Sunday, December 23, 2007

Όλα ωραία και μεγάλα στολισμένα

Ρίξτε μια ματιά στον κόσμο μας: σκουπίδια κι απόβλητα, κάπνα, καλώδια και άσφαλτος, ασκήμια παντού. Για λίγες μέρες όμως θα προσπαθήσουμε όλοι όλα αυτά να τα καλλωπίσουμε, να τα κρύψουμε δηλαδή. Δεν είναι μόνο κάθε προεκλογική περίοδος που δημιουργεί την υποχρέωση σε κάθε κυβερνώντα να αναλωθεί σε έργα και εργάκια για να δείξει ότι ενδιαφέρεται κι ότι μοχθεί για το κοινό καλό με επιδιορθώσεις, επικαλύψεις, ασφαλτοστρώσεις, φωταγωγήσεις και άλλα στολίσματα. Και η γιορτή των Χριστουγέννων είναι που ωθεί όλους μας να ξεχάσουμε για λίγο την ασκήμια που μας περιβάλλει. Να στολίσουμε τα σπίτια μας, το δρόμο, τις πλατείες μας, να φωταγωγήσουμε τα μέγαρα, να στολίσουμε τις βιτρίνες, να γεμίσουμε τα πάντα με διάφορα μπιχλιμπίδια. Για να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες... για να κρύψουμε για λίγο την ασκήμια μας.
Όπως και να ’ναι ο στολισμός είναι επιβεβλημένος και αναμενόμενος. Σκεπάζεται το βρώμικο, το κακό, έλκεται το μάτι κι η ψυχή μας από το στολίδι σε άλλες όψεις, πιο καθαρές. Αυτόν ακριβώς το ρόλο παίζει και το περιτύλιγμα, το αμπαλάζ, που λέμε εμείς οι νεοέλληνες. Το πιο απλό αντικείμενο παίρνει τη μορφή και την αξία του δώρου μέσα στο προσεκτικό περιτύλιγμά του, στο γυαλιστερό πολύχρωμο χαρτί, στο ατσαλάκωτο γιορταστικό κουτάκι. Ένα μικρό κερί μέσα στο περιτύλιγμά του φαντάζει πολυπόθητο δώρο.
Και δεν τυλίγουμε μόνο αντικείμενα, τα δώρα μας, τυλίγουμε και τις σχέσεις μας, τις καρδιές μας. Δίνουμε ευχές ολόψυχες σε γνωστούς και αγνώστους. Ευχόμαστε όλοι σε όλους. Ακόμη και οι πιο ξεφτίλες της νυχτερινής ζωής πολυεκατομμυριούχοι και φοροφυγάδες θα ευχηθούν για τα παιδιάκια του τρίτου κόσμου να ’χουν ψωμί, να ’χουν παιδεία, να ’χουν ελευθερία. Ακόμη κι οι πιο ξεφτίλες πολεμοκάπηλοι θα ευχηθούν ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο. Ακόμη κι οι πιο ανοχύρωτοι και έωλοι ηθικά θα ευχηθούν για έναν καλύτερο, ομορφότερο κόσμο, χωρίς εγκληματικότητα, χωρίς ναρκωτικά. Χωρίς τρομοκρατία θα έρθει κι η ευχή από τους μεγαλοτρομοκράτες των συνειδήσεων. Το περιτύλιγμα των σχέσεων, που είπαμε. Το λαμπρό ιλουστρασιόν χαρτί με τους φιόγκους που τυλίγει το δωράκι των σχέσεων και δίνεται -ημέρες γιορτών- από τον ένα στον άλλο.
Κι εμείς τη βραδιά των Χριστουγέννων, λίγο πριν κοιμηθούμε, θα σκεφτούμε τη γέννα εκείνη που συντάραξε την ανθρωπότητα. Θα προβληματιστούμε για πολλοστή φορά: «Με σε στάβλο; Γιατί γεννήθηκε εκεί; Καλά, τα ξενοδοχεία γεμάτα! Δε βρέθηκε όμως ένας χριστιανός ν’ ανοίξει την πόρτα του σε μια φτωχιά ετοιμόγεννη γυναίκα και τον άντρα της για να γεννήσουν σαν άνθρωποι! Σε φάτνη των αλόγων;» Ένα δάκρυ τότε θα κυλήσει από την άκρη του ματιού μας μπροστά στη γέννηση του φτωχού ανθρώπου, θα τζιτζιρίσει λίγο την καρδιά μας, θα την τυλίξει -αυτό το ιλλουστρασιόν δάκρυ- και θα την ετοιμάσει για δώρο στον οποιονδήποτε πάσχοντα και αναξιοπαθούντα συνάνθρωπο. Τόσο ευάλωτοι γινόμαστε. Και για τόσο λίγο.
Το επόμενο πρωί θ’ ανοίξουμε τα δώρα μας. Θα σκίσουμε το περιτύλιγμα, το χαρτί, για να βρεθούμε μπροστά στο πολυπόθητο δώρο. Στο κεράκι, στο βιβλίο, στο δερμάτινο πορτοφόλι, στο μπιχλιμπίδι. Όλα αυτά δε μας ενδιαφέρουν πια ουσιαστικά. Μας ενδιέφεραν όταν ήμασταν παιδιά, άρα αθώα, παρθένα και αγνά. Τώρα όχι πια. Τώρα μας ενδιαφέρουν όσο βρίσκονται κρυμμένα μέσα στο περιτύλιγμά τους και όσο παίζουν το ρόλο του δώρου, της άγνωστης ευχής. Όταν τα ξετυλίξουμε από το περιτύλιγμα, από το ιλουστρασιόν χαρτί, τα δώρα θα ξαναγίνουν αντικείμενα, απλά μπιχλιμπίδια χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Όταν ξετυλίξουμε και την καρδιά μας από το χτεσινό δάκρυ που τη μεταμόρφωσε για λίγο σε δώρο προς το συνάνθρωπο, θα μείνει κι αυτή γυμνή, κρύα και σκληρή, όπως ήταν πριν μέσα στον άσκημο κόσμο της, ένα πάλι μ’ αυτόν.
Αγαπημένοι μου φίλοι, καλές γιορτές. Χρόνια πολλά σε όλους. Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα. Τώρα. Πριν ξετυλίξω την καρδιά μου απ' το γιορταστικό της περιτύλιγμα. Χρόνια ευτυχισμένα. Πριν την ξετυλίξω απ’ το δάκρυ.

Friday, December 14, 2007

Λαϊκισμοί

Ήταν μια παραλία στο χωριό που μετά από είκοσι χρόνια το έχω κάνει δικό μου και το λέω «το χωριό μου». Είχε δύσκολη πρόσβαση, χωματόδρομος κακοτράχαλος περνούσε μέσα από το δάσος και σε έβγαζε στο όνειρο. Εκεί μαζί με λίγους μυημένους νιώθαμε το νερό δροσερό και ολοκάθαρο να μας ξεπλένει από την πόλη, από το καυσαέριο. Το καυσαέριο των ανθρώπων όχι των αυτοκινήτων. Κι έβλεπες από τη μια μεριά μακριά απέναντι το Πήλιο να κλείνει ευγενικά λίγο ουρανό κι από την άλλη τη Σκίαθο να γνέφει στο πέλαγος και να σε προσκαλεί. Καθαρή παραλία, καθαρό Πήλιο και καθαρή Σκίαθος. Των Κενταύρων και του Παπαδιαμάντη. Τώρα έφτιαξαν ασφαλτόδρομο, έκοψαν και μερικά δέντρα που ενοχλούσαν τα περάσματα κι η παραλία γέμισε κόσμο. Κοιτάζεις το Πήλιο και παρεμβάλλονται σκάφη φουσκωτά και πολυεστερικά, βρίσκεις μια θέση στα βότσαλα με κάποια προσπάθεια, ο κόσμος δίπλα σου τρώει σάντουιτς και πίνει καφέδες αγορασμένους από την καντίνα, σε λίγο θα υπάρχουν και ταβέρνες, θα ανοιχτεί και άλλος δρόμος κατά μήκος της παραλίας, αυτός για ακόμη ευκολότερη πρόσβαση.
Θυμάμαι και τον Σαββόπουλο. Όσο απευθυνόταν σ’ αυτούς που απευθυνόταν, ήταν ο βάρδος της ηλικίας μας και των επιδιώξεών της, των σχεδίων και των ονείρων της. Όταν η πρόσβαση έγινε ευκολότερη κι άνοιξαν οι δρόμοι, έγινε ο βάρδος του τίποτα και του πουθενά. Από τότε παραπαίει στα σαλόνια χωρίς τραγούδια, χωρίς οράματα.
Μήπως και ο Λαζόπουλος; Όσο το κοινό του ήταν μετρημένο ήταν κι αυτός μετρημένος και προσεκτικός. Στην έκφραση, στο χιούμορ, στη σάτιρα. Από μια στιγμή και μετά, όταν το κοινό του έγινε αμέτρητο, έγινε κι αυτός αμετροεπής και προσπαθεί να πείσει ότι η σάτιρα είναι ανεξέλεγκτη, χωρίς φραγμούς και όρια και πάντοτε αθώα ακόμη κι αν πετάει πλαστικά μπουκάλια και σκουπίδια παντού γύρω της. Κι ο κόσμος που συνήθισε να γελάει με τις παλιές ατάκες και τα σχόλιά του, συνεχίζει να γελάει και με τα καινούργια χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι ο νέος λαϊκισμός του καλλιτέχνη γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος όσο ανεβαίνουν τα νούμερα τηλεθέασης.
Από τον επικίνδυνο πια Λαζόπουλο προτιμώ χίλιες φορές τον ειλικρινή Καρβέλα, όχι γιατί τον ξέρω από παιδί κι εκτιμώ τα πολλά του ταλέντα ούτε γιατί μ’ αρέσουν τα τραγούδια του, αλλά γιατί ευθαρσώς λέει και κάνει αυτά που πιστεύει χωρίς να κρύβεται πίσω από «σάτιρες» και «τηλεθεάσεις». Κι επειδή δεν εκτιμά και τα Μέσα Ενημέρωσης με τα παιχνίδια τους.

Και πρέπει να έχεις γερά κότσια να το λες και να το υποστηρίζεις δημοσίως αυτό.

Wednesday, December 12, 2007

Θεατρική κριτική

Ουδείς πλέον αμφισβητεί ότι η εν δυνάμει θεατρική «πελατεία» υπονομεύεται από τον μέγιστο μαζικό αισθητικό διαιρέτη τον οποίον παγκοσμίως ορίζει ο μεταμοντερνισμός της όρασης και της τηλεόρασης. Έτσι, ακόμη και τα πιο σοβαρά αλλά αναγκαίως και εμπορικά σχήματα καταφεύγουν σε έργα που θα εξασφαλίσουν την ανοχή, την αντοχή άρα και μία επαρκή δόση αυτοαναγνωρισιμότητας του μέσου υβριδιακού θεατή. Άλλωστε το ανήσυχον της ζήτησης και εν ταυτώ αναζήτησης του καλλιτεχνικού ιδιώματος μέσα από την αυτοκαταστροφική εν πολλοίς επιλογή και εκλογή ταυτοχρόνως του συγκεκριμένου έργου, δηλώνει μία αναπόδραστη στάση ζωής εν τω γίγνεσθαι της καλλιτεχνικής καθημερινής παραγωγής αλλά και μία αντιμετώπιση της πραγμάτωσης της ζωής εν τω μέσω ή πλησίον -τόσο με την θρησκευτική έννοια που υποβάλλει η λέξη όσο και με την κοινωνιολογική της σημασιολογική απόχρωση- της υποκριτικής. Και είναι αυτή -η υποκριτική- το ένα από τα ζητούμενα του ανήσυχου συλλέκτη της δημιουργικής μυσταγωγίας μιας θεατρικής πράξης, άρα και μιας πράξης ζωής. Το άλλο δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής και γόνιμη παρέμβαση τόσο στο πλέγμα των διαπροσωπικών σχέσεων του κοινού, δηλαδή ο επαναπροσδιορισμός άνευ όρων των ορίων των καθημερινών μας προσδοκιών περί του άλλου, του γείτονος και εν ταυτώ πλησίον, όσο και στο πλέγμα των εσώτερων ψυχολογικών ταλαντώσεων του υποκειμένου, το οποίο τότε και μόνο τότε, όταν γνωρίσει τον ορισμό του και τον επαναπροσδιορίσει γόνιμα και συνειδητά, δύναται να αντιληφθεί το μέγεθος της συντελούμενης αναδόμησης του εαυτού. Με λίγα λόγια θέλω να πω ότι ουδείς δικαιούται να αναφέρεται σε ψυχογραφικές μέριμνες των συγκρουόμενων κόσμων του θεατή, αν δεν έχει προηγουμένως λύσει, όχι άπαξ διά παντός γιατί τα πράγματα αυτά ξεκινούν από τη λύση και δεν δύνανται να προχωρήσουν πολύ πέραν αυτής, την υποκειμενική αντίδραση στα κοινόχρηστα μοτίβα, που, όπως θα έλεγε και ο Τάδε, εξυπονοούν την ψυχρότητα της αφαίρεσης μόνο αν ο καλλιτέχνης αποφεύγοντας τους περιττούς μελοδροματισμούς οδηγηθεί μέσα από την αριστοτελική υποκριτική στην ποιητική και φιλοσοφική θεώρηση της υποστασιοποιημένης δράσης. Οι αγκυλώσεις ασφαλώς θα είναι πολλές, το παρελθόν θα δρα καταλυτικά επάνω στον αγωνιζόμενο καλλιτέχνη, στην αγωνιώσα συνείδηση της έκφρασης και αυτοέκφρασης συνάμα. Όμως δύνανται και αυτές να υπερκερασθούν, αν από τη μια μεριά ο αιχμάλωτος σημερινός θεατής αγνοήσει τις τηλεοπτικές και διασκεδαστικές -με την μπερξονική έννοια ασφαλώς- πιστώσεις και από την άλλη αν αφεθεί με εμπιστοσύνη στην πνευματική μαγεία και εν πολλοίς δοκιμασία της σκηνικής υπερεξουσίας. Δηλαδή αν παραδοθεί ολοκληρωτικά σ' αυτόν τον αντικειμενικό και ταυτοχρόνως υποκειμενικό διδακτισμό, τον οποίο όμως είναι ανάγκη να τον θεωρήσει ως μέσον και όχι αυτοσκοπό, αν θέλει να φθάσει με συνέπεια στην πεμπτουσία της συγκινισιακής θερμοκρασίας του σκηνικού περιβάλλοντος χωρίς να αφυδατώσει τα εσωτερικά εκείνα στοιχεία του που θα του επέβαλλαν μια συγκεκριμένη και συγκροτημένη αντίδραση για ανάσχεση της πεπερασμένης για τη σημερινή θεατρική εικόνα κλωντελικής εσωτερικής συνομιλίας. Α πριόρι, θα πρέπει να έχει τονιστεί στον εν δυνάμει και όχι ενεργεία θεατή ότι τα σύνορα μεταξύ μιας αριστοτελικής και μιας επικής ανάγνωσης του θεατρικού κειμένου έχουν πλέον καταρριφθεί αλλά και απορριφθεί, ότι οι κοινωνιολογικές από σκηνής αναλύσεις θεωρούνται τελειωμένες ήδη από τον Ευριπίδη, ότι οι υποχρεωτικές ευθύγραμμες σκηνικές παρεμβάσεις και παρεκβάσεις δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον πυρήνα του έργου που εκρήγνυται, αλλά πιστοποιούν την ύπαρξη μια αδιάφορης, γι' αυτό και αβέβαιης πορείας και στάθμης μιας θεατρικής άρα και οντολογικής πραγμάτωσης και τέλος ότι τα πάντα δεν μπορούν πια να έχουν την αφετηρία τους από το μηδέν. Ένας ευπρόσωπος εκπρόσωπος του δραματολογίου δεν μπορεί να είναι και απρόσωπος. Το ζητούμενο πρόσωπό του -είτε αυτό είναι αληθινό πρόσωπο είτε είναι προσωπείον (με την αρχαιοελληνική της σημασία η λέξις)- αποτελεί το ζητούμενον σε κάθε παράσταση, δηλαδή είναι μια άλλη διάσταση της υπόστασης μιας συνεχούς και αέναα υποστηριζόμενης ψυχολογικά κατάστασης, δηλ. μιας καταστασιακής δράσης, με τη χαϊντεγκεριανή έννοια της λέξης ασφαλώς όπως θα έλεγε κι ο Γιώρεγος Τάδε.
Πιστεύω να έγινα πλήρως κατανοητός.

Thursday, December 06, 2007

Κερχνής

Η είδηση λέει ότι στην Κύπρο σκοτώθηκαν 46 μαυροκιρκίνεζα. Δε σκοτώθηκαν μόνα τους, βέβαια. Τα σκότωσαν κυνηγοί. Ας μην σπεύσουν όμως οι κυνηγετικές οργανώσεις να πουν ότι δεν πρόκειται για συνειδητούς κυνηγούς, ότι οι σωστοί κυνηγοί προστατεύουν τη φύση, αγαπούν τα ζώα, το πολύ να μαζεύουν κανένα χόρτο και λοιπά. Όχι! Οι κυνηγοί είναι και λέγονται κυνηγοί, επειδή κυνηγούν. Και κυνηγούν ως επί το πλείστον ζώα. Και τα κυνηγούν όχι για να τα πιάσουν και μετά να κυνηγούν –εναλλάσσοντας τους ρόλους- τα ζώα τους κυνηγούς, όπως το παλιό παιχνίδι «άλλος, σ’ έπιασα, εσύ τώρα», αλλά για να τα σκοτώσουν. Κι όταν τα σκοτώνουν, τα κρεμούν επιδεικτικά έξω από το αυτοκίνητο και επιστρέφουν χαρούμενοι. Κι όταν έρχεται η ώρα, αφού τα έχουν ετοιμάσει (τα έχουν ξεπουπουλιάσει, καθαρίσει και μαγειρέψει) έρχονται κι οι φίλοι τους και πίνουν ένα κρασί στο τραπέζι συζητώντας για τις επιτυχίες τους στο κυνήγι. Αυτοί είναι οι συνειδητοί, οι σωστοί κυνηγοί, λένε. Που ικανοποιούν το αρχέγονο και βαθιά ριζωμένο ένστικτο του ανθρώπου. Το ένστικτο του κυνηγού. Λένε.
Κι ενώ όλα τα άλλα αρχέγονα ένστικτα τα έχουμε διαγράψει από το DNA μας, αυτό παραμένει ανεξίτηλο σε ορισμένους. Τι γίνεται, όμως, όταν φτάνει η ώρα να τα μαζέψουν και να φύγουν από το δάσος (sic) χωρίς να έχουν επιτελέσει το χρέος τους, χωρίς να έχουν στη τσάντα τους ούτε ένα δείγμα που να αποδεικνύει το πόσο τυχεροί στάθηκαν, το πόσο καλοί κυνηγοί είναι, το πόσο πέτυχαν δηλαδή το στόχο τους και ικανοποίησαν αυτό το αρχέγονο ένστικτο; Τότε μπορεί να δουν στην πλαγιά μακριά πάνω στα δέντρα (sic) πενήντα μαυροκιρκίνεζα, γεράκια δηλαδή, και να ασκηθούν ολίγον στο σημάδι.
Το κιρκινέζι έρχεται κάθε άνοιξη από την Αφρική πετώντας ομαδικά με τα πουλιά του είδους του, χωρίς να ξέρει τι το περιμένει. Φαντάζομαι ότι στη σκέψη της ματιάς του έχει ουρανούς και δάση και νερά. Φωλιάζει σε δέντρα και σε βράχια. Είναι πουλί μοναχικό, έχει συνήθως ένα σύντροφο σε όλη του τη ζωή και ζει οικογενειακά. Σπίτι-δουλειά-σπίτι. Ο πληθυσμός του, όμως, μειώνεται αισθητά. Ευθύνονται οι αλλαγές στο κλίμα, τα φυτοφάρμακα και η καταστροφή των βιοτόπων της Αφρικής και της Ευρώπης. Ευθύνονται και οι κυνηγοί. Όχι οι ασυνείδητοι. Οι κυνηγοί. Που αποδεκάτισαν σαράντα τόσες οικογένειες.
Και η λύση ποια μπορεί να είναι; Να περιμένουμε τους κυνηγούς να συνειδητοποιηθούν και να αφήσουν τις καραμπίνες τους να σκουριάζουν πάνω απ’ το τζάκι; Ή να πείσουμε τα κιρκινέζια (και τους πελαργούς και τους ερωδιούς και όλα τα άλλα αθώα πλάσματα τ’ ουρανού που κινδυνεύουν από τα βόλια μας) να μην έρχονται πια σε μας. Πιο εύκολο μου φαίνεται το δεύτερο που μπορεί να προέλθει –στο κάτω κάτω- κι από μια διαίσθηση των φτερωτών φίλων μας. Γιατί η άλλη λύση χρειάζεται πολύ περισσότερα και –κυρίως- παιδεία. Που, ως γνωστόν, έχει μεταναστεύσει εδώ και πολλά πολλά χρόνια από τον τόπο μας.