Monday, July 02, 2012

Η Βίκυ



Στέκονταν στις δύο άκρες της λαϊκής αγοράς Τετάρτη πρωί κρατώντας στα χέρια τους σαν ανθοδέσμη από ένα μάτσο σπαράγγια. Τις είδε με την άκρη του ματιού της. Τη Βίκυ και την αδερφούλα της, τη μικρότερη. Η Βίκυ, μαθήτριά της στην Τετάρτη του δημοτικού σχολείου. Η καλύτερη μαθήτρια της τάξης, επιμελής και άριστος χαρακτήρας, που λένε και οι δάσκαλοι. Περίεργο που σήμερα απουσίαζε από το σχολείο. Παρατήρησε, όμως, πως μόλις εμφανίστηκε εκείνη στη λαϊκή, εξαφανίστηκε η Βίκυ. Δεν ήθελε να την συναντήσει και το έβαλε στα πόδια. Να έχει κάνει κοπάνα το απέκλειε εντελώς. Ούτε της ηλικίας ούτε και του χαρακτήρα της ήταν κάτι τέτοιο. Μα γνώριζε πού βρισκόταν ο πάγκος των γονιών της. Θα πήγαινε και θα έλυνε το μυστήριο. Βέβαια, η ίδια η δασκάλα δε θα έλεγε κουβέντα. Αν της έλεγε η μητέρα των κοριτσιών πάει καλά…
Καλώς την ντασκάλα. Έλα, πάρε λίγα σπαράγγια, σήμερα έκουμε πολλά. Ναι, θα πάρω, βάλε μου μερικά.
Δεν ήθελε σπαράγγια, δεν τα έτρωγαν, αλλά τι να έκανε; Μόνο αυτά είχε ο φτωχικός πάγκος. Πώς θα δικαιολογούσε την παρουσία της;
Έφερα και τη Βίκυ σήμερα εντώ το κορίτσι βοηθήσει. Πολλές ανάγκες, ντασκάλα κι εμείς δεν μπορούμε μόνοι μας.  Α, δεν πήγε σήμερα σχολείο; Όκι, ντεν πήγκε. Αλλά θα τα ντιαβάσει, όλα θα τα ντιαβάσει το απόγεμα. Μην την κρατάς μακριά από το σχολείο, σου το έχω πει κι άλλη φορά, είναι η καλύτερη μαθήτρια. Είναι κρίμα να χάνει τα μαθήματά της. Το ξέριω, της αρέσουν, αλλά οι ανάγκες… χέρια θέλουμε. Σε ντριάπηκε κι έβαλε στα πόδια μην τη διείς. Άμα κάτσεις λίγο θα την διείς, θα έρθει. Δεν πειράζει, δώσε της χαιρετίσματα και πες της πως κι εγώ σήμερα δεν πήγα σχολείο. Έχω να πάω σε γιατρό για εξετάσεις. Όμως αύριο να την στείλεις, έτσι; Ναι, ναι ντασκάλα, τη στείλω αύριο σχολείο…
Πήρε στα σπαράγγια κι έφυγε σε άλλο πάγκο να συμπληρώσει τα ψώνια της. Με την άκρη του ματιού της πάλι είδε τη Βίκυ να φτάνει προσεκτικά πίσω από τη μάνα της και να κρύβεται στα πλατιά της φουστάνια.