- Περάστε, περάστε! Καλώς ήλθατε! Το βρήκατε εύκολα; Είχα εξηγήσει εγώ στην κοπέλα, αλλά είχα και την αγωνία μου μη δεν κατάλαβε καλά. Βέβαια, είναι μοναδικό στην περιοχή, είναι το κάτι άλλο...Το είχα πει. Το πιο ωραίο, παλάτι. Ελάτε, ελάτε, περάστε, με το δεξί, που λέμε, αν και εμείς δεν πιστεύουμε σ ’αυτά... Καθίστε πρώτα να πιούμε κάτι. Ένα γλυκό; Έχουμε ωραίο μελιτζανάκι. Καθίστε, καλέ, που ντρέπεστε! Όχι εκεί: Ας περάσουμε στο βεραμάν σαλόνι, δεξιά...
Ο άνθρωπος στη ζωή του έχει πολλές επιθυμίες, ορέξεις, μανίες και βίτσια. Είναι αχόρταγος. Θα είναι ψεύτης όποιος ισχυριστεί ότι είναι νορμάλ και ολιγαρκής, ότι του φτάνει το ένα αυτοκίνητο, ας πούμε, το ένα σπίτι, η μια τηλεόραση, η μια τουαλέτα, η μια γυναίκα. Καταλαβαίνει και μένα, λοιπόν, ο φίλος αναγνώστης. Εμένα που περίμενα χρόνια πολλά να φτιάξω ένα σπιτάκι της προκοπής, να σκεπάσω κι εγώ το κεφάλι μου μ’ ένα κεραμίδι. Βέβαια, το κεραμίδι δε θα μπορούσε ποτέ να είναι μόνο του, ψέματα; Περίμενα υπομονετικά, το μελετούσα, έκανα δουλειές, αρπαχτές αφορολόγητες, προγράμματα από την Ένωση, μάζευα χρήμα και στο τέλος τα κατάφερα. Κι όχι μόνο πέτυχα να χτίσω το σπίτι των ονείρων μου, αλλά κατάφερα και τους περιοδικούς να ενδιαφερθούν για την αρχιτεκτονική του, να αυτοπροσκληθούν και να μού ’ρθουν να το δουν και να τραβήξουν φωτογραφίες απ’ τους εσωτερικούς και εξωτερικούς του χώρους. Για να τις βάλουν στο περιοδικό, ντε! Περηφάνια, άνεση, ευτυχισμένη κατάληξη. Να βλέπεις τους άλλους, που ξέρουν κι από σπίτια, ξελιγωμένους μπροστά στα τετραγωνικά σου, στα εντοιχισμένα σου, στα ανακλινώμενά σου, στη δορυφορική σου με το πιάτο το μεγάλο να στριφογυρνάει πάνω στα κεραμίδια ψάχνοντας στο διάστημα για εικόνες και ήχους, στις χωνευτές ημίδιπλες και τρίδιπλες, στη σάουνα και στο γιακούζι, στο home cinema house στο υπόγειο. Και το ψυγείο που βγάζει λιωμένο πάγο από ένα πρόστυχο βρυσάκι μπροστά, πού το βάζεις; Ο καταψύκτης, αόρατος και όμως υπαρκτός; Το μεταλλικό σύνθετο στο δεύτερο σαλόνι; Το Μπιεντόου; Οι σκάλες οι εσωτερικές οι μαρμάρινες, ρε, με το γυαλιστερό λευκό Διονύσου, που να ντρέπεται όποιο φουστάνι περπατά επάνω του για ανακλώμενες αποκαλύψεις; Τελεκόμ; Φαξ; Και γαμώ τα σπίτια και τους εξοπλισμούς! Μπορώ να μην είμαι ευτυχισμένος τα βράδια που ξαπλάρω στο στρώμα με το νερό; Με τους καθρέφτες μου, με το ιδιαίτερο μπάνιο στην κρεβατοκάμαρά μου, με τους ατμούς που ξεπηδούν από τις τρυπίτσες της στρογγυλής μου μπανιέρας και με καίνε γλυκά, μου απορροφάν την κούραση και μου χαρίζουν γαλήνη ψυχική, πνευματική μα πάνω απ’ όλα γαλήνη υλική. Αυτή που με διαβεβαιώνει ότι και την επόμενη μέρα εγώ θα ρυθμίσω τη θέρμανση μ’ ένα μικρό, κρυφό κουμπάκι.
Ευημερία θα πει ωραίες ημέρες. Μπορώ να μην κάνω το σταυρό μου κάθε φορά που αντικρίζω το χώρο μου; Όταν ξυπνώ τα πρωινά με εφιάλτες νωπούς ακόμη από χρόνια περασμένα, τότε που γύριζα ξεβράκωτος κι έψαχνα να’ βρω την καλή κι ας φιλούσα και μερικές κατουρημένες ποδιές! Μπορώ να μη δοξάζω το Θεό κάθε πρωί, όταν πετώ από πάνω μου τα σατέν κι ανοίγοντας το λευκό κόπλαμ βυθίζω το βλέμμα μου στο καταπράσινο καλοκουρεμένο γκαζόν που απλώνεται μπροστά μου! Κι αργότερα, -χαρά Θεού!- όταν πλακώνει ο δίσκος με τα αυγά, την πορτοκαλέιντ και το ζαμπόν. Αυτό είναι! Γκαζόν και ζαμπόν! Το δίπτυχο της επιτυχίας, το ανίκητο δίδυμο, που έλεγε ο άνθρωπος που με ανέβασε, ο γκουρού μου. Ήταν αυτός που με εμπιστεύτηκε και μου έδωσε την πρώτη μου ευκαιρία να βγάλω το πρώτο μου εύκολο χρήμα. Για να ακολουθήσουν μετά οι προμήθειες και τα άλλα, τα πιο εύκολα ακόμη. Ζαμπόν και γκαζόν! Πόσο δίκιο είχε τώρα μόνο μπορώ να το καταλάβω.
Και φτάνουμε, λοιπόν, στο σημείο να τρέχουνε οι περιοδικοί λυσσαλέοι από δω κι από κει, κι εγώ να περιμένω να θαυμάσω το αριστούργημά μου στις φωτογραφίες τους. Κι όσο γι’ αυτά που κυκλοφορούν τελευταίως, τα διάφορα "πόθεν αίσχη", θα ήθελα απ’ αυτήν εδώ τη στήλη να στείλω μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας προς όλους τους μεγαλοϊδιοκτήτες: μη νοιάζεστε για τίποτα, μεγάλοι. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Και Ελλάδα, αν δεν το ξέρετε κουφάλες, είμαστε εμείς. Και μπορεί να μην μπορούμε να σηκώσουμε το σπίτι και να φύγουμε, μπορεί να μη βαστά η καρδιά μας να βυθίσουμε το σκάφος ή να ανατινάξουμε το αυτοκίνητο, αλλά βαλίτσες σηκώνουν τα χέρια μας. Γι’ αυτό σας λέω: ανησυχία μηδέν.
Α, να και τα παιδιά! Τι γίνεται, τελειώσατε; Μπράβο, μπράβο! Σας άρεσε; Μα το ’λεγα εγώ, σας το ’πα, δε σας το ’πα; Πάρτε και το γλυκάκι σας! Φάτε και πιέστε κι ένα νερό εις υγείαν μου. Εις υγεία του αιωνίου, του αθανάτου 'Ελληνος! Του μικρόσωμου, αλλά με μυαλό γίγαντα! Που συνεχίζει χωρίς να φοβάται τα δικαστήρια. Άμα είσαι μάγκας, δε θα σε πιάσουν ποτέ. Αθάνατε!!!
Ο άνθρωπος στη ζωή του έχει πολλές επιθυμίες, ορέξεις, μανίες και βίτσια. Είναι αχόρταγος. Θα είναι ψεύτης όποιος ισχυριστεί ότι είναι νορμάλ και ολιγαρκής, ότι του φτάνει το ένα αυτοκίνητο, ας πούμε, το ένα σπίτι, η μια τηλεόραση, η μια τουαλέτα, η μια γυναίκα. Καταλαβαίνει και μένα, λοιπόν, ο φίλος αναγνώστης. Εμένα που περίμενα χρόνια πολλά να φτιάξω ένα σπιτάκι της προκοπής, να σκεπάσω κι εγώ το κεφάλι μου μ’ ένα κεραμίδι. Βέβαια, το κεραμίδι δε θα μπορούσε ποτέ να είναι μόνο του, ψέματα; Περίμενα υπομονετικά, το μελετούσα, έκανα δουλειές, αρπαχτές αφορολόγητες, προγράμματα από την Ένωση, μάζευα χρήμα και στο τέλος τα κατάφερα. Κι όχι μόνο πέτυχα να χτίσω το σπίτι των ονείρων μου, αλλά κατάφερα και τους περιοδικούς να ενδιαφερθούν για την αρχιτεκτονική του, να αυτοπροσκληθούν και να μού ’ρθουν να το δουν και να τραβήξουν φωτογραφίες απ’ τους εσωτερικούς και εξωτερικούς του χώρους. Για να τις βάλουν στο περιοδικό, ντε! Περηφάνια, άνεση, ευτυχισμένη κατάληξη. Να βλέπεις τους άλλους, που ξέρουν κι από σπίτια, ξελιγωμένους μπροστά στα τετραγωνικά σου, στα εντοιχισμένα σου, στα ανακλινώμενά σου, στη δορυφορική σου με το πιάτο το μεγάλο να στριφογυρνάει πάνω στα κεραμίδια ψάχνοντας στο διάστημα για εικόνες και ήχους, στις χωνευτές ημίδιπλες και τρίδιπλες, στη σάουνα και στο γιακούζι, στο home cinema house στο υπόγειο. Και το ψυγείο που βγάζει λιωμένο πάγο από ένα πρόστυχο βρυσάκι μπροστά, πού το βάζεις; Ο καταψύκτης, αόρατος και όμως υπαρκτός; Το μεταλλικό σύνθετο στο δεύτερο σαλόνι; Το Μπιεντόου; Οι σκάλες οι εσωτερικές οι μαρμάρινες, ρε, με το γυαλιστερό λευκό Διονύσου, που να ντρέπεται όποιο φουστάνι περπατά επάνω του για ανακλώμενες αποκαλύψεις; Τελεκόμ; Φαξ; Και γαμώ τα σπίτια και τους εξοπλισμούς! Μπορώ να μην είμαι ευτυχισμένος τα βράδια που ξαπλάρω στο στρώμα με το νερό; Με τους καθρέφτες μου, με το ιδιαίτερο μπάνιο στην κρεβατοκάμαρά μου, με τους ατμούς που ξεπηδούν από τις τρυπίτσες της στρογγυλής μου μπανιέρας και με καίνε γλυκά, μου απορροφάν την κούραση και μου χαρίζουν γαλήνη ψυχική, πνευματική μα πάνω απ’ όλα γαλήνη υλική. Αυτή που με διαβεβαιώνει ότι και την επόμενη μέρα εγώ θα ρυθμίσω τη θέρμανση μ’ ένα μικρό, κρυφό κουμπάκι.
Ευημερία θα πει ωραίες ημέρες. Μπορώ να μην κάνω το σταυρό μου κάθε φορά που αντικρίζω το χώρο μου; Όταν ξυπνώ τα πρωινά με εφιάλτες νωπούς ακόμη από χρόνια περασμένα, τότε που γύριζα ξεβράκωτος κι έψαχνα να’ βρω την καλή κι ας φιλούσα και μερικές κατουρημένες ποδιές! Μπορώ να μη δοξάζω το Θεό κάθε πρωί, όταν πετώ από πάνω μου τα σατέν κι ανοίγοντας το λευκό κόπλαμ βυθίζω το βλέμμα μου στο καταπράσινο καλοκουρεμένο γκαζόν που απλώνεται μπροστά μου! Κι αργότερα, -χαρά Θεού!- όταν πλακώνει ο δίσκος με τα αυγά, την πορτοκαλέιντ και το ζαμπόν. Αυτό είναι! Γκαζόν και ζαμπόν! Το δίπτυχο της επιτυχίας, το ανίκητο δίδυμο, που έλεγε ο άνθρωπος που με ανέβασε, ο γκουρού μου. Ήταν αυτός που με εμπιστεύτηκε και μου έδωσε την πρώτη μου ευκαιρία να βγάλω το πρώτο μου εύκολο χρήμα. Για να ακολουθήσουν μετά οι προμήθειες και τα άλλα, τα πιο εύκολα ακόμη. Ζαμπόν και γκαζόν! Πόσο δίκιο είχε τώρα μόνο μπορώ να το καταλάβω.
Και φτάνουμε, λοιπόν, στο σημείο να τρέχουνε οι περιοδικοί λυσσαλέοι από δω κι από κει, κι εγώ να περιμένω να θαυμάσω το αριστούργημά μου στις φωτογραφίες τους. Κι όσο γι’ αυτά που κυκλοφορούν τελευταίως, τα διάφορα "πόθεν αίσχη", θα ήθελα απ’ αυτήν εδώ τη στήλη να στείλω μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας προς όλους τους μεγαλοϊδιοκτήτες: μη νοιάζεστε για τίποτα, μεγάλοι. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Και Ελλάδα, αν δεν το ξέρετε κουφάλες, είμαστε εμείς. Και μπορεί να μην μπορούμε να σηκώσουμε το σπίτι και να φύγουμε, μπορεί να μη βαστά η καρδιά μας να βυθίσουμε το σκάφος ή να ανατινάξουμε το αυτοκίνητο, αλλά βαλίτσες σηκώνουν τα χέρια μας. Γι’ αυτό σας λέω: ανησυχία μηδέν.
Α, να και τα παιδιά! Τι γίνεται, τελειώσατε; Μπράβο, μπράβο! Σας άρεσε; Μα το ’λεγα εγώ, σας το ’πα, δε σας το ’πα; Πάρτε και το γλυκάκι σας! Φάτε και πιέστε κι ένα νερό εις υγείαν μου. Εις υγεία του αιωνίου, του αθανάτου 'Ελληνος! Του μικρόσωμου, αλλά με μυαλό γίγαντα! Που συνεχίζει χωρίς να φοβάται τα δικαστήρια. Άμα είσαι μάγκας, δε θα σε πιάσουν ποτέ. Αθάνατε!!!