Για μια λέξη θα σας μιλήσω σήμερα. Μια λέξη που τη μαθαίναμε στο σχολείο, λέξη της παλιάς μας γλώσσας, της αρχαίας ελληνικής, που όμως, όπως και πολλές, πάρα πολλές άλλες, τη χρησιμοποιούμε και σήμερα. Τη λέξη τη μαθαίναμε στην αρχαία τραγωδία, στην εισαγωγή της τραγωδίας. Πρόκειται για την τελευταία λέξη του πασίγνωστου αριστοτελικού ορισμού της τραγωδίας. Κάθαρση. Την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν, παπαγαλίζαμε τότε. Και προσπαθούσαν οι δάσκαλοί μας να μας εξηγήσουν: όταν λέμε κάθαρση, στην τραγωδία πάντοτε, τόνιζαν οι καημένοι φοβισμένοι, εννοούμε τη λύτρωση από τη συναισθηματική ένταση που προκαλεί η τραγωδία, ο εξαγνισμός των συναισθημάτων που προκαλεί, μέσα από την τελική του έκβαση το τραγικό έργο. Δυστυχώς τότε δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε στο βάθος της την έννοια αυτής της λέξης μια και ποτέ δεν τελειώναμε ένα έργο, πάντοτε το αφήναμε ημιτελές, χωρίς να περάσουμε από όλες τις καταστάσεις του τραγικού ήρωα, ώστε να μας μείνει στο τέλος το ζητούμενο της λέξης: η κάθαρση, ο εξαγνισμός που προκαλείται κλπ. κλπ. Λίγο αργότερα την ξαναβρήκαμε αυτή τη λέξη, το 1974, όταν μετά την αντιπολίτευση προχωρούσαμε, εμείς οι φοιτητές σε κάθαρση των πανεπιστημίων από τους λειτουργούς τους που είχαν συνεργαστεί με τη χούντα. Αποχουντοποίηση, το λέγαμε, και κάθαρση, το ίδιο πράγμα. Φύγαν αρκετοί τότε, αργότερα φύγαμε εμείς κι αυτοί επανήλθαν. Πάλι μισή είχε μείνει η κάθαρση, πάλι δεν την καταλάβαμε. Αφού τον είχαμε καθαρίσει τον πανεπιστημιακό χώρο, πώς αυτοί επανήλθαν; Άσε που μερικοί είχαν και φιλοσοφικά και οντολογικά ερωτήματα: Μήπως ήταν κάθαρση τελικά για το χώρο το γεγονός ότι φύγαμε εμείς; Μήπως εμείς ήμασταν το μίασμα, εμείς βρομίζαμε το πανεπιστήμιο, μήπως τώρα που αποφοιτήσαμε εμείς, αυτή η γενιά τέλος πάντων, η δική μας, μήπως τώρα μπορούν να περηφανεύονται τα ιδρύματα για την καθαριότητά τους; Κάτι τέτοια ερωτήματα που οδηγούσαν σε μια ομφαλοσκόπηση και σε μια μοιρολατρία. Πάλι όμως το νόημα της λέξης δεν το πιάσαμε, ή δεν το έπιασα, για να μιλήσω για τον εαυτό μου.
Περνώντας τα χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω πολλές φορές τη λέξη και μάλιστα από στόματα επισήμων. Κάθαρση από δω, κάθαρση από κει, τα είχα χαμένα. Καλά, τόσο βρόμικη είναι η χώρα μου, αναρωτιόμουν, που χρειάζεται κάθαρση σε τέτοιο βαθμό; Τόσο συχνά; Σε τόσο βάθος; Κάθαρση στην κρατική μηχανή από μη υγιή στοιχεία που κατά κάποιον τρόπο είχαν παρεισφρήσει, κάθαρση από ανέντιμους λειτουργούς που πάνω από το δημόσιο συμφέρον τοποθετούσαν το ιδιωτικό, το δικό τους, το προσωπικό, που χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για να πλουτίσουν, που εκμεταλλεύονταν τον κοσμάκη, του έπαιρναν τα χρήματα ή την ψήφο και τον εγκατέλειπαν στη μοίρα του. Κάθαρση στους γιατρούς που χρηματίζονταν, κάθαρση στο στράτευμα από χουντικά στοιχεία, κάθαρση, κάθαρση, κάθαρση. Και τώρα πάλι, αυτή την εξαιρετικά δύσκολη ώρα, η λέξη ξανάρχεται στο νου, τώρα που δεν πάει παρακάτω το πράγμα, που βλέπω γύρω μου πλούσιους πολίτες και κράτος χρεωκοπημένο, τώρα η λέξη κουδουνίζει μέσα μου, αλλά κανείς πια δεν τη θυμάται. Ίσως και να την θυμούνται, αλλά προς τι να την πιπιλίσουν πάλι; Κανείς δε θα τους πιστέψει. Κάθαρση; Από τι και από ποιους;
Συχνά σκέφτομαι πως θα έπρεπε να ήμασταν κανονικά ένα τεράστιο, αυτόματο καθαριστήριο, για να προλάβουμε τόσες καθάρσεις. Ή να ήμασταν, λέει, οι περισσότεροι καθαρίστριες και καθαριστές, συνεργεία με σκούπες και σφουγγαρίστρες, και άλλα συνεργεία μετά με μπατανόβουρτσες για να περνάμε από πάνω ασβέστη, να μην ξαναπιάσει η λέρα.
Δεν ήμασταν όμως και τα μιάσματα παρέμειναν. Κι όχι μόνο έμειναν, αλλά συνεχώς ξεφύτρωναν κι άλλα. Εδώ χρειάζεται επαγγελματίας, κάτοχος των παλιών μεθόδων του εξαγνισμού, με θειάφι και φωτιά και μετά με μπόλικο νερό θαλασσινό, να περάσουμε από σαράντα κύματα τα εξαγνισμένα μέρη του δημόσιου βίου για να καθαριστούν μια και καλή. Και επειδή ο Επιμενίδης από την Κρήτη δε ζει πια για να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και με τους παλιούς, καλούς τρόπους, να εξαγνίσει τα πάντα, περιμένουμε από τους δημόσιους λειτουργούς που απέμειναν έντιμοι και που τηρούν τον όρκο τους να πάρουν αυτοί στα χέρια τους τις σκούπες και τις μπατανόβουρτσες ή τα μαχαίρια και να καθαρίσουν την κατάσταση που όζει, που ζέχνει δηλαδή.
Όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί, εκείνα τα παιδιά που παπαγάλιζαν στα σχολειά τους σε πιο δύσκολες εποχές κι έχοντας μπροστά τους δασκάλους φοβισμένους κι επιτρόπους που τους κοιτούσαν σκοτεινά, οφείλουμε να τα κάνουμε κάποτε να καταλάβουν κάποτε τη σημασία της λέξης κάθαρση.
No comments:
Post a Comment