Friday, March 23, 2012

Η μουσική ξημερώνει τα ήθη


Η Μουσική ξημερώνει τα ήθη. Αυτό ήταν το θέμα στο Σκέφτομαι και Γράφω που μας έβαλε ο κύριός μας στο σχολείο. Κι έχει πολύ δίκιο. Και το θέμα και ο κύριός μας. Γιατί πάντοτε η μουσική άρεσε στον άνθρωπο και τον ξημέρωνε. Ο άνθρωπος ήταν μες στο σκοτάδι με χαλασμένα φώτα και ξαφνικά ήρθε η μουσική, του τα άλλαξε και του τα άναψε. Τον έκανε ημέρα, τον έκανε ήμερo δηλαδή και καλύτερο. Όχι αγριάνθρωπο που ήταν παλιότερα, που πολεμούσε και σκότωνε τους άλλους ανθρώπους και τα άλλα ζώα χωρίς λόγο. Όπως τα λιοντάρια που άκουγαν το βιολιστή να τους παίζει ένα πολύ ωραίο τραγούδι στα βάθη της ζούγκλας κι είχαν χαζέψει απ’ την ομορφιά και δεν τον έτρωγαν αν και πεινούσαν Μέχρι που βρέθηκε εκείνο το λιοντάρι και ξαφνικά τον έκανε μια χαψιά. Όμως εκείνο το λιοντάρι ήταν κουφό και δεν πιάνεται, δεν μπορούσε να ακούσει και να μαγευτεί. Και σήμερα που γίνονται διάφοροι πόλεμοι και σκοτωμοί γίνονται γιατί υπάρχουν κουφοί άνθρωποι και δεν μπορούν να ακούσουν τους συνανθρώπους τους και τη μουσική τους. Αλλά δεν βγάζει μόνο το βιολί πολύ ωραίους ήχους, βγάζουν και άλλα όργανα. Όπως η μελόντικα που έφερε προχτές στο σχολείο ο Πέτρος ο φίλος μου και την φυσήξαμε όλοι στην αρχή με τη σειρά μέσα στην τάξη. Αλλά μετά στο διάλειμμα φυσούσαμε όποιος προλάβει πρώτος και η μελόντικα σταμάτησε να βγάζει ωραίους ήχους. Την άλλη μέρα που παίζαμε πόλεμο στο προαύλιο τη σπάσαμε στην πλάτη του Πέτρου. Ωραίο ήχο βγάζει και η ντραμς. Ο μπαμπάς μου μου είπε χαμογελώντας πως άμα πάρω 10 στην τάξη μου στο τέλος, θα μου αγοράσει μία ντραμς να παίζω, αλλά η μαμά μου του είπε πως θα τους ανησυχώ όταν παίζω με τον θόρυβο και δε θα μπορούν να κοιμηθούν. Τότε τους είπα ότι θα περιμένω πρώτα να κοιμηθούν και θα παίζω μετά για να μην τους ανησυχώ. Ο μπαμπάς μου συμφώνησε και κάτι ψιθύρισε στη μαμά μου σκασμένος στα γέλια. «Με 10 του είπα, αν βγάλει 10» και βαστούσαν κι οι δυο την κοιλιά τους από τα γέλια. Δεν κατάλαβα το αστείο, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτοί έχουν δικά τους αστεία που δεν τα καταλαβαίνω όλα πάντα.
Μουσική όμως βγάζουν και διάφοροι άνθρωποι με πολύ ωραίους ήχους από το στόμα τους. Κι όσο φωνάζουν περισσότερο, τόσο πιο καλούς ήχους βγάζουν και τόσο πιο πολύ τους χειροκροτούν οι άλλοι που τους ακούν. Είχα δει λίγο στην τηλεόραση μια τραγουδίστρια που φώναζε πάρα πολύ μέχρι που σου τρύπαγε τα αυτιά, τόσο δυνατά, κι όλος ο κόσμος χειροκροτούσε και της έπαιρνε αυτόγραφα που την έλεγαν Μαριακάλας. Κι ένας άλλος που τον λένε Πλούταρχο και η Άντζελα και ο Τερζής αλλά και ο Νταλάρας που τρώει πολλά γιαούρτια. Λένε πως πολύ ωραίους ήχους έβγαζε κι ο Μπετόβεν παρόλο που ήταν κουφός και που κανονικά θα έπρεπε να κάνει πόλεμο και να σκοτώνει. Όμως λένε ότι ήταν πολύ καλός, μπορεί καλύτερος κι από τον Πλούταρχο ακόμη.
Όλα αυτά  τα γράφω γιατί η μαμά μου επέμενε ότι πρέπει κι εγώ ν’ αρχίσω να βγάζω ωραίους ήχους και να μάθω να παίζω ένα όργανο άλλο, εκτός από τη ντραμς. Εγώ δεν ήξερα τι άλλο να θέλω να μάθω, αλλά η μαμά μου μου είπε πως ήθελα να μάθω πιάνο που είναι σαν τη μελόντικα, όμως όχι τόσο δύσκολο όσο αυτή, γιατί το πιάνο δεν το φυσάς όπως τη μελόντικα, αλλά το πιάνεις με τα δάχτυλά σου, γι’ αυτό λέγεται και πιάνο. Μόνο που, επειδή όποιος πιάνει το πιάνο πρέπει να πληρώνει πολλά λεφτά κι άμα το αγοράσει κιόλας ακόμη περισσότερα, εγώ θα έπρεπε να τους υποσχεθώ ότι θα μάθαινα να παίζω πιάνο οπωσδήποτε, για να μην πληρώνουν τζάμπα. Εγώ δεν καταλαβαίνω τι θα πει ‘πληρώνω τζάμπα’, αλλά έτσι κι αλλιώς εγώ δεν πρόκειται να πληρώσω τίποτα κι έτσι τους το υποσχέθηκα. Μετά από μια βδομάδα φάνηκαν τρεις άνθρωποι στη σκάλα που κουβαλούσαν ένα πολύ μεγάλο μαύρο κουτί πολύ βαρύ που ήταν πιάνο. Το ανέβαζαν με δυσκολία και αργά από τις σκάλες μέχρι που πήγε κι ο μπαμπάς μου να τους βοηθήσει για να το πάνε πιο γρήγορα και να μη χάσουν τη μέρα τους στα σκαλοπάτια μας. Τότε στη στροφή της σκάλας ήταν που ο μπαμπάς μου τους βοήθησε τόσο πολύ που έσπασαν δυο μάρμαρα από τα σκαλοπάτια μας και όλο το μάρμαρο της κουπαστής. Αλλά κι ένα πεντάλ του πιάνου βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια του μπαμπά μου που δεν ήξερε πού να το βάλει. Οι τρεις άνθρωποι τον κοίταξαν άγρια και του είπαν να το αφήσει κάτω και θα το φτιάξουν αυτοί μετά, το μάρμαρο όμως θα έπρεπε να το πληρώσει μόνος του. Και να κάτσει κάπου και να μην τους βοηθήσει άλλο. Ο μπαμπάς μου όμως τους λυπήθηκε να το σηκώνουν μόνοι τους το μεγάλο μαύρο κουτί πιάνο και τους βοήθησε να σπάσουν λίγο την καλή μας εξώπορτα, ένα τραπεζάκι στο χωλ, δυο καλά μεγάλα κρυστάλλινα βάζα της μαμάς μου και κάτι άλλα μικροπράγματα που σπάσανε αμέσως μόλις έπεσαν στα πλακάκια μας. Αυτά τα είπε ο μπαμπάς μου δεν πειράζει, αναλώσιμα. Τον τοίχο όμως που του άνοιξε μια τρύπα να! και δυο πλακάκια που έσπασαν όταν δεν πρόλαβε να πιάσει το πιάνο και του έπεσε δεν τα είπε αναλώσιμα. Έτσι ωραία εγκαταστήσαμε το πιάνο στο σπίτι μας κι οι τρεις άνθρωποι έφυγαν τρέχοντας από το σπίτι μας φωνάζοντας καλορίζικο.
Η μουσική ξημερώνει τα ήθη. Και το πιάνο τα ξημερώνει. Γιατί τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε, αλλά ξημερωθήκαμε δίπλα στην πόρτα που δεν έκλεινε και φοβόμαστε μην μπουν κλέφτες μέσα και μας σκοτώσουνε και μας γδύσουνε. Αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο ξημερώθηκαν και τα ήθη της μαμάς μου που ήταν πολύ τσαντισμένη και με το πιάνο και με τον μπαμπά μου. Μόνο με μένα ήταν εντάξει κι έλεγε συνέχεια πως είχα δίκιο, καλύτερα ντραμς, καλύτερα ντραμς.