Το καλοκαίρι τελειώνει! Όπως και οι δουλειές σου. Σε λίγο αρχίζει ένας μακρύς χειμώνας αναδουλειάς (για σένα). Ο μακρύτερος που έζησες και που έχουμε μέχρι τώρα ζήσει όλοι μας. Μην ελπίζεις ότι πολλά άλλα καλοκαίρια θ’ ακολουθήσουν πρόσφορα για να μπορέσεις να επιδοθείς στο γνωστό σου σπορ. Δεν έχει μείνει υλικό για σένα. Γι’ αυτό και απ’ όλους εμάς τους δυστυχείς εσύ θα είσαι ο πιο δυστυχισμένος. Σκέψου μονάχα: ένας “χειμώνας” ατέλειωτος που ακόμα κι όταν ο ήλιος θα λάμπει, όταν ο καύσωνας θα χτυπάει και θα σκοτώνει, όταν θα βλέπεις ανθρώπους και ζώα να πεθαίνουν απ’ τη δίψα, εσύ απεγνωσμένα θα γυρίζεις μέσα στα καμένα δάση και θα ψάχνεις ένα δέντρο ζωντανό να πυρπολήσεις. Και δε θα βρίσκεις!
Αυτό δεν το σκέφτηκες. Δε διανοήθηκες την ανεργία που κρέμεται απειλητικά πάνω από σένα και τους συντρόφους σου. Εμείς κάπως θα συνεχίσουμε να ζούμε και να τα κουτσοβολεύουμε. Με τη γνωστή αδιαφορία μας (αυτή που σε άφησε να οργιάσεις τα τελευταία χρόνια), με τη γνωστή αισιοδοξία μας (“έχει ο Θεός”), με τη γνωστή προσαρμοστικότητά μας (θα “ζήσουμε” και χωρίς το δάσος, θα ξαναχτίσουμε τα σπίτια μας), με το γνωστό ατομικισμό μας (“το σπίτι μου εμένα σώθηκε, δεν πα να καεί όλος ο κόσμος;”), με τη γνωστή πίστη μας (“ο Θεός είναι μεγάλος”). Όμως, έχει ο Θεός όταν δεν έχουμε μεις, κι ο Θεός είναι μεγάλος, όταν εμείς είμαστε μικροί. Κι είμαστε αλήθεια, προς δόξαν σου, πολύ μικροί κι ανήμποροι. Τόσα χρόνια περπατάς δίπλα μας με τα σπίρτα στην τσέπη, καπνίζεις και πετάς το τσιγάρο σου ανέμελα, ψηφίζεις και πανηγυρίζεις τα αποτελέσματα (κάθε φορά πανηγυρίζεις με οποιαδήποτε αποτελέσματα), χειροκροτάς και ζητωκραυγάζεις την ίδια ομάδα με μας πλάι μας στο γήπεδο, κι εμείς δε σε αρπάξαμε, δε σε σύραμε πάνω στους ασπάλαθους, δε σε ρίξαμε στα Τάρταρα, όπου πραγματικά ίσως έβρισκες εκεί, στις γνωστές σου θερμοκρασίες, τη γαλήνη και την ισορροπία, μέσα στις φωτιές και στα καζάνια τα καυτά.
Ας είναι! Σ’ αυτό στηρίχτηκες -στις χρόνιες αδυναμίες μας- καθώς και στα μελτεμέκια του Αυγούστου, που παίρνουν τη σπίθα σου και την κάνουν πυρκαγιά. Ας είναι! Τώρα, όμως, βρίσκεσαι μπροστά στο κατώφλι της ανεργίας. Και για τη δουλειά σου δεν υπάρχουν ούτε επιδόματα, ούτε πορείες διαμαρτυρίας ούτε συμπάθεια. Θα μείνεις μόνος, περιχαρακωμένος στην άνυδρη αυλίτσα σου, παρέα με τ’ άνυδρα κι ανόητα όνειρά σου. Δεν ξέρω αν θα πετάγεσαι στον ύπνο σου έντρομος απ’ τους φλογισμένους σου εφιάλτες. Δεν ξέρω αν θα κοιτάς το τζάκι σου να κορώνει τις κρύες βραδιές του χειμώνα και θ’ αναλογίζεσαι παλιά και σβησμένα μεγαλεία. Ξέρω, όμως, ότι θα είσαι ένας “άνθρωπος” χωρίς σκοπό, χωρίς ελπίδες και χωρίς σχέδια, χωρίς μέλλον. Ένας “άνθρωπος” τελειωμένος, ένα υπόλειμμα κι ένα καρβουνιασμένο κούτσουρο, ένα απ’ όλα όσα εσύ μας πρόσφερες αφειδώς τα τελευταία χρόνια.
Γι’ αυτό, για ν’ αποκτήσεις ξανά περιεχόμενο κι όρεξη για ζωή, φιλία και συντροφιά, που θα σε βοηθήσουν κάποτε να ξαναβρείς τη χαμένη σου απασχόληση, άκουσε και μελέτησε σοβαρά την πρότασή μου: έλα κοντά να ξεκινήσουμε μια μεγάλη προσπάθεια. Να ξαναφυτέψουμε τα δάση, να γεμίσουμε δέντρα και τα πιο απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία, ακόμη και σ’ αυτά που ούτε και η ίδια η διεστραμμένη σου διάνοια δε θα προέβλεπε ότι υπάρχει καύσιμη ύλη. Έλα κι ας τραγουδάμε μαζί την παραμελημένη μπαλάντα: “Πας για να βγάλεις τ’ άχτι σου, μα δε θα γίνω στάχτη σου. Κι αν μ’ έκαψες, κι αν μ’ έκαψες, να μ’ αγαπάς δεν έπαψες.”
Έλα, λοιπόν! Έτσι μονάχα, μετά από ογδόντα χρόνια θα έχεις πάλι μπροστά σου δάση να καις! Αλλιώς...
Αυτό δεν το σκέφτηκες. Δε διανοήθηκες την ανεργία που κρέμεται απειλητικά πάνω από σένα και τους συντρόφους σου. Εμείς κάπως θα συνεχίσουμε να ζούμε και να τα κουτσοβολεύουμε. Με τη γνωστή αδιαφορία μας (αυτή που σε άφησε να οργιάσεις τα τελευταία χρόνια), με τη γνωστή αισιοδοξία μας (“έχει ο Θεός”), με τη γνωστή προσαρμοστικότητά μας (θα “ζήσουμε” και χωρίς το δάσος, θα ξαναχτίσουμε τα σπίτια μας), με το γνωστό ατομικισμό μας (“το σπίτι μου εμένα σώθηκε, δεν πα να καεί όλος ο κόσμος;”), με τη γνωστή πίστη μας (“ο Θεός είναι μεγάλος”). Όμως, έχει ο Θεός όταν δεν έχουμε μεις, κι ο Θεός είναι μεγάλος, όταν εμείς είμαστε μικροί. Κι είμαστε αλήθεια, προς δόξαν σου, πολύ μικροί κι ανήμποροι. Τόσα χρόνια περπατάς δίπλα μας με τα σπίρτα στην τσέπη, καπνίζεις και πετάς το τσιγάρο σου ανέμελα, ψηφίζεις και πανηγυρίζεις τα αποτελέσματα (κάθε φορά πανηγυρίζεις με οποιαδήποτε αποτελέσματα), χειροκροτάς και ζητωκραυγάζεις την ίδια ομάδα με μας πλάι μας στο γήπεδο, κι εμείς δε σε αρπάξαμε, δε σε σύραμε πάνω στους ασπάλαθους, δε σε ρίξαμε στα Τάρταρα, όπου πραγματικά ίσως έβρισκες εκεί, στις γνωστές σου θερμοκρασίες, τη γαλήνη και την ισορροπία, μέσα στις φωτιές και στα καζάνια τα καυτά.
Ας είναι! Σ’ αυτό στηρίχτηκες -στις χρόνιες αδυναμίες μας- καθώς και στα μελτεμέκια του Αυγούστου, που παίρνουν τη σπίθα σου και την κάνουν πυρκαγιά. Ας είναι! Τώρα, όμως, βρίσκεσαι μπροστά στο κατώφλι της ανεργίας. Και για τη δουλειά σου δεν υπάρχουν ούτε επιδόματα, ούτε πορείες διαμαρτυρίας ούτε συμπάθεια. Θα μείνεις μόνος, περιχαρακωμένος στην άνυδρη αυλίτσα σου, παρέα με τ’ άνυδρα κι ανόητα όνειρά σου. Δεν ξέρω αν θα πετάγεσαι στον ύπνο σου έντρομος απ’ τους φλογισμένους σου εφιάλτες. Δεν ξέρω αν θα κοιτάς το τζάκι σου να κορώνει τις κρύες βραδιές του χειμώνα και θ’ αναλογίζεσαι παλιά και σβησμένα μεγαλεία. Ξέρω, όμως, ότι θα είσαι ένας “άνθρωπος” χωρίς σκοπό, χωρίς ελπίδες και χωρίς σχέδια, χωρίς μέλλον. Ένας “άνθρωπος” τελειωμένος, ένα υπόλειμμα κι ένα καρβουνιασμένο κούτσουρο, ένα απ’ όλα όσα εσύ μας πρόσφερες αφειδώς τα τελευταία χρόνια.
Γι’ αυτό, για ν’ αποκτήσεις ξανά περιεχόμενο κι όρεξη για ζωή, φιλία και συντροφιά, που θα σε βοηθήσουν κάποτε να ξαναβρείς τη χαμένη σου απασχόληση, άκουσε και μελέτησε σοβαρά την πρότασή μου: έλα κοντά να ξεκινήσουμε μια μεγάλη προσπάθεια. Να ξαναφυτέψουμε τα δάση, να γεμίσουμε δέντρα και τα πιο απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία, ακόμη και σ’ αυτά που ούτε και η ίδια η διεστραμμένη σου διάνοια δε θα προέβλεπε ότι υπάρχει καύσιμη ύλη. Έλα κι ας τραγουδάμε μαζί την παραμελημένη μπαλάντα: “Πας για να βγάλεις τ’ άχτι σου, μα δε θα γίνω στάχτη σου. Κι αν μ’ έκαψες, κι αν μ’ έκαψες, να μ’ αγαπάς δεν έπαψες.”
Έλα, λοιπόν! Έτσι μονάχα, μετά από ογδόντα χρόνια θα έχεις πάλι μπροστά σου δάση να καις! Αλλιώς...