Thursday, September 05, 2013

Τα τραίνα δεν σφυρίζουν στην αρχαιότερη πόλη

 «Πολλές φορές τις νύχτες αργά, ίσως στις δύο παρά τέταρτο, κι αν έχει καθυστέρηση ακόμη και στις δυόμισι, μέσα στη σιγαλιά που μεγεθύνει ήχους και βουητά, απορροφημένος καθώς βρίσκομαι σε στίχους του Αισχύλου ή και του Κακναβάτου, ακούγεται ο μακρινός και γνώριμος αχός, το γνώριμο το σφύριγμα. Είναι το τρένο που περνά, το τρένο των δύο παρά τέταρτο ή και των δυόμισι, αν έχει καθυστέρηση. Για μια στιγμή τότε βρίσκομαι -για μια μόνο στιγμή και φευγαλέα- μες στ’ άδεια του κι ολόφωτα βαγόνια (γιατί άδεια πρέπει να ’ναι! Ποιος τέτοιαν ώρα να πηγαίνει στην Τρίπολη ή και στην Καλαμάτα;). Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στην απουσία του κόσμου, του επιβατικού κοινού που άλλοτε καθόταν στις, άδειες τώρα, θέσεις με τα μπαγάζια του, τους μπόγους και τους σάκους, στους νυσταγμένους στρατιώτες που επιστρέφουν απ’ την άδεια, στις γριές με το τσεμπέρι, στα χαραγμένα πρόσωπα αλλά και στους μετανάστες που γυρίζουν την Ελλάδα για ξεροκόμματα δουλειάς. Τα τρένα τα δικά μας δεν έχουν κουστουμιές, γραβάτες κι εφημερίδες πρωινές, δεν έχουν νέους με κινητά και μπαρ και καφετέριες. Έχουνε πέτρινους σταθμούς με δυο δεντράκια απ’ έξω, έχουνε ποίηση πολλή και πόνο πολύ ανθρώπινο. Έχουν και τη φτωχολογιά που την πηγαινοφέρνουν, όταν δεν τρέχουν άδεια.
Τότε πια κλείνω τα βιβλία μου και πάω να βρω τον ύπνο. Λίγο πριν κοιμηθώ περνούν ολόφωτοι απ’ τη σκέψη μου οι «Πέρσες» κι οι στίχοι του άλλου ποιητή, του Έκτορα του Κακναβάτου, ανάκατοι όλοι μέσα στο ίδιο το βαγόνι του φωτισμένου τρένου».
Κάτι τέτοια ποιητικά έγραφα μια χειμωνιάτικη νύχτα αρκετά χρόνια πριν, ακούγοντας το τρένο να περνά και να σφυρίζει. Μετά τίποτα. Για τέσσερα χρόνια οι γραμμές επισκευάζονταν. Δεν ξέρω πόσα χρήματα σπαταλήθηκαν αδίκως. Και τα τρένα, αφού ξαναζωντάνεψαν για λίγο, έσβησαν ολοσχερώς σαν κεριά στο ξεροβόρι.
Και πήρα τη φωτογραφική μου μηχανή και τράβηξα φωτογραφίες των σταθμών. Μετά από λίγο καιρό θα ερειπωθούν κι αυτοί εγκαταλειμμένοι στα περιθώρια των προϋπολογισμών και άλλων συγκυριών και μεθοδεύσεων.
Γι’ αυτό ένιωσα έκπληξη όταν το Σάββατο το μεσημέρι άκουσα το γνωστό σφύριγμα. Σταμάτησα ενεός μπροστά στις κατεβασμένες μπάρες. Για μια στιγμή ταξίδεψα κι εγώ στο παρελθόν, μαζί με την αμαξοστοιχία που περνούσε αργά και περήφανα μπροστά μου γεμάτη τουρίστες που απαθανάτιζαν στις ακριβές τους κάμερες το ταξίδι. Μετά το Άργος με τ' αρχαία του οι Μύλλοι του 1821 και η Ανδρίτσα και ο Αχλαδόκαμπος με τις αμέτρητες ελιές και τη μακριά γέφυρα, που ανατινάχθηκε στον πόλεμο από τους Γερμανούς και όλοι πια τούτοι οι τόποι ενταγμένοι στον Καλλικράτειο Δήμο Άργους - Μυκηνών.  Ντάκα ντούκα, ντάκα ντούκα! Πριν την Τριπολιτσά, το κέντρο του Μοριά, κάποιες μικρές σήραγγες, ίσα-ίσα για να καθρεπτίζεται το πρόσωπό μας στα τζάμια, να ενώνεται το βλέμμα μας με το δικό μας ! 
Ας είναι. Ας είναι και για μια φορά το μήνα, για τους πολυπόθητους τουρίστες. Και για να έχουν κάποιο νόημα οι σιδηροτροχιές, οι χορταριασμένοι πέτρινοι σταθμοί και οι αφύλαχτές τους διαβάσεις.

Κι εμείς να έχουμε πια ξεχάσει ότι με το τρένο δε μεταφέρεσαι και δε μετακινείσαι. Ταξιδεύεις!

Δημοσιεύτηκε στο protagon.gr 20-4-2013

Wednesday, September 04, 2013

Το κρυφτό στην αρχαιότερη πόλη

- Πίσω από την γκρεμισμένη οικία του Μακρυγιάννη; Tου στρατηγού, ντε, που έμενε στο Άργος.
      Κρύβονται; Μα δε θα ’πρεπε τόσα χρόνια τώρα ν’ ακούσω ένα «Βγαίνω»; Κάποιος απ’ όλους, δηλαδή, να τελειώσει το μέτρημα και γυρίζοντας το κεφάλι από τον τοίχο  να δηλώσει την παρουσία του; Να βγει μπροστά μας; Κρύβονται ακόμη; Ή μήπως δεν υπάρχουν;
Για πνευματικούς ανθρώπους μιλώ…
- Ρε, μπας και βρίσκονται στην αυλή της οικίας Γόρδωνος, του φιλέλληνος, που στεγάζεται η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή;
       Για τους «πνευματικούς ταγούς» μιλώ, που σε δύσκολες στιγμές δίνουν το στίγμα της πορείας, αναλύουν αυτά που συμβαίνουν κι αποτολμούν προβλέψεις, διατυπώνουν προτάσεις, προτείνουν λύσεις. Γι’ αυτούς που τα πενήντα τελευταία χρόνια απουσιάζουν από την πόλη μας. 
- Ψάξατε, μήπως, στους στρατώνες του Καποδίστρια, εκείνους που θέλαν να τους  γκρεμίσουν και μετά τους χτίζαν σαράντα χρόνια, και που ΘΑ στεγάσουν το νέο Βυζαντινό μουσείο της πόλης;
      Ψίθυροι μόνο. Ησυχία στην πόλη. Δεν είναι η ησυχία πριν την καταιγίδα, όχι! Είναι η ησυχία της απουσίας. Της έλλειψης. Της φτώχειας. Ενώ, π.χ., του χρόνου έχουμε εκλογές, δεν έχει φανεί κανείς στο προσκήνιο –πέραν από τον νυν δήμαρχο- να δηλώσει «παρών», να υποσχεθεί ότι θα πάρει επάνω του το βαρύ φορτίο, να μας διαβεβαιώσει ότι θα το κουβαλήσει αυτός παραπέρα.
- Δεν μπορεί, στην οικία Καλλέργη, στο Αρχαιολογικό μουσείο του Άργους θα είναι … Τίποτα; Είσαι σίγουρος;
       Υπάρχουν, βέβαια, εκτός από το δήμαρχο και οι άλλοι, οι γνωστοί, οι ηττημένοι των περασμένων αναμετρήσεων. Μα αυτοί,  μπερδεύουν σκοπιμότητες, κόμματα και ματαιοδοξίες. Καταπίνουν τη φωνή τους, τους βαραίνει το παρελθόν, τους φοβίζει το μέλλον.
- Μήπως, στο Κριτήριο, βορειότερα του Αρχαίου Θεάτρου, εκεί που ο Δαναός δίκασε τη θυγατέρα του Υπερμήστρα; Ούτε εκεί;
      Μα αυτοί δεν είναι οι πνευματικοί άνθρωποι, θα πείτε. Ναι, όμως δεν παρουσιάστηκε κανείς άλλος, ούτε στα τοπικά κανάλια, ας πούμε, που να κάνει αίσθηση, να δώσει μια ελπίδα. Δεν εμφανίστηκε ούτε ένα έντυπο της προκοπής που να αμφισβητεί, να ψάχνει και να ψάχνεται, να δείχνει έναν δρόμο, να παρουσιάζει και να καλλιεργεί μια αισθητική άποψη, οτιδήποτε. Υψηλή αισθητική, σίγουρα, προσφέρει η εφημερίδα που κυκλοφόρησε η νεολαία της παράταξης του δημάρχου. Τα πρωτοσέλιδά της: «Επιτέλους: βρέθηκε δήμαρχος – ηγέτης» και «Ψήφος εμπιστοσύνης στο δήμαρχο – Αλλάζει ο τόπος μας». Μάλιστα!
- Τι θα γίνει τελοσπάντων, κρύβονται; Μα ούτε στην Αρχαία Αγορά, απέναντι από το λαξευτό, πανώριο Αρχαίο Θέατρο των 20.000 θεατών;
       Ούτε στην Αρχαία Αγορά. Ούτε στη νέα Αγορά. Κρύβονται, λοιπόν, οι πνευματικοί άνθρωποι; Ή δεν υπάρχουν; Και όμως, εγώ, οπαδάκιας της ζωής, είμαι βέβαιος: Θα βγουν από τα κρησφύγετα και τις κρυψώνες.


Γιατί αν δεν ακουστεί αυτό το πολυπόθητο «Βγαίνω», πώς θα έρθει κάποτε με αναπότρεπτο τρόπο το «φτου, ξελευτερία»;


Πρώτη δημοσίευση: protagon.gr 6-04-2013

Η τυφλόμυγα στην αρχαιότερη πόλη

Το Άργος της Πελοποννήσου. Όχι το Ορεστικόν. Της Πελοποννήσου. Αυτό που συναντούσες κάποτε στο δρόμο από Αθήνα για Τρίπολη, Σπάρτη ή Καλαμάτα. Έπεφτες πάνω του και τα Σαββατοκύριακα, όταν κατέβαινες για διήμερο στο Ναύπλιο. Τώρα δεν το βλέπεις πια. Έχουν γίνει παρακαμπτήριοι. Ο ένας παίρνει την ευθεία από Κόρινθο για Τρίπολη κι όλη τη νότια Πελοπόννησο. Ο άλλος στρίβει λίγο μετά τις Μυκήνες για το Ναύπλιο. Το Άργος της Πελοποννήσου, το Άργος της απομόνωσης δεν είναι πουθενά. Υπήρχε στα αρχαία χρόνια, βέβαια. Μια πινακίδα με το που μπαίνεις, αν χάσεις δηλαδή το δρόμο σου και βρεθείς εδώ τυχαία, σε πληροφορεί ότι βρίσκεσαι στην αρχαιότερη πόλη. Αναρωτιέσαι: Της Ελλάδας; Της Ευρώπης; Του κόσμου ολόκληρου; Γρήγορα ανακαλύπτεις ότι η αρχαιότερη πόλη ορίζεται από τα νεκροταφεία της: Ο Άγιος Νικόλαος αριστερά σου όταν έρχεσαι από Κόρινθο, η Παναγία δεξιά σου όταν βγαίνεις για Τρίπολη κι ο Άγιος Βασίλειος όταν φεύγεις πια στο δρόμο για Ναύπλιο. Τρεις δρόμους έχει η πόλη, με τους νεκρούς της να σου υπενθυμίζουν μακάβρια ότι η ζωή είναι σύντομη κι ο ήλιος λίγες μόνο ώρες απέχει από το σκότος. Και, φυσικά, όπου σκάψεις στην πόλη, τάφους θα βρεις. Οι νεκροί πουθενά αλλού δεν είναι τόσο ζωντανοί όσο εδώ.
Το Άργος της απομόνωσης. Περικυκλωμένο από την πεδιάδα και τις πορτοκαλιές του. Περικυκλωμένο από το παρελθόν του, απώτατο και πρόσφατο. Κι από ένα μέλλον που απαιτεί. Αλλά με ένα παρόν ανύπαρκτο που δεκαετίες τώρα επαιτεί. Επαιτεί για ένα σχέδιο πόλης. Για ένα πνευματικό κέντρο. Για μια αίθουσα συνεδριάσεων. Για μια αίθουσα θεάτρου. Με ένα παρόν που μοιράζεται στον Διομήδη, την ομάδα του χάντμπολ, στον δήμαρχό του, τον Μεγαλέξαντρο τον νεότερο… και στην κρίση. Κι ο δήμαρχος προσπαθεί να την νικήσει πληροφορώντας το πανελλήνιον αυτό που γράφει ο παππούς Ηρόδοτος 25 αιώνες πριν: Ότι προπάππος του προπάππου του προπάππου… και αυτού έβδομος προπάππος ο Περδίκκας Τημενίδης, Αργείας καταγωγής και προελεύσεως. Αυτοί ξεκίνησαν τη δυναστεία των Μακεδόνων. Άρα, κι ο Μέγας δικός μας κι από δω ήταν… Ιδού, λοιπόν, πώς κερδίζεται η κρίση. Με ξόρκια και με ρητορείες. «Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες, σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;»
Το Άργος, ως επαρχία της απομόνωσης συνεχίζει την πορεία του, έστω κι αν μετά τα σύνορα με τις πορτοκαλιές γίνονται πολλά. Εξάλλου, βαρεθήκαμε το "όταν θα πεις πορτοκάλι, βγαίνω". Εμείς, εδώ, μαζί του, σαν πείσμονα, πρεσβυωπικά γερόντια, που λέει κι ο Αργύρης Χιόνης, που τα πράγματα τα κοντινά δεν διακρίνουν. Εδώ, εμείς, γύρω απ'την πλατεία του Αγίου Πέτρου, νέο παιχνίδι, σκοντάφτουμε, τρεκλίζουμε, σαν την τυφλόμυγα προσπαθούμε να βρούμε πού βρισκόμαστε. «Το σήμερα μαντίλι γύρω απ’ τα μάτια μας δεμένο».

Πρώτη Δημοσίευση: protagon.gr 27-3-2013

Wednesday, February 20, 2013

Amen


Το συμβάν κατά τη διάρκεια του καθημερινού μου περιπάτου. Επαληθεύτηκε για άλλη μια φορά ότι όλα έρχονται ξαφνικά και την πιο ακατάλληλη στιγμή. Δεν πα να έχεις προετοιμαστεί, να έχεις ξομολογηθεί, να έχεις γράψει διαθήκες και κληρονομιές, να έχεις μεταλάβει… Το μοιραίο, όταν θα έρθει, θα σε βρει ανυπεράσπιστο. Ενώ λοιπόν περπατούσα κι άκουγα στ’ ακουστικά το Amen από τον τελευταίο του Κοέν, μια λανθασμένη κίνηση, ένα απαλό σκούντημα της μοίρας κι έπεσε μπροστά στα πόδια μου Like a Rolling Stone. Αποσπάστηκε απ’ τα ακουστικά, πήρε δυο τούμπες και σωριάστηκε μπρούμητα. Η χαρά μου, η μισή μου ζωή έμεινε εκεί ακίνητη, στα πόδια μου. Ποιον να φωνάξω για βοήθεια και τι να πω; Τρομοκρατημένος γονάτισα και το σήκωσα με προσοχή. Το περιεργάστηκα απ’ όλες τις μεριές, ενώ από τη σκέψη μου περνούσαν όλες οι ευτυχισμένες μέρες. Τι παιχνίδια, τι ανέκδοτα και γέλια, τι συνομιλίες και chat… Ευτυχώς δε φάνηκε κανένα κάταγμα, καμιά ρωγμή. Τουλάχιστον εξωτερικά ήμασταν εντάξει. Με χέρια που έτρεμαν, το ακροάστηκα. Λες το Amen να ήταν σημαδιακό; Μόνο ο χτύπος της δικής μου καρδιάς έφτανε στ’ αυτιά μου μέσω των ακουστικών. Stay by me, μου ήρθε ξαφνικά ο Λένον να το τραγουδάει και Too Old to Rockn Roll, Too Young to Die ο Άντερσον και Dont l Leave Me Now ο Ουότερς. Καμιά ανταπόκριση όμως. Παρέμενε βουβό. I Want You. Αν ήμασταν στην εντατική, η πράσινη γραμμή στο μόνιτορ θα πιστοποιούσε το απευκταίο. Κατέφυγα σε τεχνητή αναπνοή, το πίεσα επανειλημμένα στο στήθος, το χάιδεψα στην οθόνη μπας και το ζεστάνω… τίποτα δεν απέδωσε. Ίσως θα έπρεπε να ανοιχτεί, να χειρουργηθεί, κάποια εσωτερική αιμορραγία, να προλάβω, Oh My Sweet Lord, κάνε το θαύμα σου. Μήπως θα έπρεπε να το αποσυνδέσω, για λίγα λεπτά με εξωσωματική λειτουργία να το διατηρήσω σβηστό και να το επαναφέρω, κωδικούς και τέτοια; Αυτό έκανα. Code Accepted. Χαράς ευαγγέλια. Total Recall. Oh, My Love, θα σ’ αγαπώ, θα σε προσέχω, θα σε φροντίζω, θα σε φορτίζω. Επανήλθε η ανάσα κι η ζωή μου, δε χάθηκε τίποτα, όλα στη θέση τους. Άσε που έπιασε και το Amen εκεί ακριβώς που το είχε αφήσει.

Thursday, August 16, 2012

Το παραμύθι της Όλγας


Μια φορά κι έναν καιρό στο κτήμα του Ζαχαρία ανάμεσα στις κοτούλες, τις πάπιες, το γαϊδουράκι, τα γαλιά και τα κουνελάκια, ζούσε κι ο κυρ Πρόβατος. Ωραίος και αρχοντικός περνούσε όλη του τη μέρα μασουλώντας, καταπίνοντας και μηρυκάζοντας. Του έφερνε κι ο Ζαχαρίας καθημερινά –μια και του είχε ιδιαίτερη αδυναμία- φύλλα, χόρτα κι ό,τι άλλο εύρισκε, βόσκαγε κι αυτός τα πάντα γύρω του και περνούσε ζάχαρη κάνοντάς την ταράτσα. Μασουλώντας, καταπίνοντας και μηρυκάζοντας. 
Ώσπου ένα απογευματάκι, εκεί που μηρύκαζε την τροφή του, να ’σου ξεπροβάλλει μέσα από το στόμα του ένας σαλίγκαρος. Και δεν ήταν μόνος του. Κουβαλούσε και την οργή του. Του έλεγε του κυρ Πρόβατου, του έλεγε μέχρι που τον έκανε βαπόρι.
-        Δεν ντρέπεσαι, ολόκληρο ζωντανό και να είσαι απρόσεκτος. Θα σε μηνύσω.
-        Α πάγαινε, ρε, απάντησε ο κυρ Πρόβατος που δεν ίδρωνε το αυτί του από τέτοια. Α, πάγαινε μη σου πω και χειρότερα…
-        Πρόσεξε, θα σε μηνύσω, κραύγαζε λάβρος ο σαλίγκαρος.
-        Θα μου κάνεις τα τρία δύο, ρε, ακούς; Χαμένο κορμί.
-        Θα σε μηνύσω για απόπειρα ανθρωποκτονίας, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, σωματική βλάβη… και εξύβριση… Για να μάθεις.
Τα σκέφτηκε καλύτερα ο κυρ Πρόβατος, τα έφερε από δω, τα έφερε από κει, κατάλαβε ότι με τον τσαμπουκά μπορεί να βγει χαμένος μ’ αυτόν που έμπλεξε. Τον κοίταξε καλύτερα, έγειρε το κεφάλι του από τη μια μεριά, χαμογέλασε και:
-        Έλα, ρε! Δεν αξίζει να χαλάμε τις καρδιές μας. Τι έχουμε να χωρίσουμε; Ένα λάθος έκανα, ε! συγχώρα με.
-        Ας πάει στο καλό, κυρ Πρόβατέ μου. Έχεις δίκιο, δεν αξίζει.
Κι από τότε γίναν οι καλύτεροι φίλοι. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κι ο κυρ-Πρόβατος συνέχισε να μασουλάει, να καταπίνει και να μηρυκάζει συνεχώς. Κι ο σαλίγκαρος έζησε ειρηνικά δίπλα του κι έκανε του κόσμου τους απογόνους, πήρε κι ο Ζαχαρίας την επιδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για καλλιέργεια σαλιγκαριών.

Monday, July 02, 2012

Η Βίκυ



Στέκονταν στις δύο άκρες της λαϊκής αγοράς Τετάρτη πρωί κρατώντας στα χέρια τους σαν ανθοδέσμη από ένα μάτσο σπαράγγια. Τις είδε με την άκρη του ματιού της. Τη Βίκυ και την αδερφούλα της, τη μικρότερη. Η Βίκυ, μαθήτριά της στην Τετάρτη του δημοτικού σχολείου. Η καλύτερη μαθήτρια της τάξης, επιμελής και άριστος χαρακτήρας, που λένε και οι δάσκαλοι. Περίεργο που σήμερα απουσίαζε από το σχολείο. Παρατήρησε, όμως, πως μόλις εμφανίστηκε εκείνη στη λαϊκή, εξαφανίστηκε η Βίκυ. Δεν ήθελε να την συναντήσει και το έβαλε στα πόδια. Να έχει κάνει κοπάνα το απέκλειε εντελώς. Ούτε της ηλικίας ούτε και του χαρακτήρα της ήταν κάτι τέτοιο. Μα γνώριζε πού βρισκόταν ο πάγκος των γονιών της. Θα πήγαινε και θα έλυνε το μυστήριο. Βέβαια, η ίδια η δασκάλα δε θα έλεγε κουβέντα. Αν της έλεγε η μητέρα των κοριτσιών πάει καλά…
Καλώς την ντασκάλα. Έλα, πάρε λίγα σπαράγγια, σήμερα έκουμε πολλά. Ναι, θα πάρω, βάλε μου μερικά.
Δεν ήθελε σπαράγγια, δεν τα έτρωγαν, αλλά τι να έκανε; Μόνο αυτά είχε ο φτωχικός πάγκος. Πώς θα δικαιολογούσε την παρουσία της;
Έφερα και τη Βίκυ σήμερα εντώ το κορίτσι βοηθήσει. Πολλές ανάγκες, ντασκάλα κι εμείς δεν μπορούμε μόνοι μας.  Α, δεν πήγε σήμερα σχολείο; Όκι, ντεν πήγκε. Αλλά θα τα ντιαβάσει, όλα θα τα ντιαβάσει το απόγεμα. Μην την κρατάς μακριά από το σχολείο, σου το έχω πει κι άλλη φορά, είναι η καλύτερη μαθήτρια. Είναι κρίμα να χάνει τα μαθήματά της. Το ξέριω, της αρέσουν, αλλά οι ανάγκες… χέρια θέλουμε. Σε ντριάπηκε κι έβαλε στα πόδια μην τη διείς. Άμα κάτσεις λίγο θα την διείς, θα έρθει. Δεν πειράζει, δώσε της χαιρετίσματα και πες της πως κι εγώ σήμερα δεν πήγα σχολείο. Έχω να πάω σε γιατρό για εξετάσεις. Όμως αύριο να την στείλεις, έτσι; Ναι, ναι ντασκάλα, τη στείλω αύριο σχολείο…
Πήρε στα σπαράγγια κι έφυγε σε άλλο πάγκο να συμπληρώσει τα ψώνια της. Με την άκρη του ματιού της πάλι είδε τη Βίκυ να φτάνει προσεκτικά πίσω από τη μάνα της και να κρύβεται στα πλατιά της φουστάνια. 

Saturday, May 19, 2012

Κακοφωνίες


Κάποιοι, λέει, θυσίαζαν ένα βόδι σ’ ένα χωράφι. Κάλεσαν, λοιπόν, και τους γείτονές τους στην ευωχία. Ανάμεσά τους ήταν και μια φτωχιά γυναίκα που έφερε μαζί και το παιδί της. Ε, φαγητό υπήρχε, γυάλιζε και το ματάκι του παιδιού για κρέας, το πήρε κοντά να λαδώσει τ' άντερό του. Καθώς όμως συνεχιζόταν το φαγοπότι και το παιδί έτρωγε ασυναίσθητα, φούσκωσε από τα σπλάχνα κι από το κρασί που έπινε κι ήρθε μετά από λίγο η κοιλιά του και πρήστηκε και το πονούσε. Τότε γύρισε στη μάνα του και της είπε: «Ωχ μάνα, θα ξεράσω τα σπλάχνα». Κι αυτή του απάντησε: «Όχι τα δικά σου, παιδί μου, αλλά μονάχα εκείνα που περιδρόμιασες».
Ο μύθος ταιριάζει σε άνθρωπο χρεοφειλέτη, που ενώ παίρνει πρόθυμα τα ξένα, όταν πρέπει να τα επιστρέψει, στενοχωριέται τόσο, λες και δίνει τα δικά του.
Βέβαια, τέτοιες ιστορίες λέγαν οι παλιοί και γελούσαν και, αραιά και πού, διδάσκονταν απ’ αυτές. Σήμερα, όσα και να λέμε, δε μαθαίνουμε. Και τώρα τελευταία μας έχει κοπεί και το γέλιο. Έτσι, αφήνουμε τις ιστορίες και τους μύθους για άλλους καιρούς, αφήνουμε και τον παππού τον Αίσωπο στην ησυχία του.
Άλλωστε τ’ όνομά του δεν ταιριάζει. Κάνουν και τρομερή κακοφωνία αυτά τα δυο. Αίσωπος-Τσίπρας, εννοώ.