Tuesday, January 22, 2008

Η Ποίηση της Ποίησης

Ήταν τρομακτικές οι αλλαγές που συντελέστηκαν την τελευταία εικοσαετία του περασμένου αιώνα σε όλους του τομείς κι ακόμη πιο τρομακτικές φαίνονται οι αλλαγές που προετοιμάζονται για τα επόμενα χρόνια του αιώνα μας. Τόσο πολλές και τόσο βαθιές που η δεκαετία του ’60 π.χ. αλλά και αυτή ακόμη η δεκαετία του ’70 απομακρύνθηκαν και δε διακρίνονται πλέον “δια γυμνού οφθαλμού”. Αλλαγές που αχρήστεψαν τα βιβλία της γεωγραφίας, τις διάφορες σπιτικές εγκυκλοπαίδειες, τους οδηγούς μαγειρικής, τους παλιούς γεωφυσικούς και πολιτικούς μας χάρτες, αλλαγές που έκαναν περιττό το παλιό καλό ξεκοκάλισμα της πρωινής μας εφημερίδας, που έκαναν ακόμη πιο περιττή τη βόλτα στο δρόμο με την παρέα ή με το κορίτσι, αλλαγές που έκαναν και τη γλώσσα μας ακόμη, αυτή που βρήκαμε “στις αμμουδιές του Ομήρου”, τα ελληνικά, “σαν ελληνικά πια να μη μοιάζουν”. Αλλαγές στα ήθη και τις συνήθειες. Ο άνθρωπος κλείστηκε στον εαυτό του κι αδιαφόρησε για το συνάνθρωπο, για τον τόπο, για τον κόσμο. Άρχισε, μπροστά στις τόσες κοροϊδίες που του έτυχαν, να μην πιστεύει πια κανέναν και τίποτα, να μην πιστεύει ούτε κι αυτήν ακόμη την αλήθεια τις λίγες φορές που του παρουσιάζεται. Άλλωστε το διακηρύττει: από μια ψεύτικη αλήθεια προτιμά μια αληθινή ψευτιά.
Μέσα σ’ όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις πώς θα ήταν δυνατό μια κατεξοχήν ανθρώπινη ψυχική έκφραση, η ποίηση, να μείνει αλώβητη κι επίκαιρη; Και μόνο μερικοί αριθμοί είναι ενδεικτικοί: στην Αγγλία π.χ. “Η Κυρά της Λίμνης” του Scotts κυκλοφόρησε στα 1810 σε 20.000 αντίτυπα και πουλήθηκαν όλα. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο “Κουρσάρος” του Μπάυρον πούλησε την πρώτη μέρα της έκδοσής του 10.000 αντίτυπα. Τα ποιήματα του Longfellow το 1900 κυκλοφόρησαν σε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα και πουλήθηκαν όλα. Το 1980 εκδόθηκαν 852 ποιητικές συλλογές στην ίδια χώρα, την Αγγλία, η καθεμιά σε λίγες εκατοντάδες αντίτυπα και ελάχιστοι τις αγόρασαν.
“Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου”, έγραφε ο Εμπειρίκος και μας άφηνε χρόνια να προβληματιζόμαστε αν πρόκειται “για στίλβον ποδήλατον” ή μήπως για “στίλβοντα ποδηλάτη”. Πριν καταλήξουμε σε κάποια λύση, η “ποίησις” το ’σκασε από κοντά μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω σε μια στίλβουσα χιλιάρα Γιαμάχα.
Και καλά έκανε που έφυγε. Αν δεν μπορούσε να λειτουργήσει πια σε μια αντιποιητική εποχή, σε μια εποχή που οι δρόμοι του φεγγαριού τις καλοκαιριάτικες νύχτες χαράζονται πάνω στα μολυσμένα νερά της θάλασσας την ώρα που εμείς πετάμε τα άδεια κουτιά μπίρας και τα καλαμάκια από τα σουβλάκια μας στα μαύρα νερά του λιμανιού, καλά έκανε κι έφυγε και καλό της ταξίδι. Δε δικαιολογείται να νιώθουμε λύπη για κάτι που εξαφανίστηκε ανεπανόρθωτα από τη ζωή μας, εφόσον στην εξαφάνιση αυτή πρωταρχικό ρόλο παίξαμε κι εμείς. Κι οι καλοκαιρινοί κινηματογράφοι έφυγαν. Δεν τους θέλουμε, καλά κάνουν και φεύγουν. Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι “τι βάζει κανείς στην κενή θέση”. Κι αν δεν υπάρχει τίποτα άξιο λόγου να καταλάβει το κενό που δημιουργείται, μήπως θα πρέπει να προσέξουμε λίγο περισσότερο τις απόψεις μας, μήπως θα πρέπει να τις ξανασκεφτούμε τουλάχιστον;

Π.χ. χαρακτηρίσαμε λίγο πιο πάνω την εποχή μας “αντιποιητική”. Πράγματι, είναι πολλοί αυτοί που της αποδίδουν και αυτό, μέσα σε τόσους άλλους, το χαρακτηρισμό. Και είναι αντιποιητική η εποχή μας, επειδή δεν υπάρχει ρομαντισμός, επειδή οι νέοι πια δεν είναι ωχροί, δεν αγωνιούν μπροστά στο παραθύρι κάποιας δεσποινίδας ούτε διαβάζουν από παλιά φθαρμένα βιβλία στα πάρκα “αισθηματικάς ιστορίας”; Και είναι αντιποιητική η εποχή μας, επειδή μέσα στην τρέλα της τεχνολογίας κανείς δε βρίσκει χρόνο να ασχοληθεί με την ποίηση; Ο Ελύτης δεν ήταν που έγραφε σε ένα από τα τελευταία του κείμενα πως “μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός”.
Μπορεί ο ποιητής να νιώθει περιττός σε μια αποστροφή του, όμως ποιος μπορεί να είναι αυτός, του Ελύτη συμπεριλαμβανομένου, που να ορκιστεί πως η εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των ταξιδιών στο φεγγάρι δεν μπορεί να έχει τη δική της ποιητική χάρη; Ο Μαρινέττι δεν έβρισκε την ποίηση στα γρήγορα αυτοκίνητα και στις καλογρασσαρισμένες μηχανές των εργοστασίων; Ποιος είναι αυτός που μπορεί να βεβαιώσει ότι η εποχή των καμένων δασών, των παιδιών που πεθαίνουν από την πείνα και των λαών που δοκιμάζονται από τους πολέμους δεν μπορεί να είναι μια εποχή ευαισθησίας και πόνου, ανάγκης να νιώσει κανείς το συνάνθρωπό του στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άλλη άκρη του δρόμου; Ο Πλάτωνας στο “Συμπόσιο” μιλώντας για τον έρωτα και την ομορφιά λέει ότι έχουμε ανάγκη για κάτι το οποίο δεν έχουμε. Κι ο Επίκουρος στην “Επιστολή προς Μενοικέα” αναφερόμενος στην ηδονή τονίζει ότι “τότε έχουμε χρεία της ηδονής, όταν πονάμε από το ότι η ηδονή απουσιάζει”. Ο Γιώργος Σεφέρης στο λόγο του το 1963 προς τη Σουηδική Ακαδημία στην απονομή του βραβείου Νόμπελ μέσα στα άλλα είπε πως “με το βραβείο αυτό η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται ΚΑΙ την ποίηση”.
Η αντιποιητική, λοιπόν, εποχή μας έχει ανάγκη περισσότερο αυτά που της λείπουν. Κι ένα από αυτά, μπορεί όχι το πιο σημαντικό για πολλούς, είναι η ποίηση. Άλλωστε με δεδομένη την απειλή πυρηνικού ολοκαυτώματος και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν καταφύγια για να διασωθούμε κι εφόσον “μας διώχνουνε τα πράγματα”, “η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε”...

Wednesday, January 16, 2008

Η μοναξιά του



Υπάρχει άραγε κάτι σ’ αυτό τον κόσμο, που να του ανήκει; Που να του ανήκει αποκλειστικά, εννοώ;
Ποτέ δεν είχε τίποτα ολόδικό του. Από μικρός δανειζόταν παιχνίδια, βιβλία, λεφτά. Η μάνα του -φτώχεια, βλέπεις,- του ’φερνε πάντα να φορά πολυφορεμένα ρούχα του πλούσιου μεγαλύτερου ξαδέρφου του ή του γείτονα που τον περνούσε στο μπόι δυο κεφάλια. Τα μάζευε από κάτω η καημένη, τα έμπαζε στη μέση κι έβγαινε αυτός έξω μετά καμαρωτός. Καμαρωτός για λίγο, μια και πολύ γρήγορα ένιωθε την κακομοιριά του και ξαναπροσγειωνόταν στην πραγματικότητα. Τα ξένα ρούχα, βλέπεις, είναι σαν τις περασμένες ηλικίες που τεζάρουν τις ρυτίδες μπας και ξεκλέψουν κάνα χρονάκι και μας κοροϊδέψουν. Πολύ γρήγορα, όμως, πάνω στο εύθραυστο νέο ξεπροβάλλει το παλιό και διεκδικεί την ηλικία του. Έτσι και τα ρούχα: για λίγο καιρό τη σκαπουλάρεις κι ευχαριστιέσαι με τους καθρέφτες. Μετά κάτι περίεργες γυαλάδες, κάτι ξέφτια και τσουπ...να ’τη η αρχαιολογία.
Κι αυτός, όσο μεγάλωνε τόσο διαπίστωνε, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια πλέον, ότι τίποτα από αυτά που κουβαλούσε, από αυτά που είχε πάνω του δεν του ανήκε. Στο σχολείο οι αντιγραφές στα διαγωνίσματα έδιναν κι έπαιρναν. Μήπως ανήκαν σ’ αυτόν τα άριστα και τα μπράβο των δασκάλων; Στα παιχνίδια, στο ποδόσφαιρο, ας πούμε, που έπαιζε σέντερ-φορ, όταν έφτανε σε επιτυχία και έβαζε γκολ ήταν γιατί κάποιοι άλλοι πριν από κείνον σκίζονταν, κουράζονταν, έτρεχαν και ίδρωναν για να του το σερβίρουν έτοιμο. Στις εκδρομές, πάλι, ποτέ δεν έπαιρνα δικό του φαγητό κοντά. Έτρωγε από των άλλων και μάλιστα, - αυτό το θυμάται έντονα και πάντα του έκανε αλγεινή εντύπωση,- ήταν πεντανόστιμο το άτιμο το ξένο, πιο νόστιμο ακόμη κι από τη σπεσιαλιτέ της καημένης της μάνας του. Βιβλίο δικό του δε διάβαζε, αλλά, όταν βρισκόταν μπροστά στη βιβλιοθήκη μου, έκλαιγε και σπάραζε για να δανειστεί ένα βιβλίο, που του γυάλισε στο ράφι μου, και τότε αποφάσισε να το διαβάσει. Δεν ήταν λίγες, μάλιστα, οι φορές που το ίδιο βιβλίο το είχε κι αυτός, αλλά το δικό του δεν τον ενθουσίαζε. Στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο έγραψε με δανεικό στυλό, σε τετράδιο που του έδωσαν εκείνη τη στιγμή, κάποια θέματα στα αρχαία, που λίγο πριν μπει στην αχανή αίθουσα άκουσε να μελετούν και να λένε η μια στην άλλη δυο κοπέλες (οι οποίες, παρεμπιπτόντως, δεν πέρασαν στη σχολή). Στην έκθεση χρησιμοποίησε κάποιες σκέψεις που την προηγούμενη μέρα είχε διαβάσει σε μια παλιοφυλλάδα που του είχα δανείσει, ενώ στην ιστορία αντέγραψε στις τουαλέτες από ένα παραπεταμένο βρώμικο βιβλίο που βρέθηκε τυχαία εκεί, όταν πήγε προς νερού του.
Για τη ζωή του μέσα στο πανεπιστήμιο δε συζητάω καθόλου. Τίποτα δεν έστεκε κοντά του, τίποτα δεν ταίριαζε πλάι του. Όλα ήταν παράταιρα και ξένα, όλα περνούσαν και έφευγαν σαν νερό μέσα από τα δάχτυλα χωρίς να αφήσουν το χνάρι τους πάνω του. Μερικά κορίτσια που γνώρισε ήταν φίλες γνωστών, ενώ την πρώτη φορά που πήγε σε γυναίκα -κάπου στην πλατεία Αβησυννίας- πλήρωσε με δανεικά. Δανεικά κι αγύριστα. Στο τέλος δε της φοιτητικής του καριέρας, την ίδια μέρα που καμιά διακοσιαριά ανώριμοι μακρυμάλληδες μαγκλαράδες ορκιζόμασταν, πήρε, χωρίς να το καταλάβει, το πτυχίο κάποιου άλλου κι έφαγε τον κόσμο δυο χρόνια μετά να τον ψάχνει για να του το δώσει ελπίζοντας έτσι να βρω και το δικό του. Πίστευε, ο ανόητος, ότι θα είχε γίνει μια απλή ανταλλαγή. Φευ! Είχε γίνει τραγέλαφος. Το “δικό του” δεν το βρήκε ποτέ. Σιγά τα αίματα! ΄Εχασε η Βενετιά βελόνι..
Τώρα ζει συνήθως μόνος του, δεν απέκτησε δική του σταθερή δουλειά και κουτσοβολεύεται από δω κι από κει σε δουλειές που του προξενεύουν διάφοροι γνωστοί. Πάντως οι δουλίτσες αυτές του αποδίδουν αρκετά περισσότερα από όσα αν είχε χρησιμοποιήσει το ρημάδι το πτυχίο, το “δικό του”.
Βολεύεται με γυναίκες γνωστών του, που με προθυμία -αυτό είν’ αλήθεια- τον καλούν στο κρεβάτι τους. Στο δικό τους πάντα κρεβάτι. Δεν έχει συνηθίσει να δέχομαι στο σπίτι του κόσμο αυτός. Ποιο σπίτι του! Δεν έχει δικό του σπίτι. Νοικιάζει μια γκαρσονιέρα στις παρυφές της πόλης, κοντά στην πλατεία που συνηθίζουν να ξεροσταλιάζουν στο κρύο γυρεύοντας μεροκάματο κάτι ξένοι λαθρομετανάστες και μερικοί άλλοι ξέμπαρκοι. Χαμένα κορμιά. Μοναξιασμένα.
Συνήθως μένει μόνος. Με παρέα του μια απέραντη μοναξιά. Μοναξιά σαν πόλη μεγάλη. ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΞΙΑ.

Monday, January 07, 2008

Στις γιορτές

Ωραία πέρασαν οι γιορτές. Φάγαμε γαλοπούλα προς 6,99 ευρώ το κιλό (πού να ήξερα ότι το Καρφούρ θα τις πουλάει 1,99 το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων), πήγαμε με τα παιδιά βόλτα στην πλατεία Συντάγματος και στην πλατεία Κοτζιά στην Αθήνα, αγοράσαμε ζαχαρωτά και καραμέλες με 42 ευρώ, πήραμε κάστανα ενάμισι ευρώ το ένα, είδαμε στην τηλεόραση όλες τις επαναλήψεις και τις εμπεδώσαμε επιτέλους, χορέψαμε με τον Παπαδόπουλο και με τον άλλον, αυτόν που τσευδίζει (Παυλόπουλος λέγεται;), φάγαμε την τριαντατετράχρονη του Ζαχόπουλου στη μούρη όλες τις μέρες, μετά προστέθηκε κι ο πενηντατριάχρονος (άκουσα ότι θα μπουν κάποια τέλη αυτοκτονίας τέλος πάντων), πήγαμε και απ’ το μολλ, ωραία όλα και μεγάλα στολισμένα, εμείς για τη Φνακ πηγαίναμε, να δούμε και να αγοράσουμε βιβλία και δίσκους, αλλά μας έφυγαν τα χρήματα σε κάτι μπότες, φουλάρια, ένα σακάκι και δυο τρία εσώρουχα, τη Φνακ δεν προλάβαμε να την επισκεφτούμε, ίσως τα επόμενα Χριστούγεννα να ’μαστε καλά, αγοράσαμε και μια κινέζικη τηλεόραση μέιντ ιν γιούροπ για το εξοχικό, ορίτζιναλ μαϊμού, πήραμε κι ένα σωρό μπιχλιμπίδια άχρηστα, απ’ αυτά που τα καταπίνει το μωρό και σε κάνει να τρέχεις λαχανιασμένος στα νοσοκομεία μέρες που είναι, ο πεζόδρομος της Ερμού πάντα υπέροχος και μ’ ένα δικό του χρώμα, τέτοιο χρώμα που μόνο στις πόλεις του εξωτερικού μπορείς να βρεις, αλλά ατυχήσαμε, γιατί στο Ζάρα είχαν φύγει όλα τα μεγάλα νούμερα κι έτσι δε βρήκαμε παντελόνι και πουλόβερ, δεν πειράζει, θα επανέλθουμε με τις εκπτώσεις, ένας τρελός στο δρόμο κέρναγε Σαμπάνια, δεν καταλάβαμε ότι ήταν τζάμπα και δεν πήραμε, προσπαθήσαμε να δούμε και ένα θέατρο, δεν τα καταφέραμε γιατί δεν υπήρχε θέση, μόνο δεύτερος εξώστης χωρίς αρίθμηση, μαξιλαράκι ή σκαμνάκι, ευχαριστώ δε θα πάρω, θα μείνω το βράδυ μέσα να δω Σούπερντιλ ή να λύσω κανένα Σουντόκου από τον τόμο που αγόρασα πρόσφατα, τελικά μας έδωσαν κάτι εισιτήρια από την Εστία και πήγαμε σε μια περφόρμανς, ωραία, πήραμε και μια γεύση από την Αθήνα με τις 300 καλλιτεχνικές παραγωγές το έτος (το Λονδίνο φτάνει δε φτάνει τις 30), γυρίσαμε ξημερώματα ψόφιοι στο Άργος αλλά ευχαριστημένοι. Το επόμενο βράδυ τα παιδιά είχαν κανονίσει με την παρέα τους να πάνε οι μισοί στο Βέρντι κι άλλοι μισοί στον Δάντη. Μπράβο επιλογές, εγώ στην ηλικία τους όχι Βέρντι δεν ήξερα αλλά ούτε και τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, τα παιδιά πολύ προχωρημένα σήμερα, ακούν από τόσο μικρή ηλικία όπερα, εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να την ακούσω. Τρόμαξαν να μου εξηγήσουν ότι δεν πρόκειται για τον γνωστό Βέρντι, το Τζουζέπε τον Ιταλό, αλλά για Έλληνα ονόματι Νίκο Βέρτη. Μας μένει ο Δάντης. Βέβαια, το θέμα είναι τι θα γίνει μ’ αυτόν, θα ακούσουν ίσως μες στις γιορτές καμιά απαγγελία της Θείας Κωμωδίας του μεγάλου ποιητή, Ιταλού κι αυτού, ή μήπως διασκευάζοντας υλικό της Θείας Κωμωδία έχουν φτιάξει κάποιο θεατρικό, κι εκεί μου εξήγησαν ότι δεν πρόκειται για τον γνωστό Αλιγκιέρι τον Φλωρεντινό, αλλά για κάποιον δικό μας, Χρήστο, που τραγουδάει σε κέντρο νυχτερινό. Πάει καλά, τα παιδιά ξέρουν καλύτερα, εγώ έχω μείνει πίσω πολλούς αιώνες. Άσε που, εδώ που τα λέμε, κι εγώ αν ήμουν στη θέση τους δε θα πήγαινα σε όπερα μέρες που είναι (εκτός αν μου έδιναν εισιτήριο από την Εργατική Εστία) ούτε θα ξενυχτούσα ακούγοντας στίχους από την Κόλαση και το Πουργατόριο του Δάντη, του Φλωρεντινού. Καλύτερα κάτι πιο απλό, πιο εύπεπτο, πιο στα μέτρα μας, με φώτα και στολίδια, εορταστικό που λέμε, να ξεσκάσουμε, λίγο βρε αδερφέ, μετά από τόση κούραση. Ανήμερα τα Φώτα μάς ήρθε κι ο σεισμός από το Λεωνίδιο, πολύ τον ευχαριστηθήκαμε.
Τελικά, το πιο σημαντικό σ’ αυτές τις γιορτές είναι που διάβασα δυο διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Σαν μέσα στο καταχείμωνο να κάνεις χλιαρό μπάνιο με όλα τα αρωματικά βότανα του μεγάλου Σκιαθίτη, μου φάνηκε. Ένα μπάνιο που με έβγαλε κατακάθαρο και λαμπερό, μακριά πολύ από τις διάφορες υλικές προϋποθέσεις μιας πρόσκαιρης διασκέδασης και πολύ κοντά σ’ αυτό που λέμε κι εννοούμε, όταν το εννοούμε, ποιότητα ζωής.