμως δεν πάει πίσω. Άλλωστε μπορεί να 'ναι πιο επιστημονικά σήμερα και πιο σωστά τα πράγματα. Όμως εγώ πάντα θα θυμάμαι τον Τάκη τον Αγγελόπουλο, το Θωμά το Μαύρο, το Γιώργο Χριστόπουλο, το Γιώργο Μητρόπουλο στο τέρμα, τον ξάδερφό του τον Τάσο, τον Κώστα Τζανεδάκη κι όλη την παλιοπαρέα. Που μάτωνε και φώναζε και βριζότανε.
Γι' αυτούς αυτές οι γραμμές.

Friday, June 01, 2007

Για την Αμαλία

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του».
(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...».
(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007).

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com/, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»
(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας).

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:
«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ.

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ.

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ.

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ.

ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων.

(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

Wednesday, May 30, 2007

Για την Αμαλία της 1ης Ιουνίου

.
ο Βαγγέλης ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗΣ
ο Γιώργος ΚΛΟΥΒΑΣ
η Λουίζα ΒΙΝΗ
η Πέννυ ΛΙΟΣΗ
ο Γιάννης ΣΑΡΜΑΣ
η Αθηνά ΒΑΔΑΛΟΥΚΑ
είναι οι εξαιρέσεις.

ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΑΝΟΝΑΣ!

Tuesday, May 29, 2007

Στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής

"Τον συναντάμε στην ηλεκτρονική του διεύθυνση http://el-bardakos.blogspot.com. Τις επισκέψεις του τις κάνει ως el-bard. Δεν το κρύβει, είναι ο Λεφτέρης Μπαρδάκος και γράφει ποιήματα και πεζά. Τον γνώρισα με κείνο το μικρό, υπέροχο παλτό του. Μαθαίνω τη ζωή μέσα απ’ τα κείμενα, ακόμη και τα δικά μου, επιμένει".

Τι είναι το blog για μένα; ρωτά και εξηγεί: «Τα γραφτά μας είναι ρούχα. Φορεσιές που καλύπτουν τη γύμνια μας. Μας προστατεύουν από το κρύο του Άλλου, όταν αυτός θέλει να μας παγώσει. Από την κάψα του Άλλου, όταν ο Άλλος πάει να μας λιώσει. Μόνο κάτι αδιάκριτες ματιές διαπερνούν τα υφάσματα, λύνουν τις ραφές των γραμμών μας και βλέπουν τη σκέψη του σώματός μας. Τα σχολιάζουν τα φορέματά μας, κρεμούν τη γνώμη τους στη ντουλάπα μας.
Μια κρεμάστρα είναι το blog μου. Εκεί εγώ κρεμώ αργά τη νύχτα τα ρούχα μου και τρέχω μετά γυμνός στη σκοτεινή πόλη να βρω την επόμενη λέξη».

Γιατί ΚΕΙΜΕΝΑ και ΖΩΗ;
Κείμενα και Ζωή, έτσι απλά και χαμηλόφωνα, γιατί η Ζωή μού υπαγορεύει αργά και βασανιστικά κάθε γραμμή, κάθε λέξη, κάθε σημείο στίξης. Και μετά, το κάθε κείμενο μού συλλαβίζει, αργά και βασανιστικά, τη ζωή. Μαθαίνω τη ζωή μέσα απ’ τα κείμενα, ακόμη και τα δικά μου.
Η παρέλαση αυτών των κειμένων μπροστά στα μάτια μου είναι το πέρασμα της ζωής μου, με τις αγωνίες και τις αγονίες της. Όταν ήμουν μαθητής με δυσκόλευε να γράφω σε άπταιστη καθαρεύουσα αυτό που ήθελαν οι άλλοι να γράφω για να περνώ στις εξετάσεις. Οι καθημερινές εξετάσεις της ζωής μου τώρα μπορεί να είναι πιο δύσκολες, αλλά μ’ ευχαριστεί να γράφω τις εκθέσεις μου με τον τρόπο που θέλω εγώ. Και πάνω πάντα στα δικά μου θέματα.

Όσον αφορά τη Θεματολογία:
Προσπαθώ τα κείμενα που κρεμώ στο ιστολόγιο να μη σβήνουν με το πέρασμα της μέρας. Ανοίγομαι όσο μπορώ μέσα στον αδυσώπητο χρόνο, πολλές φορές βγάζοντάς του τη γλώσσα, κοροϊδεύοντάς τον σαν μικρό παιδί. Και σιγά-σιγά είδα να σχηματίζεται μπροστά μου μια θεματολογία, μια παράξενη γεωγραφία, διαφορετική από αυτήν του χάρτη. Μια γεωγραφία της καρδιάς. Εκεί όπου οι αποστάσεις δε μετρούνται με χιλιόμετρα. Μια γεωγραφία όπου ο Αλιγκιέρι Δάντης είναι δίπλα μου κι ο συνονόματός του τωρινός νεοέλληνας τραγουδοποιός χιλιάδες έτη φωτός μακριά μου. Αυτό ονομάζω γεωγραφία της καρδιάς, που μπλέκεται στο χώρο και στο χρόνο, και με τα δικά της μέτρα σχεδιάζει την προσωπικότητα και τις αλήθειες μου, την προσωπικότητα και τις αλήθειες του καθενός μας.
Κι οι πρωτεύουσές μου μπορεί να είναι η Παναγιά η Μολυβοσκέπαστη, ο Γιώργος Τρομάρας, μια κολόνα της ΔΕΗ, ένα παλτό που από μαύρο έγινε κόκκινο της φωτιάς, ο μπαρμπα-Αλέξαντρος των Γραμμάτων μας, ο Μενουχίν των βιολιών μας, το αηδόνι του φράχτη, η καθαρίστρια του σχολείου από τη Γεωργία. Όλα και όλοι το ίδιο κοντά μου, φυλαχτά καρφιτσωμένα στο έσω φανελάκι των ονείρων μου, στο έξω της πραγματικότητάς μου.

Και ναι μέσα από τα blogs έκανε φίλους:
Η γεωγραφία μου φτάνει μέχρι τους φίλους που σχολιάζουν και μιλούν μαζί μου. Όταν πέρσι το καλοκαίρι είχα πεθάνει για δυο μήνες, οι σχολιαστές, οι φίλοι μου με τις κραυγές τους με ανέστησαν. Αλίμονο! Δε γράφω για τον εαυτό μου μόνο.
Περνώ απ’ τους φίλους μου. Διαβάζω και τρέφομαι από τα δικά τους κείμενα. Παίρνω θερμίδες πολλές. Γι’ αυτό ίσως δεν μπορώ ν’ αδυνατίσω".

Από τη θέση αυτή
ευχαριστώ
τη φίλη
που με δέχτηκε
στο σαλόνι της.
λ.μ.

Wednesday, May 23, 2007

Ροσινιόλ στη Λέρνα

Από το απόγευμα έπεφτε μια ψιλή βροχή, μαγιάτικη. Κατά το βραδάκι, απόβροχο, προτείναμε στους δυο ξένους μας ελαφρό, καθαρά ελληνικό δείπνο. Σουβλάκι στη Λέρνα, δίπλα στους βάλτους όπου δρούσε η αρχαία Ύδρα, το τέρας που γεννήθηκε από τον Τυφώνα και την Έχιδνα. Τώρα ακίνδυνη πια, χωρίς τα εννέα κεφάλια της και το δηλητήριό της από το οποίο δεν γλύτωσαν ούτε ο Κένταυρος Χείρων ούτε ο ίδιος ο φονέας της, ο Ηρακλής, δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο από το να ρουφά λίγη από την κνίσσα που ανεβαίνει στον ουρανό και να χαζεύει –αθέατη- τους τουρίστες αναθυμούμενη μέρες καλές.
Οι μυρουδιές από το υγρό χώμα κι από τον βρεμμένο γερο-πλάτανο συναγωνίζονταν την τσίκνα από την ψησταριά κι η συζήτηση με τους Γάλλους, μετά το φαγητό, άρχισε να περιστρέφεται στα γνωστά θέματα που συζητούν οι άνθρωποι όταν είναι πια χορτάτοι: τέχνη και πολιτισμός. Και τότε ακριβώς, στο αποκορύφωμα μιας μικρής ελληνογαλλικής διένεξης, το άκουσα πρώτος. Ένα αηδόνι κρυμμένο στη φυλλωσιά του μεγάλου πλάτανου άρχισε το τραγούδι του. Οι Γάλλοι δεν πίστεψαν ότι επρόκειτο για αυθεντικό ροσινιόλ (η γαλλική λέξη ανέσυρε για δευτερόλεπτα στη μνήμη τον παλαιό κινηματογράφο όπου είχα δει τα πρώτα ακατάλληλα έργα της εφηβείας μου). Είχαν την πεποίθηση ότι ο ταβερνιάρης είχε κρύψει ηχεία στα κλαδιά του πλάτανου για να ελκύει πελατεία. Έλα όμως που το ροσινιόλ συνέχιζε ακάθεκτο να ανεβοκατεβαίνει τις μουσικές του σκάλες χωρίς καμία μα καμία περιοδικότητα στο τραγούδι του! Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, χορτάτο κι αυτό από τα σουβλάκια και τη ζωή που κύλησε τόσο γρήγορα, στέκονταν κάτω από το δέντρο μαγεμένο. Τους πλησίασα.
«Αηδόνι δεν είναι αυτό;» ρώτησαν.
«Αηδόνι, βέβαια, τι άλλο θα μπορούσε να είναι».
«Δεν έχουμε ποτέ μας ακούσει αηδόνι», είπαν συγκινημένοι φτάνοντας μόνοι τους σε παλαιότερο συμπέρασμά μου: Μόλις ακούσεις αηδόνι να κελαηδά –ακόμη κι αν ποτέ σου δεν έχεις ακούσει το τραγούδι του-, θα μονολογήσεις: «Αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από αηδόνι».
Μείναμε λίγη ώρα ενεοί προσπαθώντας να κλείσουμε τις ρωγμές του χρόνου που άνοιξε ξαφνικά μέσα μας το θεϊκό αόρατο πτηνό. Και λίγο αργότερα, αφού αποτύχαμε στις προσπάθειες, αφήσαμε το χρόνο να τρέχει σαν αίμα. Θυμηθήκαμε τον Σεφέρη και το «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», τους είπα για τα δικά μου αηδόνια στο φράχτη στη Βόρεια Εύβοια και στην Κορώνη που αρχίζουν το τραγούδι τους στις 5.15 το πρωί ακριβώς, είπαμε για γαρδέλια και σπίνους, παπαδίτσες και καλογέρους, σιταρίθρες και καρδερίνες και φλώρους, είπαμε για βροχές και για λιακάδες, για πολλά υπό τους ήχους πάντοτε του ακούραστου βιρτουόζου. Το έβλεπα το ηλικιωμένο ζευγάρι, δεν ήθελαν να αφήσουν το αηδόνι και τη συζήτηση, ήθελαν να μείνουν εκεί, προσηλωμένοι στην πρώτη και –ίσως- μοναδική εμπειρία τους. Με δυσκολία μετά από ώρα με αποχαιρέτησαν και μπήκαν στο αυτοκίνητό τους.
Ποια μυστική δύναμη θέλησε να τους κρατήσει εκεί; Η μίζα, πιο υπάκουη από την μπαταρία, γύριζε ράθυμα, η τελευταία όμως δεν έδινε το ρεύμα. Μετά από λίγο έγινε φανερό πια ότι εξέπνευσε. Το όχημα δεν έπαιρνε μπροστά, με άλλα λόγια. Όσες προσπάθειες και αν δοκίμασε ο γηραιός οδηγός απέβησαν άκαρπες. Τελικά, μήπως τίποτα στον κόσμο μας δεν είναι τυχαίο; Μήπως το αηδόνι εν μέσω της κνίσσας που ταξίδευε ψηλά προς τους θεούς έστελνε και τη δική του παράκληση εκεί, να κρατηθούν οι λίγοι λάτρεις που του απέμειναν λίγο ακόμη κοντά του; Στο τέλος σπρώξαμε το αυτοκίνητο και πήρε μπροστά. Γρήγορα χάθηκαν τα φανάρια του στην πρώτη στροφή.
Όταν αργότερα μπήκαμε κι εμείς στο αυτοκίνητο και πριν γυρίσω το κλειδί στη μίζα σκέφτηκα ότι δε θα ήταν καθόλου παράξενο αν και το δικό μου όχημα, μολονότι καινούργιο, αρνούνταν να πάρει μπροστά. Το αηδόνι, βλέπετε, συνέχιζε το τραγούδι του μέσα από την υγρή φυλλωσιά του πλατάνου.