Γελώ σήμερα, 21η Απριλίου 2009. Γελώ που βλέπω στην οθόνη της τηλεόρασης να παρελαύνουν διάφοροι και να μιλούν για τη δικτατορία. Όλοι έχουν γίνει αντιστασιακοί σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια μετά. Και μιλούν για τις αντιστασιακές τους πράξεις. Ο Τάδε είχε μακριά μαλλιά κι ο αστυνομικός, εφόσον μακριά μαλλιά και νομιμότητα ήταν ασύμβατα, του πήρε την ταυτότητα. Του την έδωσε αργότερα στο τμήμα, όταν ο Τάδε πήγε νομοταγής και κοντοκουρεμένος. Ο Δείνα φορούσε λαχανί πετσετέ κάλτσες και τις επεδείκνυε μισοξαπλωμένος στη θέση του λεωφορείου μπροστά στα μάτια άλλου αστυνομικού. Άλλος φώναζε το φίλο του Θοδωράκη κι όταν ο αστυνομικός -πάντοτε παρόντες τότε ο αστυνομικοί- τον τσάκωσε για εξακρίβωση στοιχείων, αυτόν και το φίλο του, διαπίστωσε ότι ο φίλος του λεγόταν όντως Θόδωρας. Βλέπετε οι περισσότεροι Μουστακλήδες έχουν προ πολλού αποδημήσει κι όσοι ζουν δε βγαίνουν πια στο γυαλί. Τα είπαν, τα ξανάπαν, δεν μπορούν και δε θέλουν πια άλλο. Άλλωστε ακούγοντας Χατζηγιάννη και Βέρτη σήμερα, την εποχή της απελπισίας, δεν μπορείς να μιλάς για αντίσταση.
Έτσι κι εγώ δεν έχω τίποτα να πω, τίποτα να προσθέσω. Πλην... πλην... α, ναι! Κάτι. Κάτι στη μνήμη. Αμυδρό. Η δικατορία μού στέρησε τον πρώτο μου πραγματικό έρωτα. Είχαμε δώσει ραντεβού, το 1973 πια, έξω από το Πολυτεχνείο. Νοέμβρης ήταν. Δεκάξι του Νοέμβρη. Πήχτρα ο κόσμος και πού να την βρω. Την έψαχνα όλη νύχτα.
Την βρήκα πολύ αργότερα, το Νοέμβρη του '74, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Στην πορεία. Την είδα κάτω από ένα πανό. Σφιγμένες γροθιές. Ήταν με άλλον.