Monday, June 26, 2006

Δι' ελαίου και φόβου

Το προϊόν που μαζί με τη σταφίδα αποτέλεσε τη βάση της ελληνικής αγροτικής αλλά και ολόκληρης σχεδόν της οικονομίας μας μαζί και το καμάρι της ελληνικής παραγωγής είναι το λάδι. Το λάδι που ενώνεται με το κορμί και την ψυχή από τη βρεφική μας κιόλας ηλικία και βαδίζει μαζί μας. Από το λάδι του νονού μας, από το μουρουνέλαιο και το ρετσινόλαδο που πίναμε μικροί κι από το ελαιόλαδον το αφροδισιακόν -εξ ού και η γνωστή παροιμία "φάε λάδι κι έλα βράδυ"- μέχρι το λάδι που μας συντροφεύει στο φαγητό –μαγειρεμένο ή στη σαλάτα- αγνό πάντοτε και μπόλικο. Κι αυτό το ίδιο λάδι αποτελούσε συγχρόνως φάρμακο για κάθε πληγή κι αρρώστια. Οποιαδήποτε δερματοπάθεια γιατρευόταν από τις παλιές μανάδες με λάδι. Αλλά και για τα εντερικά, για τα μαλλιά και για το μάτι, το λάδι ήταν θαυματουργό. Μήπως και το φως στο καντήλι που μας κρατούσε συντροφιά και φώτιζε μια σταλίτσα τα σκοτάδια μας ενώ από την άλλη μεριά μάς ένωνε με μια μυστική κλωστή που έφτανε στο μακρινό και απρόσιτο, αυτό που άλλοι το λεν Θεό κι άλλη μοίρα, τύχη ή γραμμένο, αυτό το φως στο καντήλι το λάδι δεν το συντηρούσε;

Και το λάδι συνέχισε στην Ελλάδα -και μου φαίνεται πως αυτές οι δυο λέξεις πρέπει να πηγαίνουν πάντα μαζί, άλλωστε ταιριάζουν τόσο ηχητικά, λάδι και Ελλάδα- συνέχισε, λοιπόν, την ένδοξη πορεία του. Και σήμερα ακόμη, σημαντικές οι μέρες στο χρόνο για κάθε ιδιοκτήτη ελαιόδεντρων, αγρότη ή δημόσιο υπάλληλο -μια και πάνω από τους μισούς Έλληνες έχουμε κάπου κάποια ελιά- είναι οι μέρες του μαζέματος του ελαιοκάρπου. Με το πρώτο φως της μέρας, αγρότες πάνω στα τρακτέρ εξοπλισμένοι με δίχτυα και με χτένες αλλά και άλλοι, που κανονικά τη βδομάδα τους την περνούν πίσω από γραφεία ή γκισέ, ξεκινούν για το άγιο μάζεμα.

Και πόσο απογοητευόμαστε, όταν στα ταξίδια μας στη βόρεια Ευρώπη, στους πολιτισμένους εταίρους μας, δε βρίσκουμε στις σαλάτες και στα φαγητά τους λάδι, όπως δε συναντάμε και στα καταπράσινα βουνά τους λιόδεντρα. Βλέπετε, η κουζίνα η δική μας στηρίζεται σ’ αυτό, στο λάδι, ενώ η δική τους στο βούτυρο και στο λίπος. Οι βόρειες χώρες του λίπους και του βουτύρου από τη μια, και οι δικές μας, της Μεσογείου οι χώρες, οι πατρίδες της ελιάς και του λαδιού. Γι’ αυτό το λόγο και οι βόρειοι, μεγαλωμένοι με βούτυρο, έχουν αυτά τα όμορφα βουτυράτα πρόσωπα με τις κατακόκκινες έτοιμες να εκραγούν παρειές, ενώ εμείς τα σκληροτράχηλα και χαρακωμένα μάγουλα του λαδιού. Σαν τις χαρακωτές ελιές κι αυτά. Γι’ αυτό κι εκείνοι έχουν τις καρδιές σφιχτές και φραγμένες από το λίπος, ενώ οι δικές μας, καλοσυνάτες και πρόσχαρες, σγουρές και παιχνιδιάρες σαν ασημένιο φύλλο λιόδεντρου. Αλλά και τα μυαλά τους γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι πάντα καλογρασσαρισμένα από το λίπος, ενώ τα δικά μας μερικές φορές ντεραπάρουν σαν φορτηγό σε στροφή που πατάει λάδια.

Μα και για έναν ακόμη λόγο εμείς οι Έλληνες θα πρέπει να είμαστε περήφανοι για το λάδι μας. Γιατί μας είναι αναγκαίο ακόμη και στις καθημερινές δοσοληψίες μας, τα σχετικά λαδώματα εννοώ. Κι εκεί που το λίπος το Ευρωπαϊκό γλιστράει και δεν μπορεί κάποιος να του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη, το δικό μας το λάδι κάνει τη δουλειά του σωστά. Με το κατάλληλο λάδωμα ανοίγουν εδώ στην Ελλάδα οι πόρτες, όποιες πόρτες θέλει ο καθένας μας ν’ ανοίξει. Άλλες χρειάζονται πολύ κι άλλες λιγότερο λάδωμα. Η πόρτα έτσι κι αλλιώς θ’ ανοίξει. Είναι απλώς θέμα ποσότητας, γιατί η ποιότητα του ελληνικού λαδιού, άρα και του λαδώματος, είναι εξασφαλισμένη. Άλλοι με δυο ντενεκέδες λάδι τέλειωσαν το δημοτικό, ενώ άλλοι πήραν πτυχίο πανεπιστημίου. Άλλοι με ένα απλό λάδωμα βρήκαν θέση ζηλευτή στο ελληνικό δημόσιο κι από κει, υπολογίζοντας καθημερινά -τρεις το λάδι τρεις το ξύδι τρεις και το λαδόξυδο- έβγαλαν κι από την πέτρα λάδι και μεγαλούργησαν. Κι αυτό, το κατακαημένο κι αφερέγγυο ελληνικό δημόσιο γι’ αυτό το λόγο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δυσκολίες και εμπόδια, με πληθώρα υπαλλήλων που σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, που δε βρίσκουν ελεύθερη καρέκλα να καθίσουν, γι’ αυτό το λόγο το ανυπόληπτο ελληνικό δημόσιο λειτουργεί τόσα χρόνια και δε βάρεσε ακόμη διάλυση. Γιατί είναι μια μηχανή κι οι μηχανές δουλεύουνε καλά, όταν λαδώνονται συχνά. Κι από λάδι, δόξα στο Μεγαλοδύναμο.

Κι αν μ’ όλα αυτά σας έβγαλα το λάδι, συγχωρέστε με. Αναφέρθηκα σ’ ένα ζήτημα λεπτό και ραφινάτο. Πιστεύω να μην έριξα λάδι στη φωτιά, αλλά ούτε κι εγώ να βγήκα λάδι.

Wednesday, June 21, 2006

Οι αποστάσεις της καρδιάς

Οι αποστάσεις δεν μετρώνται πάντα με χιλιόμετρα. Τα χιλιόμετρα και όλα τα άλλα μέτρα που έχει επινοήσει ο άνθρωπος για να μπορεί να συνεννοείται και να βρίσκεται μέσα στο χώρο με τους συνανθρώπους του, δεν μπορούν να αποδώσουν με ακρίβεια τις εσωτερικές αποστάσεις, αυτές που θα λέγαμε αποστάσεις της καρδιάς.

Αλλά και οι εξωτερικές αποστάσεις, οι αντικειμενικές αποστάσεις στο χώρο, που μετρώνται με τα γνωστά μέτρα, παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις σε διαφορετικούς ανθρώπους. Η απόσταση Αθήνα-Βρυξέλλες π.χ. είναι για έναν ευρωβουλευτή μας πολύ μικρότερη από ό,τι είναι η ίδια χιλιομετρική απόσταση για μένα.

Και για να ξεφύγουμε και λίγο από τα χιλιόμετρα και να πάμε στις αποστάσεις τις εσωτερικές, η δική μου από τον Λευτέρη Πανταζή ή τον Τερζή είναι χιλιάδες έτη φωτός μεγαλύτερη από την απόστασή μου από τον Δάντη. Τον Αλιγκιέρι Δάντη, για να συνεννοούμαστε, τον πατέρα της ιταλικής ποίησης, που διαμόρφωσε την ιταλική γλώσσα τον 13ο αιώνα. Ή -για να γίνω πιο κατανοητός- νιώθω πιο δικό μου, άρα είμαι πολύ πιο κοντά, στον πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια Ευριπίδη παρά στο σημερινό Καρβέλα. Αυτές ονομάζω αποστάσεις της καρδιάς, που μπλέκονται στο χώρο και στο χρόνο, και με δικά τους μέτρα δημιουργούν την προσωπικότητα και τις αλήθειες του καθενός μας.

Ας έρθουμε όμως στο θέμα μας. Πριν καιρό έγινε μια μεγάλη ληστεία, η οποία -δυστυχώς- πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων. Όσο για τις τηλεοπτικές ειδήσεις δε νομίζω ότι μπορούσαν να ενδιαφερθούν γ’ αυτήν, λόγω και του φόρτου των άλλων γεγονότων. Παρόλ’ αυτά, τη ληστεία που χαρακτήρισα μεγάλη, λίγοι στην Ελλάδα την ένιωσαν ως τέτοια. Άγνωστοι, που λέτε, μπήκαν στο σπίτι-μουσείο του Αλέξαντρου Παπαδιαμάντη στη Σκίαθο, και αφού γλεντοκόπησαν όλη νύχτα, αφού ήπιαν τις βότκες τους και έκαναν ό,τι άλλο έκαναν, φεύγοντας τα ξημερώματα πήραν και κάποια κειμήλια. Αν πω τι πήραν, μερικοί είναι σίγουρο ότι θα βάλουν τα γέλια. Οι αποστάσεις της καρδιάς, που λέγαμε. Πήραν λοιπόν ένα κομπολόι του κυρ-Αλέξαντρου, μια καπνοσακούλα, μια σφραγίδα, κάτι πιατικά. Αυτά. Ε, θα μου πείτε, και πού είναι η μεγάλη ληστεία;

Για όποιον δεν ξέρει τον Παπαδιαμάντη, αλλά και για όποιον ακόμη έχει περάσει ξώφαλτσα δίπλα του -α, ο Παπαδιαμάντης, είχαμε διαβάσει ένα κείμενό του στο σχολείο, δεν το καταλάβαμε και πολύ-, για όποιον δηλ. δεν ξέρει τη σεβάσμια και μοναχική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων μας, είναι φυσικό η ληστεία αυτή να μην του λέει τίποτα. Για όποιον ακόμη δε γνωρίζει με πόσα λίγα πράγματα έζησε τη ζωή του ο κυρ-Αλέξαντρος, πόσο λίγα και φτωχά τον συντρόφεψαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πλούσιας δημιουργίας του, πόσες δυσκολίες έπρεπε να ξεπεράσει και πώς έπρεπε να μετρά -αυτός, ένας γίγαντας πνευματικός- τα πάντα στη ζωή του, σίγουρα η ληστεία δε λέει τίποτα. Ακόμη και για τους νέους μας, που δεν πρόλαβαν να τον διαβάσουν, γιατί και η γλώσσα τούς έβαζε εμπόδια, αλλά -κυρίως- γιατί διάβαζαν τα μαθηματικά τους ή για δυο χρόνια προσπαθούσαν να μάθουν απέξω τις 130 σελίδες του βιβλίου τής ιστορίας, για να πετύχουν σε κάποιο Πανεπιστήμιο, πάλι ο Παπαδιαμάντης δεν μπορεί να τους είναι γνώριμος. Γι’ αυτούς επίσης που δεν είχαν παρακολουθήσει στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή τη σοφά διασκευασμένη “Φόνισσα”, αλλά προτίμησαν, αντ’ αυτής, να δουν μια κωμωδία με το Βουτσά, τον Τσιβιλίκα ή τον Ψάλτη, ασφαλώς η ευγενική μορφή του γλυκύτατου γέροντα τους είναι ξένη, όπως αμελητέα τούς είναι και η ληστεία των μικροπραγμάτων του.

Είναι ανάγκη, αν θέλουμε να νιώσουμε την Ελλάδα, αν θέλουμε να νιώσουμε Έλληνες περήφανοι αυτή τη δύσκολη για μας και για την περηφάνια μας εποχή, να χαράξουμε μια εσωτερική γεωγραφία, μια γεωγραφία της καρδιάς, όπου η Σκίαθος με πρωτεύουσα τον Παπαδιαμάντη θα είναι δίπλα μας, όπως δίπλα μας θα είναι η Κρήτη των Καζαντζάκη-Βενιζέλου, η Λέσβος της Σαπφούς και του Θεόφιλου, η Άνδρος του Καΐρη, η Ζάκυνθος του Σολωμού και του Κάλβου, η Κέρκυρα του Καποδίστρια, η Πάτμος του Ιωάννη, η Χίος του Κοραή, για να αναφερθώ μόνο στα νησιά μας. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να νιώσουμε την πατρίδα μας ξεπερνώντας τους άμοιρους πολιτικούς μας που δεν μπορούν αυτήν την υπέροχη πατρίδα να την κρατήσουν σαν φλόγα αναμμένη στην καρδιά μας και με τις ενέργειές τους λες και προσπαθούν από χίλιες μεριές αυτή τη φλόγα να τηνε σβήσουν.

Γι’ αυτό το λόγο ήταν για μένα η ληστεία στο σπίτι του κυρ-Αλέξαντρου μια μεγάλη ληστεία. Γιατί πήρε από μέσα μου κάτι λίγα που είχε για να ζει ο Σκιαθίτης μου.

Και τώρα πρέπει να του αγοράσω άλλο κομπολόι κι άλλη καπνοσακούλα. Δεν πειράζει όμως:

Λες κι είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

Monday, June 19, 2006

Η συμφωνία των αηδονιών



Πριν δυο βδομάδες βρέθηκα για ένα τριήμερο στην Κορώνη. Το σπίτι καλά κρυμμένο μέσα στα δέντρα, γύρω φράχτες ακλάδευτοι, έμπαζε δροσιά από παντού μέσα στο ξέσπασμα της πρόωρης για την εποχή ζέστης. Ξημερώματα Σαββάτου πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου μ’ έναν οξύ ξαφνικό πόνο στο στομάχι. Σχεδόν αμέσως πέρασε. Σκοτάδι ακόμη έξω από τις γρίλιες. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο. Πέντε και τέταρτο.

Και τότε ήταν που το άκουσα. Δεν είχα ξανακούσει, αλλά αμέσως κατάλαβα για τι επρόκειτο. Ένα αηδόνι ξεκίνησε τις τρίλιες του. Στην αρχή ένα βαθύ, κοχλάζον "τσουκ - τσουκ - τσουκ" και μετά ένα αργό "ντι, ντι, ντι" που υψώνονταν σ’ ένα λαμπρό κρεσέντο με βροντώδεις στροφές. Έμεινα ακίνητος στο κρεβάτι, έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισαν να περνούν εικόνες πολύχρωμες μπροστά μου. Εικόνες από τα παιδικά μου περιβόλια.

Το περασμένο Σάββατο ανέβηκα στη βόρειο Εύβοια σ’ ένα θεϊκό μέρος όπου βρίσκεται ένα μικρό απλό αγροτόσπιτο. Το είχαν χτίσει οι γονείς μου και το είχαν χαρεί στα νιάτα τους. Τώρα προσπαθώ να το χαρώ κι εγώ. Επιδιορθώσεις, καινούργια σκεπή, κεραμίδια, ανάπτυξη στο χαγιάτι για να χωράει άνετα μια παρέα. Το μόνο που δε χρειάζεται επιδιόρθωση είναι η θέα. Το βράδυ καρφωμένος στη βεράντα την χαιρόμουν: ακριβώς μπροστά μου η δύση, το ύψωμα με τα σπίτια του χωριού, η εκκλησία, και στο βάθος η θάλασσα.

Πόση ώρα έμεινα εκεί δεν το πήρα είδηση. Διάβαζα, έγραφα τις σαχλαμάρες μου κι αργότερα έσβησα το φως και κοιτούσα το χωριό απέναντι να χάνεται σιγά-σιγά μέσα στο μαύρο. Το φεγγάρι μόνο έκανε το γύρο του στον ουρανό. Ο ύπνος δεν ερχόταν. Ώσπου το άκουσα πάλι. Στην αρχή ένα βαθύ, κοχλάζον "τσουκ - τσουκ - τσουκ" και μετά ένα αργό "ντι, ντι, ντι" που υψώνονταν σ’ ένα λαμπρό κρεσέντο με βροντώδεις στροφές. Ζαλίστηκα από τη γλύκα. Κοίταξα το φωτάκι του κινητού μου. Πέντε και τέταρτο. Ξανά.

Δεν ξέρω πόση ώρα το άκουγα. Όταν ο ορίζοντας άρχισε να γαλαζώνει, σηκώθηκα και δακρυσμένος σχεδόν πήρα τα βήματα για τον ύπνο.

Θυμήθηκα ένα γέροντα στο χωριό, όταν ακούγαμε μια βραδιά ένα γλυκό κελάδημα κι ισχυρίζονταν οι ξερόλες της παρέας ότι ήταν αηδόνι. Γέλασε και μας είπε: «Δεν είναι αηδόνι αυτό. Μια δεντροσταρήθρα σάς κοροϊδεύει. Όταν κάποτε ακούσετε αηδόνι, θα το νιώσετε αμέσως. Δε θα μπορεί να είναι τίποτα άλλο. Θα με θυμηθείτε». Τον θυμήθηκα.

Είπα να σηκωθώ την επομένη την ίδια ώρα, πέντε και τέταρτο.

Ο ύπνος βαθύς με κράτησε στο κρεβάτι μέχρι αργά. Δεν το ξανάκουσα.

Thursday, June 15, 2006

Το πεπόνι

Χρονιάρες μέρες ήτανε δεν ήτανε, τι σημασία έχει! Για να κάνεις ένα δώρο στο διπλανό σου δεν είναι ανάγκη ούτε Χριστούγεννα να ’ναι ούτε να ’χει τη γιορτή του. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο διπλανός σου έχει μεγάλες και οξύτατες ανάγκες βιοτικές. Αυτή είναι Αλβανή. Βέρα. Ο άντρας της Βορειοηπειρώτης. Καμιά σημασία η εθνικότητα. Τα παιδιά τους, τεσσάρων και εφτά χρόνων παλικαράκια, θα τα βάφτιζαν ορθόδοξα εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού. Καμιά σημασία η θρησκεία, το δόγμα. Παρεμπιπτόντως.

Η γυναίκα νέα αλλά άρρωστη, τα παιδιά αγγελούδια κι ατίθασα αγριμάκια μαζί. Οι άλλοι, οι δικοί μας να πούμε, πολύ τους λυπήθηκαν. Και τους εκτίμησαν. Τους ψώνισαν -το δώρο που λέγαμε- δυο καρότσια με τρόφιμα από το σούπερ μάρκετ. Αυτά τα δώρα είναι τα πιο εύκολα. Δεν ψάχνεις, δεν προβληματίζεσαι αν θα τους αρέσει, αν θα τους πηγαίνει το χρώμα ή ο συνδυασμός. Αρπάζεις το καρότσι και τρέχεις. Σ’ ένα τέταρτο το ’χεις φουλάρει. Και μακαρόνια και ρύζια και μπελτέδες -πολλούς μπελτέδες να τους τρώνε τ’ αγριμάκια πάνω στο ψωμί, όπως εμείς μια φορά κι έναν καιρό στις δύσκολες μέρες της παιδικής μας ηλικίας- ζάχαρες και σόφτεξ και κοκακόλες και γάλατα, πολλά γάλατα – τ’ αγγελούδια γι’ αυτό είναι άσπρα, γιατί πάντα πίνουν πολύ γάλα. Πιάνεις αδιακρίτως από τα ράφια και ρίχνεις στο καρότσι. Ξέρεις πως δεν πρόκειται να σου πουν: «Α! μακαρόνια είχαμε, να πάμε να τ’ αλλάξουμε». Δε γίνονται τέτοια πράγματα. Ακόμη!

Αυτά τα δώρα πιάνουν τόπο. Γεμίζουν την κοιλιά που είναι άδεια ή μισογεμάτη, για να κάνουμε και τους αισιόδοξους. Γεμίζουν και την καρδιά που θέλει η διαολεμένη συδαύλισμα για να λειτουργήσει έτσι όπως πρέπει να λειτουργεί στους ανθρώπους. Κι αυτά τα δώρα δε γράφονται, δεν υποχρεώνουν, δεν έχουν σχέση με επισκέψεις, σβήσιμο κεριών, προετοιμασίες, φλυαρίες και φασαρίες τέτοιες. Είναι απλά. Έρχονται φυσιολογικά. «Περάσαμε απ’ το σούπερ μάρκετ και πήραμε μερικά πράγματα, έτσι, για τα παιδιά. Τίποτα σπουδαίο. Επειδή τους αρέσει η κόκα κόλα», ας πούμε. Κι αυτοί το παίρνουν επίσης απλά. Δεν είναι ζητιανιά ούτε ελεημοσύνη. Ούτε πάλι νομίζουν πως τους το χρωστάς. Ούτε και αρχίζουν τις τσιριμόνιες «μα γιατί, δεν έπρεπε, δεν ήταν ανάγκη» και τα τέτοια. Δεν είναι τίποτα. Να μισογεμίσεις το ρεζερβουάρ με βενζίνη. Τριάντα πακέτα τσιγάρα. Μια ώρα ιδιαίτερο μάθημα στο παιδί. Τίποτα!

Τους το λες χωρίς ντροπή κι έρχονται στο σπίτι. Χωρίς ντροπή. Φορούν τα καλά τους. Το μάτι τους λάμπει. Όχι από τη λίμα, από τη συγκίνηση. Από την αγάπη. Κι από τον πόνο. Έρχονται με τα καλά τους. Κάνουν δύο διαδρομές με γεμάτο το καρότσι της λαϊκής. Έρχονται, παίρνουν το πρώτο γεμάτο, το παν σπίτι τους, το αδειάζουν και ξανάρχονται. Κάθε φορά σαν πιο ξεκούραστοι. Ποιον πάνε να γελάσουν; Τα πόδια τους τρέμουν από την κούραση της δουλειάς και της ολοήμερης ορθοστασίας. Το μικρό αγριμάκι δεν πίνει βυσινάδα, θέλει κόκα κόλα. Το κρατάς λίγο και δε στέκεται. Τρέχει ένα γύρω στην αυλή και παίζει με τα ποδήλατα. Ονειρεύεται κι αυτό ένα τέτοιο με φτερά να γυαλίζουν στον ήλιο. Τα πόδια τους κουρασμένα από το μεροκάματο. Τους λες στην τρίτη διαδρομή να μη φέρουν πίσω το καρότσι. Ας το κρατήσουν κι ας το φέρουν την επομένη. Ας μην κουράζονται τζάμπα. «Δε θα μας χρειαστεί σήμερα. Αύριο.» Σ’ ευχαριστούν. Όχι με λόγια. Με την άλλη γλώσσα που μόνο οι άνθρωποι καταλαβαίνουν. Αδιάφορο σε ποιο θρήσκευμα, σε ποια φυλή.

Την άλλη μέρα φέρνουν πίσω το καρότσι. Μ’ ένα μεγάλο πεπόνι μέσα. Αντίδωρον. «Θα σας μαλώσω! Γιατί;». «Ε, έτσι!»

Απ’ αυτό το πεπόνι δοκίμασα κι εγώ. Ήταν ένα πεπόνι!!!

Sunday, June 11, 2006

Χρώματα

Παλιά είχαμε το πράσινο. Τουλάχιστον εγώ το θυμάμαι. Όχι αυτό το πράσινο του περίεργου μισού ήλιου του ΠαΣοΚ, αλλά το άλλο, το αυθεντικό. Το βρίσκαμε στα δέντρα και στα αλσύλλια της Αττικής, στην Πεντέλη και στην Πάρνηθα. Και έξω, τις λίγες φορές που παίρναμε το τρένο για μια μικρή μονοήμερη εκδρομή στη Χαλκίδα ή και μέχρι τη Λαμία. Η αλήθεια είναι ότι τότε δεν το πολυεκτιμούσαμε, απλώς υπήρχε πλάι μας και μας ομόρφαινε τη ζωή χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

Μετά είχαμε το γαλάζιο. Το βλέπαμε στον ουρανό και στη θάλασσα. Τι ουρανοί, Θεέ μου, ήταν αυτοί! Πόσο μπλε ξοδεύεις, Θεέ μου, για να μη σε βλέπουμε! που φώναξε ο Ελύτης. Και ξεχυνόταν πίσω από τους λόφους της Αττικής, πέρα απ' τις ανηφοριές. Το γαλάζιο. Πώς έστεφε τα σπίτια! Και η θάλασσα; Καταγάλανη στο Φλοίσβο, στον Άλιμο, στη Γλυφάδα κι ακόμη πιο γαλάζια στη Βούλα και στη Βουλιαγμένη. Τα χαιρόμαστε όλ' αυτά, τα πιάναμε στα χέρια μας, τα γευόμαστε. Δεν ήταν ανάγκη να ταξιδέψουμε εκατοντάδες χιλιόμετρα για να τα απολαύσουμε. Ήταν κοντά μας.

Ακολουθούσαν τα πορφυρά κι όλα εκείνα που ζωγράφιζαν τις ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα. Τα μαβιά (Α...ναι..., ένα σαπφείρινο μαβί), τα λιλά και τα μενεξεδένια. Κι οι κήποι μας κι αυτοί αιμοβόροι. Κι αυτά τα χρώματα τα καλλιεργούσαμε και τα προστατεύαμε κάθε μέρα, αλλά περισσότερο ξενυχτούσαμε πλάι τους φρουροί τις παραμονές της Πρωτομαγιάς, όταν άλλοι από άλλες γειτονιές, χορτασμένοι από τα χρώματα τα δικά τους, αλλά διψασμένοι για τα δικά μας, έκαναν επιδρομές για τα μας τα κλέψουν. Άγιες κλοπές...

Μα και τα κορίτσια μας ήταν πολύχρωμα. Κόκκινα χείλια χωρίς να 'χουν ανάγκη από βαφές και κραγιόνια, κόκκινα μάγουλα, λαμπερά μαλλιά κι ολοκάστανα μάτια. Βάζαμε ένα κορίτσι δίπλα στο ηλιοβασίλεμα και δε χρειαζόμαστε την τέχνη. Και τα τραγούδια μας και οι τραγουδιστές μας γεμάτοι χρώματα, μέσα κι έξω. Και τα πιο παλιά τραγούδια μας, τα πιο αγαπημένα, ακόμα κι όταν ήθελαν να πουν το μοιρολόι, με χρώματα το έλεγαν: «Είχα μηλιά στην πόρτα μου και δέντρο στην αυλή μου, / και τέντα ολοκόκκινη το σπίτι σκεπασμένο / και κυπαρίσσι ολόχρυσο...». Και μόνο την ώρα του θανάτου, αλλά μόνο τότε, τα χρώματα καταργούνταν και δέσποζε το μαύρο.

Όλα ήταν πολύχρωμα στη ζωή μας. Μόνο η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη. Τώρα η τηλεόραση έγινε χρωματιστή κι όλα τ' άλλα μαύρισαν.

Και τα δάση κάηκαν, η Πεντέλη μάς δείχνει τη μαύρη χαρακωμένη πλάτη της· κι ο ουρανός βάφτηκε αιθαλομίχλη· κι η θάλασσα λάσπωσε· κι οι ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα κρύβονται ντροπαλά πίσω από τις πολυκατοικίες. Ήρθε κι η γκρίζα διαφήμιση και η μαύρη διαφήμιση κι οι γκρίζες περιοχές του Αιγαίου κι οι Γκρίζοι Λύκοι. Αλλά και τα χείλια και τα νύχια και τα φορέματα των κοριτσιών μας μαύρα τα βάφουν. Και τα τραγούδια μαύρισαν από το λιωμένο μέταλλο που τα περισφίγγει και τα πνίγει.

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...

Κι η Δόξα έφυγε μακριά. Και μείναμε εμείς, στη ράχη, ολομόναχοι!

Thursday, June 08, 2006

Πόσο κάνει;


Πόσο κάνει; Ε, δεν απαντά κανείς; Ρωτώ πόσο κάνει;
Το απλό ερώτημα της καθημερινής μας ζωής που έχει γίνει ερώτημα της ύπαρξής μας. Πόσο κάνει;

Λέω, ας πούμε, σε κάποιον ότι έχω μια εκπομπή στον Ανατολικό Εφ Εμ, γράφω και παρουσιάζω ένα σχόλιο τη μέρα. Κάθε μέρα. Η πρώτη του ερώτηση δεν είναι τι γράφω, τι λέω, αν βρίσκω εύκολα ή δύσκολα το θέμα μου, πώς το επεξεργάζομαι και τέτοια, αλλά πόσο με πληρώνουν. Του κάνω πλάκα, εξαρτάται, του λέω, αν είναι καλό το σχόλιο ή όχι. Α, πας με το κομμάτι, μου απαντά αυτός. Και πόσο πάει το καλό κομμάτι;

Σε μια άλλη στιγμή βρίσκομαι στην τάξη διδάσκοντας λογοτεχνία και τους παρουσιάζω ένα παλιό ταλαιπωρημένο βιβλίο, τους διαβάζω αποσπάσματα απ’ αυτό, κανείς δε φαίνεται να δείχνει ενδιαφέρον. Μόλις τους λέω πως το βιβλίο που έχω στα χέρια μου αξίζει όσο ένα διαμέρισμα, όλοι αφυπνίζονται, κοιτούν μια εμένα μια το βιβλίο, μερικοί πιο προβληματισμένοι, που βλέπουν το πράγμα πιο βαθιά, με ρωτούν τι είδους διαμέρισμα, πόσο μεγάλο δηλαδή, τριάρι ή τεσσάρι. Κόβω ότι η κατάσταση έχει ψωμί και τους λέω μεγάλο διαμέρισμα, μεζονέτα διώροφη. Από κει και μετά έχω την προσοχή τους στραμμένη σε μένα, στο βιβλίο, σ’ αυτά που λέω, σ’ αυτά που ακούν. Και τα ακούν όλα. Ρουφούν το καθετί τώρα που έμαθαν ότι προέρχεται από κάτι τόσο ακριβό.

Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που γνωρίζουν πόσο κάνει κάτι. Μόλις σε βλέπουν, σε ψάχνουν αμέσως από πάνω μέχρι κάτω και βγάζουν το συμπέρασμα. Φτηνός, αν δε φοράς ρούχα σινιέ, δεν ασχολούνται άλλο μαζί σου. Αν το σακάκι σου είναι η άλφα μάρκα, το παντελόνι σου η βήτα και η καμπαρντίνα σου Αρμάνι, ε τότε σε προσέχουν, σου απευθύνουν το λόγο, σε υπολογίζουν, σε ό,τι λες κι σε ό,τι κάνεις.

Ε, λοιπόν, εγώ που δεν ξέρω από τιμές, θα ήθελα να σας ρωτήσω για μερικά πράγματα πόσο κάνουν;

Πόσο κόστισε το πρώτο σας εφηβικό φιλί;

Πόσο έκανε το πρώτο σ’ αγαπώ που ακούστηκε στ’ αυτί σας εκείνη την Αυγουστιάτικη Αύγουστος ήταν;) νύχτα στο θερινό σινεμά και σας έκανε να πιστέψετε πως η ζωή άρχισε για σας εκείνην ακριβώς τη στιγμή;

Πόσο έκανε εκείνο το αγριολούλουδο που έκοψα για σένα απ’ την άκρη του απόκρημνου βράχου;

Πόσο κάνει ο υπολογιστής σου; Όχι πόσο τον αγόρασες, αλλά πόση αξία έχει με όλα αυτά που περιλαμβάνονται μέσα του, με τα αρχεία, τις ομιλίες σου, την εργασία σου μιας ζωής, τις αποτυπώσεις των προσωπικών σου στιγμών;

Πόσο έκανε το συναίσθημα εκείνου του απομεσήμερου, όταν έμαθα πως είχα περάσει με επιτυχία στο Πανεπιστήμιο;

Πόσο έκανε εκείνο το βράδυ που μου αναποδογύρισε ο άνεμος την ομπρέλα μου καταμεσής του δρόμου και ένιωσα αμέσως ότι η ψυχή του αγαπημένου μου παππού είχε αρχίσει το σκοτεινό τελευταίο της ταξίδι;

Πόσο πάει μια σουίτα του Μπαχ για βιολοντσέλο, η τρίτη, ας πούμε;

Πόσο κάνει, όταν βγαίνω από μια τάξη μετά από μια πετυχημένη διδασκαλία μου και νιώθω να γεμίζω από αγάπη για όλο τον κόσμο;

Πόσο κάνει μια στιγμή, μια οποιαδήποτε στιγμή που θα ήθελα να κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου;

Πόσα πιάνει μια φωτογραφία σου με τα μάτια σου να λιώνουν το φωτογραφικό χαρτί και να καίνε τα δάχτυλά μου;

Πόσο κάνει η γέννηση του παιδιού σου; Όχι πόσα έδωσες στο γιατρό, πόσα στο νοσοκομείο και πόσα στη μαία, αλλά πόσο κάνει για σένα που έγινες μητέρα ή πατέρας;

Πόσο κάνει το διάβασμα ενός βιβλίου που το θυμάσαι ακόμη και σε συναρπάζει, που έπαιξε το ρόλο του κι αυτό στο χτίσιμο του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς σου;

Πόσο έκανε το πρώτο σου κείμενο που είδες δημοσιευμένο στην εφημερίδα;

Λοιπόν, πόσο κάνουν όλ’ αυτά; Μουδιάζουμε, δεν μπορούμε να απαντήσουμε, μερικοί χαμογελούν συγκαταβατικά σαν να λένε «άσε, ρε φίλε τις φιλοσοφίες και τους ρομαντισμούς», άλλοι νιώθουν πιο άβολα, γυρίζουν την πλάτη και φεύγουν με σκυφτό κεφάλι. Ίσως να σκέφτονται ότι μερικά πράγματα στη ζωή μας είναι ανεκτίμητα, δεν μπορούμε να τα κοστολογήσουμε, δεν πρέπει να τα βάλουμε στην ίδια τσάντα με τα υπόλοιπα ψώνια μας.

Είναι όλα αυτά που κουβαλούν –είτε έχουν μια τιμή στο χρηματιστήριο των καθημερινών αξιών είτε όχι- κάτι από την προσωπική μας ιστορία.

Κι όλα αυτά μας έρχονται δωρεάν και ελεύθερα. Αρκεί να έχουμε ανοιχτά την καρδιά και το νου μας. Τελείως δωρεάν.

Γι’ αυτό είναι και τα πιο ακριβά.

Tuesday, June 06, 2006

Φανταστικές Πατρίδες


Δεν σε καλώ να φανταστείς, κι ας λέει ο τίτλος. Σε καλώ να ζήσεις. Να ζήσεις, έστω τη φαντασία σου. Να ξαναπάς πίσω, πίσω πολύ, στους τόπους που γεννήθηκες. Τους έχω ανάγκη, καταλαβαίνεις; Χρειάζομαι κι εγώ έναν τόπο πατρίδα, να εγκατασταθώ και ν’ αρχίσω από κει ταξίδια πειρασμούς. Έναν τόπο μακρινό και δύσκολο να τον ζήσω, που δε θα μου ανοίγεται αμέσως και που θα είναι ανάγκη να τον σκάψω και να πληγωθώ. Χρειάζομαι τους τόπους σου.

Τον τόπο έρημος όπου γεννήθηκες και χάρισες τις παιδικές σου ματιές. Εκεί που σε τυράννησαν οι αμμοθύελλες κι οι πόροι του κορμιού σου γέμιζαν, κάθε που φύσαγε, άμμο υπόσχεση κι άμμο ανάγκη. Κι αυτοί ακόμη οι αμμόλοφοι ελπίδες, ο αμμόλοφος πατέρας, οι αμμόλοφοι ορφάνιες, που αλλού τις άφηνες το βράδυ όταν έπεφτε το κρύο και τις πίστευες, κι αλλού στις έδειχνε το πρωί αναίρεση, κι αυτές ακόμη θα μου έκαναν πολύ καλό.

Μετά, όταν έφυγες από κει κι έφτασες, ποιος ξέρει μετά από πόσες περιπλανήσεις κραυγές χωρίς ήχο, στην παταγονία της νεότητας. Εκεί δείξε μου τις πέτρες πληγές, τις λίμνες παιχνίδια, τα όρη συντρόφους. Θέλω να πάρω την ανάσα που άφησες στο ξερό χώμα, στις άδειες κοίτες, σ’ όλη αυτή τη γεωγραφία που έφτιαξε το κορμί σου μοναχικό νησάκι στο αρχιπέλαγος. Θέλω να γευτώ τις πυγολαμπίδες πόνους, την άνοιξη των πρώτων σκέψεων και τα πρωτοβρόχια απογοητεύσεις.

Μετά, βέβαια, θέλω να μάθω για το πέρασμά σου από την ισπανία πατρίδα, από την ανδαλουσία της μητέρας σου, εκεί όπου η γη είναι χαραγμένη και άνυδρη, εκεί όπου και άλλοι πριν από σένα κι άλλοι μετά από σένα πόνεσαν και θα πονέσουν. Γνώρισέ με στους μύθους θεούς, στις οξιές παραισθήσεις. Κι αυτά θα φτιάξουν στο κορμί μου μικρούς μικρούς πανικούς, εωσφόρους αγγέλους και πανέρια ανοιξιάτικα με όλων των ειδών τα λουλούδια και τις γεύσεις, τις μυρουδιές που μάζευες στους ιστιοφόρους αγρούς της ηλικίας σου.
Καταλαβαίνεις; Πρέπει να τα ζήσω κι εγώ όλα αυτά για να σε συλλάβω τώρα: να δω μέσα στα μάτια σου τα ταξίδια των προγόνων σου, να κοινωνήσω των αχράντων σου θυσιαστηρίων, να νιώσω τους τυφλούς βωμούς της απόλαυσης. Όλα θέλω να τα δω και να τα ζήσω μέσα από τις ιστορίες σου. Ακόμη –και κυρίως- αυτά που πονούν.

Και μετά θέλω να δω την προσφυγιά σου, τις κουρελούδες στα πορτοπαράθυρα, τις κάρσες χαραγμένες με ακατάληπτες ημερομηνίες ληξιαρχείου, τις εικόνες λάδι, τις εικόνες βάλσαμο, τις μαυροφόρες με τα πλούσια μάτια, τα χέρια των τσαγκάρηδων με τα μικρά κοφτερά σκαρπέλα που έφτιαξαν παπούτσια κι έντυσαν τον πατέρα μου να μην κρυώνει, το μικρό ντεπόζιτο ψηλά με το νερό που θα το καταναλώνουμε μαζί, σταγόνα σταγόνα, με την μέγγενη τσιγκουνιά της ανέχειας, ζυγίζοντας το αύριο και το χτες στην έχιδνα ισορροπία του σήμερα. Πάρε με σ’ αυτήν την πρόσφυγα πατρίδα σου με τους έφεδρους πόνους κι εγώ θα κηρύξω την απόλυτη αποστράτευσή τους, να φύγουν και να μην ξανάρθουν ποτέ, εκτός κι αν γυρίζουν μνήμες με τις παλάσκες αδειανές και τα μάτια αρμυρά.

Πάρε με στην ουράλια πατρίδα σου. Θα σ’ ακολουθήσω με τον σκύλο αγάπη και τον καπνεργάτη μου έρωτα. Θα καλλιεργήσουμε αυτό τον έρωτα και θα μοιράσουμε όλη μας την παραγωγή μέχρι που να ντουμανιάσουμε τον κόσμο, μέχρι που να γεμίσουμε τον κόσμο κάπνα και θολούρα. Θα πετάξουμε όλους τους μισθοφόρους όρκους που είχαμε μέχρι τώρα δώσει και θα φτιάξουμε έναν μόνο, έναν μόνο για μας και για τους πιστούς της θρησκείας μας: να βλέπουμε μες στη θαμπάδα και την ομίχλη, στους καπνούς και τα σύννεφα όσα οι άλλοι δεν μπορούν να δουν στη λιακάδα.

Sunday, June 04, 2006

“Περί Τούβλων” μικρή πραγματεία

Είναι γνωστό ότι η οικονομία των λαών στηρίζεται στην παραγωγή τους. Μέσα όμως στην πληθώρα των προϊόντων που παράγουν οι προηγμένοι λαοί, κάποιο αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά τους, αυτό δηλαδή που τους κάνει να ξεχωρίζουν ως λαοί και να είναι γι’ αυτό εθνικά υπερήφανοι. Έτσι οι Άγγλοι, ας πούμε, παράγουν χιούμορ και υγρασία, το εθνικό προϊόν των Γάλλων είναι ο πληθυντικός αριθμός, των Αμερικανών το διαζύγιο, των Ελβετών οι λογαριασμοί και οι κούκοι, των Βιεννέζων ο Δούναβις και πάει λέγοντας.
Ομολογουμένως, δε χρειάζεται πολλή και επίμοχθη σκέψη για να αντιληφθεί κανείς ότι το δικό μας εθνικό προϊόν, το εθνικό προϊόν των Νεοελλήνων εδώ και εκατόν ενενήντα ολόκληρα χρόνια, δεν είναι ούτε ο καπνός ούτε η σταφίδα ούτε οι εθνικόφρονες. Αλλά τα γνωστά και απαραίτητα σε όλους τούβλα.

Θα μου πείτε, και άλλοι λαοί φτιάχνουν τούβλα. Βεβαίως, αλλά κανένα από αυτά δεν έχει την υψηλή ποιότητα που έχουν τα ελληνικά. Τα δικά μας τούβλα φτιάχνονται ένα-ένα στο χέρι, με το μεράκι, τη φινέτσα και τη μαστοριά τού Έλληνα δημιουργού. η πορεία δε της κατασκευής τους ακολουθεί τρία στάδια, έτσι ώστε το τελικό προϊόν να είναι ασυναγώνιστο στην παγκόσμια αγορά.

Χρειάζεται, όμως, να εξηγηθώ καλύτερα παρουσιάζοντας με λίγα αλλά καίρια στοιχεία την τριμερή αλλά και τρομερή αυτή πορεία. Η πρώτη βαθμίδα κατασκευής τούβλων είναι η βασική, η στοιχειώδης. Κανένα τούβλο δεν μπορεί να μεταπηδήσει στην επόμενη βαθμίδα αν προηγουμένως δεν έχουν ολοκληρωθεί οι επ’ αυτού εργασίες της αποξηράνσεως ή της εψήσεως. Οι εργασίες αυτές αποτελούν και το βασικό στάδιο διαμορφώσεως του τούβλου Κατά το στάδιο αυτό δίνονται στην αδιαμόρφωτη ακόμη μάζα τα βασικά της χαρακτηριστικά που θα την ακολουθούν στον αιώνα τον άπαντα, γι’ αυτό και οι διαδικασίες αυτές κρατούν έξι ολόκληρα χρόνια. Από κει και πέρα, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Η επόμενη βαθμίδα διαιρείται σε δυο σκέλη. Στο πρώτο, που διαρκεί τρία χρόνια και λαβαίνει χώρα σε τουβλοποιεία διασκορπισμένα σε πόλεις και σε κεντρικά χωριά, γίνεται ένα γενικότερο πασάλειμμα, ανοίγονται μερικές ακόμη τρύπες για να περνά με περισσότερη άνεση ο φρέσκος, κοπανιστός αέρας. Κατά κάποιον τρόπο έχουμε δηλαδή λείανση των γωνιών και των προεξοχών, προσπάθεια επιβολής μιμητισμού και παπαγαλισμού, ώστε το τούβλο μετά από τα τρία αυτά χρόνια να μπορεί να σταθεί μόνο του χωρίς να παρουσιάζει καμία σχεδόν διαφοροποίηση από τα άλλα συνομήλικά του τουβλάκια. Κι ενώ με τα τούβλα της πρώτης βαθμίδας δεν μπορεί να χτιστεί τίποτα άλλο εκτός από μερικά ντουβάρια πρόχειρα και χωρίς σχέδιο, με τα τούβλα της δεύτερης, της μέσης, να πούμε, βαθμίδας, χτίζεται σπίτι. Όχι βέβαια κάποιο γερό και αντισεισμικό οικοδόμημα, αλλά εν πάση περιπτώσει σπίτι άξιο να κατοικηθεί.

Η σωστή, όμως, δουλειά γίνεται στο επόμενο στάδιο της δεύτερης βαθμίδας, που, δυστυχώς, δεν είναι υποχρεωτικό. Και λέμε “δυστυχώς”, γιατί εκεί δίνεται σημασία στη λεπτομέρεια. Ο απαρφανισμός της προσωπικής γνώμης είναι πλήρης πια, η κρίση και η κριτική αντιμετώπιση αμβλύνονται τόσο όσο να μην ενοχλούν. Είναι γενικά παραδεκτό ότι τα τούβλα μετά τη βαθμίδα αυτή, έτσι όπως συσπειρώνονται το ένα πλάι στο άλλο πανομοιότυπα, είναι ικανά να χτίσουν πολιτεία ολόκληρη, γερή κι ανθεκτική.

Στην ανώτατη και τελευταία βαθμίδα τα πράγματα σοβαρεύουν. Ολοσχερής ο αφανισμός της προσωπικότητας, της διαφοροποίησης και της άποψης. Τα τούβλα, μετά από δω, μεγάλα σαν τσιμεντόλιθοι, είναι έτοιμα να χτίσουν όχι απλά ντουβάρια, αλλά σινικά τείχη.

Γεγονός είναι ότι πρέπει να τονωθεί η προσπάθεια παραγωγής τούβλων και να δοθούν μάλιστα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις κίνητρα για την αύξησή της. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για αμιγώς νεοελληνικό προϊόν. Ειδικές και εξαντλητικές έρευνες ετών δεν μπόρεσαν να αποδείξουν την παρουσία ούτε ενός (!) τούβλου κατά τον 5ον αιώνα π.Χ. π.χ., παρόλο που οι ανάγκες για πρώτη ύλη στην Αθήνα ήταν ιδιαίτερα οξυμένες εκείνη την εποχή. Φαίνεται, όμως, ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν έφθασαν μέχρι του σημείου αυτού που υπερηφάνως έχουμε φτάσει εμείς. Έτσι εξηγείται και το ότι τα τείχη τους τα έφτιαξαν με ευτελή υλικά προερχόμενα και από λείψανα τάφων ακόμη, ενώ τα υπόλοιπα οικοδομήματα από μάρμαρο ή, τα πιο απλά, από πλίθες ή κεράμους. Τούβλα, μια φορά, δεν είχαν.

Friday, June 02, 2006

Τελευταίο γράμμα στον πατέρα μου


Φτάνει κάποια στιγμή που τελειώνουν οι ανηφόρες και το λαχάνιασμα και αρχίζουν οι ισάδες. Και τις διαβαίνεις κι αυτές άλλοτε τρέχοντας κι άλλοτε βαδίζοντας προσεκτικά, χωρίς να κουράζεσαι. Και μετά από λίγο έρχεται πάλι μια στιγμή που τελειώνουν τα ισώματα, έχεις φτάσει ήδη σε μια άκρη, σ' ένα χείλος που από κει και πέρα σε περιμένει η κατηφόρα. Χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος δρόμος, καμιά άλλη επιλογή και διέξοδος.
Και την παίρνεις αυτή την κατηφόρα. Στην αρχή αργά, λειτουργούν ακόμη τα φρένα και καθυστερούν την κατρακύλα. Όμως κι αυτά τα φρένα παλιώνουν, χαλάνε και σ’ αφήνουν έρμαιο στη μεγάλη κατηφόρα που ξανοίγεται μπροστά και σε καταπίνει όλο και πιο γρήγορα. Κι έχει πέσει το σκοτάδι, ξεκινάει ένα ψιλόβροχο και γλιστράει τόσο.

Τότε είναι που όλα τα πάντα αρχίζουν να πετούν και να χάνονται. Φεύγουν από πάνω σου τα βάρη που σε κρατούσαν στο έδαφος προσγειωμένο, που δε σε άφηναν λεύτερο να κινηθείς με ταχύτητες ιλιγγιώδεις. Τα βάρη, τα βαρίδια του κόσμου τούτου: Εικόνες αγαπημένες ξεθωριάζουν τόσο, μουλιάζουν σαν χαρτί και χάνονται τα ίχνη τους στο βυθό.

Γειτονιές και γωνιές που σε έθρεψαν, σε μεγάλωσαν, σε έκρυψαν και σε προστάτεψαν σαν πουλάκι τρομαγμένο γίνονται τώρα ξένες, αγνώριστες και φορτικές.

Σπίτια που μέσα τους έζησες ηλικίες, χαρές και λύπες, γεννητούρια και θανάτους, γιορτές και θλίψεις –ο θάνατος μιας μάνας, η αρρώστια μιας αδελφής-, με την αυλή τους μπροστά και τη σιδερένια εξώπορτα που όριζε τον κόσμο σου γκρεμίστηκαν και γινήκαν ένα απέραντο λευκό κενό. Όχι ένα χάος μαύρο όπου θα μπορούσες να μαντέψεις ή να ψάξεις τους κατοίκους του, αλλά ένα λευκό κενό που δεν μπορείς πια με τίποτα να το γεμίσεις.

Τα εργαλεία σου σκουριάζουν σε ένα ξύλινο κιβώτιο χωρίς να περιμένουν τα χέρια σου επιδέξια να τα στριφογυρίσουν για να βιδώσουν μια βίδα, να καρφώσουν μια πρόκα, να φτιάξουν κάτι που χάλασε και ζητάει επίμονα επισκευή.

Κι οι άνθρωποι που αγάπησες και σ’ αγάπησαν, που μοιράστηκαν πολλά μαζί σου γυρίζουν γύρω σου όπως γυρίζουν οι πλανήτες γύρω από έναν αδιάφορο ήλιο. Έναν ήλιο χωρίς ακτίνες, χωρίς φως και ζεστασιά. Έναν ήλιο ψυχρό μέσα στη λήθη. Δεν τους βλέπεις στη μοναχική κατρακύλα σου, δεν τους νιώθεις να συγκρατούνται κοντά σου από τους νόμους της παγκόσμιας έλξης των ψυχών. Έχεις ξεχάσει ακόμη και τους νόμους και τους τύπους που μάθαινες στο σχολείο σου, αυτούς που σ’ άρεσε να τους μαθαίνεις απ’ έξω και τους ακολουθούσες κάθε που σχεδίαζες μηχανές και κυκλώματα στο τετράδιο της φυσικής, για να λύσεις τη δύσκολη άσκηση. Σβήσαν οι νόμοι, οι κανόνες και οι τύποι, σβήσαν οι άνθρωποι.

Κι αυτός ο ένας που έμεινε πιστός δίπλα σου να σ’ ακολουθεί, να τρέχει κι αυτός όσο μπορεί με τα πονεμένα ποδάρια του, τα πονεμένα ποδάρια της, κι αυτή η σύντροφος, άλλοτε είναι σύντροφος αναγνωρίσιμη κι άλλοτε ξένη. Μέχρι που κι αυτή να ξεθωριάσει, να ξεθωριάσει τόσο και να σβηστεί…

Ε, τότε πια θα είσαι τελείως ελεύθερος. Δε θα σε δένει το παραμικρό με τα καθημερινά μας σχόλια. Τότε θα ανοίξεις διάπλατα τα χέρια σου και θ’ απογειωθείς στο διάστημα. Θα σε καταπιεί το απέραντο κενό με τους δικούς του ακατάλυτους νόμους: τη σιωπή και τη δικαιοσύνη.

Thursday, June 01, 2006

Αντιθέσεις

  • Ομορφιά είναι μια ατέλεια στη σωστή θέση.
  • Η αλήθεια είναι μια ανακρίβεια που διατυπώνεται ακριβέστατα.
  • Η αποτυχία είναι μια επιτυχία που έρχεται σε ακατάλληλη στιγμή.
  • Το αντίθετο του θανάτου είναι το όνειρο.
  • Όταν μάθεις να γλύφεις με τα δόντια, έχεις γίνει ο καλύτερος σκύλος. Όταν μάθεις να δαγκώνεις με τη γλώσσα, ο καλύτερος εραστής.
  • Το γέλιο είναι το μοναδικό δέντρο μες στην καταιγίδα. Αν το εμπιστευτείς και τρέξεις να προστατευτείς, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα σε γελάσει.
  • Γέλιο είναι το κλάμα που χορεύει σε πάρτι μασκέ.
  • Με την ψευδαίσθηση ανοίγεις την πόρτα στον υπόκοσμο της πραγματικότητας.
  • Ελπίδα είναι ο καταψύκτης της αισιοδοξίας.
  • Οι πραγματικοί φυλακισμένοι είναι οι δεσμοφύλακες.
  • Νύχτα είναι μια μέρα ντυμένη στα μαύρα.
  • Ήχος είναι η σιωπή της σιωπής.
  • Η κίνηση είναι μια επιταχυνόμενη ακινησία.
  • Λατρεύω τις λέξεις. Χωρίς αυτές δε θα είχα τίποτα να φοβάμαι.
    Δεν μπορώ να σκεφτώ χωρίς μέικ-απ.
  • Το δελτίο ταυτότητας είναι το ασφαλέστερο καταφύγιο της ανωνυμίας.
  • Αν μπορείς να κλαις μόνος σου, τότε θα μπορείς να γελάς μαζί με άλλους.
  • Απ’ το ζενίθ ξεκινά η κατρακύλα.
  • Τέχνη είναι οι αμέτρητες παραλλαγές στα μοτίβα της φύσης.
  • Είναι αμαρτία να προσπαθείς να καταλάβεις την τέχνη. Και μεγαλύτερη αμαρτία να προσπαθείς να καταλάβεις τη φύση.
  • Το παρόν είναι μια σχισμή στο σώμα του παρελθόντος.
  • Το παρελθόν είναι ο κώλος του μέλλοντος.
  • Τα πιο μοντέρνα έργα είναι αναμφισβήτητα τα κλασικά.
  • Όταν η πραγματικότητα απογοητεύεται, γίνεται τέχνη.
  • Η ποιότητα δεν είναι τόσο εμπορεύσιμη όσο η ποσότητα.
  • Θα σωθούμε κάνοντας εμπόριο την ποιότητα.
  • Το χυδαίο δεν είναι πάντα κακόγουστο. Το κακόγουστο είναι πάντοτε χυδαίο.
  • Ο παράδεισος είναι ο Άλλος.
  • Ο τυφλός ακούει καλύτερα.
  • Μες στην τύφλα μου δεν άκουσα τα βήματα των δολοφόνων.
  • Αυτός που περπατά στις μύτες των ποδιών του ή χορευτής θα είναι ή ευγενής ή δολοφόνος.
  • "Θα περάσετε το πρώτο ποτάμι, μετά από διακόσια μέτρα θα βρείτε το δεύτερο, θα περάσετε τη γεφυρούλα και μετά από εκατό μέτρα θα δείτε το χωριό στη στροφή του δρόμου". Περάσαμε δυο ρυτίδες της γης χωρίς σταγόνα νερό, μετά είδαμε το χωριό. Μπήκαμε. Έρημο.
  • Σκάψτε βαθιά στην άσφαλτο να βρείτε τις ρίζες. Ταξιδεύουν στη γη οριζοντίως.
  • Καπουτσίνο και ξερό ψωμί!