Tuesday, June 12, 2007

Περάστε... Περάστε...!

.
- Περάστε, περάστε! Καλώς ήλθατε! Το βρήκατε εύκολα; Είχα εξηγήσει εγώ στην κοπέλα, αλλά είχα και την αγωνία μου μη δεν κατάλαβε καλά. Βέβαια, είναι μοναδικό στην περιοχή, είναι το κάτι άλλο...Το είχα πει. Το πιο ωραίο, παλάτι. Ελάτε, ελάτε, περάστε, με το δεξί, που λέμε, αν και εμείς δεν πιστεύουμε σ ’αυτά... Καθίστε πρώτα να πιούμε κάτι. Ένα γλυκό; Έχουμε ωραίο μελιτζανάκι. Καθίστε, καλέ, που ντρέπεστε! Όχι εκεί: Ας περάσουμε στο βεραμάν σαλόνι, δεξιά...

Ο άνθρωπος στη ζωή του έχει πολλές επιθυμίες, ορέξεις, μανίες και βίτσια. Είναι αχόρταγος. Θα είναι ψεύτης όποιος ισχυριστεί ότι είναι νορμάλ και ολιγαρκής, ότι του φτάνει το ένα αυτοκίνητο, ας πούμε, το ένα σπίτι, η μια τηλεόραση, η μια τουαλέτα, η μια γυναίκα. Καταλαβαίνει και μένα, λοιπόν, ο φίλος αναγνώστης. Εμένα που περίμενα χρόνια πολλά να φτιάξω ένα σπιτάκι της προκοπής, να σκεπάσω κι εγώ το κεφάλι μου μ’ ένα κεραμίδι. Βέβαια, το κεραμίδι δε θα μπορούσε ποτέ να είναι μόνο του, ψέματα; Περίμενα υπομονετικά, το μελετούσα, έκανα δουλειές, αρπαχτές αφορολόγητες, προγράμματα από την Ένωση, μάζευα χρήμα και στο τέλος τα κατάφερα. Κι όχι μόνο πέτυχα να χτίσω το σπίτι των ονείρων μου, αλλά κατάφερα και τους περιοδικούς να ενδιαφερθούν για την αρχιτεκτονική του, να αυτοπροσκληθούν και να μού ’ρθουν να το δουν και να τραβήξουν φωτογραφίες απ’ τους εσωτερικούς και εξωτερικούς του χώρους. Για να τις βάλουν στο περιοδικό, ντε! Περηφάνια, άνεση, ευτυχισμένη κατάληξη. Να βλέπεις τους άλλους, που ξέρουν κι από σπίτια, ξελιγωμένους μπροστά στα τετραγωνικά σου, στα εντοιχισμένα σου, στα ανακλινώμενά σου, στη δορυφορική σου με το πιάτο το μεγάλο να στριφογυρνάει πάνω στα κεραμίδια ψάχνοντας στο διάστημα για εικόνες και ήχους, στις χωνευτές ημίδιπλες και τρίδιπλες, στη σάουνα και στο γιακούζι, στο home cinema house στο υπόγειο. Και το ψυγείο που βγάζει λιωμένο πάγο από ένα πρόστυχο βρυσάκι μπροστά, πού το βάζεις; Ο καταψύκτης, αόρατος και όμως υπαρκτός; Το μεταλλικό σύνθετο στο δεύτερο σαλόνι; Το Μπιεντόου; Οι σκάλες οι εσωτερικές οι μαρμάρινες, ρε, με το γυαλιστερό λευκό Διονύσου, που να ντρέπεται όποιο φουστάνι περπατά επάνω του για ανακλώμενες αποκαλύψεις; Τελεκόμ; Φαξ; Και γαμώ τα σπίτια και τους εξοπλισμούς! Μπορώ να μην είμαι ευτυχισμένος τα βράδια που ξαπλάρω στο στρώμα με το νερό; Με τους καθρέφτες μου, με το ιδιαίτερο μπάνιο στην κρεβατοκάμαρά μου, με τους ατμούς που ξεπηδούν από τις τρυπίτσες της στρογγυλής μου μπανιέρας και με καίνε γλυκά, μου απορροφάν την κούραση και μου χαρίζουν γαλήνη ψυχική, πνευματική μα πάνω απ’ όλα γαλήνη υλική. Αυτή που με διαβεβαιώνει ότι και την επόμενη μέρα εγώ θα ρυθμίσω τη θέρμανση μ’ ένα μικρό, κρυφό κουμπάκι.
Ευημερία θα πει ωραίες ημέρες. Μπορώ να μην κάνω το σταυρό μου κάθε φορά που αντικρίζω το χώρο μου; Όταν ξυπνώ τα πρωινά με εφιάλτες νωπούς ακόμη από χρόνια περασμένα, τότε που γύριζα ξεβράκωτος κι έψαχνα να’ βρω την καλή κι ας φιλούσα και μερικές κατουρημένες ποδιές! Μπορώ να μη δοξάζω το Θεό κάθε πρωί, όταν πετώ από πάνω μου τα σατέν κι ανοίγοντας το λευκό κόπλαμ βυθίζω το βλέμμα μου στο καταπράσινο καλοκουρεμένο γκαζόν που απλώνεται μπροστά μου! Κι αργότερα, -χαρά Θεού!- όταν πλακώνει ο δίσκος με τα αυγά, την πορτοκαλέιντ και το ζαμπόν. Αυτό είναι! Γκαζόν και ζαμπόν! Το δίπτυχο της επιτυχίας, το ανίκητο δίδυμο, που έλεγε ο άνθρωπος που με ανέβασε, ο γκουρού μου. Ήταν αυτός που με εμπιστεύτηκε και μου έδωσε την πρώτη μου ευκαιρία να βγάλω το πρώτο μου εύκολο χρήμα. Για να ακολουθήσουν μετά οι προμήθειες και τα άλλα, τα πιο εύκολα ακόμη. Ζαμπόν και γκαζόν! Πόσο δίκιο είχε τώρα μόνο μπορώ να το καταλάβω.
Και φτάνουμε, λοιπόν, στο σημείο να τρέχουνε οι περιοδικοί λυσσαλέοι από δω κι από κει, κι εγώ να περιμένω να θαυμάσω το αριστούργημά μου στις φωτογραφίες τους. Κι όσο γι’ αυτά που κυκλοφορούν τελευταίως, τα διάφορα "πόθεν αίσχη", θα ήθελα απ’ αυτήν εδώ τη στήλη να στείλω μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας προς όλους τους μεγαλοϊδιοκτήτες: μη νοιάζεστε για τίποτα, μεγάλοι. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Και Ελλάδα, αν δεν το ξέρετε κουφάλες, είμαστε εμείς. Και μπορεί να μην μπορούμε να σηκώσουμε το σπίτι και να φύγουμε, μπορεί να μη βαστά η καρδιά μας να βυθίσουμε το σκάφος ή να ανατινάξουμε το αυτοκίνητο, αλλά βαλίτσες σηκώνουν τα χέρια μας. Γι’ αυτό σας λέω: ανησυχία μηδέν.

Α, να και τα παιδιά! Τι γίνεται, τελειώσατε; Μπράβο, μπράβο! Σας άρεσε; Μα το ’λεγα εγώ, σας το ’πα, δε σας το ’πα; Πάρτε και το γλυκάκι σας! Φάτε και πιέστε κι ένα νερό εις υγείαν μου. Εις υγεία του αιωνίου, του αθανάτου 'Ελληνος! Του μικρόσωμου, αλλά με μυαλό γίγαντα! Που συνεχίζει χωρίς να φοβάται τα δικαστήρια. Άμα είσαι μάγκας, δε θα σε πιάσουν ποτέ. Αθάνατε!!!

Friday, June 08, 2007

"Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης"

.
Πες τα, μωρέ, τα λογάκια σου! Μην τα μετράς! Η καρδιά και το μυαλό μας βουίζουν και τα δυο σαν μελίσσι που θέλει να βγει, να πεταχτεί έξω, να ξεσπάσει πάνω στους άλλους. Πες τα! Μην τα κρατάς μέσα σου, κι ας σε κακοχαρακτηρίσουν οι άλλοι, κι ας σε πουν αδολέσχη (σιγά μην ξέρουν τη λέξη), ας σε πουν πολυλογά, ας πέσεις σε παγίδες, σε λούμπες, ας γλιστρήσεις κι ας φας τα μούτρα σου μπροστά στον μετρημένο. Αυτή είναι η ζωή: να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι, να πέφτεις και πάλι στα πόδια σου ορθός. Και να μη μετανιώνεις γι' αυτά που είπες. Τα είπες μέσα από την καρδιά σου, ζωγράφισαν το είναι σου μπροστά στα μάτια των άλλων. Γιατί να κρύβεσαι μια ζωή τρομοκρατημένος από τη γνώμη των άλλων, τι θα πουν για σε, πώς θα σε χαρακτηρίσουν...
Πες τα τα ρημάδια, στο ζητάω πες τα. Πες τις αλήθειες σου, θέλω να ακούσω τις δικές σου αλήθειες, να τις συγκρίνω με τις δικές μου, να πιστέψω σ' αυτές ή να γελάσω μ' αυτές, να σε παραδεχτώ ή να σε κοροϊδέψω, να σου βγάλω τη γλώσσα, να σου πω δεν ξέρεις τι λες, και να σου προσφέρω τη δική μου αλήθεια θυσία μπροστά στα πόδια σου. Μη μοιάζουμε σαν αυτόν του Καβάφη που ενώ βούιζαν μέσα του οι κουβέντες, δε μιλούσε μιλίτσα φοβούμενος μην καταλάβουν οι άλλοι ότι δεν ήταν ελληνισμένος (με συγχωρείς, δική μου η λέξη).
Πες τις κουβέντες σου κι ας πέσουν χάμω.
Στο τέλος τέλος, κάποιος ζητιάνος των λόγων θα βρεθεί, επαίτης άλαλος, βουβός που θα ψάχνει.
Αυτός ας τις σηκώσει...

Thursday, June 07, 2007

Μαζί

.
Όλοι μαζί, μια αγκαλιά. Είμαστε πολλοί, άρα δυνατοί, εμείς όλοι οι μπλόγκερς. Κι αυτό φάνηκε. Μας είδαν και τρόμαξαν, μας είδαν και φρύαξαν. Και φορές τρεις έφτυσαν τον κόρφο τους οι Άλλοι και κοίταξαν πέρα μακριά ενοχλημένοι, ενώ ψιθύριζαν κάτι σαν απεταξάμην. Εμείς όμως εκεί, βαδίζουμε μαζί, αγκαλιά, μια αγκαλιά.

Aγκαλιάζουμε όλοι τους ηλεκτρονικούς μας υπολογιστές, η πλάσμα οθόνη μας ενώνεται με το έσω πλάσμα μας, το κορμί μας το μοναδικό γίνεται ένα με το motherboard, απ’ όπου φαίνεται μια κρύα νύχτα να ξεπήδησε, βγαίνουμε έξω στο απόβροχο έγχρωμοι, όλοι στοιχημένοι αριστερά, μερικοί και δεξιά, με τα κουμπάκια να αναβοσβήνουν, το copy και το paste σε πρώτη γραμμή, αντιγράφουμε και μαθαίνουμε τον άλλον, τον φίλο και συντοπίτη, η μπαταρία μόνο να κρατήσει καμιά ωρίτσα ακόμα (υποθέτω ότι όλοι μπορούμε να κινηθούμε άνετα με τους laptop μας), αχ, στρίβουμε με τα βελάκια αριστερά στον πρώτο δρόμο και μετά από δυο στενά το δεξί βελάκι για να φτάσουμε στην πόρτα σου, στην πύλη, στο portal, οπουδήποτε τέλος πάντων είναι να φτάσουμε, enter ασφαλώς και είσοδος εκεί που είμαστε όλοι, page down και up να δούμε ποιους έχουμε εδώ, όλοι εξοπλισμένοι με μνήμες τελευταίου τύπου (χέστε το alzheimer, τώρα, δε μας πιάνει τίποτα, με 140 giga μνήμη, στα 1024 τι έχω να φοβηθώ, ο κόσμος όλος δικός μου), με κάρτες γραφικών, με κάρτες ήχου (χέστε τις χριστουγεννιάτικες κάρτες, τώρα έχουμε αυτές, μέγκλα!), η Αμαλία πεθαμένη αλλά ζει, εδώ μέσα, στο fakelaki της, όμως δεν κινείται τίποτα, κανείς να πιάσει αυτόν το φακελάκια γιατρό, τους άλλους τους καρεκλοκένταυρους που δε νοιάζονταν σταλιά, και δεν εννοώ κανένας από μας ή από το κράτος να νοιάζονται, όχι, εννοώ αυτές τις παλιές κακές γυναίκες, τις ξεμαλλιάρες που κυνηγούσαν τον Ορέστη, αυτές, ναι, τις Ερινύες, ούτε αυτές νοιάζονται να αρπάξουν τους αλμπάνηδες και να τους γαμήσουν το ταμ τιριρί.

Εμείς -επανέρχομαι- με τους εξοπλισμούς μας, τα tools, "άλλης λογής στρατιώτες εμείς", χωρίς το φόβο στα μάτια μας, μόνο την αϋπνία και την κούραση από τη ρημάδα την οθόνη, κόκκινα μάτια κατακόκκινα από το αίμα του ξενύχτη, με τις εντολές μας σαν τέλειοι πλοίαρχοι αμερικάνικου αεροπλανοφόρου, πατάμε κουμπάκια, πατάμε κουμπάκια, και πετάμε ο ένας στον άλλον αεροπλανάκια με μηνύματα, από το ένα σπίτι στου αλλουνού, ψάχνοντας θησαυρούς μέσα στην απέραντη φτώχεια των πλήκτρων.

ΜΗ, ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΠΡΟΣΟΧΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ, όχι, ένας φόβος μόνο, προσέξτε την εντολή DELETE. Μην την πατήσει κανείς, κανείς, παρακαλώ σας κανείς.
Και με σβήσει έτσι πρόωρα.

Monday, June 04, 2007

Του δίναμε και καταλάβαινε


Ήταν μια εποχή που το ποδόσφαιρο το μαθαίναμε στους χωματόδρομους και στις αλάνες. Μαζευόμασταν όλοι, χωριζόμαστε σε ομάδες, κάποιοι περίσσευαν ή κάποιοι έλειπαν, και παίζαμε. Τι παίζαμε δηλαδή, του δίναμε και καταλάβαινε! Κι εκεί προς το τέλος της μέρας, λίγο πριν ή λίγο μετά την εξαφάνιση του διάπυρου άρχοντα, έτσι για να ξεδώσουμε λιγάκι, το αλλάζαμε σε μπάσκετ. Είχαμε κρεμάσει μια ξύλινη μπασκέτα στην ξύλινη κολόνα της ΔΕΗ μ' ένα στεφάνι που ποτέ δεν το θυμάμαι με διχτάκι, και παίζαμε το μπάσκετ. Έτσι, μ' αυτό τον τρόπο και καθημερινά. Και τουρνουά στις γειτονιές, όταν λάχαινε. Και σκίζαμε τα γόνατά μας, και ψάχναμε για τον τερματοφύλακα που έκανε τις καλύτερες βουτιές. Μ' αυτόν τον τρόπο μαθαίναμε το άθλημα. Ούτε πληρώναμε γυμναστές να μαζεύουν τον κάθε άσχετο και να χαλάει το παιχνίδι ούτε μπορούσαμε να διανοηθούμε ποτέ ότι την Τετάρτη 6.00 με 7.00 πριν τ' Αγγλικά έχουμε μάθημα μπάσκετ ή ποδόσφαιρο. Αυτά τα είχαμε σε καθημερινή βάση αμέσως σχεδόν μετά το μεσημεριανό φαγητό. Άκου Τετάρτη και Σάββατο από τότε μέχρι τότε.
Και το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ ή τα είχαμε μέσα μας και τα βελτιώναμε ή δεν τα είχαμε καθόλου. Ε, και γι' αυτούς που δεν τα είχαν καθόλου υπήρχαν θέσεις. Υπήρχε, ας πούμε, η πανελληνίως γνωστή και λίαν τιμητική θέση του εξωφυλλαρούχα ή αυτού που πίσω απ' το τέρμα κυνηγούσε την μπάλα ή της αλλαγής που ποτέ δεν έμπαινε παρά μόνο αν νικούσαμε 13-2. Βέβαια, μπορεί κάποιος απ' αυτούς τους άσχετους στραβοκλώτσηδες, κάποιος ψηλός και άχαρος, να έπαιζε απ' την αρχή. Ε, δικαιολογημένα. Η μπάλα ήταν δική του.
Έτσι λοιπόν μαθαίναμε και δε μαθαίναμε. Αν αυτή την πρακτική πάντως την περνούσαμε στο υποχρεωτικό μάθημα με κάποιον ψηλέα με φόρμα να μας λέει “όχι έτσι, αλλιώς, κλείσε τον απ' αριστερά, άμυνα γρήγορα” και τα τέτοια, είναι σίγουρο ότι θα τα παρατούσαμε γρήγορα. Γιατί είμαστε ελεύθεροι κι ελεύθεροι θέλαμε να μείνουμε. Ούτε σφιχτές άμυνες ούτε ζώνες ούτε μαν του μαν. Μας άρεσε το ίσιο, το καθαρό, το αντρίκιο, η περίτεχνη ντρίπλα, η πάσα, ο κενός χώρος, η δυνατή σέντρα, το μαρκάρισμα που ή ο παίκτης περνούσε ή η μπάλα, ποτέ και τα δυο. Και τα χαιρόμασταν όλ' αυτά και τσακωνόμαστε και βριζόμαστε και μετά πάλι φιλιώναμε. Η πολυτέλεια του διαιτητή και η υποταγή στις δικές του μπούρδες μάς ήταν άγνωστη. Μόνοι μας αποφασίζαμε αν ήταν φάουλ ή όχι, αν η μπάλα πέρασε μέσα απ’ την πέτρα ή απέξω, αν το σουτ ήταν ψηλό και δεν το 'φτανε ο τερματοφύλακας ή αν είχε καρφωθεί στο γάμα. Και μαθαίναμε από μικροί να υποτασσόμαστε στη γνώμη των πολλών, της ομάδας, όχι του ενός που ερχόταν απ' το πουθενά και μπορεί να ήταν και άσχετος. Πώς να του εξηγήσεις του άσχετου ότι ο τύπος στην επίθεση που δεν παίρνει την μπάλα ποτέ αλλά του αρέσει να την κυνηγάει, δεν πιάνει, δε λογαριάζεται, αλλά είναι η βιτρίνα μας. Χωρίς αυτόν θα μας κυνηγούσε ο θειός του που είχε το οικόπεδο και θα έπρεπε να ψάχνουμε γι’ άλλο γηπεδάκι, πιο μακριά. Πώς να του τα εξηγήσεις αυτά και να καταλάβει γιατί η μια ομάδα παίζει με οχτώ παίκτες (είπαμε ο κεφάλας δεν πιάνεται) κι η άλλη με εφτά. Γίνεται; Δε γίνεται.
Δεν πηγαίναμε στο γήπεδο να δούμε ματς. Το γήπεδο ήταν για τους άντρες. Άσε που δεν είχαμε και λεφτά. Ο πατέρας μου με είχε πάρει κοντά δυο φορές όλες κι όλες. Μια σε προπόνηση και μια σε φιλικό. Του Εθνικού. Το ματς ήταν για άντρες. Έστω κι αν δε βρίζανε τότε στα γήπεδα ή δεν πανηγυρίζανε με τους γνωστούς σήμερα τρόπους ή δεν εκδηλώνανε τη θλίψη και την απογοήτευσή τους σπάζοντας και καίγοντας. Μια φορά μόνο θυμάμαι το θειο μου γυρίζοντας σπίτι από αγώνα Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού να γυαλίζει το μάτι του όταν άφηνε ένα κομμάτι ξύλου καπνισμένου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ήταν από το δοκάρι της Αλεξάνδρας τότε που το 'χαν κάψει γιατί ψυλλιάστηκαν πως το παιχνίδι ήταν σικέ. Ηρωική εποχή. Το λάφυρο το κρατούσα για χρόνια, το κοίταζα κι αναπολούσα τους ήρωες μιας δεκαετίας. Κι αυτούς που έπαιζαν στο γήπεδο και τους άλλους, που παρακολουθούσαν τρώγοντας πασατέμπο κι έβλεπαν κορμιά να πέφτουν στο ξερό και πανηγύριζαν.
Αυτά όλα θα πει του δίναμε και καταλάβαινε. Παίζαμε μπάλα 4-5 ώρες την ημέρα, μέχρι που έπεφτε το βραδάκι. Και μόλις ερχόταν η νύχτα, τρέχαμε γρήγορα στο σπίτι καταϊδρωμένοι, πολλοί από μας τρώγαμε και το σχετικό μπερτάχι απ’ τη μάνα μας, γιατί δεν είχαμε επιστρέψει όταν μας φώναξε. Κάναμε μια γρήγορη “επανάληψη” στα μαθήματα και πέφταμε νωρίς στο κρεβάτι με το αυτί μας κολλημένο στο τρανζιστοράκι ακούγοντας άλλους ήρωες, τους ήρωες της νύχτας, άλλου είδους σπορ αυτό: το Νίκο Τζόγια να διαβάζει Ρεμπελιό των Ποπολάρων ή την Αρώνη, το Χορν, τη Χατζηαργύρη και τη Βαλάκου στο Θέατρο της Τετάρτης ή της Κυριακής. Και μας έπαιρνε ο ύπνος γλυκός πολλές φορές πριν φτάσει η εκπομπή στο τέλος της.
Σαν πολύ βουτυρωμένα μού φαίνονται τα σημερινά. Να τους μάθεις, λέει, την ντρίπλα, «Σήμερα μάθαμε την πάσα, μπαμπά», «την άλλη βδομάδα θα μάθουμε το λέι-απ» κι άλλα τέτοια ανεξήγητα. Αυτά που ήταν ξεχείλισμα ενεργητικότητας κι αντίδραση, ταλέντο κι αδρεναλίνη, σήμερα είναι μάθημα και διδασκαλία. Αυτά που αντιγράφαμε στα μουλωχτά, ο ένας από τον άλλο, και τα πλασάραμε μετά, δικά μας πια, σε τρίτους κάνοντας τους παικταράδες, σήμερα είναι αντικείμενο διδασκαλίας με χαρτιά, πίνακες, στιλό και τετράδια.
Αλλά σήμερα, βλέπετε, υπάρχουν πολλές και καλές μπάλες. Και τέρματα με δοκάρια, όχι με πέτρες, και στεφάνια με διχτάκι σε μπασκέτες γυάλινες. Γι' αυτό υπάρχουν και τόσα πολλά παιδιά με γυαλιά μόνα τους μπροστά σε τηλεοράσεις και σε μόνιτορ. Και δεν ιδρώνουν και δε ματώνουν τα γόνατά τους. Εκτός κι αν πέσουν άτσαλα καμιά φορά κάποια Τετάρτη έξι μ' εφτά πάνω στην άσφαλτο του γηπέδου σκίζοντας μάλιστα και την ακριβή τους φόρμα.

Υ.Γ. Ο κόσμος όμως δεν πάει πίσω. Άλλωστε μπορεί να 'ναι πιο επιστημονικά σήμερα και πιο σωστά τα πράγματα. Όμως εγώ πάντα θα θυμάμαι τον Τάκη τον Αγγελόπουλο, το Θωμά το Μαύρο, το Γιώργο Χριστόπουλο, το Γιώργο Μητρόπουλο στο τέρμα, τον ξάδερφό του τον Τάσο, τον Κώστα Τζανεδάκη κι όλη την παλιοπαρέα. Που μάτωνε και φώναζε και βριζότανε.
Γι' αυτούς αυτές οι γραμμές.

Friday, June 01, 2007

Για την Αμαλία

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του».
(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...».
(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007).

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com/, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»
(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας).

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:
«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ.

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ.

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ.

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ.

ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων.

(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ