Thursday, August 16, 2012

Το παραμύθι της Όλγας


Μια φορά κι έναν καιρό στο κτήμα του Ζαχαρία ανάμεσα στις κοτούλες, τις πάπιες, το γαϊδουράκι, τα γαλιά και τα κουνελάκια, ζούσε κι ο κυρ Πρόβατος. Ωραίος και αρχοντικός περνούσε όλη του τη μέρα μασουλώντας, καταπίνοντας και μηρυκάζοντας. Του έφερνε κι ο Ζαχαρίας καθημερινά –μια και του είχε ιδιαίτερη αδυναμία- φύλλα, χόρτα κι ό,τι άλλο εύρισκε, βόσκαγε κι αυτός τα πάντα γύρω του και περνούσε ζάχαρη κάνοντάς την ταράτσα. Μασουλώντας, καταπίνοντας και μηρυκάζοντας. 
Ώσπου ένα απογευματάκι, εκεί που μηρύκαζε την τροφή του, να ’σου ξεπροβάλλει μέσα από το στόμα του ένας σαλίγκαρος. Και δεν ήταν μόνος του. Κουβαλούσε και την οργή του. Του έλεγε του κυρ Πρόβατου, του έλεγε μέχρι που τον έκανε βαπόρι.
-        Δεν ντρέπεσαι, ολόκληρο ζωντανό και να είσαι απρόσεκτος. Θα σε μηνύσω.
-        Α πάγαινε, ρε, απάντησε ο κυρ Πρόβατος που δεν ίδρωνε το αυτί του από τέτοια. Α, πάγαινε μη σου πω και χειρότερα…
-        Πρόσεξε, θα σε μηνύσω, κραύγαζε λάβρος ο σαλίγκαρος.
-        Θα μου κάνεις τα τρία δύο, ρε, ακούς; Χαμένο κορμί.
-        Θα σε μηνύσω για απόπειρα ανθρωποκτονίας, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, σωματική βλάβη… και εξύβριση… Για να μάθεις.
Τα σκέφτηκε καλύτερα ο κυρ Πρόβατος, τα έφερε από δω, τα έφερε από κει, κατάλαβε ότι με τον τσαμπουκά μπορεί να βγει χαμένος μ’ αυτόν που έμπλεξε. Τον κοίταξε καλύτερα, έγειρε το κεφάλι του από τη μια μεριά, χαμογέλασε και:
-        Έλα, ρε! Δεν αξίζει να χαλάμε τις καρδιές μας. Τι έχουμε να χωρίσουμε; Ένα λάθος έκανα, ε! συγχώρα με.
-        Ας πάει στο καλό, κυρ Πρόβατέ μου. Έχεις δίκιο, δεν αξίζει.
Κι από τότε γίναν οι καλύτεροι φίλοι. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κι ο κυρ-Πρόβατος συνέχισε να μασουλάει, να καταπίνει και να μηρυκάζει συνεχώς. Κι ο σαλίγκαρος έζησε ειρηνικά δίπλα του κι έκανε του κόσμου τους απογόνους, πήρε κι ο Ζαχαρίας την επιδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για καλλιέργεια σαλιγκαριών.