Monday, December 26, 2011

Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Θα μπορούσε να ήταν μια συγκινητική χριστουγεννιάτικη ιστορία. Εκείνη καθισμένη στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας. Τα σκαλιά του πεζοδρομίου, να εξηγούμαστε, γιατί η πολυκατοικία είχε κλειστή την είσοδό της κι ένα χαρτί κολλημένο στη τζαμαρία που της το έδειχναν οι ένοικοι και κάτι της έλεγαν. Φυσικά δεν καταλάβαινε. Ούτε αυτά που της έλεγαν ούτε αυτά που έγραφε το χαρτί. Εκείνη στην αρχή ήθελε μόνο να ξαποστάσει.  Λίγο αργότερα, όμως, καθώς καθόταν στο σκαλοπάτι, πέρασαν απ’ το μυαλό της κάποια παλιά Χριστούγεννα, τότε που είχαν ανεβάσει στη σχολική τους γιορτή το Κοριτσάκι με τα σπίρτα του Άντερσεν. Αυτή, φυσικά, είχε παίξει το κοριτσάκι. Και το είχε παίξει τόσο ρεαλιστικά η αφιλότιμη που οι δασκάλοι της είχαν δακρύσει, χώρια οι συμμαθητές κι οι συμμαθήτριές της που τα αναφιλητά τους έφταναν στ’ αυτιά της. Τόσο ρεαλιστικά.
Τώρα τα χέρια της είναι άδεια, δεν έχει σπίρτα. Ούτε χιονίζει ούτε σκοτάδι είναι ακόμη να δει το αστέρι εκείνο να πέφτει. Θυμάται: για κάθε αστέρι που πέφτει μια ψυχή ανεβαίνει. Και τα μάτια της είναι άδεια και δεν έχει να παρακαλέσει για κάτι. Στο πανεπιστήμιο και στα διαβάσματά της είχε μάθει πως για τα δικαιώματα δεν παρακαλάς, αγωνίζεσαι. Διεκδικείς και σκοτώνεις. Τώρα όμως είναι τόσο κουρασμένη. Ούτε τη γλώσσα ξέρει ούτε τους ανθρώπους.

Saturday, December 17, 2011

Εις την Οδόν των Φιλελλήνων ΙΙ


 Αλήθεια, μπορούμε σήμερα να υπολογίσουμε πόσοι είναι αυτοί που αγαπούν την πατρίδα τους, αυτοί που, σε ορισμένες δύσκολες ώρες, θα θυσιάζονταν για χάρη της, ή, έστω, αυτοί που, όπως ο Κρέων, δε θα ’πιαναν ποτέ φιλίες με εχθρό της; Έχουμε μάθει στο σχολείο αρκετά για το παρελθόν, όχι πάντα τα πιο σπουδαία ούτε πάντοτε τ’ αληθινά. Όμως, όλα όσα γράφονται στα σχολικά βιβλία, άρα όσα αποτελούν και την επίσημη άποψη της πολιτείας για την ιστορία μας, μιλούν για δίκαιους αγώνες της φυλής, ακόμη κι αν αυτοί οι αγώνες ήταν εκστρατείες επεκτατικές ή εμφύλιες συρράξεις. Μιλούν για θυσίες στους βωμούς της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας κι αποσιωπούν τις θυσίες στους βωμούς του κέρδους και του συμφέροντος. «Η ιστορία μας είναι γεμάτη αγώνες και θυσίες» ή «Οι Έλληνες αθρόοι έσπευσαν στο προσκλητήριο της πατρίδος» ηχούν στα αυτιά μου από την παιδική μου ηλικία, από τη μαθητική  μου θητεία αλλά και από την άλλη θητεία, την πολύ πιο δύσκολη κι απαιτητική, τη στρατιωτική. Όλ’ αυτά διαχώριζαν αμέσως και σαφώς τον Έλληνα από το δυστυχή Βάρβαρο. Και μ’ αυτή την ανωτερότητα βαυκαλιζόμασταν χρόνια ολόκληρα, αιώνες συναπτούς.
Η κατάληξη; Η απάντηση στα αρχικά ερωτήματα μπορεί να μας βγάλει απ’ τις εθνικές μας ψευδαισθήσεις. Αν, διασκευάζοντας λίγο τον Διονύσιο τον Ιερομόναχο του εθνικού μας ποιητή, που προσπαθούσε με τα δάχτυλα αγκυλωμένα στο φιλιατρό του πηγαδιού να μετρήσει τους δίκαιους αυτού του κόσμου και του περίσσευαν τα δάχτυλα, προσπαθούσαμε κι εμείς, εδώ και τώρα, να μετρήσουμε αυτούς που αγαπούν τον τόπο μας, δε θα μας χρειάζονταν πολλά χέρια, ούτε καν πολλά δάχτυλα. Απ’ την άλλη μεριά, αν σκεφτούμε πόσοι Έλληνες μισούν την Ελλάδα θα μας ήταν αναγκαίες στρατιές ολόκληρες χεριών: τα δάση μας καίγονται τα καλοκαίρια από δικά μας χέρια, η οικονομία μας κάηκε από δικά μας χέρια, η χώρα μας παραπαίει πολιτικά, διπλωματικά, πολιτιστικά κι οι δικοί μας ‘αγώνες’ είναι η αιτία, χρήματα ελληνικά κοσμούν τις ελβετικές τράπεζες κι εμείς είμαστε οι καταθέτες, το περιβάλλον στις πόλεις και στην ύπαιθρο μαράθηκε ανεπανόρθωτα κι οι ένοχοι είμαστε εμείς. Ο καθένας απ’ το μετερίζι του, αφού ταμπουρωθεί καλά, πυροβολεί οτιδήποτε είναι ευχερές προς σκόπευση. Και μετά, μετά τις μάχες τις κερδοφόρες για το άτομο, αλλά, φευ, χαμένες για το σύνολο, στις πλατείες διαλαλεί ο καθείς την πραμάτειά του, λέει σπουδαία λόγια, ρητορεύει ασύστολα κι ανενδοίαστα. Εν γνώσει του, βεβαίως, ότι το «είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (που, σημειωτέον, ο Όμηρος δεν το χαρίζει σε κάποιον Έλληνα, αλλά σ’ έναν Τρώα, τον Έκτορα, σ’ έναν βάρβαρο δηλ. νικηθέντα και διαπομπευθέντα από Έλληνα) έχει μετατραπεί σε «αμύνεσθαι και αγωνίζεσθαι για την πάρτη σας». Κι ασφαλώς και με εχθρούς της χώρας του θα κάνει παρέα και με το διάβολο τον ίδιο θα συμμαχήσει αρκεί να ’χει διάφορο, κωφεύοντας στα λόγια πάλι του Κρέοντα, δηλαδή του Σοφοκλή, δηλαδή του Περικλή: «ήδε (η πατρίδα) εστίν η σώζουσα και ταύτης έπι πλέοντες ορθής τους φίλους ποιούμεθα».
Λοιπόν, επιμένω: πόσοι είναι; Πόσοι είναι αυτοί που, θυσιάζοντας την ατομική τους ευπραγία, το προσωπικό τους συμφέρον, θα υπηρετήσουν “με αρετήν και τόλμην” το κοινό καλό; Ή μήπως σήμερα ισχύουν, περισσότερο κι από την εποχή που ειπώθηκαν, τα λόγια του Λα Ροσφουκώ: “οι αρετές χάνονται μέσ’ στο συμφέρον, όπως οι ποταμοί χάνονται μέσα στη θάλασσα”; Αλλ’ όμως, εδώ καταφέραμε τα ακατόρθωτα. Εδώ τελειώσαμε την ίδια τη θάλασσα, την ανεξάντλητη για το Σεφέρη, εδώ στερέψαμε τους ποταμούς και στομώσαμε τις αρετές, την Ψωροκώσταινα θα κοιτάξουμε; Εδώ λατρεύουμε απ’ όλους τους θεούς αποκλειστικά τον Κερδώο Ερμή και του καίμε λιβάνι, ενώ περιμένουμε από άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, για το γείτονα θα πολεμήσουμε και για την πόλη μας θα σκοτωθούμε; Οι σημαίες του συμφέροντος ανεμίζουν προκλητικά, πράσινες, κόκκινες ή γαλάζιες, αδιάφορο.
Σ’ αυτό το σημείο, έτσι για να διασκεδάσουμε λίγο τα σφάλματα τα σημερινά και τη γενική κατήφεια που τα συνοδεύει, αλλά και για να δικαιολογήσουμε και τη νοοτροπία μας, θα σας διηγηθώ μια άκρως διδακτική ιστορία. Όταν το 1826 εμείς οι Έλληνες ξεπουλούσαμε την πατρίδα μας, την εθνική και πολιτική μας ανεξαρτησία στους Άγγλους, ένας μόνο κοντούλης, κιτρινιάρης κι αχαμνός βρέθηκε να τους βάλει μπροστά. Και μιλώντας σα να ’χε ζήσει όλη του τη ζωή στη σκλαβωμένη του πατρίδα, σα να ’χε υποφέρει αυτός πιότερο από τους άλλους είπε ξεκάθαρα μέσα σε άλλα και τα εξής: «Ο λαός, κύριοι, του οποίου παρρησιάζετε το πρόσωπον, δεν σας έδωκε την πληρεξουσιότητα να καταργήσετε την εθνικήν και πολιτικήν ανεξαρτησίαν του, αλλά να την στερεώσετε, να την διαιωνίσετε. Η ιστορία θέλει κρίνει μίαν ημέραν αδεκάστως την πράξιν σας...Σας θορηβεί η έλλειψις των χρηματικών πόρων; Καταφύγετε εις την γενναιοφροσύνην των πολιτών. Έλλην ποτέ δεν εκώφευσεν εις την φωνήν της πατρίδος... Έλλην όμως, και φίλος άδολος της ελευθερίας του έθνους μου, δεν θέλω λείψει να συναγωνισθώ μετά των λοιπών συναδέλφων μου, και να χύσω και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, εν όσω διαρκεί ο υπέρ ανεξαρτησίας πόλεμος...» Ξέρετε, όμως, πώς τον αντάμειψε τον πατριώτη αυτόν η Εθνική Συνέλευσις, δηλαδή εμείς οι ίδιοι; Ας ακούσουμε την απόφασή μας με τη φωνή του ιστορικού Σπυρίδωνα Τρικούπη: «Αγανακτήσασα η συνέλευσις επί τη διαμαρτυρήσει ενός πολίτου κατά της ομοφώνου αποφάσεως όλου του έθνους εστέρησε διά ψηφίσματός της τον διαμαρτυρηθέντα παντός πολιτικού δικαιώματος  και τον απέκλεισε πάσης στρατιωτικής υπηρεσίας». Κι ασφαλώς δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος, για να θυμηθούμε και το Μανόλη Αναγνωστάκη.
Και τελειώνοντας, επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα: λοιπόν, πόσοι είναι; Θ’ απαντήσει κανείς;


Tuesday, December 13, 2011

Διά-


Σήμερα με πρόθεση και όχι κατά λάθος, θα επιχειρήσουμε έναν περίπατο με συντροφιά και βοηθό μια πρόθεση. Μια πρόθεση ιδιαιτέρως χρηστική στον σημερινό Έλληνα, ο οποίος μπορεί με αυτή να εκφράσει τα μύρια όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά και όσα έχει μέσα της η καρδούλα του. Η πρόθεση αυτή είναι η πρόθεση διά.
Μας ενδιαφέρει άμεσα η μικρή αυτή λέξη, η διά, γιατί μια ζωή, διά παντός διαιρεμένοι ήμασταν εμείς οι Έλληνες μέσα στην πατρίδα μας. Κι ενώ στο εξωτερικό όλοι διακρινόμαστε με ό,τι και αν καταπιαστούμε, διαγωνιζόμενοι με άλλους ξένους ερχόμαστε πρώτοι και με διαφορά, διαπρέπουμε και γινόμαστε διάσημοι, ενώ εδώ που είναι ο μόνιμος τόπος διαμονής μας, στην Ελλάδα, περνάμε διά πυρός και σιδήρου για να πετύχουμε το αυτονόητο, για να πιάσουμε μια θέση, ας πούμε και να εργαστούμε. Και ενώ ψάχνουμε, δεν είναι ότι δεν ψάχνουμε να βρούμε τις αιτίες και να καταλήξουμε στο διά ταύτα, να δούμε ποιος ή τι φταίει και πώς θα διορθωθεί, σπαταλιόμαστε σε διαπληκτισμούς, σε διαμάχες πολιτικές, θρησκευτικές, οικογενειακές, κομματικές, διαχέεται η προσοχή μας και χάνουμε το στόχο. Βλέπουμε τη διαφθορά γύρω μας, διακρίνουμε τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας από κάποιους επιτήδειους για ίδιον όφελος, τη διαστροφή της αλήθειας, τη διαπόμπευση αξιών και ιδεών, αλλά συνεχίζουμε να διάγουμε βίον ανέμελον. Βλέπουμε τους διάφορους διαβόητους να διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα σαν να είναι δικό τους επιδιώκοντες πάντοτε διάφορο, δηλαδή προσωπικό κέρδος, ακούμε τις διάτορες κραυγές των αδικουμένων να διαβεβαιώνουν για το δίκιο τους και το ήθος τους και δε μας καίγεται καρφάκι. Έχουμε δει κατά καιρούς τους βουλευτές και τους πολιτευτές σαν τα διαβατάρικα πουλιά να περνούν από το ένα κόμμα στο άλλο κι εμείς ζητάμε διακομματικές επιτροπές για να λύσουν τα προβλήματα, λες και θα γίνει κάτι διαφορετικό τώρα που η Δαμανάκη και ο Ανδρουλάκης, ας πούμε, κάθονται σε διαφορετικά έδρανα. Βλέπουμε τις συνήθεις πλέον διαγραφές κομματικών στελεχών, δικαστές να τίθενται σε διαθεσιμότητα, διαπρεπείς δικηγόρους διαπρύσιους κήρυκες της δικαιοσύνης και του λειτουργήματός τους να ανοίγουν διάπλατα την αγκάλη τους στην αδικία και το οικονομικό τους συμφέρον, διαιτητές να διαιωνίζουν τη σαθρή κατάσταση στο ποδόσφαιρό μας, επιχειρηματίες και πολιτικούς σε άμεση και έμμεση διαπλοκή, εξετάσεις διαβλητές, διαρροές, κυβερνητικά στελέχη να διοχετεύουν πληροφορίες σε φίλιες εφημερίδες, ακούμε τις φωνές διαμαρτυρίες κάποιων, διανοουμένων κυρίως, λίγων πάντως μια και οι περισσότεροι βρίσκονται σε διαρκείς πνευματικές διακοπές, αλλά εμείς έχουμε άλλη δουλειά αυτή τη στιγμή, παρακολουθούμε στη διαπασών την τελευταία διαφήμιση του κινητού τηλεφώνου που θέλουμε να αγοράσουμε.
Κανονικά η κατάστασή μας χρήζει ιατρικής διάγνωσης, για να υπάρξει διέξοδος, αφού διαπιστωθεί πρώτα η ασθένεια από την οποία πάσχουμε όλοι. Και οι αλλαγές που χρειάζονται δεν πρέπει να είναι πια αντικείμενο άβουλων διαπραγματεύσεων και διαμεσολαβήσεων για να σωθούν κάποια προσχήματα ούτε διορθωτικές αλλά διαρθρωτικές. Αλλιώς με τόσες διαλείψεις στο μυαλό μας, με τις ψυχικές μας διαταραχές, με τόσες διαφωνίες στις σχέσεις μας με τους άλλους, με τόσα διαζύγια από ανθρώπους και ιδέες που μας ανέθρεψαν πώς θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την πνευματική μας υγεία, να διασφαλίσουμε την ακεραιότητά μας, να διασώσουμε και να διαφυλάξουμε όσες από τις διαχρονικές αξίες μας παραμένουν ακόμη δυναμικές;
Εκτός και αν στο διαμπερές διαμέρισμά μας, κι ενώ το φως της πατρίδας μας διαχέεται μέσω όλων των παραθύρων άφθονο και ανελέητο, με τη διαυγή ατμόσφαιρα να διαποτίζει την ύπαρξή μας, να διαφεντεύει το περιβάλλον και να μας προετοιμάζει για ένα νέο διαφωτισμό, εμείς προτιμάμε να κλείνουμε τα μάτια, να αγνοούμε τη διαφάνεια στην οποία πιστεύαμε κάποτε και να ζούμε διασωληνωμένοι.

Sunday, December 11, 2011

Προσευχή Ι


Ξύπνησε βαθιά μεσάνυχτα από τις φωνές και τα τραγούδια. Πετάχτηκε γρήγορα-γρήγορα, άρπαξε το ράσο του από τη μοναδική καρέκλα του κελιού, το φόρεσε όπως-όπως και, βγαίνοντας έξω, αντελήφθη ότι ο χαλασμός ερχόταν από την εκκλησία. Έφτασε εκεί λαχανιασμένος για να δει έναν από τους φιλοξενουμένους του μοναστηριού εκείνη τη βραδιά να το ’χει ρίξει στο χορό με φωνές και με μακρόσυρτα αμάν…αμάν μπροστά στο τέμπλο. Ζεϊμπέκικο χόρευε, τσιφτετέλι, καρσιλαμά; Τίποτα απ’ αυτά κι όλα μαζί. Και δώσ’ του γυροβολιές μπροστά στις εικόνες του τέμπλου. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι να τον βλέπει να πληρώνει με τέτοια ασέβεια τη φιλοξενία. "Τι ’ναι αυτά που κάνεις εκεί; Μας αναστατώνεις! Χορεύεις μέσα στον οίκο του Κυρίου; Τρελάθηκες;" "Άσε με, πάτερ, ήσυχο, προσεύχομαι", του απάντησε αυτός ανάμεσα στις αγριοφωνάρες του καθώς συνέχιζε τον τρελό του χορό. Τον άρπαξε από τα χέρια και τον ταρακούνησε. "Βγες έξω, βλάσφημε", του σφύριξε και τον έσυρε με όση δύναμη είχε έξω από την εκκλησία. Από τον οίκο του Κυρίου. "Δεν κάνουμε τέτοια εμείς εδώ".
Γύρισε στο κελί του. Άργησε να τον πάρει ο ύπνος. Η ίδια εικόνα συνέχεια στο μυαλό του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Μα πώς του ήρθε; Μερικές στιγμές σαλεύει και το λογικό κι ο άνθρωπος κάνει ό,τι του κατέβει. Χωρίς να σέβεται το χώρο και τους συνανθρώπους του. Τέλος πάντων, συγχωρεμένος να ’ναι. Με τα πολλά αποκοιμήθηκε. Του φανερώθηκε η Παναγιά. Τι είναι αυτό που έκανες; Γιατί σταμάτησες τον άνθρωπο; Μα… Παναγιά μου!... Γιατί δεν τον άφησες να προσευχηθεί; Μα… Παναγιά μου, προσευχή ήταν αυτό; Αυτός χόρευε μπροστά στις εικόνες σου! Και ποιος σου είπε εσένα πώς είναι η προσευχή; Από πού ξέρεις ότι έτσι δεν μπορεί να προσευχηθεί κάποιος;
Πετάχτηκε καταϊδρωμένος. Ξαναφόρεσε το ράσο του κι έτρεξε στον ξενώνα. Έσκυψε πάνω από τον κοιμισμένο ασεβή. "Σήκω, σήκω γρήγορα και τρέχα στο ναό να προσευχηθείς". "Μα εσύ δεν ήσουν που…”. “Τρέχα γρήγορα είπα, τρέχα να προσευχηθείς με τον τρόπο σου. Δε θα τα πληρώσω εγώ. Προσευχήσου όπως θέλεις, άνθρωπέ μου. Πες τις δικές σου προσευχές".

Thursday, December 08, 2011

Χωρίς ήρωες


Θα το πανηγύρισαν δεόντως οι μυστικές υπηρεσίες της Αμερικής το νέο που έφθασε εκείνο το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου 1980. Και γιατί να μην πανηγυρίσουν; Ούτε τα χέρια τους ανακάτεψαν και μάτωσαν, ούτε σε ιδιαίτερα προβλήματα τους έβαλε αυτό το αναπάντεχο ξεπάστρεμα. Αλλά ούτε και την αστυνομία έβαλε σε μπελάδες. Οι διάφοροι Σέρπικο μπορούσαν να συνεχίζουν τη δική τους δουλειά ήσυχοι. Το κακό σπυρί έσκασε κι έφυγε. Ο Τζον Λένον έσβησε δολοφονημένος. Μάλιστα! Και από ποιον; Από έναν θαυμαστή του που πριν μερικές ώρες του είχε ζητήσει αυτόγραφο κι είχε φωτογραφηθεί μαζί του. Τέλεια. «Ρε», «θα αναρωτήθηκαν κάποιοι στις υπηρεσίες, μήπως είναι δική μας δουλειά»; Πού να πιστέψουν οι άνθρωποι σε τέτοια τύχη. «Όχι, όχι, δεν είναι δική μας δουλειά. Μαρκ Τσάπμαν ο τύπος, τον πυροβόλησε τέσσερις φορές και κάθισε να τον συλλάβουν». Θα έκαναν το σταυρό τους μερικοί στις υπηρεσίες, θα σφράγισαν στο FBI το φάκελο με τις 281 σελίδες και θα τον έβαλαν στο αρχείο τους. Τέλος! «Μακάρι όλοι οι εχθροί μας να τέλειωναν έτσι».
Κι ο κόσμος; Θέλω να πω όλοι αυτοί, εμείς που δεν ανήκουμε στις υπηρεσίες, εμείς που νιώθαμε τον Λένον δικό μας, άνθρωπο που κουβαλούσε τα λίγα ιδανικά μας στην πλάτη του, που τον βλέπαμε στις πορείες μπροστάρη να εναντιώνεται στον πόλεμο, να αγωνίζεται για την ειρήνη, να ζει και να εκφράζεται καλλιτεχνικά μέσα από τους στίχους και τα τραγούδια του, όλοι εμείς οι υπόλοιποι πώς νιώσαμε; 
Νιώσαμε να χάνεται άλλος ένας ήρωάς μας. Και τι σημαίνει που αγιοποιήθηκε, και τι σημαίνει που όλοι ξαφνικά άρχισαν να ασχολούνται με τον Λένον, να μιλάνε για τη σημασία που είχαν η μουσική του, η ακτιβιστική δράση του, η αγάπη και ο έρωτάς του, οι συνεντεύξεις του; Η φωνή του έσβησε, το πρόσωπό του χάθηκε.
Χάθηκε; Ναι… Όσο κι αν οι ήρωες ζουν, όσο κι αν ο θρύλος δημιουργεί και στήνει καινούριες σκάλες για να ξεπεραστούν τα εμπόδια, χάθηκε. Γι’ αυτό κι έτριβαν τα χέρια τους οι μυστικές υπηρεσίες εκείνο το βράδυ. Γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι ΑΥΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕ. Κι αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσουν πανηγυράκια εις μνήμην του εκλιπόντος. Κι η νέα κοινωνία, αυτή που ξεπρόβαλε αμέσως μετά, τη δεκαετία του ’80 και ’90 φρόντισε να ταΐσει κουτόχορτο και να μοιράσει ακίνδυνα παιχνιδάκια στους έφηβους και στους νέους. Και φτάσαμε στο τώρα, 31 ολόκληρα χρόνια μετά, να ψάχνουμε για ήρωες και να τους βρίσκουμε όλους πεθαμένους. Δολοφονημένους. Να μιλήσω για ήρωες;
Ευτυχώς που ζει ακόμη η Γιόκο. Αυτή που μισούσαμε μια εποχή, αποδείχτηκε πολύ σκληρή για να πεθάνει και περισσότερο άξια απ’ όσο νομίζαμε, όταν ζούσε στη σκιά του. Ευτυχώς που ζει και μας τον θυμίζει έτσι όπως ήταν. Και μας θυμίζει τα τραγούδια του και τη δράση του, κι ενδιαφέρεται αυτή τώρα για όλα αυτά που χρωμάτιζαν τη σημαία του. Και τη σηκώνει αυτή τη βαριά σημαία η Γιόκο, την ανεμίζει μόνη της μέσα στην γενικότερη αδιαφορία της παγκοσμιοποίησης, μιλάει μόνη της για την ειρήνη, φτιάχνει τέχνη (μη εμπορική τέχνη, παρακαλώ) για να βρίσκεται στην επικαιρότητα ο Τζον, ο Τζον της. Στα 79 της η Γιόκο ζει εδώ και 31 χρόνια για δύο. Χτίζει κι έναν πύργο, τοποθετεί μέσα του τρεις κάψουλες με το έργο του Τζον της, και τις προγραμματίζει να σκάσουν, να ανοίξουν το 2040, στα 100 χρόνια από τη γέννηση του καλού της, για να μάθουν οι τότε νέοι γι’ αυτόν, να τον ξαναδούν έτσι όπως τον αποτύπωσε εκείνη και να ξανακούσουν τα τραγούδια του.
Μπας και γίνει κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο, τον χωρίς ήρωες.