Tuesday, October 31, 2006

Το τραγούδι των πουλιών

Μερικές φορές ακούω το τραγούδι στ’ αυτιά μου λες κι όλες οι σιωπές των πουλιών αποφασίζουν ξαφνικά να σπάσουν την απεργία τους και να με ανταμώσουν στα τύμπανα μιας σπειροειδούς ματαιότητας. Ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε αν έμπαιναν κι όλα τα δένδρα στα μάτια μου, τι κόσμους θα μπορούσα να δω τότε με νεύρα χλωροφύλλης και κουφάλες μνήμης κοσμικής. Κι αν όλα τα φύλλα του ημερολογίου απλώνονταν στο στήθος μου, κι αν όλες οι φωνές στριμώχνονταν στα σκοτάδια των σπλάχνων μου; Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλα αυτά θα έχτιζαν έναν μικρό προσωπικό παράδεισο καταμεσής στην κόλαση κι από κει, την ώρα των απολογισμών, θα μπορούσα να διεκδικήσω μια θέση στα πιο σκληρά παραμύθια των παιδιών. Κι όλες οι ψεύτικες ιστορίες θα άρχισαν να ευωδιάζουν από άλυτα αινίγματα την ίδια στιγμή που θα φωτίζονταν από μικρές αλήθειες, παραγνωρισμένες.

Κλείσε τις πόρτες. Βράδιασε ο κόσμος. Το τηλέφωνο πια δε χτυπάει. Κι αν χτυπήσει κάποιος θα ζητήσει άγνωστο όνομα. Λέω καμιά φορά να προφασιστώ εγώ το άγνωστο όνομα για ν’ ακούσω τι έχουν να μου πουν. Αλλά φοβάμαι τόσο τις φωνές που δεν πρόκειται να ξανακούσω ποτέ, το ίδιο όσο και όλες τις άλλες που τις άκουσα μια φορά και τις ξέχασα. Γιατί το να ξεχνάς είναι το ίδιο οδυνηρό με το να θυμάσαι. Θυμάσαι το αποτύπωμα του πρώτου σου φιλιού στα χείλη της νεότητας; Θυμάσαι το δίκιο των ανθρώπων που ζωγραφίζονταν αδιάκοπα κάθε που σε νυχτερινές αναγνωρίσεις ταυτότητας δήλωνες μετανάστης και στην εξακρίβωση διαπίστωναν το ευυπόληπτο παρελθόν; Και θυμάσαι πώς σφύριζαν τα πλοία όταν έφευγες από ανθρώπους που είχαν υπογράψει στα δάχτυλά σου; Ή μήπως θυμάσαι όλα τα ντυμένα κορίτσια που ερωτεύτηκες σε κρεβάτια γυμνά; Τίποτα δε θυμάμαι. Γι’ αυτό φοβάμαι τις φωνές. Βλέπεις, προσποιούμαι παρέες, γράφω εσύ για να πιστεύω πως κοντά μου είναι κι άλλος πόνος. Όμως αυτή η υποκρισία κλείνει κάποτε τον κύκλο της και μένεις με το αναπότρεπτο εγώ να απορεί μπροστά στο τίποτα.

Κι αυτές οι ιστορίες δεν έχουν τέλος, γιατί είναι ψεύτικες, το είπα. Και χρειάζεται πολλή αλήθεια για να διηγηθείς ψεύτικες ιστορίες. Γιατί ως άνθρωπος κι εγώ έχω πει πολλά ψέματα σε όλους, κυρίως στα πουλιά που τραγουδούσαν στ’ αυτιά μου. Και κάθε φορά που τα έβλεπα να επιστρέφουν στις φωλιές τους, κάθε άνοιξη, ένιωθα τη λυπημένη χαρά των μελλοθανάτων που τους χαρίζεται η ποινή της ζωής και επιστρέφουν στο θάνατο δικαιωμένοι.

Αλλά τα άστρα ό,τι έχουν να πουν το λένε τις αφέγγαρες νύχτες. Μετά πεθαίνει η αγρυπνία και ό,τι προλάβεις πια στον ύπνο. Και το ίδιο τραγούδι συνεχίζεται πίσω από το αγκομαχητό των κοριτσιών, πίσω από τις φωτογραφίες στα κάδρα, πίσω από τις κουρτίνες όπου παραμονεύει η ίδια θλίψη γεμίζοντας την απόσταση που μας χωρίζει. Πώς ντυθήκαμε μ’ αυτά τα χρώματα μες στο καταχείμωνο; Μας πλάνεψαν οι εποχές, πληγωθήκαμε από την αχρωματοψία του Θεού ή μας χτύπησαν κατάστηθα τα ίδια πυροτεχνήματα που, χάνοντας το δρόμο τους, πέτυχαν τους δικούς μας ουρανούς; Όπως και να ’ναι, εγώ συνεχίζω άοπλος να βαδίζω στις χιονισμένες αντωνυμίες –εσύ, εγώ, εσύ, εμείς, εκείνος, αυτός, ο άλλος- και ψάχνω πίσω από τα ξαφνιασμένα μάτια σου να βρω την ανωνυμία και να ξαναβαφτιστώ.Είναι κι αυτή μια λύση στις απορίες μου, όπως λύση είναι κι όταν περνάει μπροστά μου με πολύχρωμες μουσικές η κουτσή ρομβία κι εγώ καθισμένος στο σκοτάδι βουβός δεν μπορώ να την βοηθήσω. Όπως λύση είναι κι η γλυκιά αστραπή των νυχιών σου όταν τυραννούν το στήθος μου.
Αλλ’ αυτή δεν μπορώ να την εξηγήσω.

Tuesday, October 24, 2006

To be or not to be

Ένα πράγμα φαίνεται να απασχολεί τον άνθρωπο στη ζωή του: η είσοδος. Πώς να μπει, δηλαδή. Γι’ αυτό το μπάσιμο θυσιάζει πολλά: χρόνο, χρήμα, νιάτα, ξεκούραση και άνεση. Πιστεύει πως το κέντρο όλης του της ζωής, η επιτυχία και η αναγνώριση προέρχονται από την είσοδό του. Πού; Παντού! Οι πιτσιρικάδες π.χ. σκαρφίζονται χίλια κόλπα και ψέματα για να μπουν στα ακατάλληλα έργα στον κινηματογράφο ή για να πιουν αλκοόλ στο μπαρ. Οι ποδοσφαιριστές με τα δικά τους κόλπα ιδρώνουν για να μπουν στην αντίπαλη περιοχή. Οι τελειόφοιτοι Λυκείου νιώθουν πως το παν γι’ αυτούς είναι να μπουν σε ανώτατη σχολή και οι διαρρήκτες καταστρώνουν σχέδια για να μπουκάρουν στο διαμέρισμα. Αλλά και οι επαναπατριζόμενοι προσπαθούν να μπάσουν τα λαθραία από το τελωνείο. Και οι περί τα κοινά ασχολούμενοι θέλουν να μπουν στις λίστες των υποψηφίων. Και όλοι μας θέλουμε να μπούμε στο κόλπο. Αλλά πάλι, όλοι μας θέλουμε να μπούμε στο νόημα, να καταλάβουμε δηλαδή το μυστήριο της ζωής που μας τριγυρίζει και που μόνο μερικές φορές μας αγγίζει.

Όλ’ αυτά με συγκινούσαν μια εποχή. Έπαψαν όμως ξαφνικά να μ’ ενδιαφέρουν από τη στιγμή που συνειδητοποίησα πως μεγαλύτερη σημασία έχει όχι το έμπα, αλλά το έβγα. Το να μπεις μπορεί τελικά να μην είναι πάντα εύκολο, να χρειάζεται προσπάθεια, επιμονή και ιδρώτα, βάσανα και τύχη. Να χρειάζεται να πληρώσεις σε αίμα ή σε χρήμα. Κάποτε, όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα καταφέρνεις και μπαίνεις. Τότε είναι που προβάλλει αμείλικτο το ερώτημα: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς θα βγω από δω μέσα;». Και το πώς θα βγεις, ο τρόπος της εξαγωγής βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη συμπεριφορά σου, με τα οράματα και τα σχέδια, με τις πράξεις σου όσο βρισκόσουν μέσα.

Γιατί τι να το κάνεις -είν’ αλήθεια- να μπεις με κόπους και θυσίες και να αναγκαστείς να βγεις με το ζόρι ή να σε πετάξουν έξω με τις κλωτσιές με εντολή εισαγγελέα! Τι να το κάνεις να μπεις με χειροκρότημα, με το κεφάλι ψηλά και λαοπρόβλητος, και να αποπεμφθείς στο τέλος με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου ! Και είναι άραγε τόσο σπουδαίο να μπεις στο Πανεπιστήμιο, για να βγεις -όταν βγεις- πτυχιούχος άνεργος!

Όλ’ αυτά μπορεί να μοιάζουν αστεία παιχνιδίσματα και σχόλια εξυπνακίστικα. Όμως, αν ανατρέξετε στα βιβλία της Ιστορίας, θα διαπιστώσετε ότι το έβγα πάντοτε ήταν δυσκολότερο αλλά και οδυνηρότερο από το έμπα. Και ο Ναπολέων κάτι ξέρει απ’ αυτό μετά από τη νίλα της Ρωσίας, αλλά και εμείς οι Έλληνες με τη Μικρασιατική θριαμβευτική μας εισβολή αλλά και τη δακρυόεσσα έξοδο. Μήπως και η έξοδος από την επταετία το 1974; Και αν θα ρωτήσετε ένα σοβαρό διαρρήκτη, θα σας λύσει το θέμα άπαξ διά παντός. Βλέπετε, ο σοβαρός διαρρήκτης, -αυτός δηλ. που έχει σπουδάσει ψυχολογία στο σπουδαιότερο πανεπιστήμιο του κόσμου, στο πεζοδρόμιο,- θα σας πει ότι μόλις μπουκάρει το βράδυ στο σκοτεινό διαμέρισμα, αφού πρώτα έχει διαπιστώσει ότι οι ένοικοί του λείπουν, το πρώτο που θα ψάξει δε θα είναι ούτε τα συρτάρια ούτε οι ντουλάπες ούτε κι αυτό ακόμη το χρηματοκιβώτιο. Η πρώτη του δουλειά θα είναι να διασφαλίσει την έξοδό του. Έτσι, θα ανοίξει, ας πούμε, την μπαλκονόπορτα, αν το διαμέρισμα είναι στον πρώτο όροφο, για να μπορεί να πηδήξει εύκολα έξω σε ώρα ανάγκης ή θα ξεκλειδώσει την πόρτα υπηρεσίας, αν το σπίτι βρίσκεται ψηλότερα. Αν δεν υπάρχει έξοδος υπηρεσίας, θα ψάξει να βρει πού είναι η τουαλέτα. Όχι για να κρυφτεί εκεί σε περίπτωση απρόσμενης επιστροφής των ενοίκων, αλλά για να ξέρει πού θα κατευθυνθούν αυτοί μόλις μπουν στο διαμέρισμά τους (ως γνωστόν, ο Νεοέλληνας μόλις επιστρέψει σπίτι του μετά τη βραδινή του έξοδο πάει τρέχοντας για κατούρημα) και να κρυφτεί αμέσως στην αντίθετη μεριά. Έτσι ο διαρρήκτης θα μπορεί να αποχωρήσει σαν κύριος από την κύρια είσοδο την ώρα που ο κύριος του σπιτιού κάνει τη δουλειά του στην τουαλέτα.

Αυτά όλα πρέπει να γίνουν γνωστά και να τα επαναλαμβάνουμε διαρκώς στους φίλους μας και στα παιδιά μας. «Προσέχτε την έξοδο! Εκεί κρίνεστε κι εκεί πληρώνετε!» Αλλά περισσότερο απ’ όλους θα πρέπει αυτό να το προσέξουν οι νέοι δήμαρχοι, νομάρχες και σύμβουλοι, που, αφού μπήκαν στα δημαρχιακά και νομαρχιακά μέγαρα, θα αντιμετωπίσουν το αμείλικτο ερώτημα.

Κύριοι, δεν έχει σημασία που μπήκατε. Τώρα είστε μέσα, καλώς ή κακώς. Αφήστε τα κορναρίσματα, τα πανηγύρια και τα μεγάλα λόγια. Τώρα σημασία έχει πώς θα βγείτε. Κι ο Ναπολέων και ο Γούναρης έχουν πια πεθάνει για να τους ρωτήσετε και να σας διδάξουν από την εμπειρία τους. Από την εμπειρία της εξόδου, εννοώ. Μπορείτε να ρωτήσετε, όμως, ένα διαρρήκτη. Υπάρχουν πολλοί σοβαροί διαρρήκτες σήμερα. Αποταθείτε, λοιπόν, σ’ αυτούς! Αυτοί ξέρουν!
Και είναι και οι καλύτεροι δάσκαλοι!

Monday, October 16, 2006

Ταυτότητα

Αφιερωμένο στον σομις

Αυτές τις μέρες ακολούθησα αντίστροφη πορεία από τους υπόλοιπους συμπατριώτες μου. Δεν ταξίδεψα στον τόπο που ψηφίζω, αλλά έφυγα μακριά απ' αυτόν ήδη από την Πέμπτη το πρωί. Πέντε ώρες με το αυτοκίνητο, λες και με κυνηγούσαν. Βέβαια πίστευα ότι θα μπορούσα να ψηφίσω στο internet (ξέρετε, στο δικτυακό τόπο του ΥπΕς, τόσες φορές έχω ψηφίσει στις διάφορες άσχετες δημοσκοπήσεις -ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για προπονητής του Παναθηναϊκού, ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα φέτος, ποιο ήταν το καλύτερο γκολ της Κυριακής και τέτοια), αλλά για ψήφο νομαρχιακό και δημοτικό δε φάνηκε να είχε προβλεφθεί κάτι ανάλογο. Δε γινόταν τίποτα. Δεν υπήρχε ούτε μία ένδειξη στο ypes.gr για ψηφοφορία μέσω διαδυκτίου. Τόσο πίσω είμαστε, λοιπόν; Γι' αυτό το λόγο επανήλθα στον τόπο μου το απόγευμα πια της Κυριακής λαχανιασμένος αλλά εγκαίρως.

Όμως η κακοτυχία συνεχίστηκε, γιατί πίστευα ότι θα μπορούσα να ψηφίσω με την πιστωτική μου κάρτα. Η δικαστική αντιπρόσωπος όμως ήταν κάθετη: "Μ' αυτήν ψωνίζουν, δεν ψηφίζουν. Αφήστε, λοιπόν, τις βλακείες, ολόκληρος άντρας, και φέρτε την ταυτότητά σας". Όταν έβγαλα από την τσέπη μου μια τηλεκάρτα, και ρώτησα δειλά μήπως θα μπορούσε να γίνει κάτι μ’ αυτήν, με κοίταξε δολοφονικά κι επανανέλαβε αυτό για την "ταυτότητά σας" μαζί με κάτι άλλα που δεν τα έπιασα. Με μουγκρητά απάντησε και στις αιτήσεις μου μήπως έχει κάποια ισχύ το απολυτήριο Γυμνασίου, το πτυχίο μου, το Λόουερ, ένα εξιτήριο από νοσοκομείο, χαρτιά είναι κι αυτά, τέλος πάντων, που δείχνουν ποιος είμαι, έστω μια θαμπή εικόνα μου. Σαν να ήταν έτοιμη να με χαστουκίσει μου φαινόταν.

Την πήρα με το καλό κι άρχισα να της μιλώ για την ταυτότητά μου. Είδα κι έπαθα να της εξηγήσω ότι δεν έχω τέτοιο πράμα, ότι την ταυτότητά μου ψάχνω τόσα χρόνια και δεν τη βρίσκω πουθενά. Χαμένη κάπου ανάμεσα στην Αρχαία Τίρυνθα, στη Δήλο, στην Αγιασοφιά, στο Ματζικέρτ, στα Δερβενάκια, στον Αγιοσπυρίδωνα του Ναυπλίου, στην τρύπα-φυλακή του Παλαμιδίου, στους Άγιους Σαράντα, στη Βάρκιζα, στην Κύπρο, στη Μύκονο. "Την πλαστική, εννοώ, την αστυνομική". Άντε να της εξηγήσω τώρα ότι δεν είμαι αστυνομικός.

Τελικά γύρισα σπίτι μου και βρήκα μια παλιά πλαστικιά, μια αηδία ξεφλουδισμένη με τη φάτσα μου επάνω αγνώριστη. «Είναι δυνατόν να της κάνει αυτή;» αναρωτήθηκα με σιχασιά.

Επέστρεψα πίσω, στο εκλογικό κέντρο, με βαριά καρδιά παίζοντας στα χέρια μου αυτό το ξεφτίδι.

Της έκανε!

Tuesday, October 10, 2006

Περίοδος παχιών αγελάδων

Ούτε η περίοδος των εορτών ούτε το καλοκαίρι ούτε οι άλλες διακοπές ούτε τίποτα. Δε δέχομαι κουβέντα: η καλύτερη περίοδος της ζωής μας είναι η προεκλογική. Για όλους. Και για τους ψηφοφόρους και για τους ψηφοθήρες. Και για τους φωτογράφους και για τους τυπογράφους. Και για τους ζαχαροπλάστες και για τους εστιάτορες. Ό,τι και να κάνεις κατά την προεκλογική περίοδο, είναι βέβαιο ότι θα βρεις συμπαραστάτες, βοηθούς, χειροκροτητές, ανθρώπους να γελάσουν με το ανέκδοτό σου, βρε αδερφέ. Χώρια ότι θα ζήσεις μια περίοδο ευφορίας. Με την πόλη σου να αναγεννάται εκ της τέφρας, να γεμίζει φανταστικά πάρκα, πλατείες, δρόμους, παιδικές χαρές, κέντρα νεότητας, πάρκινγκ υπόγεια και εναέρια, νεροτσουλήθρες, αγάλματα, τα πάντα. Όμως, δεν πρέπει να σταθούμε στα όνειρα, γιατί όλοι έχουμε την εμπειρία της μετεκλογικής περιόδου κατά την οποία η προσγείωση από τα εναέρια πάρκινγκ είναι ανώμαλη. Ας περάσουμε, λοιπόν, στην πραγματικότητα, σ’ αυτά που ζούμε σ’ αυτή την περίοδο, και ας τα δούμε ένα-ένα.

Μήπως η προεκλογική περίοδος δεν είναι η καλύτερη περίοδος για να παντρευτείς; Τέτοιες πιένες στο γάμο σου είναι δύσκολο να πετύχεις οποιαδήποτε άλλη στιγμή του χρόνου. Δήμαρχοι –πρώην, νυν και επόμενοι-, αντιδήμαρχοι, σύμβουλοι και συμβουλάτορες, νομάρχες και αντινομάρχες, υποψήφιοι κάθε παράταξης, άνθρωποι που τους έχεις δει μόνο σε φωτογραφίες στις εφημερίδες θα έρθουν και μέσ’ απ’ την καρδιά τους θα σου σφίξουν το χέρι -μερικοί τολμηροί θα σε φιλήσουν κιόλας- και θα σου ευχηθούν βίον ανθόσπαρτον. Αν γιορτάζεις αυτή την περίοδο, τα λουλούδια και οι ευχετήριες κάρτες θα σε κάνουν να νιώσεις τόσο αγαπητός και απαραίτητος στη μικρή κοινωνία, που θα τονώσουν και θα φτάσουν σε ύψη την καταρρακωμένη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμησή σου. Αν δίνεις κάπου διάλεξη, είναι βέβαιο ότι αυτή τη φορά όχι μόνο οι πρώτες θέσεις, αυτές των επισήμων, θα γεμίσουν από ορίτζιναλ επίσημους, αλλά και το μισό αμφιθέατρο θα καταληφθεί από ακροατές υποψηφίους που θα σε κοιτούν στα μάτια γεμάτοι ενδιαφέρον γι’ αυτά που λες, θα σε χειροκροτήσουν στο τέλος και θα πουν τα καλύτερα λόγια για την επιστημονική σου συγκρότηση. Αν κάνεις εγκαίνια στο νέο σου μαγαζί, η επιτυχία βέβαιη. Τα αυτοκίνητα θα κάνουν ουρά, ο κόσμος θα συρρεύσει για να δει και να τον δουν. Για να χαιρετίσει, για να ευχηθεί, για να τον χαιρετίσουν και να του ευχηθούν. Αλλά και για να πεθάνεις ακόμη είναι η πιο πρόσφορη περίοδος. Τα στέφανα, οι επικήδειοι και το πλήθος θα σου κάνουν το τελευταίο ταξίδι λιγότερο επώδυνο.

Όμως δεν είναι μόνο σ’ αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις που θα νιώσεις τον συνάνθρωπο δίπλα σου. Είναι και στις άλλες, τις απλές και καθημερινές, που θα παραδεχτείς ότι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου δεν είναι ο σκύλος, όπως πίστευες μέχρι τότε, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Γνωστός μου, π.χ. έπρεπε να μετακομίσει αυτή την περίοδο, την προεκλογική. Πώς εμφανίστηκαν τόσοι υποψήφιοι και τον βοήθησαν παραμένει πρόβλημα άλυτο. Και δεν ήταν πέντε ή έξι να πάρουν από ένα δέμα και να το ανεβάσουν στον όροφο. Οι υποψήφιοι ήταν τόσοι που έκαναν αλυσίδα από το φορτηγό μέχρι την πόρτα του διαμερίσματος και έδιναν ο ένας στον άλλο τις κούτες, τις σανίδες, τα πιατικά, τα κιβώτια με τα βιβλία. Και όταν τέλειωσαν, δεν έφυγαν. Έμειναν εκεί, στο νέο διαμέρισμα μέχρι το βράδυ αργά. Ένας να φέρνει με τη μπαλαντέζα φως από το διπλανό διαμέρισμα, άλλος πάνω στη σκάλα να κρεμάει τις κουρτίνες, ένας τρίτος να συνδέει την κουζίνα και τον απορροφητήρα, άλλος να συναρμολογεί το κρεβάτι. Στο τέλος, σκούπισαν, σφουγγάρισαν, μερικοί παράγγειλαν πίτσες και μπίρες και φάγαμε μια χαρά. Όλα στην εντέλεια, πλούσια κι αρχοντικά. Προχτές έμεινα με το ρημάδι στο δρόμο. Μερικές προσπάθειες να ξαναπάρει μπροστά άκαρπες. Τότε και πριν αρχίσω να απογοητεύομαι, να βρίζω και να παίρνω τηλέφωνα, εμφανίστηκαν ως διά μαγείας δυο υποψήφιοι και άρχισαν να με σπρώχνουν μέχρι το κοντινότερο μηχανουργείο. Το εντυπωσιακό ήταν που γρήγορα φάνηκε και τρίτος υποψήφιος -αυτός ήταν μηχανικός αυτοκινήτων- με το βαλιτσάκι του, τη φόρμα της δουλειάς και το έφτιαξε σε πέντε λεπτά. Και χωρίς να πάρει λεφτά. Ας είναι καλά ο άνθρωπος! Θέλεις υδραυλικό στο σπίτι για το καζανάκι που τρέχει; Να η ευκαιρία! Δεν τρέχεις στο Χρυσό Οδηγό, αλλά στις εφημερίδες με τους υποψηφίους. Βλέπεις ποιος από όλους είναι υδραυλικός και τον καλείς. Είναι βέβαιο ότι θα έρθει μέσα στην επόμενη ώρα, θα σε τακτοποιήσει στα γρήγορα, θα πάρει –αν πάρει- τα λιγότερα, θα σου αφήσει την κάρτα του και το φέιγ-βολάν του και θα φύγει ικανοποιημένος.
Περπατάς στο δρόμο και διακρίνεις το ενδιαφέρον στα μάτια των συμπολιτών σου. Είναι βέβαιο ότι όλοι αυτοί –κι ας μην το ξέρεις- είναι υποψήφιοι. Την πεθερά μου την βοηθούν ανελλιπώς Τετάρτη και Σάββατο να κουβαλήσει τα ψώνια από τη λαϊκή. Την περιμένουν στη γωνία και μόλις εμφανιστεί σπεύδουν ακάθεκτοι. Την καημένη τη γιαγιά που άλλες φορές περίμενε με τις ώρες στο πεζοδρόμιο να σταματήσει η ροή των αυτοκινήτων για να περάσει με χίλιες προφυλάξεις απέναντι, βρέθηκαν δύο υποψήφιοι και έκαναν την πράξη φετίχ των παιδικών μας χρόνων, την πράξη φετίχ κάθε ενσυνείδητου προσκόπου: την πέρασαν απέναντι, την ανέβασαν στο πεζοδρόμιο, της είπαν και μια καλή κουβέντα, συστήθηκαν και μετά έφυγαν. Πήγαν πάλι απέναντι να περιμένουν την επόμενη.

Αχ, αυτή η προεκλογική περίοδος πόσο κοντά μας φέρνει με τους συνανθρώπους μας! Ακόμη κι αν δε βγαίνεις έξω, ακόμη κι αν δεν επιδιώκεις τις παρέες και τις κοσμικές συγκεντρώσεις και κάθεσαι –όπως εγώ- μονήρης, παρέα με τα βιβλία, την τηλεόραση και τις εφημερίδες. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόσους παλιούς συμμαθητές, φίλους ξεχασμένους και γνωστούς βλέπω αυτήν την προεκλογική περίοδο στις εφημερίδες. Και τα αναλυτικά βιογραφικά μάλιστα που παραθέτει ο καθένας, με βοηθούν να επανασυνδέσω και να επανασυνθέσω τις μνήμες. Η αλήθεια είναι ότι με μπερδεύουν λίγο αυτά τα βιογραφικά, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία τέτοιες στιγμές. Να ο Γιώργος, που τελειώσαμε μαζί το γυμνάσιο. Βρε, τον άτιμο, αγέραστος σ’ αυτή τη φωτογραφία. Γράφει ότι τέλειωσε με άριστα (τέλος πάντων, το ξεπερνάμε αυτό, μπορεί και να μη θυμάται καλά). Μπράβο, παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε απ’ ό,τι βλέπω. Έχει δυο παιδιά, το ένα στο γυμνάσιο και το άλλο στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Τώρα η γυναίκα του περιμένει και το τρίτο. Άντε, και καλή λευτεριά. Ασχολήθηκε με το εμπόριο και τα πήγε αρκετά καλά. Διακοπές στο εξωτερικό, ενδιαφέρεται για το θέατρο και τον κινηματογράφο και γενικά για τα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου. Μπράβο Γιώργο, αυτό δεν το ήξερα! Στο σχολείο αδιάφορος μου φαινόσουν κι αργότερα δε σε συνάντησα πουθενά, ούτε σε θέατρο ούτε σε κινηματογράφο ούτε σε εκδήλωση. Σε μια ταβέρνα σε είχα δει και δεν με είχες θυμηθεί. Σε χαιρέτησα με θέρμη, αλλά δεν κατάφερες να με ταυτίσεις. Τέλος πάντων. Ο Γιώργος γράφει στο βιογραφικό του στην εφημερίδα ότι πήγε και στο στρατό(!) και απολύθηκε έφεδρος ανθυπολοχαγός. Μάλιστα. Ο Μενέλαος όμως, ο Λάκης ο δικός μας, το δεξί μπακ της ομάδας, δεν αναφέρει τίποτα για φανταριλίκι. Αυτός τι έγινε; Δεν πήγε φαντάρος; Ούτε αν έκανε και πόσα παιδιά αναφέρει. Ο Λάκης γράφει μόνο ότι σπούδασε μηχανικός στη Ρώμη και τώρα ασχολείται με τα αγροτικά, σε κάτι κτήματα που του άφησε ο πατέρας του. Αυτός τονίζει ότι ασχολείται με το συνδικαλισμό και με τις ενώσεις τις αγροτικές. Και ότι όλοι γνωρίζουμε την πορεία του και τη συμμετοχή του στη λύση των αγροτικών προβλημάτων του τόπου (ποια λύση;). Κι ένα σωρό άλλοι, με σπουδές ή χωρίς, με αγώνες, με ομιλίες και με πανηγυρικούς, με επιτυχίες σε ό,τι ασχολήθηκαν, με παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό, με αδελφούς, ξαδέλφες και μπατζανάκηδες επώνυμους, με θέση αντιπροέδρων σε πολιτιστικά σωματεία. Και για πρώτη φορά φέτος βλέπω και τόσες γυναίκες στις φωτογραφίες. Παλιές συμμαθήτριες που έμειναν αγέραστες στο πέρασμα του χρόνου. Έκοψα πολλές φωτογραφίες και συμπλήρωσα ένα άλμπουμ αποφοίτων της τάξης του ’72 κι από κάτω τα βιογραφικά τους. Πώς θα ήθελα όλοι αυτοί να πετύχουν και να εκλεγούν. Τέτοιοι πολίτες, με τέτοιες ευαισθησίες και τέτοια βιογραφικά! Εγώ θα τους βοηθήσω. Θα τους ψηφίσω όλους.

Το δυσάρεστο όμως είναι ότι όσο μακρά και να είναι μια προεκλογική περίοδος περνά γρήγορα. Και δυστυχώς τέτοιες περιόδους έχουμε τώρα πια μια φορά στα τέσσερα χρόνια.