Monday, August 27, 2007

Ανοιχτή επιστολή στο "φίλο" εμπρηστή

Το καλοκαίρι τελειώνει! Όπως και οι δουλειές σου. Σε λίγο αρχίζει ένας μακρύς χειμώνας αναδουλειάς (για σένα). Ο μακρύτερος που έζησες και που έχουμε μέχρι τώρα ζήσει όλοι μας. Μην ελπίζεις ότι πολλά άλλα καλοκαίρια θ’ ακολουθήσουν πρόσφορα για να μπορέσεις να επιδοθείς στο γνωστό σου σπορ. Δεν έχει μείνει υλικό για σένα. Γι’ αυτό και απ’ όλους εμάς τους δυστυχείς εσύ θα είσαι ο πιο δυστυχισμένος. Σκέψου μονάχα: ένας “χειμώνας” ατέλειωτος που ακόμα κι όταν ο ήλιος θα λάμπει, όταν ο καύσωνας θα χτυπάει και θα σκοτώνει, όταν θα βλέπεις ανθρώπους και ζώα να πεθαίνουν απ’ τη δίψα, εσύ απεγνωσμένα θα γυρίζεις μέσα στα καμένα δάση και θα ψάχνεις ένα δέντρο ζωντανό να πυρπολήσεις. Και δε θα βρίσκεις!
Αυτό δεν το σκέφτηκες. Δε διανοήθηκες την ανεργία που κρέμεται απειλητικά πάνω από σένα και τους συντρόφους σου. Εμείς κάπως θα συνεχίσουμε να ζούμε και να τα κουτσοβολεύουμε. Με τη γνωστή αδιαφορία μας (αυτή που σε άφησε να οργιάσεις τα τελευταία χρόνια), με τη γνωστή αισιοδοξία μας (“έχει ο Θεός”), με τη γνωστή προσαρμοστικότητά μας (θα “ζήσουμε” και χωρίς το δάσος, θα ξαναχτίσουμε τα σπίτια μας), με το γνωστό ατομικισμό μας (“το σπίτι μου εμένα σώθηκε, δεν πα να καεί όλος ο κόσμος;”), με τη γνωστή πίστη μας (“ο Θεός είναι μεγάλος”). Όμως, έχει ο Θεός όταν δεν έχουμε μεις, κι ο Θεός είναι μεγάλος, όταν εμείς είμαστε μικροί. Κι είμαστε αλήθεια, προς δόξαν σου, πολύ μικροί κι ανήμποροι. Τόσα χρόνια περπατάς δίπλα μας με τα σπίρτα στην τσέπη, καπνίζεις και πετάς το τσιγάρο σου ανέμελα, ψηφίζεις και πανηγυρίζεις τα αποτελέσματα (κάθε φορά πανηγυρίζεις με οποιαδήποτε αποτελέσματα), χειροκροτάς και ζητωκραυγάζεις την ίδια ομάδα με μας πλάι μας στο γήπεδο, κι εμείς δε σε αρπάξαμε, δε σε σύραμε πάνω στους ασπάλαθους, δε σε ρίξαμε στα Τάρταρα, όπου πραγματικά ίσως έβρισκες εκεί, στις γνωστές σου θερμοκρασίες, τη γαλήνη και την ισορροπία, μέσα στις φωτιές και στα καζάνια τα καυτά.
Ας είναι! Σ’ αυτό στηρίχτηκες -στις χρόνιες αδυναμίες μας- καθώς και στα μελτεμέκια του Αυγούστου, που παίρνουν τη σπίθα σου και την κάνουν πυρκαγιά. Ας είναι! Τώρα, όμως, βρίσκεσαι μπροστά στο κατώφλι της ανεργίας. Και για τη δουλειά σου δεν υπάρχουν ούτε επιδόματα, ούτε πορείες διαμαρτυρίας ούτε συμπάθεια. Θα μείνεις μόνος, περιχαρακωμένος στην άνυδρη αυλίτσα σου, παρέα με τ’ άνυδρα κι ανόητα όνειρά σου. Δεν ξέρω αν θα πετάγεσαι στον ύπνο σου έντρομος απ’ τους φλογισμένους σου εφιάλτες. Δεν ξέρω αν θα κοιτάς το τζάκι σου να κορώνει τις κρύες βραδιές του χειμώνα και θ’ αναλογίζεσαι παλιά και σβησμένα μεγαλεία. Ξέρω, όμως, ότι θα είσαι ένας “άνθρωπος” χωρίς σκοπό, χωρίς ελπίδες και χωρίς σχέδια, χωρίς μέλλον. Ένας “άνθρωπος” τελειωμένος, ένα υπόλειμμα κι ένα καρβουνιασμένο κούτσουρο, ένα απ’ όλα όσα εσύ μας πρόσφερες αφειδώς τα τελευταία χρόνια.
Γι’ αυτό, για ν’ αποκτήσεις ξανά περιεχόμενο κι όρεξη για ζωή, φιλία και συντροφιά, που θα σε βοηθήσουν κάποτε να ξαναβρείς τη χαμένη σου απασχόληση, άκουσε και μελέτησε σοβαρά την πρότασή μου: έλα κοντά να ξεκινήσουμε μια μεγάλη προσπάθεια. Να ξαναφυτέψουμε τα δάση, να γεμίσουμε δέντρα και τα πιο απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία, ακόμη και σ’ αυτά που ούτε και η ίδια η διεστραμμένη σου διάνοια δε θα προέβλεπε ότι υπάρχει καύσιμη ύλη. Έλα κι ας τραγουδάμε μαζί την παραμελημένη μπαλάντα: “Πας για να βγάλεις τ’ άχτι σου, μα δε θα γίνω στάχτη σου. Κι αν μ’ έκαψες, κι αν μ’ έκαψες, να μ’ αγαπάς δεν έπαψες.”
Έλα, λοιπόν! Έτσι μονάχα, μετά από ογδόντα χρόνια θα έχεις πάλι μπροστά σου δάση να καις! Αλλιώς...

Saturday, August 25, 2007

Χωρίς τίτλο

.
Καλά, βρε σιχαμένο σκουλήκι, ανόητε και τρελέ που νομίζεις πως θα συνεχίσεις να κάθεσαι στο κλαδί που πριονίζεις τόσα χρόνια... εγώ, αν ζήσω λίγο ακόμα, θα περπατώ πάνω στη μαύρη, έρημη γη και θα ονειρεύομαι δέντρα και πράσινες φυλλωσιές, ανθρώπους και ζώα, παιδιά και καρπούς. Εσύ, όμως, πού θα περπατάς και τι θα νιώθεις; Τι θα ονειρεύεσαι, μαλάκα;

Wednesday, August 22, 2007

Από το Baden-Baden στην Caretta-Caretta

Φέτος σκέφτηκα να πρωτοτυπήσω. Τι στο καλό! Διακοπές στην Ελλάδα δεν μπορεί να κάνουν μόνο η Δ.Ε.Η., η Ε.Υ.Δ.Α.Π., η κυβέρνηση και σύμπασα η αντιπολίτευση. Ας κάνουν και μια φορά οι Έλληνες. Άλλωστε, το σύνθημα ηχεί ακόμη έντονα στ’ αυτιά μου: “Η Ελλάδα στους Έλληνες”. Έτσι, αποφάσισα να διακόψω για λίγο τον κανονικό ρυθμό της ζωής μου και μαζί με τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους να χαρώ κι εγώ κάποιο από τα αμέτρητα όμορφα ακρογιάλια του τόπου μας. Ποιο, όμως; Αφού αποκλείστηκαν εναλλάξ για διάφορους λόγους η Κύθνος, τα Κουφονήσια, οι Λειψοί, η Μακρόνησος, η Ελούντα και το Γαϊδουρονήσι, κατέληξα στη Ζάκυνθο. Αυτό είναι: η μητέρα των δυο εθνικών μας ποιητών. Ευκαιρία να προσκυνήσω τους τάφους των, κρατώντας υπό μάλης τις είκοσι Ωδές του πρωτόκλητου Ανδρέα του Ζακυνθίου, κι ευκαιρία να απολαύσω τις ακρογιαλιές αλλά και το ευγενικό περιβάλλον της νήσου. “Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει”.

Γρήγορα βρέθηκα σε μια απόμακρη παραλία με την ομπρέλα στην πλάτη, την τσάντα με τα βιβλία και τα λοιπά σύνεργα της θάλασσας. Προχωρώντας αμέριμνος για να βρω τον κατάλληλο τόπο να στήσω την ομπρέλα μου και χαζεύοντας τους τουρίστες γύρω μου -ίσως αποτελούσα το μοναδικό εκπρόσωπο της Ελλάδος στη γύρω περιοχή- δέχτηκα απρόσμενα την επίθεση ενός πανύψηλου τσουρουφλισμένου ξανθού. Στην αρχή με φωνές και χειρονομίες, αργότερα με τα χέρια προσπάθησε να με κάνει να αλλάξω πορεία, να γυρίσω πίσω, δεν ξέρω κι εγώ τι. Από τη σκέψη μου πέρασαν αστραπιαία όλοι οι αγώνες της φυλής ενάντια στους βάρβαρους εισβολείς, από Μαραθώνα και Σαλαμίνα μέχρι έπος του ’40, αλλά ο σύγχρονος γίγαντας απέναντί μου δε με άφηνε να βάλω σε εφαρμογή αυτές τις πατριωτικές μου ορέξεις.
Αφού ηρεμήσαμε λιγάκι, με πήρε από το χέρι -ο γίγας- και με οδήγησε με φιλικό τρόπο, που δε σήκωνε, όμως, αντίρρηση, στη δική του ομπρέλα. Και εκεί, σε άπταιστα γερμανικά, ο πανάθλιος, μου εξήγησε την αιτία της αφιλόξενης συμπεριφοράς του. Μου έδειξε τους λάκκους στην άμμο, το συγκεκριμένο λάκκο που παραλίγο θα έπεφτα μέσα, βάθους όχι περισσότερο από 40 πόντους. Μου εξήγησε, ο Γερμαναράς, ότι εκεί υπάρχουν τα αβγά της γνωστής χελώνας Caretta-Caretta,, ότι το περασμένο βράδυ η χελωνίτσα αυτή έκανε το δρομολόγιό της -τα ίχνη της πορείας της στην άμμο από τη θάλασσα προς το λάκκο κι από κει πάλι προς τη θάλασσα φαίνονταν ολοκάθαρα-, μου εξήγησε ότι από τα τριάντα περίπου αβγά θα ξεπροβάλει μετά από 25 ημέρες ένα το πολύ χελωνάκι που θα πάρει το δρόμο προς τη θάλασσα για να αρχίσει τα μεγάλα ταξίδια του στη Μεσόγειο. Τα βράδια, συνέχισε απτόητος ο άγριος, θα πρέπει να απομακρυνόμαστε διακριτικά και να τις αφήνουμε να γεννούν τα αβγά τους με ηρεμία και γαλήνη, όπως κάθε ζώο, του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου, επιθυμεί να ζει αυτές τις μοναδικές στιγμές του. Αν κάπως οι χελώνες ενοχληθούν, φεύγουν, γεννούν στη θάλασσα και χάνονται κι αυτές και τα αβγά τους. Στην ηλίθια ερώτησή μου τι τις θέλουμε τις Caretta-Caretta, το μπρουτάλι με κοίταξε επιτιμητικά και κάτι γρύλισε στη γλώσσα του, που δεν ήταν φαίνεται και τόσο κολακευτικό για μένα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να πηγαίνω στο εξής με τα νερά του για να μην έχουμε άλλες τέτοιες διαχύσεις στο μέλλον. Όλα αυτά βέβαια τα είχα ακούσει. Θυμήθηκα ακόμα ότι, μερικά χρόνια πριν, φοιτητές από τη Θεσσαλονίκη είχαν μείνει όλη την εποχή του γεννοβολήματος και της επώασης, και παρακολουθούσαν, κατέγραφαν, προστάτευαν και απομάκρυναν τους επικίνδυνους. Δυστυχώς, τα μεγάλα συμφέροντα και η τουριστικοποίηση του “νησίου” έδιωξαν φοιτητές και δασκάλους κι έφεραν τις λέιζερ-ντίσκο, τα μπαρ και τις ενοικιαζόμενες ομπρέλες στις παραλίες. Όλα αυτά τα θυμήθηκα. Αλλά ο βόρειος με πήγε μια προσεκτική βόλτα στην αμμουδιά και μου έδειξε επί τόπου τα πράγματα. Και ευγενικά, αυτή τη φορά, μου θύμισε ότι και το Ευρωκοινοβούλιο χρηματοδοτώντας και σχετικό πρόγραμμα είχε ασχοληθεί με τη διάσωση της συμπαθέστατης Caretta-Caretta. Όλα αυτά τα ήξερα, αλλά...

Το θέμα έληξε, με το Γερμανό γίναμε φίλοι. Η σύζυγός του μάλιστα αποδείχτηκε περισσότερο ειδική σε αυτά τα θέματα. Αφού με ζάλισε με όλες τις λεπτομέρειες των αναπαραγωγικών συνηθειών της Caretta-Caretta, μου μίλησε και για τον Μονάχους-Μονάχους, τη φώκια που ζει στις βόρειες ακτές του νησιού, στα Κυανά Σπήλαια, αλλά και στη Σκύρο και στην Αλόννησο. Μου μίλησε και για την πάπια, την Ansa-ansa, που ζει στους ελληνικούς υδροβιότοπους. Έτσι, όταν μου δόθηκε και μένα η ευκαιρία αργότερα να τους ρωτήσω από ποια πόλη της Γερμανίας κατάγονταν, η απάντησή τους ήταν ευνόητη, σχεδόν τη γνώριζα πριν καν την ακούσω: από το Baden-Baden, φυσικά.