Thursday, August 16, 2012

Το παραμύθι της Όλγας


Μια φορά κι έναν καιρό στο κτήμα του Ζαχαρία ανάμεσα στις κοτούλες, τις πάπιες, το γαϊδουράκι, τα γαλιά και τα κουνελάκια, ζούσε κι ο κυρ Πρόβατος. Ωραίος και αρχοντικός περνούσε όλη του τη μέρα μασουλώντας, καταπίνοντας και μηρυκάζοντας. Του έφερνε κι ο Ζαχαρίας καθημερινά –μια και του είχε ιδιαίτερη αδυναμία- φύλλα, χόρτα κι ό,τι άλλο εύρισκε, βόσκαγε κι αυτός τα πάντα γύρω του και περνούσε ζάχαρη κάνοντάς την ταράτσα. Μασουλώντας, καταπίνοντας και μηρυκάζοντας. 
Ώσπου ένα απογευματάκι, εκεί που μηρύκαζε την τροφή του, να ’σου ξεπροβάλλει μέσα από το στόμα του ένας σαλίγκαρος. Και δεν ήταν μόνος του. Κουβαλούσε και την οργή του. Του έλεγε του κυρ Πρόβατου, του έλεγε μέχρι που τον έκανε βαπόρι.
-        Δεν ντρέπεσαι, ολόκληρο ζωντανό και να είσαι απρόσεκτος. Θα σε μηνύσω.
-        Α πάγαινε, ρε, απάντησε ο κυρ Πρόβατος που δεν ίδρωνε το αυτί του από τέτοια. Α, πάγαινε μη σου πω και χειρότερα…
-        Πρόσεξε, θα σε μηνύσω, κραύγαζε λάβρος ο σαλίγκαρος.
-        Θα μου κάνεις τα τρία δύο, ρε, ακούς; Χαμένο κορμί.
-        Θα σε μηνύσω για απόπειρα ανθρωποκτονίας, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, σωματική βλάβη… και εξύβριση… Για να μάθεις.
Τα σκέφτηκε καλύτερα ο κυρ Πρόβατος, τα έφερε από δω, τα έφερε από κει, κατάλαβε ότι με τον τσαμπουκά μπορεί να βγει χαμένος μ’ αυτόν που έμπλεξε. Τον κοίταξε καλύτερα, έγειρε το κεφάλι του από τη μια μεριά, χαμογέλασε και:
-        Έλα, ρε! Δεν αξίζει να χαλάμε τις καρδιές μας. Τι έχουμε να χωρίσουμε; Ένα λάθος έκανα, ε! συγχώρα με.
-        Ας πάει στο καλό, κυρ Πρόβατέ μου. Έχεις δίκιο, δεν αξίζει.
Κι από τότε γίναν οι καλύτεροι φίλοι. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κι ο κυρ-Πρόβατος συνέχισε να μασουλάει, να καταπίνει και να μηρυκάζει συνεχώς. Κι ο σαλίγκαρος έζησε ειρηνικά δίπλα του κι έκανε του κόσμου τους απογόνους, πήρε κι ο Ζαχαρίας την επιδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για καλλιέργεια σαλιγκαριών.

Monday, July 02, 2012

Η Βίκυ



Στέκονταν στις δύο άκρες της λαϊκής αγοράς Τετάρτη πρωί κρατώντας στα χέρια τους σαν ανθοδέσμη από ένα μάτσο σπαράγγια. Τις είδε με την άκρη του ματιού της. Τη Βίκυ και την αδερφούλα της, τη μικρότερη. Η Βίκυ, μαθήτριά της στην Τετάρτη του δημοτικού σχολείου. Η καλύτερη μαθήτρια της τάξης, επιμελής και άριστος χαρακτήρας, που λένε και οι δάσκαλοι. Περίεργο που σήμερα απουσίαζε από το σχολείο. Παρατήρησε, όμως, πως μόλις εμφανίστηκε εκείνη στη λαϊκή, εξαφανίστηκε η Βίκυ. Δεν ήθελε να την συναντήσει και το έβαλε στα πόδια. Να έχει κάνει κοπάνα το απέκλειε εντελώς. Ούτε της ηλικίας ούτε και του χαρακτήρα της ήταν κάτι τέτοιο. Μα γνώριζε πού βρισκόταν ο πάγκος των γονιών της. Θα πήγαινε και θα έλυνε το μυστήριο. Βέβαια, η ίδια η δασκάλα δε θα έλεγε κουβέντα. Αν της έλεγε η μητέρα των κοριτσιών πάει καλά…
Καλώς την ντασκάλα. Έλα, πάρε λίγα σπαράγγια, σήμερα έκουμε πολλά. Ναι, θα πάρω, βάλε μου μερικά.
Δεν ήθελε σπαράγγια, δεν τα έτρωγαν, αλλά τι να έκανε; Μόνο αυτά είχε ο φτωχικός πάγκος. Πώς θα δικαιολογούσε την παρουσία της;
Έφερα και τη Βίκυ σήμερα εντώ το κορίτσι βοηθήσει. Πολλές ανάγκες, ντασκάλα κι εμείς δεν μπορούμε μόνοι μας.  Α, δεν πήγε σήμερα σχολείο; Όκι, ντεν πήγκε. Αλλά θα τα ντιαβάσει, όλα θα τα ντιαβάσει το απόγεμα. Μην την κρατάς μακριά από το σχολείο, σου το έχω πει κι άλλη φορά, είναι η καλύτερη μαθήτρια. Είναι κρίμα να χάνει τα μαθήματά της. Το ξέριω, της αρέσουν, αλλά οι ανάγκες… χέρια θέλουμε. Σε ντριάπηκε κι έβαλε στα πόδια μην τη διείς. Άμα κάτσεις λίγο θα την διείς, θα έρθει. Δεν πειράζει, δώσε της χαιρετίσματα και πες της πως κι εγώ σήμερα δεν πήγα σχολείο. Έχω να πάω σε γιατρό για εξετάσεις. Όμως αύριο να την στείλεις, έτσι; Ναι, ναι ντασκάλα, τη στείλω αύριο σχολείο…
Πήρε στα σπαράγγια κι έφυγε σε άλλο πάγκο να συμπληρώσει τα ψώνια της. Με την άκρη του ματιού της πάλι είδε τη Βίκυ να φτάνει προσεκτικά πίσω από τη μάνα της και να κρύβεται στα πλατιά της φουστάνια. 

Saturday, May 19, 2012

Κακοφωνίες


Κάποιοι, λέει, θυσίαζαν ένα βόδι σ’ ένα χωράφι. Κάλεσαν, λοιπόν, και τους γείτονές τους στην ευωχία. Ανάμεσά τους ήταν και μια φτωχιά γυναίκα που έφερε μαζί και το παιδί της. Ε, φαγητό υπήρχε, γυάλιζε και το ματάκι του παιδιού για κρέας, το πήρε κοντά να λαδώσει τ' άντερό του. Καθώς όμως συνεχιζόταν το φαγοπότι και το παιδί έτρωγε ασυναίσθητα, φούσκωσε από τα σπλάχνα κι από το κρασί που έπινε κι ήρθε μετά από λίγο η κοιλιά του και πρήστηκε και το πονούσε. Τότε γύρισε στη μάνα του και της είπε: «Ωχ μάνα, θα ξεράσω τα σπλάχνα». Κι αυτή του απάντησε: «Όχι τα δικά σου, παιδί μου, αλλά μονάχα εκείνα που περιδρόμιασες».
Ο μύθος ταιριάζει σε άνθρωπο χρεοφειλέτη, που ενώ παίρνει πρόθυμα τα ξένα, όταν πρέπει να τα επιστρέψει, στενοχωριέται τόσο, λες και δίνει τα δικά του.
Βέβαια, τέτοιες ιστορίες λέγαν οι παλιοί και γελούσαν και, αραιά και πού, διδάσκονταν απ’ αυτές. Σήμερα, όσα και να λέμε, δε μαθαίνουμε. Και τώρα τελευταία μας έχει κοπεί και το γέλιο. Έτσι, αφήνουμε τις ιστορίες και τους μύθους για άλλους καιρούς, αφήνουμε και τον παππού τον Αίσωπο στην ησυχία του.
Άλλωστε τ’ όνομά του δεν ταιριάζει. Κάνουν και τρομερή κακοφωνία αυτά τα δυο. Αίσωπος-Τσίπρας, εννοώ. 

Thursday, April 26, 2012

Πουρκουά;


Βρέθηκα σ’ ένα πολύ όμορφο χωριό κοντά στην Τουλούζ τις μέρες του Πάσχα. Ένα ήσυχο μέρος, η Φλουρένς, χωρίς καφετέριες και μπαρ, αλλά με γηροκομείο, αθλητικό κέντρο, φαρμακείο, σχολείο και μια πανέμορφη λίμνη στην άκρη του. Λίμνη που είχε δημιουργηθεί πριν από είκοσι χρόνια. Τεχνητή, αλλά πανέμορφη. Με τα ψαράκια της, τα μονοπάτια για πεζοπορία γύρω της, τη βλάστηση, το δάσος κι ένα σωρό άλλα που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι στις πατρίδες τους. Χώρους για πικ-νικ ολοκάθαρους, παγκάκια λες και στήθηκαν την προηγούμενη μέρα. Και στη μια άκρη της λίμνης η πινακίδα: «Απαγορεύεται το κολύμπι». Ο για είκοσι χρόνια δήμαρχος της Φλουρένς, φίλος από τους λίγους, στις μέρες του είχε δημιουργηθεί η λίμνη δέχτηκε, όπως ήταν φυσικό, την ερώτηση του Έλληνα. «Πουρκουά, ρε Ζαν-Πιέρ, απαγορεύεται το κολύμπι στη λίμνη»; «Αν επιτραπεί, θα πρέπει να έχουμε ναυαγοσώστη, παρατηρητήριο και εγκαταστάσεις για τους λουόμενους. Δεν μπορείς να αφήσεις το μπάνιο ελεύθερο χωρίς ειδική προστασία και υποδομή. Αν συμβεί οτιδήποτε, ο δήμαρχος παίζει το κεφάλι του». Μάλιστα. Αυτά μου είπε ο Ζαν-Πιέρ.
Γυρίζω στην πατρίδα μου και μαθαίνω ότι λίγο έξω από την πόλη που ζω, στο Κεφαλάρι, έγινε ένα περίεργο δυστύχημα. Στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, σκαμμένη σε βράχο, σε σπηλιά, ανήμερα της γιορτής της, βγήκε μια γυναίκα με το παιδάκι της να κάτσει στο προαύλιο, σε ένα από τα παγκάκια στη ρίζα ακριβώς του βράχου. Η τύχη το έφερε και μια πέτρα ξεκόλλησε κι έπεσε από ψηλά πάνω στην άμοιρη γυναίκα τραυματίζοντάς την θανάσιμα. Σήμερα, η γυναίκα αυτή έχασε τη ζωή της. Πουρκουά; Μα γιατί κανένας δε σκέφτηκε να την προστατέψει. Να τοποθετήσει, ας πούμε, δίχτυ κατά μήκος όλου του βράχου, να τον καλύψει, ώστε να μη θρηνήσουμε ποτέ τέτοιο ατύχημα. Κανείς. Ούτε δήμαρχος ούτε παπαδαριό. Κι αν κάποιος το είχε προτείνει στο παρελθόν, είμαι σίγουρος ότι για κάποιους λόγους οι υπόλοιποι στις επιτροπές θα όρμησαν να τον φάνε. Για διάφορους λόγους. Να όμως που μια ανθρώπινη ζωή χάθηκε εξαιτίας της αμέλειας. Και μη μου πείτε πως δεν υπάρχουν υπεύθυνοι!
Αν ρωτούσα τον Ζαν-Πιέρ ξέρω καλά ποιους θα υποδείκνυε.  

Friday, March 23, 2012

Η μουσική ξημερώνει τα ήθη


Η Μουσική ξημερώνει τα ήθη. Αυτό ήταν το θέμα στο Σκέφτομαι και Γράφω που μας έβαλε ο κύριός μας στο σχολείο. Κι έχει πολύ δίκιο. Και το θέμα και ο κύριός μας. Γιατί πάντοτε η μουσική άρεσε στον άνθρωπο και τον ξημέρωνε. Ο άνθρωπος ήταν μες στο σκοτάδι με χαλασμένα φώτα και ξαφνικά ήρθε η μουσική, του τα άλλαξε και του τα άναψε. Τον έκανε ημέρα, τον έκανε ήμερo δηλαδή και καλύτερο. Όχι αγριάνθρωπο που ήταν παλιότερα, που πολεμούσε και σκότωνε τους άλλους ανθρώπους και τα άλλα ζώα χωρίς λόγο. Όπως τα λιοντάρια που άκουγαν το βιολιστή να τους παίζει ένα πολύ ωραίο τραγούδι στα βάθη της ζούγκλας κι είχαν χαζέψει απ’ την ομορφιά και δεν τον έτρωγαν αν και πεινούσαν Μέχρι που βρέθηκε εκείνο το λιοντάρι και ξαφνικά τον έκανε μια χαψιά. Όμως εκείνο το λιοντάρι ήταν κουφό και δεν πιάνεται, δεν μπορούσε να ακούσει και να μαγευτεί. Και σήμερα που γίνονται διάφοροι πόλεμοι και σκοτωμοί γίνονται γιατί υπάρχουν κουφοί άνθρωποι και δεν μπορούν να ακούσουν τους συνανθρώπους τους και τη μουσική τους. Αλλά δεν βγάζει μόνο το βιολί πολύ ωραίους ήχους, βγάζουν και άλλα όργανα. Όπως η μελόντικα που έφερε προχτές στο σχολείο ο Πέτρος ο φίλος μου και την φυσήξαμε όλοι στην αρχή με τη σειρά μέσα στην τάξη. Αλλά μετά στο διάλειμμα φυσούσαμε όποιος προλάβει πρώτος και η μελόντικα σταμάτησε να βγάζει ωραίους ήχους. Την άλλη μέρα που παίζαμε πόλεμο στο προαύλιο τη σπάσαμε στην πλάτη του Πέτρου. Ωραίο ήχο βγάζει και η ντραμς. Ο μπαμπάς μου μου είπε χαμογελώντας πως άμα πάρω 10 στην τάξη μου στο τέλος, θα μου αγοράσει μία ντραμς να παίζω, αλλά η μαμά μου του είπε πως θα τους ανησυχώ όταν παίζω με τον θόρυβο και δε θα μπορούν να κοιμηθούν. Τότε τους είπα ότι θα περιμένω πρώτα να κοιμηθούν και θα παίζω μετά για να μην τους ανησυχώ. Ο μπαμπάς μου συμφώνησε και κάτι ψιθύρισε στη μαμά μου σκασμένος στα γέλια. «Με 10 του είπα, αν βγάλει 10» και βαστούσαν κι οι δυο την κοιλιά τους από τα γέλια. Δεν κατάλαβα το αστείο, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτοί έχουν δικά τους αστεία που δεν τα καταλαβαίνω όλα πάντα.
Μουσική όμως βγάζουν και διάφοροι άνθρωποι με πολύ ωραίους ήχους από το στόμα τους. Κι όσο φωνάζουν περισσότερο, τόσο πιο καλούς ήχους βγάζουν και τόσο πιο πολύ τους χειροκροτούν οι άλλοι που τους ακούν. Είχα δει λίγο στην τηλεόραση μια τραγουδίστρια που φώναζε πάρα πολύ μέχρι που σου τρύπαγε τα αυτιά, τόσο δυνατά, κι όλος ο κόσμος χειροκροτούσε και της έπαιρνε αυτόγραφα που την έλεγαν Μαριακάλας. Κι ένας άλλος που τον λένε Πλούταρχο και η Άντζελα και ο Τερζής αλλά και ο Νταλάρας που τρώει πολλά γιαούρτια. Λένε πως πολύ ωραίους ήχους έβγαζε κι ο Μπετόβεν παρόλο που ήταν κουφός και που κανονικά θα έπρεπε να κάνει πόλεμο και να σκοτώνει. Όμως λένε ότι ήταν πολύ καλός, μπορεί καλύτερος κι από τον Πλούταρχο ακόμη.
Όλα αυτά  τα γράφω γιατί η μαμά μου επέμενε ότι πρέπει κι εγώ ν’ αρχίσω να βγάζω ωραίους ήχους και να μάθω να παίζω ένα όργανο άλλο, εκτός από τη ντραμς. Εγώ δεν ήξερα τι άλλο να θέλω να μάθω, αλλά η μαμά μου μου είπε πως ήθελα να μάθω πιάνο που είναι σαν τη μελόντικα, όμως όχι τόσο δύσκολο όσο αυτή, γιατί το πιάνο δεν το φυσάς όπως τη μελόντικα, αλλά το πιάνεις με τα δάχτυλά σου, γι’ αυτό λέγεται και πιάνο. Μόνο που, επειδή όποιος πιάνει το πιάνο πρέπει να πληρώνει πολλά λεφτά κι άμα το αγοράσει κιόλας ακόμη περισσότερα, εγώ θα έπρεπε να τους υποσχεθώ ότι θα μάθαινα να παίζω πιάνο οπωσδήποτε, για να μην πληρώνουν τζάμπα. Εγώ δεν καταλαβαίνω τι θα πει ‘πληρώνω τζάμπα’, αλλά έτσι κι αλλιώς εγώ δεν πρόκειται να πληρώσω τίποτα κι έτσι τους το υποσχέθηκα. Μετά από μια βδομάδα φάνηκαν τρεις άνθρωποι στη σκάλα που κουβαλούσαν ένα πολύ μεγάλο μαύρο κουτί πολύ βαρύ που ήταν πιάνο. Το ανέβαζαν με δυσκολία και αργά από τις σκάλες μέχρι που πήγε κι ο μπαμπάς μου να τους βοηθήσει για να το πάνε πιο γρήγορα και να μη χάσουν τη μέρα τους στα σκαλοπάτια μας. Τότε στη στροφή της σκάλας ήταν που ο μπαμπάς μου τους βοήθησε τόσο πολύ που έσπασαν δυο μάρμαρα από τα σκαλοπάτια μας και όλο το μάρμαρο της κουπαστής. Αλλά κι ένα πεντάλ του πιάνου βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια του μπαμπά μου που δεν ήξερε πού να το βάλει. Οι τρεις άνθρωποι τον κοίταξαν άγρια και του είπαν να το αφήσει κάτω και θα το φτιάξουν αυτοί μετά, το μάρμαρο όμως θα έπρεπε να το πληρώσει μόνος του. Και να κάτσει κάπου και να μην τους βοηθήσει άλλο. Ο μπαμπάς μου όμως τους λυπήθηκε να το σηκώνουν μόνοι τους το μεγάλο μαύρο κουτί πιάνο και τους βοήθησε να σπάσουν λίγο την καλή μας εξώπορτα, ένα τραπεζάκι στο χωλ, δυο καλά μεγάλα κρυστάλλινα βάζα της μαμάς μου και κάτι άλλα μικροπράγματα που σπάσανε αμέσως μόλις έπεσαν στα πλακάκια μας. Αυτά τα είπε ο μπαμπάς μου δεν πειράζει, αναλώσιμα. Τον τοίχο όμως που του άνοιξε μια τρύπα να! και δυο πλακάκια που έσπασαν όταν δεν πρόλαβε να πιάσει το πιάνο και του έπεσε δεν τα είπε αναλώσιμα. Έτσι ωραία εγκαταστήσαμε το πιάνο στο σπίτι μας κι οι τρεις άνθρωποι έφυγαν τρέχοντας από το σπίτι μας φωνάζοντας καλορίζικο.
Η μουσική ξημερώνει τα ήθη. Και το πιάνο τα ξημερώνει. Γιατί τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε, αλλά ξημερωθήκαμε δίπλα στην πόρτα που δεν έκλεινε και φοβόμαστε μην μπουν κλέφτες μέσα και μας σκοτώσουνε και μας γδύσουνε. Αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο ξημερώθηκαν και τα ήθη της μαμάς μου που ήταν πολύ τσαντισμένη και με το πιάνο και με τον μπαμπά μου. Μόνο με μένα ήταν εντάξει κι έλεγε συνέχεια πως είχα δίκιο, καλύτερα ντραμς, καλύτερα ντραμς.

Monday, February 13, 2012

In memoriam


Στον Γιάννη οφείλω τη μισή και παραπάνω μουσική μου ύπαρξη. Αυτός μου άνοιξε τους δρόμους της κλασικής μουσικής, με έμαθε να ακούω και να καταλαβαίνω τα έργα της μεγάλης μουσικής. Μαζί πηγαίναμε τις Δευτέρες στο Ρεξ, στις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας. Αμέτρητες οβερτούρες και κονσέρτα και συμφωνίες. Και αμέτρητες αναλύσεις. Πώς έπαιξαν οι μουσικοί, ο Αποστολίδης, ο Ταχιάτης, ο Νίνος  και τα άλλα τέρατα. Πώς διηύθυνε την ορχήστρα μας ο Τσου Χουί κι άλλα ονόματα που έχουν καρφωθεί μέσα μου και δε λένε να σβήσουν. Κι εγώ καθόμουν δίπλα του τις ατέλειωτες ώρες της μελέτης του στο πιάνο, έμαθα να διακρίνω την πλαστικότητα και το συναισθηματισμό αυτού του οργάνου που στην αρχή μου φαινόταν ψυχρό. Και δεν με πείραζε καθόλου, ίσα-ίσα, ν’ ακούω και να ξανακούω το ίδιο κομμάτι, το ίδιο μέτρο. Τον ακολούθησα στις πιανιστικές του σπουδές, τον συνόδευα στα μαθήματά του. Ακόμη και στα ανώτερά του, όταν πια είχε πάρει το δίπλωμα. Το δίπλωμα, παρακαλώ, όχι το πτυχίο. Το δίπλωμα που το πήρε με άριστα μετά από επτά (!) χρόνια σπουδών. Κι οι συζητήσεις μας και τα παιχνίδια μας, όλα είχαν σχέση με τη μουσική. Κάτι έβρισκα εγώ, κάτι σπάνιο και του έπαιζα στο τότε πικ άπ μας μερικά μέτρα κι αυτός το μάντευε. Ακόμη κι αν δεν το είχε ακούσει, πράγμα σπάνιο, καταλάβαινε την εποχή, την τεχνοτροπία, το στιλ και έβρισκε τόσο το μουσουργό όσο και τον καλλιτέχνη. Κι εγώ από την άλλη μεριά του άνοιξα τους δρόμους της μοντέρνας μουσικής: τους Μπητλς, τους Στόουνς, τον Ντίλαν, τον Κοέν στα πρώτα του βήματα τότε κι ένα σωρό άλλους. Τον Μπάρροουζ και την μπητ γενιά, τους σουρεαλιστές της ποίησης και της ζωγραφικής. Τότε κι οι δυο μαζί φτιάχναμε την καλύτερη κινητή εγκυκλοπαίδεια της μουσικής και της τέχνης.
Με τον Γιάννη παρακολουθήσαμε στη χουντική Αθήνα την πρώτη παράσταση του Woodstock στο Παλλάς. Περιμέναμε από τις έξι το πρωί, ήμασταν μπροστά-μπροστά, μόλις ανέβηκαν τα ρολά ορμήσαμε μέσα και πιάσαμε τις καλύτερες θέσεις. Κι όταν άναψαν οι αναπτήρες μας στον Χέντριξ και στα δικά του μάτια γυάλιζαν δάκρυα. Τα ίδια δάκρυα που γυάλιζαν στα δικά μου όποτε ακούγαμε την Ποιμενική, εκεί μετά το ξέσπασμα της μπόρας, όταν πια έβγαινε ο ήλιος κι έλουζε τα πάντα, και φώτιζε και καθάριζε, κι έβγαιναν έξω στα χωράφια οι αγρότες υμνώντας τη δημιουργία, τα ίδια δάκρυα έβρεχαν και τα δικά μου μάτια. Και μετά από μερικά χρόνια με τον Γιάννη είδαμε και ξαναείδαμε πολλές φορές το Let it be, τους υπέροχους τέσσερις στα τελευταία τους. Στο Αττικόν.
Ο Γιάννης πέθανε πριν από πολλά χρόνια. Το Αττικόν χτες.

Saturday, February 11, 2012

Κατόπιν αορτής


Πριν τρεις βδομάδες ακριβώς, Κυριακή ξημερώματα, είδα ένα εκπληκτικό όνειρο. Από αυτά τα όνειρα που σε ξεκουράζουν, σου δίνουν κουράγιο, σου λένε προχώρα, δεν είναι τίποτα, ένα κακό όνειρο ήταν όλα, δεν είναι δυνατόν να πάθεις τίποτα εσύ. Ήμουν, λέει, υγιής, τα χέρια μου ήταν ολοκάθαρα, από την κοιλιά μου δεν ξεπηδούσαν σωλήνες και το στήθος μου δε διέτρεχε καμιά τομή. Ήμουν καλά και υγιής, κι όλα τ΄ άλλα ήταν απλώς γεννήματα της φαντασίας μου. Απόδειξη; Ότι δεν ήμουν φασκιωμένος σε νοσοκομείο. Τέλειο όνειρο. Μετά άνοιξα τα μάτια μου και σήκωσα ψηλά τα χέρια μου. Να δω και να βεβαιωθώ. Είδα τότε τους ορούς, είδα τις παροχετεύσεις στο κορμί μου, είδα την ουλή να κατρακυλάει από το λαιμό μου και κάτω, από βόρεια προς νότια. Αχ, το καλό ήταν όνειρο, η πραγματικότητα ήταν αυτή που φοβόμουν.
Τότε αμέσως πέρασαν από τη σκέψη μου όσα πράγματα πρόλαβα να αγαπήσω στη ζωή μου. Κυρίως τα πρόσωπα της ζωής μου. Αλλά το ίδιο γρήγορα άρχισαν να τρέχουν μπροστά στα μάτια μου όσα δεν είχα προλάβει ακόμη: τραγούδια και μουσικές και δεν είχα ακούσει, βιβλία που δεν είχα διαβάσει, πρόσωπα που δεν τους είχα εκφράσει ακριβώς αυτό που είχα μέσα μου γι’ αυτά. Αλλά και στιγμές που ήθελα να ξαναζήσω, που δεν τις είχα χορτάσει: ξημέρωμα στη θάλασσα με το Ναύπλιο απέναντί μου, μια βροχή δυνατή απ’ αυτές που ξεπλένουν τα πάντα και δεν αφήνουν κανένα λεκέ στο πέρασμά τους, ένα ποτήρι ζεστό γάλα στο τραπέζι, τα παιδιά μου μικρά να ζουζουνίζουν κάτω από το τραπέζι…
Χιλιάδες εικόνες περνούσαν μπροστά από τα τρομαγμένα μου μάτια. Παλιοί μου μαθητές που δεν κατάφερα να τους μεταδώσω τίποτα σχεδόν από την ομορφιά που μας περιβάλλει, ποιήματα που δεν κατάφερα ακόμη να αποκρυπτογραφήσω, σελίδες που είχα σημειώσει να τις ξαναδιαβάσω αργότερα, άλλες τσεκαρισμένες να τις διαβάσω της Ελένης, ιδέες για ένα διήγημα… Χιλιάδες.
Κι εκεί, με τα χέρια σηκωμένα σε μια τελετουργία άγνωστη μέσα στις εντατικές και στους θαλάμους, νεόκοπος μάγος με το κορμί του μπαλωμένο, αποφάσισα όλα αυτά να τα κάνω! Ένα ένα κι όλα μαζί. Ναι, θα τα κάνω. Έστω κι έτσι… κατόπιν αορτής! 

Tuesday, January 03, 2012

Ημερολόγιο 2012 *


Μια απέραντη γαλάζια επιφάνεια. Άλλοτε ήρεμη, άλλοτε ταραγμένη, καλχαίνουσα.
Την έχουμε συνηθίσει τη θάλασσα. Απ’ όπου και να κοιτάξουμε, θα δούμε ένα κομμάτι της. Κι αν είμαστε μακριά της και δεν την πιάνει το μάτι μας, στις μύτες των ποδιών μας την ψάχνουμε.
Όσο μετράμε στεριές άλλο τόσο μετράμε και θάλασσα. Μας βοήθησε στη ζωή μας. Οι κορυφές των θαλάσσιων βουνών, τα νησιά, γενήκανε σκαλοπάτια. Τα περπατήσαμε και φύγαμε, ταξιδέψαμε. Πρώτα εδώ κοντά και μετά μακρύτερα.
Άλλοι από μας τα κατάφεραν κι έφτασαν απέναντι, μετέφεραν την πραμάτεια τους και γύρισαν πίσω πλούσιοι. Άλλους μας πήρε για πάντα κοντά της, άνοιξε την αγκαλιά της και μας δέχτηκε, μας έκλεισε στη σιωπή της. Αλλά κι άλλοι, που πήραν τους δρόμους τ’ ουρανού κι αστόχησαν, η θάλασσα τους πήρε κι αυτούς, θαλασσωμένους. 
Βλέπω τον Αργολικό από μια κορφή. Δυο ψαρόβαρκες στην επιφάνεια και στο βυθό κοιμούνται χάλκινα μέλη. Τ’ αγκίστρια των ψαράδων μας ξυπνούν τα πέτρινα όνειρα των αγαλμάτων. Συχνά πυκνά, αναδύεται κάποιο απ’ αυτά και μας θαμπώνει: μια Αφροδίτη, ένας Ποσειδώνας, ένας αμφορέας ντυμένος κοχύλια…
Και στα σπίτια μας; Ανοίγουμε το παράθυρο και με όρτσα τις κουρτίνες μπαίνει ο μπάτης. Δεν υπάρχει άλλο δρομολόγιο από τους δρόμους της θάλασσας. Κι οι άνθρωποί της το ξέρουν καλά: όταν ακούν τις Σειρήνες, ανθίζουν στο πέλαγος θαλάσσια ξύλα.
Πολύ θα ’θελα να ήμουν της θάλασσας. Ένας αστερίας. Ένα κοχύλι ή ένα καράβι. Ένα βότσαλο γλυμμένο. Ακόμη κι ένα ναυάγιο. Σαν αυτά τα τρία αρχαία πλοία στο βυθό της θάλασσας του Τολού που περιμένουν τον αρχαιολόγο. Ή τον ψαρά τους.


* Το κείμενο γράφτηκε για το Ημερολόγιο τοίχου του Νέου Σχολείου. Το θέμα του ήταν η θάλασσα.