.
Σήμερα έγινε πολύς λόγος για τους συνδέσμους των φιλάθλων. Βαρεθήκαμε να ακούμε για συνδέσμους και συνδέσμους, λες και οι νεοέλληνες είναι ποτέ δυνατόν να συνδέονται με κάποιον τρόπο.
Καλό θα είναι πάντως, πριν μάθουμε τα άρθρα των νέων κανόνων και νόμων που προετοιμάζει η κυβέρνηση για τον χουλιγκανισμό και τη βία μέσα κι έξω από τα γήπεδα, να μαθαίναμε τις προθέσεις αυτών των συνδέσμων, τις ουσιαστικές, όμως, προθέσεις τους.
Τα γνωστά επιφωνήματα και τα «σκοτεινά ρήματα» -για να θυμηθούμε και λίγο τον Ελύτη- των τηλεοπτικών εκπομπών δε φέρνουν λύσεις, όπως δεν έφεραν λύσεις και τα επιρρήματα των πολιτικών «εδώ και τώρα» και τα τοιαύτα. Το εδώ και το τώρα έγιναν, με το πέρασμα του χρόνου «αλλού και κάποτε ίσως».
Οι άνθρωποι χωρίς επίθετο, με τις κουκούλες και τα κράνη διατηρούν την ανωνυμία τους, δρουν στο σκοτάδι και συνεχίζουμε να αναφερόμαστε σ’ αυτούς με αντωνυμίες αόριστες, «κάποιος» ας πούμε, και όχι οριστικές ή δεικτικές (αυτός, εγώ, εσύ, ούτος εκείνος). Η συμμετοχή τους στα γνωστά επεισόδια απλώς αύξησε τις μετοΧΕΣ ΤΟΥΣ στον τηλεοπτικό χρόνο, πράγμα που επεδίωκαν από την αρχή.
Friday, March 30, 2007
Saturday, March 24, 2007
Να μας ζήσει η πατρίδα
«Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός», θα το ακούσουμε αύριο. Το πιο γνωστό, τα κατεξοχήν μιλιταριστικό άσμα θα βοηθήσει πάλι τη νεολαία μας να περάσει μπροστά από τους επισήμους με τον τρόπο που πρέπει η νεολαία μας να περπατά. Δηλαδή: ψηλά το κεφάλι περήφανα, η ματιά προς το μέλλον αισιόδοξη, έξω το στήθος με καμάρι, μέσα η κοιλιά, τα χέρια τεντωμένα με σφιγμένη γροθιά και να φτάνει η αιώρησή τους μέχρι τους ώμους. Όποιο σχολείο το καταφέρει αυτό, θα πάρει τα εύσημα. Μετά θα περάσει ο στρατός, αλλά κανείς δεν τον κρίνει αυτόν. Η δουλειά του είναι να περπατά στρατιωτικά. Όλοι θα κρίνουν τη μαθητιώσα και τη σπουδάζουσα νεολαία, αυτήν θα ελέγξουμε αν παρελαύνει με στρατιωτικό παλμό και ύφος.
Αχ, ευτυχώς που όλα αυτά είναι στα ψέματα, εννοώ ότι τα εμβατήρια είναι για μια παρέλαση κι όχι για πόλεμο ή για κάτι άλλο. Γιατί εμένα μου φέρνουν στη σκέψη ένα πρωινό του Απρίλη του 1967, όταν στο ραδιόφωνο παιάνιζε η μπάντα της ΑΣΔΕΝ. Μα τότε δεν ήταν στ’ αστεία: τα τανκς που βγήκαν στους δρόμους εκείνη τη μέρα δεν έκαναν παρέλαση, δεν υπήρχε μοκέτα κόκκινη σε κάποιο βάθρο με επισήμους. Τα άρματα μάχης ανακάτεψαν την άσφαλτο της Πατησίων και σκόρπισαν στους πρωινούς περιπατητητές την απορία πρώτα και μετά τον τρόμο. Εμείς από τότε κι ύστερα όποτε ακούμε εμβατήρια κάτι μας πιάνει, ένα σύγκρυο, μια ανατριχίλα, κάτι τέτοιο. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να δω τα παιδιά μου να παρελαύνουν, να τα μαλώσω ίσως αν δεν έχουν σωστό βήμα, να τους φωνάξω να προσέχουν αν δω ότι κουβεντιάζουν στη γραμμή. Θέλω τα παιδιά μου στρατιώτες; Όχι! Μήπως πρέπει να είναι αυτά τα δωδεκάχρονα και τα δεκατριάχρονα ετοιμοπόλεμα; Όχι! Μήπως πρέπει να συνηθίζουν σιγά-σιγά στη στρατιωτική ζωή; Και πάλι όχι! Μήπως είναι κι αυτό ένα στοιχείο παιδείας, να τα υποχρεώνεις να περπατούν έτσι όπως περιέγραψα πιο πριν, για να αποκτά ίσως το κορμί τους ρυθμό και να αρμόζεται η κίνηση με τη μουσική; Μπορούν να το καταφέρουν αυτό
και με άλλους τρόπους, με τη γυμναστική, με την κολύμβηση, με τον αθλητισμό γενικότερα. Μήπως αυτή η παρέλαση αποτελεί στοιχείο της παράδοσής μας, του πνεύματος που θέλουμε να εμφυσήσουμε στους νέους ανθρώπους, σπαρτιατικό ίσως ήθος και σκληρή εκπαίδευση; Κανείς δε θα συμφωνούσε μ’ αυτό! Μήπως χρειάζονται και οι παρελάσεις για να θυμόμαστε το παρελθόν, τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων; Αν συμφωνούμε σ’ αυτό, ότι δηλαδή με τις παρελάσεις τα παιδιά μας θυμούνται και η μνήμη του έθνους παραμένει με αυτές ζωντανή κι ανεξίτηλη, δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Θα μπορούσα όμως να σκεφτώ ένα σωρό άλλους τρόπους για να διατηρηθεί η μνήμη, για να μάθουν οι νέοι μας το παρελθόν μας. Τι σόι δάσκαλος είμαι αν δεν είχα τρόπους να μάθω στα παιδιά μας να σκέφτονται την πατρίδα τους και να την αγαπούν, να τιμούν τους προγόνους τους και να σέβονται τα ιδανικά για τα οποία εκείνοι πολέμησαν; Όμως, δεν κάνω μάθημα τώρα, μερικές ερωτήσεις θέτω για προβληματισμό.Αχ, ευτυχώς που όλα αυτά είναι στα ψέματα, εννοώ ότι τα εμβατήρια είναι για μια παρέλαση κι όχι για πόλεμο ή για κάτι άλλο. Γιατί εμένα μου φέρνουν στη σκέψη ένα πρωινό του Απρίλη του 1967, όταν στο ραδιόφωνο παιάνιζε η μπάντα της ΑΣΔΕΝ. Μα τότε δεν ήταν στ’ αστεία: τα τανκς που βγήκαν στους δρόμους εκείνη τη μέρα δεν έκαναν παρέλαση, δεν υπήρχε μοκέτα κόκκινη σε κάποιο βάθρο με επισήμους. Τα άρματα μάχης ανακάτεψαν την άσφαλτο της Πατησίων και σκόρπισαν στους πρωινούς περιπατητητές την απορία πρώτα και μετά τον τρόμο. Εμείς από τότε κι ύστερα όποτε ακούμε εμβατήρια κάτι μας πιάνει, ένα σύγκρυο, μια ανατριχίλα, κάτι τέτοιο. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να δω τα παιδιά μου να παρελαύνουν, να τα μαλώσω ίσως αν δεν έχουν σωστό βήμα, να τους φωνάξω να προσέχουν αν δω ότι κουβεντιάζουν στη γραμμή. Θέλω τα παιδιά μου στρατιώτες; Όχι! Μήπως πρέπει να είναι αυτά τα δωδεκάχρονα και τα δεκατριάχρονα ετοιμοπόλεμα; Όχι! Μήπως πρέπει να συνηθίζουν σιγά-σιγά στη στρατιωτική ζωή; Και πάλι όχι! Μήπως είναι κι αυτό ένα στοιχείο παιδείας, να τα υποχρεώνεις να περπατούν έτσι όπως περιέγραψα πιο πριν, για να αποκτά ίσως το κορμί τους ρυθμό και να αρμόζεται η κίνηση με τη μουσική; Μπορούν να το καταφέρουν αυτό
Αυτό πάντως που θυμάμαι εγώ από τα μαθητικά μου χρόνια δεν είναι οι παρελάσεις, δεν είναι τα μαθήματα της ιστορίας και η Πολιτική Αγωγή που διδασκόμασταν τότε, αλλά μια θερμή χειραψία του φιλολόγου μου που κόντεψε να μου ξεκολλήσει το χέρι και μια κουβέντα του. Ήταν 25 Μαρτίου, σαν σήμερα, του 1972. Ήμουν τότε στην τελευταία τάξη και μπαίνοντας στην αυλή του σχολείου για τη γιορτή πέρασα δίπλα του. Με σταμάτησε με το ένα του χέρι πάνω στον ώμο μου και μου άρπαξε το άλλο σφίγγοντάς το και λέγοντάς μου: «Να μας ζήσει η πατρίδα, Λεφτέρη μου», έτσι με είπε με το μικρό μου όνομα, για πρώτη και τελευταία φορά. Και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Αυτό ήταν το μεγάλο του μάθημα, η μεγάλη του ώρα. Δε θυμάμαι τίποτα άλλο απ’ αυτόν. Μόνο τα δακρυσμένα του μάτια, το φοβερό σφίξιμο στο χέρι και το μικρό μου όνομα να βγαίνει με ένα λυγμό από τα χείλη του. Να μας ζήσει η πατρίδα, Λεφτέρη μου.
Να μας ζήσει, να μας ζήσει κύριε Νίκο, όπου και να ’σαι τώρα.
Monday, March 19, 2007
Λόγια του συρμού
«Πολλές φορές τις νύχτες αργά, ίσως στις δύο παρά τέταρτο, κι αν έχει καθυστέρηση ακόμη και στις δυόμισι, μέσα στη σιγαλιά που μεγεθύνει ήχους και βουητά, απορροφημένος καθώς βρίσκομαι σε στίχους του Αισχύλου ή και του Κακναβάτου, ακούγεται ο μακρινός και γνώριμος αχός, το γνώριμο το σφύριγμα. Είναι το τρένο που περνά, τον τρένο των δύο παρά τέταρτο ή και των δυόμισι, αν έχει καθυστέρηση. Για μια στιγμή τότε βρίσκομαι -για μια μόνο στιγμή και φευγαλέα- μες στ’ άδεια του κι ολόφωτα βαγόνια (γιατί άδεια πρέπει να ’ναι! Ποιος τέτοιαν ώρα να πηγαίνει στην Τρίπολη ή και στην Καλαμάτα;). Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στην απουσία του κόσμου, του επιβατικού κοινού που άλλοτε καθόταν στις, άδειες τώρα, θέσεις με τα μπαγάζια του, τους μπόγους και τους σάκους, στους νυσταγμένους στρατιώτες που επιστρέφουν απ’ την άδεια, στις γριές με το τσεμπέρι, στα χαραγμένα πρόσωπα αλλά και στους μετανάστες που γυρίζουν την Ελλάδα για ξεροκόμματα δουλειάς. Τα τρένα τα δικά μας δεν έχουν κουστουμιές, γραβάτες κι εφημερίδες πρωινές, δεν έχουν νέους με walkman και cd και μπαρ και καφετέριες. Έχουνε πέτρινους σταθμούς με δυο δεντράκια απ’ έξω, έχουνε ποίηση πολλή και πόνο πολύ ανθρώπινο, έχουν και τη φτωχολογιά που την πηγαινοφέρνουν, όταν δεν τρέχουν άδεια.
Τότε πια κλείνω τα βιβλία μου και πάω να βρω τον ύπνο. Λίγο πριν κοιμηθώ περνούν ολόφωτοι απ’ τη σκέψη μου οι «Πέρσες» κι οι στίχοι του άλλου ποιητή, του Έκτορα Κακναβάτου, ανάκατοι όλοι μέσα στο ίδιο το βαγόνι του φωτισμένου τρένου».
Τότε πια κλείνω τα βιβλία μου και πάω να βρω τον ύπνο. Λίγο πριν κοιμηθώ περνούν ολόφωτοι απ’ τη σκέψη μου οι «Πέρσες» κι οι στίχοι του άλλου ποιητή, του Έκτορα Κακναβάτου, ανάκατοι όλοι μέσα στο ίδιο το βαγόνι του φωτισμένου τρένου».
Αυτά έγραφα πριν χρόνια τέσσερα, όταν περνούσαν από δω ολόφωτα τα τρένα. Και τα περίμενα για να με σπρώξουνε αυτά, με τα σφυρίγματα και τις ατμομηχανές, προς τη μεριά του ύπνου. Τώρα κοπήκαν οι γραμμές, τάχαμου θα τις φτιάξουν. Και τόσα χρόνια προσπαθούν να συναρμολογήσουν ράγες, διαπήγματα (τραβέρσες από ξύλο αφρικάνικο), βίδες τεράστιες και γιγάντια παξιμάδια, κλειδιά, πέτρινα υποστρώματα, λιθάρια σαν σίδερο σκληρά (κάποιοι τα λένε δολομίτες).
Μπορεί κάποτε τρένα να ξαναπεράσουν. Μπορεί όμως τότε να είν’ αθόρυβα, ταχύτατα, μοντέρνα, να τρέχουν απαλά πάνω στις γραμμές, να μη μας ενοχλούν. Να λέγονται προαστιακά, τεζεβέ, ηλεκτροκίνητα, γιούροσταρ, μητροπολιτικά και τέτοια.
Μπορεί κάποτε τρένα να ξαναπεράσουν. Μπορεί όμως τότε να είν’ αθόρυβα, ταχύτατα, μοντέρνα, να τρέχουν απαλά πάνω στις γραμμές, να μη μας ενοχλούν. Να λέγονται προαστιακά, τεζεβέ, ηλεκτροκίνητα, γιούροσταρ, μητροπολιτικά και τέτοια.
Όμως εγώ θα πεθυμώ και στα κρυφά θα ζωγραφίζω στου νου μου τους καμβάδες ταχείες και εξπρές. Και πάνω απ’ όλα το παλιό και ξεχασμένο ωτομοτρίς.
Monday, March 12, 2007
Γεχούντι Άινσταϊν
Έγραφα το 1999, σαν σήμερα, την ημέρα του θανάτου του!
Πώς είναι όταν σταματά το μοναχικό αηδόνι το τραγούδι του στο δάσος; Πώς νιώθουν τα ανθρώπινα αυτιά, όταν ακούσουν τη βαριά σιωπή που πέφτει απροσδόκητα μετά από τη χαρμολύπη του κελαηδίσματος του αηδονιού; Κάπως έτσι πρέπει να ένιωσαν όσοι τυχεροί είχαν ακούσει το τραγούδι του Γεχούντι Μενουχίν που πέθανε πρόσφατα στο Βερολίνο μετά από μια ζωή γεμάτη κελαηδισμούς. Και είναι τυχεροί όσοι άκουσαν τον Μενουχίν, γιατί το τραγούδι –το αυθεντικό τραγούδι- δε συναντιέται συχνά τώρα τελευταία. Δεν είναι, βλέπετε, το καψουροτράγουδο π’ ακούγεται από τους ραδιοσταθμούς, αλλά ό,τι δεν ακούγεται, ό,τι επιμελώς κρύβεται, ό,τι δεν πουλάει, ό,τι δε γίνεται χρυσός και πλατινένιος δίσκος, ό,τι δε φέρνει εκατομμύρια στα συρτάρια των εταιρειών και στις τσέπες των ατάλαντων καλλιτεχνών που ανεβάζουνε το κέφι ωθώντας τον τσιφτετελικό ραγιαδισμό μας στο ζενίθ της κακογουστιάς και της ύποπτης διασκέδασης. Και το αυθεντικό τραγούδι, το σπάνιο, έχασε έναν εκτελεστή του, ένα αηδόνι. Πέθανε στο Βερολίνο, στα 82 του χρόνια, στην ίδια πόλη όπου όταν ήταν 13 χρονών, το 1929, μετά από το πρώτο κονσέρτο της ζωής του, δέχτηκε το αγκάλιασμα της μεγαλοφυΐας του 20ού αιώνα, του Άλμπερτ Άνσταϊν, και είχε την τύχη να ακούσει από τα χείλη του συγκινημένου κοσμολόγου ότι είναι πεπεισμένος πια πως υπάρχει Θεός στον παράδεισο.
Κι αυτή η συνάντηση του πνεύματος και της ψυχής, της επιστήμης και της μουσικής, της λογικής των αριθμών και της λογικής των ρυθμών, του Μενουχίν και του Αλβέρτου, είναι για μένα σημαδιακή. Γιατί πέρα από τη δωρεά του Θεού που είχαν αναμφισβήτητα και οι δυο τους, φρόντισαν να δείξουν ότι πάνω απ’ όλα παρέμειναν και οι δυο τους άνθρωποι. Κι αυτό «όχι γιατί και οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες και τα έθνη, και τα σύνολα, κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν», αλλά γιατί σταθήκαν μέσα στον αιώνα που κυλούσε γενναίοι και ελεύθεροι και δυνατοί. Και οι δυο ήταν από τους λίγους ανθρωπιστές που ανέδειξε ο αιώνας, αυτός ο αιώνας που ματοκύλησε τον κόσμο και φορτωμένος κρίματα ξεψύχησε χωρίς να καταφέρει να ζητήσει συγγνώμη από τα εκατομμύρια θύματά του. Γιατί κι οι δυο ήσυχα και ταπεινά έδειξαν με την πράξη τους ότι το μεγάλο πνεύμα –για να είναι πραγματικά μεγάλο- είναι ανάγκη να συνοδεύεται από μια μεγάλη καρδιά. Ανοιχτή σε όλους.
Υποστήριξαν μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες την ειρήνη και την παγκόσμια συναδέλφωση. Δε δίστασε μάλιστα ο δεύτερος, ο Μενουχίν, να συμφιλιωθεί και να συνεργαστεί –αυτός, ένας Εβραίος- με τον αρχιμουσικό Βίλχελμ Φούρτβαινγκλερ, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για τις ναζιστικές του προτιμήσεις, θέλοντας μ’ αυτό να δείξει ότι έφτασε η ώρα για την παγκόσμια συμφιλίωση. Πολλές εβραϊκές οργανώσεις τον κατηγόρησαν γι’ αυτό, αλλά τι ξέρουν οι πολλοί για το τραγούδι του αηδονιού και σε ποια λόχμη το έχουν ακούσει; Δε δίστασε ακόμη, στην περίοδο της έντασης του ψυχρού πολέμου, να δώσει συναυλίες στη Μόσχα, για να συμβάλει με τον τρόπο του στην αποκλιμάκωση των εντάσεων και να δείξει στον κόσμο το δρόμο που περίμενε ορθάνοιχτος μπροστά του: το δρόμο της συναδέλφωσης κι όχι της αντιπαράθεσης.
Θα μου πείτε ήταν μυστικιστής, είχε γνωρίσει, μελετήσει κι αγαπήσει την Ινδική φιλοσοφία. Μα ίσως γι’ αυτό το λόγο μπόρεσε να είναι τόσο δυνατός, ώστε να υποστηρίξει –αυτός, ένας Εβραίος- ακόμη και τη δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους. Και δεν πρέπει να είσαι μόνο παγκοσμίου κλάσης βιολιστής ή νομπελίστας φυσικός και μεγαλοφυΐα, για να υποστηρίζεις τέτοιες απόψεις. Πρέπει κυρίως να είσαι Άνθρωπος.
Για το τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι δυο Άνθρωποι στη ζωή τους μπορείτε ασφαλώς να τα διαβάσετε στις εγκυκλοπαίδειες και σε άλλα χρήσιμα βιβλία. Εγώ να τους υμνήσω θέλησα μόνο με δυο γραμμές κειμένου, γιατί κι οι δυο τους μου μιλούν με μια φωνή μέσα μου. Κι αυτή τη φωνή είναι ανάγκη να την ακούμε από καιρού εις καιρόν σήμερα.
Για το τι ακριβώς έκαναν αυτοί οι δυο Άνθρωποι στη ζωή τους μπορείτε ασφαλώς να τα διαβάσετε στις εγκυκλοπαίδειες και σε άλλα χρήσιμα βιβλία. Εγώ να τους υμνήσω θέλησα μόνο με δυο γραμμές κειμένου, γιατί κι οι δυο τους μου μιλούν με μια φωνή μέσα μου. Κι αυτή τη φωνή είναι ανάγκη να την ακούμε από καιρού εις καιρόν σήμερα.
Ειδικά τώρα, στη σιγαλιά που έχει πέσει στο δάσος μας.
Friday, March 09, 2007
Τα παιδία παίζει
Επιτέλους! Είδα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και τον φχαριστήθηκα. Όχι τόσο για το επίπεδο της μπάλας που παίχτηκε όσο γι’ αυτά που ακολούθησαν μετά τη λήξη του αγώνα. Οι ποδοσφαιριστές πλακώθηκαν στο ξύλο. Σύρραξη, μπουνίδι άγριο και κυνηγητό, σφαλιάρα που πήγε σύννεφο. Μερικοί πιο ψύχραιμοι προσπάθησαν στην αρχή να συγκρατήσουν τους θερμόαιμους, αλλά φευ! Το κατς συνεχίστηκε και στη φισούνα κι έπεσαν κι εκεί πολλές χοντρές.
Βαλένθια-Ίντερ, δυο μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, απέδειξαν ότι έχουν παίκτες με ψυχή, που το λέει η καρδιά τους, παίκτες με πάθος. Όχι άνευρους επαγγελματίες, μισθοφόρους που σκέφτονται τα πριμ και τα προς το ζην, πώς να εξασφαλίσουν τα εκατομμυριάκια ευρώ των συμβολαίων τους μόνο, αλλά ανθρώπους με σάρκα που πάσχει, με σάρκα που θέλει και που πονάει –μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Μ’ άρεσε η κλωτσοπατινάδα, γιατί μου θύμισε κάτι που είχα ολωσδιόλου ξεχάσει: ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι τελικά. Και τα παιχνίδια τα παίζουν παιδιά. Και τα παιδιά στενοχωριούνται όταν χάνουν. Νευριάζουν, μιλούν για αδικία, τσακώνονται, έρχονται στα χέρια. Οι παίκτες των δυο ομάδων δεν υπολόγισαν καθόλου το ενδεχόμενο την επόμενη χρονιά μερικοί από τους νυν αντιπάλους να είναι συμπαίκτες. Ότι θα μπορούσε, δηλαδή, να τους αγοράσει η αντίπαλη ομάδα και να χτυπιούνται για άλλα συμφέροντα. Στη δεδομένη περίπτωση γρονθοκοπήθηκαν για δικά τους, προσωπικά συμφέροντα κι έγραψαν στα παλιά τους τα αντίντας ευγένειες, αγκαλιές και χειροφιλήματα. Χτυπήθηκαν γιατί, ίσως, ο ένας αγριοκοίταξε τον άλλον ή γιατί του έκανε ένα επικίνδυνο μαρκάρισμα ή γιατί του είπε κάτι για τη μάνα ή την αδελφή του. Ή, ακόμη, γιατί του έβγαλε τη γλώσσα. Για θέματα που ενοχλούν ανθρώπους με νεύρα κι όχι επαγγελματίες που κορώνα στο κεφάλι τους φορούν το επάγγελμα, το οικονομικό συμφέρον.
Και μήπως από ολόκληρο Ζιντάν θα μείνει κάτι άλλο άραγε πέρα από την κουτουλιά που έριξε στον Ματεράτσι; Μήπως θα θυμάται κανείς τις κεφαλιές του με τις οποίες νίκησε η Γαλλία στον τελικό τη Βραζιλία περισσότερο από την υπέροχη κουτουλιά που ξάπλωσε κάτω φαρδύ πλατύ τον αθυρόστομο Ιταλό; Κουτουλιά τιμής. Κι αυτή η κουτουλιά απέδειξε –σε μένα, τουλάχιστο- ότι ο πολύς Ζιζού πέρα από άριστος τεχνίτης της μπάλας είναι και άνθρωπος. Που χρησιμοποιεί, δηλαδή, το κεφάλι του και για άλλους λόγους πέρα από το να σημαδεύει μπάλες και δίχτυα.
Ή μήπως δε θυμόμαστε –εμείς οι παλαιότεροι- τον Κωνσταντίνου στο Καραϊσκάκη, μετά από μία φάση στα καρέ του Παναθηναϊκού, να παρατάει την μπάλα και να στρώνει στο κυνήγι τον Συνετόπουλο του Ολυμπιακού;
Ωραίες στιγμές που αποδεικνύουν ότι μιλάμε για παιδιά και για παιχνίδι. Αθρώπινα πράγματα, με πάθος. Τι να τον κάνεις τον ψυχρό Μπγιορν Μποργκ να παίζει τένις σαν ρομπότ, να μην ενοχλείται από κανέναν και από τίποτα, να επιστρέφει το μπαλάκι σαν τοίχος στον αντίπαλό του; Ένα κορμί με κόκαλα μόνο, χωρίς να φαίνεται ότι πονάει, ότι παθαίνει για κάτι. Είδαμε και τα καζάντια, βέβαια, του Μποργκ αργότερα, στη ζωή του. Άλλο το τένις θα πείτε, όμως, και άλλο το ποδόσφαιρο.
Γι’ αυτό, λέω ότι μου άρεσε η κλωτσοπατινάδα της περασμένης Τρίτης.
Βαλένθια-Ίντερ, δυο μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, απέδειξαν ότι έχουν παίκτες με ψυχή, που το λέει η καρδιά τους, παίκτες με πάθος. Όχι άνευρους επαγγελματίες, μισθοφόρους που σκέφτονται τα πριμ και τα προς το ζην, πώς να εξασφαλίσουν τα εκατομμυριάκια ευρώ των συμβολαίων τους μόνο, αλλά ανθρώπους με σάρκα που πάσχει, με σάρκα που θέλει και που πονάει –μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Μ’ άρεσε η κλωτσοπατινάδα, γιατί μου θύμισε κάτι που είχα ολωσδιόλου ξεχάσει: ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι τελικά. Και τα παιχνίδια τα παίζουν παιδιά. Και τα παιδιά στενοχωριούνται όταν χάνουν. Νευριάζουν, μιλούν για αδικία, τσακώνονται, έρχονται στα χέρια. Οι παίκτες των δυο ομάδων δεν υπολόγισαν καθόλου το ενδεχόμενο την επόμενη χρονιά μερικοί από τους νυν αντιπάλους να είναι συμπαίκτες. Ότι θα μπορούσε, δηλαδή, να τους αγοράσει η αντίπαλη ομάδα και να χτυπιούνται για άλλα συμφέροντα. Στη δεδομένη περίπτωση γρονθοκοπήθηκαν για δικά τους, προσωπικά συμφέροντα κι έγραψαν στα παλιά τους τα αντίντας ευγένειες, αγκαλιές και χειροφιλήματα. Χτυπήθηκαν γιατί, ίσως, ο ένας αγριοκοίταξε τον άλλον ή γιατί του έκανε ένα επικίνδυνο μαρκάρισμα ή γιατί του είπε κάτι για τη μάνα ή την αδελφή του. Ή, ακόμη, γιατί του έβγαλε τη γλώσσα. Για θέματα που ενοχλούν ανθρώπους με νεύρα κι όχι επαγγελματίες που κορώνα στο κεφάλι τους φορούν το επάγγελμα, το οικονομικό συμφέρον.
Και μήπως από ολόκληρο Ζιντάν θα μείνει κάτι άλλο άραγε πέρα από την κουτουλιά που έριξε στον Ματεράτσι; Μήπως θα θυμάται κανείς τις κεφαλιές του με τις οποίες νίκησε η Γαλλία στον τελικό τη Βραζιλία περισσότερο από την υπέροχη κουτουλιά που ξάπλωσε κάτω φαρδύ πλατύ τον αθυρόστομο Ιταλό; Κουτουλιά τιμής. Κι αυτή η κουτουλιά απέδειξε –σε μένα, τουλάχιστο- ότι ο πολύς Ζιζού πέρα από άριστος τεχνίτης της μπάλας είναι και άνθρωπος. Που χρησιμοποιεί, δηλαδή, το κεφάλι του και για άλλους λόγους πέρα από το να σημαδεύει μπάλες και δίχτυα.
Ή μήπως δε θυμόμαστε –εμείς οι παλαιότεροι- τον Κωνσταντίνου στο Καραϊσκάκη, μετά από μία φάση στα καρέ του Παναθηναϊκού, να παρατάει την μπάλα και να στρώνει στο κυνήγι τον Συνετόπουλο του Ολυμπιακού;
Ωραίες στιγμές που αποδεικνύουν ότι μιλάμε για παιδιά και για παιχνίδι. Αθρώπινα πράγματα, με πάθος. Τι να τον κάνεις τον ψυχρό Μπγιορν Μποργκ να παίζει τένις σαν ρομπότ, να μην ενοχλείται από κανέναν και από τίποτα, να επιστρέφει το μπαλάκι σαν τοίχος στον αντίπαλό του; Ένα κορμί με κόκαλα μόνο, χωρίς να φαίνεται ότι πονάει, ότι παθαίνει για κάτι. Είδαμε και τα καζάντια, βέβαια, του Μποργκ αργότερα, στη ζωή του. Άλλο το τένις θα πείτε, όμως, και άλλο το ποδόσφαιρο.
Γι’ αυτό, λέω ότι μου άρεσε η κλωτσοπατινάδα της περασμένης Τρίτης.
Sunday, March 04, 2007
Αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά...
Η σοφία του λαού μάς έχει πλουτίσει μ’ ένα σωρό παροιμίες ικανές ν’ αντιμετωπίσουν και να σχολιάσουν κάθε περίπτωση. Αυτού του λαού που δε διστάζει και δεν ντρέπεται να φτιάξει απόφθεγμα την πιο μικρή του πίκρα αλλά και την πιο μεγάλη του χαρά, την αμυδρότερη ελπίδα αλλά και την πιο σφοδρή του επιθυμία. Κι η επιθυμία του -ηλίου φαεινότερον- σ’ αυτό τον άνυδρο τόπο, άνυδρο από κάθε άποψη, είναι η βροχή, το νερό.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια βλέπαμε, άλλοι με συγκατάβαση, άλλοι με αδιαφορία, αλλά όλοι χωρίς να μπορούμε να εκτιμήσουμε σωστά το πρόβλημα, τη στάθμη των νερών να κατεβαίνει. Όλον αυτό τον καιρό ούτε τους υπεύθυνους αναζητήσαμε ούτε κι ενδιαφερθήκαμε για τον εμπλουτισμό των υπόγειων στρωμάτων. Πρόσφατα άρχισαν να μας ζώνουν τα φίδια, οι νεροφίδες. Τότε καταλάβαμε πια ότι το νερό είναι σαν το στάνταρ στο στοίχημα: όσο περισσότερο το ζητάς τόσο αυτό σου ξεφεύγει και σ’ αφήνει στην ξεραΐλα, όσο περισσότερο καμαρώνεις και κομπορρημονείς ότι το έχεις σίγουρο, τόσο αυτό σου γλιστρά σα νερό μέσα απ’ τα δάχτυλα και σ’ αφήνει ξερό. Κι αυτή η ξεραΐλα, η ξηρότης τόπων κι ανθρώπων, παρελαύνει καθημερινά στα σαλόνια των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών: άνυδρες συνεντεύξεις, άδροσες απαντήσεις σε ερωτήσεις διψαλέες, αποξηραμένες και στεγνές αναλύσεις εκεί όπου θα χρειαζόταν όχι απλώς ραντισμός και νότισμα, αλλά εμποτισμός και κατάβρεγμα. Καταλαβαίνουμε πια: όσο πιο πολύ θέλεις το νερό -έστω και υφάλμυρο-, τόσο πιο βαθιά πρέπει να σκάψεις. Το ζήτημα είναι πού θα σκάψεις! Ποιος είναι ο τόπος ο χλωρός που' χει στις φλέβες του ακόμη ρέον το αίμα της γης και της ζωής! Σ’ αυτό το εναγώνιο ερώτημα απαντούν οι σύγχρονοι Τειρεσίες, οι υδροσκόποι και οι υδροφάντες, οι ραβδοφάντες και οι ραβδοσκόποι. Πολλές ονομασίες –υπάρχουν κι άλλες- για το ίδιο ακριβώς πράγμα. Οι μέρες μας, βέβαια, έχουν να επιδείξουν πολλούς τέτοιους ραβδοφάντες και ιεροφάντες, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας φέρουν με τα νερά τους. Κι όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουν πού βρίσκεται το υδατόστρωμα. Μας υπόσχεται ο καθένας τους να μας ανοίξει τους κρουνούς τ’ ουρανού αρκεί να τον...επιλέξουμε, να του αναθέσουμε εν λευκώ και αυτοδύναμα την εργολαβία της ύδρευσής μας. Οι υδραυλικοί του δημοσίου συμφέροντος είναι έτοιμοι να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Με λίγα λόγια, δέχονται να μας εξυπηρετήσουν και να μας υπηρετήσουν κάνοντάς τα, όπως και στο παρελθόν, όλα μούσκεμα. Το ερώτημα τώρα που προβάλλει αμείλικτο σ’ όλους εμάς, που δεν είμαστε υδραυλικοί ούτε καν αυλικοί, χωρίς όμως αυτό να μας εμποδίζει να νοιαζόμαστε πολύ για το δημόσιο συμφέρον, είναι αν θα συνεχίσουμε να παίζουμε το ρόλο του νεροκουβαλητή. Αν θα ρίξουμε για άλλη μια φορά νερό στο κρασί μας και, χάνοντας τα νερά μας, δώσουμε κι άλλες ευκαιρίες σε καπετάνιους του γλυκού νερού ν’ αποφασίζουν πριν από μας για μας. Σήμερα που το καράβι άρχισε να μπάζει νερά από παντού. Σήμερα που αντιληφθήκαμε επιτέλους ότι η συνεχής τα τελευταία χρόνια υδροληψία εξάντλησε και τα τελευταία αποθέματα των βαθύτερων στρωμάτων με αποτέλεσμα να στραγγίξουμε οικονομικά, να αφυδατωθούμε πολιτιστικά και να σουρώσουμε πολιτικά. Με τέτοια αυχμηρότητα και λειψυδρία, με τέτοιο ιδεολογικό στέρεμα και ξήρανση, χρειάζεται μια γερή νεροποντή, μια κατεβασιά, ένας κατακλυσμός όχι μόνο για να μας ποτίσει και να μας μουλιάσει, αλλά και για να μας ξεπλύνει.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια βλέπαμε, άλλοι με συγκατάβαση, άλλοι με αδιαφορία, αλλά όλοι χωρίς να μπορούμε να εκτιμήσουμε σωστά το πρόβλημα, τη στάθμη των νερών να κατεβαίνει. Όλον αυτό τον καιρό ούτε τους υπεύθυνους αναζητήσαμε ούτε κι ενδιαφερθήκαμε για τον εμπλουτισμό των υπόγειων στρωμάτων. Πρόσφατα άρχισαν να μας ζώνουν τα φίδια, οι νεροφίδες. Τότε καταλάβαμε πια ότι το νερό είναι σαν το στάνταρ στο στοίχημα: όσο περισσότερο το ζητάς τόσο αυτό σου ξεφεύγει και σ’ αφήνει στην ξεραΐλα, όσο περισσότερο καμαρώνεις και κομπορρημονείς ότι το έχεις σίγουρο, τόσο αυτό σου γλιστρά σα νερό μέσα απ’ τα δάχτυλα και σ’ αφήνει ξερό. Κι αυτή η ξεραΐλα, η ξηρότης τόπων κι ανθρώπων, παρελαύνει καθημερινά στα σαλόνια των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών: άνυδρες συνεντεύξεις, άδροσες απαντήσεις σε ερωτήσεις διψαλέες, αποξηραμένες και στεγνές αναλύσεις εκεί όπου θα χρειαζόταν όχι απλώς ραντισμός και νότισμα, αλλά εμποτισμός και κατάβρεγμα. Καταλαβαίνουμε πια: όσο πιο πολύ θέλεις το νερό -έστω και υφάλμυρο-, τόσο πιο βαθιά πρέπει να σκάψεις. Το ζήτημα είναι πού θα σκάψεις! Ποιος είναι ο τόπος ο χλωρός που' χει στις φλέβες του ακόμη ρέον το αίμα της γης και της ζωής! Σ’ αυτό το εναγώνιο ερώτημα απαντούν οι σύγχρονοι Τειρεσίες, οι υδροσκόποι και οι υδροφάντες, οι ραβδοφάντες και οι ραβδοσκόποι. Πολλές ονομασίες –υπάρχουν κι άλλες- για το ίδιο ακριβώς πράγμα. Οι μέρες μας, βέβαια, έχουν να επιδείξουν πολλούς τέτοιους ραβδοφάντες και ιεροφάντες, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας φέρουν με τα νερά τους. Κι όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουν πού βρίσκεται το υδατόστρωμα. Μας υπόσχεται ο καθένας τους να μας ανοίξει τους κρουνούς τ’ ουρανού αρκεί να τον...επιλέξουμε, να του αναθέσουμε εν λευκώ και αυτοδύναμα την εργολαβία της ύδρευσής μας. Οι υδραυλικοί του δημοσίου συμφέροντος είναι έτοιμοι να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Με λίγα λόγια, δέχονται να μας εξυπηρετήσουν και να μας υπηρετήσουν κάνοντάς τα, όπως και στο παρελθόν, όλα μούσκεμα. Το ερώτημα τώρα που προβάλλει αμείλικτο σ’ όλους εμάς, που δεν είμαστε υδραυλικοί ούτε καν αυλικοί, χωρίς όμως αυτό να μας εμποδίζει να νοιαζόμαστε πολύ για το δημόσιο συμφέρον, είναι αν θα συνεχίσουμε να παίζουμε το ρόλο του νεροκουβαλητή. Αν θα ρίξουμε για άλλη μια φορά νερό στο κρασί μας και, χάνοντας τα νερά μας, δώσουμε κι άλλες ευκαιρίες σε καπετάνιους του γλυκού νερού ν’ αποφασίζουν πριν από μας για μας. Σήμερα που το καράβι άρχισε να μπάζει νερά από παντού. Σήμερα που αντιληφθήκαμε επιτέλους ότι η συνεχής τα τελευταία χρόνια υδροληψία εξάντλησε και τα τελευταία αποθέματα των βαθύτερων στρωμάτων με αποτέλεσμα να στραγγίξουμε οικονομικά, να αφυδατωθούμε πολιτιστικά και να σουρώσουμε πολιτικά. Με τέτοια αυχμηρότητα και λειψυδρία, με τέτοιο ιδεολογικό στέρεμα και ξήρανση, χρειάζεται μια γερή νεροποντή, μια κατεβασιά, ένας κατακλυσμός όχι μόνο για να μας ποτίσει και να μας μουλιάσει, αλλά και για να μας ξεπλύνει.
Ο Μάρτης δυστυχώς δε φαίνεται να πληροί τις προδιαγραφές του: ούτε καταιγίδα και καρεκλοπόδαρα, ούτε ψιλή ποτιστική, τοπική κι ευγενική βροχούλα. Ήρθε με λιακάδες. Αναβροχιά χωρίς χαλάζι. Κι επειδή Ο Απρίλης που ακολουθεί είναι ο μήνας ο σκληρός που γεννά πασχαλιές μέσ’ από τη νεκρή γη, για καλό και για κακό από αυτό το Μάρτη αρχίστε να μαζεύετε νερό. «Το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία».
Subscribe to:
Posts (Atom)