Monday, December 26, 2011

Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Θα μπορούσε να ήταν μια συγκινητική χριστουγεννιάτικη ιστορία. Εκείνη καθισμένη στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας. Τα σκαλιά του πεζοδρομίου, να εξηγούμαστε, γιατί η πολυκατοικία είχε κλειστή την είσοδό της κι ένα χαρτί κολλημένο στη τζαμαρία που της το έδειχναν οι ένοικοι και κάτι της έλεγαν. Φυσικά δεν καταλάβαινε. Ούτε αυτά που της έλεγαν ούτε αυτά που έγραφε το χαρτί. Εκείνη στην αρχή ήθελε μόνο να ξαποστάσει.  Λίγο αργότερα, όμως, καθώς καθόταν στο σκαλοπάτι, πέρασαν απ’ το μυαλό της κάποια παλιά Χριστούγεννα, τότε που είχαν ανεβάσει στη σχολική τους γιορτή το Κοριτσάκι με τα σπίρτα του Άντερσεν. Αυτή, φυσικά, είχε παίξει το κοριτσάκι. Και το είχε παίξει τόσο ρεαλιστικά η αφιλότιμη που οι δασκάλοι της είχαν δακρύσει, χώρια οι συμμαθητές κι οι συμμαθήτριές της που τα αναφιλητά τους έφταναν στ’ αυτιά της. Τόσο ρεαλιστικά.
Τώρα τα χέρια της είναι άδεια, δεν έχει σπίρτα. Ούτε χιονίζει ούτε σκοτάδι είναι ακόμη να δει το αστέρι εκείνο να πέφτει. Θυμάται: για κάθε αστέρι που πέφτει μια ψυχή ανεβαίνει. Και τα μάτια της είναι άδεια και δεν έχει να παρακαλέσει για κάτι. Στο πανεπιστήμιο και στα διαβάσματά της είχε μάθει πως για τα δικαιώματα δεν παρακαλάς, αγωνίζεσαι. Διεκδικείς και σκοτώνεις. Τώρα όμως είναι τόσο κουρασμένη. Ούτε τη γλώσσα ξέρει ούτε τους ανθρώπους.

Saturday, December 17, 2011

Εις την Οδόν των Φιλελλήνων ΙΙ


 Αλήθεια, μπορούμε σήμερα να υπολογίσουμε πόσοι είναι αυτοί που αγαπούν την πατρίδα τους, αυτοί που, σε ορισμένες δύσκολες ώρες, θα θυσιάζονταν για χάρη της, ή, έστω, αυτοί που, όπως ο Κρέων, δε θα ’πιαναν ποτέ φιλίες με εχθρό της; Έχουμε μάθει στο σχολείο αρκετά για το παρελθόν, όχι πάντα τα πιο σπουδαία ούτε πάντοτε τ’ αληθινά. Όμως, όλα όσα γράφονται στα σχολικά βιβλία, άρα όσα αποτελούν και την επίσημη άποψη της πολιτείας για την ιστορία μας, μιλούν για δίκαιους αγώνες της φυλής, ακόμη κι αν αυτοί οι αγώνες ήταν εκστρατείες επεκτατικές ή εμφύλιες συρράξεις. Μιλούν για θυσίες στους βωμούς της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας κι αποσιωπούν τις θυσίες στους βωμούς του κέρδους και του συμφέροντος. «Η ιστορία μας είναι γεμάτη αγώνες και θυσίες» ή «Οι Έλληνες αθρόοι έσπευσαν στο προσκλητήριο της πατρίδος» ηχούν στα αυτιά μου από την παιδική μου ηλικία, από τη μαθητική  μου θητεία αλλά και από την άλλη θητεία, την πολύ πιο δύσκολη κι απαιτητική, τη στρατιωτική. Όλ’ αυτά διαχώριζαν αμέσως και σαφώς τον Έλληνα από το δυστυχή Βάρβαρο. Και μ’ αυτή την ανωτερότητα βαυκαλιζόμασταν χρόνια ολόκληρα, αιώνες συναπτούς.
Η κατάληξη; Η απάντηση στα αρχικά ερωτήματα μπορεί να μας βγάλει απ’ τις εθνικές μας ψευδαισθήσεις. Αν, διασκευάζοντας λίγο τον Διονύσιο τον Ιερομόναχο του εθνικού μας ποιητή, που προσπαθούσε με τα δάχτυλα αγκυλωμένα στο φιλιατρό του πηγαδιού να μετρήσει τους δίκαιους αυτού του κόσμου και του περίσσευαν τα δάχτυλα, προσπαθούσαμε κι εμείς, εδώ και τώρα, να μετρήσουμε αυτούς που αγαπούν τον τόπο μας, δε θα μας χρειάζονταν πολλά χέρια, ούτε καν πολλά δάχτυλα. Απ’ την άλλη μεριά, αν σκεφτούμε πόσοι Έλληνες μισούν την Ελλάδα θα μας ήταν αναγκαίες στρατιές ολόκληρες χεριών: τα δάση μας καίγονται τα καλοκαίρια από δικά μας χέρια, η οικονομία μας κάηκε από δικά μας χέρια, η χώρα μας παραπαίει πολιτικά, διπλωματικά, πολιτιστικά κι οι δικοί μας ‘αγώνες’ είναι η αιτία, χρήματα ελληνικά κοσμούν τις ελβετικές τράπεζες κι εμείς είμαστε οι καταθέτες, το περιβάλλον στις πόλεις και στην ύπαιθρο μαράθηκε ανεπανόρθωτα κι οι ένοχοι είμαστε εμείς. Ο καθένας απ’ το μετερίζι του, αφού ταμπουρωθεί καλά, πυροβολεί οτιδήποτε είναι ευχερές προς σκόπευση. Και μετά, μετά τις μάχες τις κερδοφόρες για το άτομο, αλλά, φευ, χαμένες για το σύνολο, στις πλατείες διαλαλεί ο καθείς την πραμάτειά του, λέει σπουδαία λόγια, ρητορεύει ασύστολα κι ανενδοίαστα. Εν γνώσει του, βεβαίως, ότι το «είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (που, σημειωτέον, ο Όμηρος δεν το χαρίζει σε κάποιον Έλληνα, αλλά σ’ έναν Τρώα, τον Έκτορα, σ’ έναν βάρβαρο δηλ. νικηθέντα και διαπομπευθέντα από Έλληνα) έχει μετατραπεί σε «αμύνεσθαι και αγωνίζεσθαι για την πάρτη σας». Κι ασφαλώς και με εχθρούς της χώρας του θα κάνει παρέα και με το διάβολο τον ίδιο θα συμμαχήσει αρκεί να ’χει διάφορο, κωφεύοντας στα λόγια πάλι του Κρέοντα, δηλαδή του Σοφοκλή, δηλαδή του Περικλή: «ήδε (η πατρίδα) εστίν η σώζουσα και ταύτης έπι πλέοντες ορθής τους φίλους ποιούμεθα».
Λοιπόν, επιμένω: πόσοι είναι; Πόσοι είναι αυτοί που, θυσιάζοντας την ατομική τους ευπραγία, το προσωπικό τους συμφέρον, θα υπηρετήσουν “με αρετήν και τόλμην” το κοινό καλό; Ή μήπως σήμερα ισχύουν, περισσότερο κι από την εποχή που ειπώθηκαν, τα λόγια του Λα Ροσφουκώ: “οι αρετές χάνονται μέσ’ στο συμφέρον, όπως οι ποταμοί χάνονται μέσα στη θάλασσα”; Αλλ’ όμως, εδώ καταφέραμε τα ακατόρθωτα. Εδώ τελειώσαμε την ίδια τη θάλασσα, την ανεξάντλητη για το Σεφέρη, εδώ στερέψαμε τους ποταμούς και στομώσαμε τις αρετές, την Ψωροκώσταινα θα κοιτάξουμε; Εδώ λατρεύουμε απ’ όλους τους θεούς αποκλειστικά τον Κερδώο Ερμή και του καίμε λιβάνι, ενώ περιμένουμε από άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, για το γείτονα θα πολεμήσουμε και για την πόλη μας θα σκοτωθούμε; Οι σημαίες του συμφέροντος ανεμίζουν προκλητικά, πράσινες, κόκκινες ή γαλάζιες, αδιάφορο.
Σ’ αυτό το σημείο, έτσι για να διασκεδάσουμε λίγο τα σφάλματα τα σημερινά και τη γενική κατήφεια που τα συνοδεύει, αλλά και για να δικαιολογήσουμε και τη νοοτροπία μας, θα σας διηγηθώ μια άκρως διδακτική ιστορία. Όταν το 1826 εμείς οι Έλληνες ξεπουλούσαμε την πατρίδα μας, την εθνική και πολιτική μας ανεξαρτησία στους Άγγλους, ένας μόνο κοντούλης, κιτρινιάρης κι αχαμνός βρέθηκε να τους βάλει μπροστά. Και μιλώντας σα να ’χε ζήσει όλη του τη ζωή στη σκλαβωμένη του πατρίδα, σα να ’χε υποφέρει αυτός πιότερο από τους άλλους είπε ξεκάθαρα μέσα σε άλλα και τα εξής: «Ο λαός, κύριοι, του οποίου παρρησιάζετε το πρόσωπον, δεν σας έδωκε την πληρεξουσιότητα να καταργήσετε την εθνικήν και πολιτικήν ανεξαρτησίαν του, αλλά να την στερεώσετε, να την διαιωνίσετε. Η ιστορία θέλει κρίνει μίαν ημέραν αδεκάστως την πράξιν σας...Σας θορηβεί η έλλειψις των χρηματικών πόρων; Καταφύγετε εις την γενναιοφροσύνην των πολιτών. Έλλην ποτέ δεν εκώφευσεν εις την φωνήν της πατρίδος... Έλλην όμως, και φίλος άδολος της ελευθερίας του έθνους μου, δεν θέλω λείψει να συναγωνισθώ μετά των λοιπών συναδέλφων μου, και να χύσω και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, εν όσω διαρκεί ο υπέρ ανεξαρτησίας πόλεμος...» Ξέρετε, όμως, πώς τον αντάμειψε τον πατριώτη αυτόν η Εθνική Συνέλευσις, δηλαδή εμείς οι ίδιοι; Ας ακούσουμε την απόφασή μας με τη φωνή του ιστορικού Σπυρίδωνα Τρικούπη: «Αγανακτήσασα η συνέλευσις επί τη διαμαρτυρήσει ενός πολίτου κατά της ομοφώνου αποφάσεως όλου του έθνους εστέρησε διά ψηφίσματός της τον διαμαρτυρηθέντα παντός πολιτικού δικαιώματος  και τον απέκλεισε πάσης στρατιωτικής υπηρεσίας». Κι ασφαλώς δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος, για να θυμηθούμε και το Μανόλη Αναγνωστάκη.
Και τελειώνοντας, επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα: λοιπόν, πόσοι είναι; Θ’ απαντήσει κανείς;


Tuesday, December 13, 2011

Διά-


Σήμερα με πρόθεση και όχι κατά λάθος, θα επιχειρήσουμε έναν περίπατο με συντροφιά και βοηθό μια πρόθεση. Μια πρόθεση ιδιαιτέρως χρηστική στον σημερινό Έλληνα, ο οποίος μπορεί με αυτή να εκφράσει τα μύρια όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά και όσα έχει μέσα της η καρδούλα του. Η πρόθεση αυτή είναι η πρόθεση διά.
Μας ενδιαφέρει άμεσα η μικρή αυτή λέξη, η διά, γιατί μια ζωή, διά παντός διαιρεμένοι ήμασταν εμείς οι Έλληνες μέσα στην πατρίδα μας. Κι ενώ στο εξωτερικό όλοι διακρινόμαστε με ό,τι και αν καταπιαστούμε, διαγωνιζόμενοι με άλλους ξένους ερχόμαστε πρώτοι και με διαφορά, διαπρέπουμε και γινόμαστε διάσημοι, ενώ εδώ που είναι ο μόνιμος τόπος διαμονής μας, στην Ελλάδα, περνάμε διά πυρός και σιδήρου για να πετύχουμε το αυτονόητο, για να πιάσουμε μια θέση, ας πούμε και να εργαστούμε. Και ενώ ψάχνουμε, δεν είναι ότι δεν ψάχνουμε να βρούμε τις αιτίες και να καταλήξουμε στο διά ταύτα, να δούμε ποιος ή τι φταίει και πώς θα διορθωθεί, σπαταλιόμαστε σε διαπληκτισμούς, σε διαμάχες πολιτικές, θρησκευτικές, οικογενειακές, κομματικές, διαχέεται η προσοχή μας και χάνουμε το στόχο. Βλέπουμε τη διαφθορά γύρω μας, διακρίνουμε τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας από κάποιους επιτήδειους για ίδιον όφελος, τη διαστροφή της αλήθειας, τη διαπόμπευση αξιών και ιδεών, αλλά συνεχίζουμε να διάγουμε βίον ανέμελον. Βλέπουμε τους διάφορους διαβόητους να διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα σαν να είναι δικό τους επιδιώκοντες πάντοτε διάφορο, δηλαδή προσωπικό κέρδος, ακούμε τις διάτορες κραυγές των αδικουμένων να διαβεβαιώνουν για το δίκιο τους και το ήθος τους και δε μας καίγεται καρφάκι. Έχουμε δει κατά καιρούς τους βουλευτές και τους πολιτευτές σαν τα διαβατάρικα πουλιά να περνούν από το ένα κόμμα στο άλλο κι εμείς ζητάμε διακομματικές επιτροπές για να λύσουν τα προβλήματα, λες και θα γίνει κάτι διαφορετικό τώρα που η Δαμανάκη και ο Ανδρουλάκης, ας πούμε, κάθονται σε διαφορετικά έδρανα. Βλέπουμε τις συνήθεις πλέον διαγραφές κομματικών στελεχών, δικαστές να τίθενται σε διαθεσιμότητα, διαπρεπείς δικηγόρους διαπρύσιους κήρυκες της δικαιοσύνης και του λειτουργήματός τους να ανοίγουν διάπλατα την αγκάλη τους στην αδικία και το οικονομικό τους συμφέρον, διαιτητές να διαιωνίζουν τη σαθρή κατάσταση στο ποδόσφαιρό μας, επιχειρηματίες και πολιτικούς σε άμεση και έμμεση διαπλοκή, εξετάσεις διαβλητές, διαρροές, κυβερνητικά στελέχη να διοχετεύουν πληροφορίες σε φίλιες εφημερίδες, ακούμε τις φωνές διαμαρτυρίες κάποιων, διανοουμένων κυρίως, λίγων πάντως μια και οι περισσότεροι βρίσκονται σε διαρκείς πνευματικές διακοπές, αλλά εμείς έχουμε άλλη δουλειά αυτή τη στιγμή, παρακολουθούμε στη διαπασών την τελευταία διαφήμιση του κινητού τηλεφώνου που θέλουμε να αγοράσουμε.
Κανονικά η κατάστασή μας χρήζει ιατρικής διάγνωσης, για να υπάρξει διέξοδος, αφού διαπιστωθεί πρώτα η ασθένεια από την οποία πάσχουμε όλοι. Και οι αλλαγές που χρειάζονται δεν πρέπει να είναι πια αντικείμενο άβουλων διαπραγματεύσεων και διαμεσολαβήσεων για να σωθούν κάποια προσχήματα ούτε διορθωτικές αλλά διαρθρωτικές. Αλλιώς με τόσες διαλείψεις στο μυαλό μας, με τις ψυχικές μας διαταραχές, με τόσες διαφωνίες στις σχέσεις μας με τους άλλους, με τόσα διαζύγια από ανθρώπους και ιδέες που μας ανέθρεψαν πώς θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την πνευματική μας υγεία, να διασφαλίσουμε την ακεραιότητά μας, να διασώσουμε και να διαφυλάξουμε όσες από τις διαχρονικές αξίες μας παραμένουν ακόμη δυναμικές;
Εκτός και αν στο διαμπερές διαμέρισμά μας, κι ενώ το φως της πατρίδας μας διαχέεται μέσω όλων των παραθύρων άφθονο και ανελέητο, με τη διαυγή ατμόσφαιρα να διαποτίζει την ύπαρξή μας, να διαφεντεύει το περιβάλλον και να μας προετοιμάζει για ένα νέο διαφωτισμό, εμείς προτιμάμε να κλείνουμε τα μάτια, να αγνοούμε τη διαφάνεια στην οποία πιστεύαμε κάποτε και να ζούμε διασωληνωμένοι.

Sunday, December 11, 2011

Προσευχή Ι


Ξύπνησε βαθιά μεσάνυχτα από τις φωνές και τα τραγούδια. Πετάχτηκε γρήγορα-γρήγορα, άρπαξε το ράσο του από τη μοναδική καρέκλα του κελιού, το φόρεσε όπως-όπως και, βγαίνοντας έξω, αντελήφθη ότι ο χαλασμός ερχόταν από την εκκλησία. Έφτασε εκεί λαχανιασμένος για να δει έναν από τους φιλοξενουμένους του μοναστηριού εκείνη τη βραδιά να το ’χει ρίξει στο χορό με φωνές και με μακρόσυρτα αμάν…αμάν μπροστά στο τέμπλο. Ζεϊμπέκικο χόρευε, τσιφτετέλι, καρσιλαμά; Τίποτα απ’ αυτά κι όλα μαζί. Και δώσ’ του γυροβολιές μπροστά στις εικόνες του τέμπλου. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι να τον βλέπει να πληρώνει με τέτοια ασέβεια τη φιλοξενία. "Τι ’ναι αυτά που κάνεις εκεί; Μας αναστατώνεις! Χορεύεις μέσα στον οίκο του Κυρίου; Τρελάθηκες;" "Άσε με, πάτερ, ήσυχο, προσεύχομαι", του απάντησε αυτός ανάμεσα στις αγριοφωνάρες του καθώς συνέχιζε τον τρελό του χορό. Τον άρπαξε από τα χέρια και τον ταρακούνησε. "Βγες έξω, βλάσφημε", του σφύριξε και τον έσυρε με όση δύναμη είχε έξω από την εκκλησία. Από τον οίκο του Κυρίου. "Δεν κάνουμε τέτοια εμείς εδώ".
Γύρισε στο κελί του. Άργησε να τον πάρει ο ύπνος. Η ίδια εικόνα συνέχεια στο μυαλό του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Μα πώς του ήρθε; Μερικές στιγμές σαλεύει και το λογικό κι ο άνθρωπος κάνει ό,τι του κατέβει. Χωρίς να σέβεται το χώρο και τους συνανθρώπους του. Τέλος πάντων, συγχωρεμένος να ’ναι. Με τα πολλά αποκοιμήθηκε. Του φανερώθηκε η Παναγιά. Τι είναι αυτό που έκανες; Γιατί σταμάτησες τον άνθρωπο; Μα… Παναγιά μου!... Γιατί δεν τον άφησες να προσευχηθεί; Μα… Παναγιά μου, προσευχή ήταν αυτό; Αυτός χόρευε μπροστά στις εικόνες σου! Και ποιος σου είπε εσένα πώς είναι η προσευχή; Από πού ξέρεις ότι έτσι δεν μπορεί να προσευχηθεί κάποιος;
Πετάχτηκε καταϊδρωμένος. Ξαναφόρεσε το ράσο του κι έτρεξε στον ξενώνα. Έσκυψε πάνω από τον κοιμισμένο ασεβή. "Σήκω, σήκω γρήγορα και τρέχα στο ναό να προσευχηθείς". "Μα εσύ δεν ήσουν που…”. “Τρέχα γρήγορα είπα, τρέχα να προσευχηθείς με τον τρόπο σου. Δε θα τα πληρώσω εγώ. Προσευχήσου όπως θέλεις, άνθρωπέ μου. Πες τις δικές σου προσευχές".

Thursday, December 08, 2011

Χωρίς ήρωες


Θα το πανηγύρισαν δεόντως οι μυστικές υπηρεσίες της Αμερικής το νέο που έφθασε εκείνο το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου 1980. Και γιατί να μην πανηγυρίσουν; Ούτε τα χέρια τους ανακάτεψαν και μάτωσαν, ούτε σε ιδιαίτερα προβλήματα τους έβαλε αυτό το αναπάντεχο ξεπάστρεμα. Αλλά ούτε και την αστυνομία έβαλε σε μπελάδες. Οι διάφοροι Σέρπικο μπορούσαν να συνεχίζουν τη δική τους δουλειά ήσυχοι. Το κακό σπυρί έσκασε κι έφυγε. Ο Τζον Λένον έσβησε δολοφονημένος. Μάλιστα! Και από ποιον; Από έναν θαυμαστή του που πριν μερικές ώρες του είχε ζητήσει αυτόγραφο κι είχε φωτογραφηθεί μαζί του. Τέλεια. «Ρε», «θα αναρωτήθηκαν κάποιοι στις υπηρεσίες, μήπως είναι δική μας δουλειά»; Πού να πιστέψουν οι άνθρωποι σε τέτοια τύχη. «Όχι, όχι, δεν είναι δική μας δουλειά. Μαρκ Τσάπμαν ο τύπος, τον πυροβόλησε τέσσερις φορές και κάθισε να τον συλλάβουν». Θα έκαναν το σταυρό τους μερικοί στις υπηρεσίες, θα σφράγισαν στο FBI το φάκελο με τις 281 σελίδες και θα τον έβαλαν στο αρχείο τους. Τέλος! «Μακάρι όλοι οι εχθροί μας να τέλειωναν έτσι».
Κι ο κόσμος; Θέλω να πω όλοι αυτοί, εμείς που δεν ανήκουμε στις υπηρεσίες, εμείς που νιώθαμε τον Λένον δικό μας, άνθρωπο που κουβαλούσε τα λίγα ιδανικά μας στην πλάτη του, που τον βλέπαμε στις πορείες μπροστάρη να εναντιώνεται στον πόλεμο, να αγωνίζεται για την ειρήνη, να ζει και να εκφράζεται καλλιτεχνικά μέσα από τους στίχους και τα τραγούδια του, όλοι εμείς οι υπόλοιποι πώς νιώσαμε; 
Νιώσαμε να χάνεται άλλος ένας ήρωάς μας. Και τι σημαίνει που αγιοποιήθηκε, και τι σημαίνει που όλοι ξαφνικά άρχισαν να ασχολούνται με τον Λένον, να μιλάνε για τη σημασία που είχαν η μουσική του, η ακτιβιστική δράση του, η αγάπη και ο έρωτάς του, οι συνεντεύξεις του; Η φωνή του έσβησε, το πρόσωπό του χάθηκε.
Χάθηκε; Ναι… Όσο κι αν οι ήρωες ζουν, όσο κι αν ο θρύλος δημιουργεί και στήνει καινούριες σκάλες για να ξεπεραστούν τα εμπόδια, χάθηκε. Γι’ αυτό κι έτριβαν τα χέρια τους οι μυστικές υπηρεσίες εκείνο το βράδυ. Γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι ΑΥΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕ. Κι αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσουν πανηγυράκια εις μνήμην του εκλιπόντος. Κι η νέα κοινωνία, αυτή που ξεπρόβαλε αμέσως μετά, τη δεκαετία του ’80 και ’90 φρόντισε να ταΐσει κουτόχορτο και να μοιράσει ακίνδυνα παιχνιδάκια στους έφηβους και στους νέους. Και φτάσαμε στο τώρα, 31 ολόκληρα χρόνια μετά, να ψάχνουμε για ήρωες και να τους βρίσκουμε όλους πεθαμένους. Δολοφονημένους. Να μιλήσω για ήρωες;
Ευτυχώς που ζει ακόμη η Γιόκο. Αυτή που μισούσαμε μια εποχή, αποδείχτηκε πολύ σκληρή για να πεθάνει και περισσότερο άξια απ’ όσο νομίζαμε, όταν ζούσε στη σκιά του. Ευτυχώς που ζει και μας τον θυμίζει έτσι όπως ήταν. Και μας θυμίζει τα τραγούδια του και τη δράση του, κι ενδιαφέρεται αυτή τώρα για όλα αυτά που χρωμάτιζαν τη σημαία του. Και τη σηκώνει αυτή τη βαριά σημαία η Γιόκο, την ανεμίζει μόνη της μέσα στην γενικότερη αδιαφορία της παγκοσμιοποίησης, μιλάει μόνη της για την ειρήνη, φτιάχνει τέχνη (μη εμπορική τέχνη, παρακαλώ) για να βρίσκεται στην επικαιρότητα ο Τζον, ο Τζον της. Στα 79 της η Γιόκο ζει εδώ και 31 χρόνια για δύο. Χτίζει κι έναν πύργο, τοποθετεί μέσα του τρεις κάψουλες με το έργο του Τζον της, και τις προγραμματίζει να σκάσουν, να ανοίξουν το 2040, στα 100 χρόνια από τη γέννηση του καλού της, για να μάθουν οι τότε νέοι γι’ αυτόν, να τον ξαναδούν έτσι όπως τον αποτύπωσε εκείνη και να ξανακούσουν τα τραγούδια του.
Μπας και γίνει κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο, τον χωρίς ήρωες.

Friday, November 25, 2011

Εις την οδόν των Φιλελλήνων


Φιλέλλην θεωρείται (και έτσι ορίζεται η λέξη στο λεξικό) ο αγαπών τους Έλληνες. Είτε αυτός ο ίδιος είναι Έλλην είτε ξένος. Φιλέλληνας  μπορεί να είναι τόσο ένας ημεδαπός, λοιπόν, όσο και ένας αλλοδαπός. Και υπήρξεν εποχή κατά την οποία ευδοκιμούσαν και οι δυο αυτές ποικιλίες ανά την υφήλιον. Ήτο Ιούλιος. Υπήρχαν πολλοί γηγενείς που αγαπούσαν τους συμπατριώτες τους, όπως υπήρχαν και πολλοί Ευρωπαίοι, Αμερικανοί, Ταϊτιανοί που αγαπούσαν και αυτοί πολύ τους Έλληνες και την Ελλάδα. Ναι, ήτο Ιούλιος. Και ήταν μάλιστα τόσο ρομαντικοί που αρκετοί αποφάσιζαν να έρθουν εδώ, στο δικό μας χώρο, όχι για να θαυμάσουν το τοπίο, να ζήσουν τον ήλιο και τη θάλασσα, αλλά να πολεμήσουν στο πλευρό των αγαπημένων τους Ελλήνων. Ήταν η εποχή του ρομαντισμού; Ήταν το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς που οι μακρινοί εκείνοι είχαν γνωρίσει και θέλησαν να δώσουν, ως αντίτιμο για τα αρχαία δώρα, το αίμα τους για την ελευθερία των συγχρόνων τους Ελλήνων; Ήταν η δίψα για περιπέτεια; Δεν είχαν στον ήλιο μοίρα στη δική τους πατρίδα, οπότε τι είχαν και τι θα έχαναν ήταν το ίδιο και το αυτό και καβαλούσαν ένα πλοίο για να ’ρθουν στα μέρη μας; Πίστευαν ότι υπήρχε εδώ στάδιο λαμπρό για πλουτισμό και εξουσία; Έψαχναν να βρουν μια ταυτότητα και ένα λόγο ύπαρξης; Όλα αυτά ήταν κι άλλα που έχουν απαντηθεί από τους ιστοριογράφους. Όπως υπήρχαν και εντός ελληνικού χώρου ντόπιοι που αγαπούσαν την πατρίδα τους. Που ταμπουρώνονταν σ’ ένα Μεσολόγγι, ας πούμε, και μέσα στο χορό της φύσης και του φωτός, αυτοί έτρωγαν ποντίκια. Με δίπλα τους τον φόβο του θανάτου. Μα δεν παραδίδονταν σε Τούρκους ή Αιγύπτιους ή όπως αλλιώς λέγαν τότε τους εχθρούς και τους μισέλληνες.  Και μη φανταστούμε ότι αυτοί ήταν ήρωες και τέτοια ηχηρά! Όχι! Ήταν άνθρωποι κανονικοί, με τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους. Άλλος φιλοχρήματος, άλλος εγωπαθής και άλλος φίλαρχος, άλλος φίλερις και φατριαστής και πάει λέγοντας. Είχαν όμως ένα κοινό: ήταν φιλέλληνες.
Αυτά τότε. Τότε που και η Ντάπια του Μεσολογγιού και ο Μαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως… Γιατί τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην. Τώρα βρίθουν οι μισέλληνες και εντός και εκτός Ελλάδας. Κι αν θέλει κανείς να ψάξει για να βρει μερικά δείγματα φιλελλήνων, και βάλει το χέρι του στο φιλιατρό του πηγαδιού προσπαθώντας να τους μετρήσει, θα μαζεύει ένα-ένα τα δάχτυλα μέχρι που με τον αντίχειρα, το δείκτη και τον μέσο που θα απομείνουν, απορημένος θα κάνει το σταυρό του σαν να ζητάει συχώρεση. Γιατί δε βρίσκει κανέναν. Γιατί περίσσεψαν τα λόγια και έλειψαν οι πράξεις που να αποδεικνύουν την ύπαρξη σημερινών φιλελλήνων. Κι όσο περισσότερο θα παιδεύεται να βρει έστω έναν, τόσο περισσότερο θα απογοητεύεται.
Ωραία εποχή αυτή! Που μπορείς να αγαπάς το αυτοκίνητό σου, τη γειτόνισσα, το καινούριο σου τζιν, τον ηθοποιό που σε κάνει να γελάς, το κινητό και το i-pad σου, αλλά πέραν αυτών δεν δίνεις διάρα τσακιστή γι’ αυτό που λέγεται πατρίδα. Και που κατάντησε να μοιάζει τώρα πια περισσότερο σαν μια παρτίδα χαμένη παρά σαν τόπος που σε γέννησε, σε γαλούχησε, σε προστάτευσε, σε μόρφωσε, σου χάρισε μια ταυτότητα, σου έδωσε –τέλος πάντων- αυτά τα λίγα που είχε να σου δώσει. Κι είναι –αλήθεια- κρίμα μέσα σ’ αυτό το φως να εξαϋλούται, να εξατμίζεται σχεδόν ολοσχερώς, να τήκεται υπό το ίσον φως η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου. 

* Η φωτογραφία είναι από το mlp.blogspot.com.  

Thursday, November 10, 2011

Νεοελληνική Ποίηση


Τα πράγματα στην Ενδοχώρα δεν πάνε καθόλου καλά. Είναι φανερό πια ότι έχουμε χάσει τους Προσανατολισμούς μας. Βαδίζουμε όλοι σαν τον Τυφλό με το Λύχνο. Κι ενώ ήμασταν έτοιμοι να πάρουμε την Στροφή, που δε θα μας οδηγούσε βέβαια Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες, αλλά -όσο να ’ναι- θα μας έβγαζε από Το Περιθώριο και θα σταματούσε το έντονο φλερτ με τον Τάφο, οι πολιτικοί μας για μια ακόμη φορά επέλεξαν την Ασάλευτη Ζωή. Κι όσο κι αν ο Αλαφροΐσκιωτος προσπαθούσε να διώξει από πάνω του την ευθύνη των Σκοτεινών Πράξεών του, ο Διάβολος με το Κηροπήγιο, που παραμόνευε, του έφερε να μας διαβάσει το Εγχειρίδιο Ευθανασίας. Αλίμονο! Μικρό Βιβλίο για Μεγάλα Όνειρα. Η Μάχη στην Άκρη της Νύχτας μαινόταν κι εμείς περιμέναμε μες στην Αγρύπνια όλοι με τα μάτια κολλημένα στα μόνιτορ τον Άνθρωπο με το Ταμπούρλο. Η Συνέχεια; Κι εκείνο το βράδυ αλλά και το επόμενο, ενώ αγρίως Φυσούσε στα Σταυροδρόμια του Κόσμου, δεν φάνηκε ο Πρίγκιπας, δε φάνηκε ο νέος Μπολιβάρ που θα έπαιρνε στα χέρια του τα ηνία για να αποφύγουμε τον Δύσκολο Θάνατο. Εποχή Ισχνών Αγελάδων, θα πείτε! Είναι να μη σε πιάνει Το Αιώνιο Παράπονο; Κανείς δεν υπέγραφε τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου, ενώ οι Χειρονομίες από Το Νεκρό Σπίτι της Ανυπόταχτης Πολιτείας δεν ήταν τίποτα άλλο από απλό Αποχαιρετισμό. Κανείς δεν δεχόταν να περάσει την πατρίδα από το Έρεβος στη Χειμερινή Διαύγεια.
Κι οι υπόλοιποι εμείς, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι; Τι κάνουμε εμείς; Εμείς που έχουμε Συνείδηση της Γης μας, εμείς που Ερήμην μας γινόμαστε περίγελως στις Γειτονιές του Κόσμου, εμείς που μας διατάσσουν «Μη Ομιλείτε εις τον Οδηγόν αυτή τη στιγμή, περνά σκληρή Δοκιμασία» και δεν καταλαβαίνουν ότι ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων γίνεται καμιά φορά τόσο οξύς που δεν έχει φρένο: ορμά με τα Τρακτέρ κι όποιονα πάρει ο Χάρος. Άλλωστε γνωρίζουμε πια όλοι εμείς ότι στρεφόμαστε και πολεμάμε Κατά Σαδδουκαίων, όπως γνωρίζουμε ότι Όταν Έρχεται ο Ξένος από τα Δυτικά της Λύπης, όταν θα φτάσει ο Νυχτερινός Επισκέπτης, θα χρησιμοποιήσει τα Μαχαίρια της Κίρκης πάνω μας. Και δε θα νιώσει ούτε μία ούτε Έξη και μία Τύψεις για τον Ουρανό, τον ελληνικό ουρανό με τον Ήλιο τον Ηλιάτορα. Θα τα μακελέψει όλα.
Χαίρε Ποτέ, καημένη πικρή Ρωμιοσύνη. Εμείς Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως, αφού ζήσαμε μόνο Ενός Λεπτού Μαζί, μιλώντας πάντοτε Εκ του Πλησίον. Τώρα κατοικούμε μακριά, στην Οδό Λαιστρυγόνων, In Perpetuum περιμένοντας Την Επιστροφή των Πουλιών. Τώρα κατοικούμε στην Οδό Λαιστρυγόνων, παίζουμε Βιολί για Μονόχειρα και τα χτυπάμε απελπισμένα τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής. Τώρα κατοικούμε στην Οδό Λαιστρυγόνων κι όποιος μας βρει, ας πάρει αυτός Τα Εύρετρα.  

Wednesday, November 09, 2011

O Petros, o Jochann ki o Franz

Τόσες μέρες διαβουλεύσεις. Τόσες μέρες διαπραγματεύσεις (παρεμπιπτόντως: διαπραγματεύσεις έχουμε μετά από πολεμικές συγκρούσεις. Αλλά και στην ελληνική πολιτική σκηνή φαίνεται ότι οι συζητήσεις καταλήγουν σε διαπραγματεύσεις). Τόσες μέρες λοιπόν γύρω από ένα τραπέζι για να βρουν τι; Ένα όνομα. Ένα απλό ελληνικό ονοματάκι. Παπαδήμος, Παπαδημούλης, Πετσάλνικος, Σκουλής και Σκουντρής, Μπαρδάκος και Μπρετάκος. Ένα απλό όνομα. Λες και πρόκειται για πρωθυπουργό! Για ένα πουκάμισο αδειανό πρόκειται. Για ένα φτηνό, λινό πουκαμισάκι. Λινό, βαμβακερό ή ποπλίνα.

Πόσο λυπάμαι που είμαι Έλλην! Πόσο μπροστά θα πήγαινε η Ελλάδα αν δεν είχε τους Έλληνες! Αυτή τη φάρα των κατσικοκλεφτών, των κουτοπόνηρων, των ληστών, των παγαπόντηδων.

Και επιτέλους! Να πω μιαν αλήθεια ακόμη. Και αυτή την αλήθεια -είναι αλήθεια- ντρέπομαι λιγάκι να την πω. Και που τη νιώθω ακόμη, ντρέπομαι. Αλλά φαίνεται πως είναι η αρχή της κατηφόρας που με έχει πιάσει βλέποντας και ακούγοντας τους Έλληνες πολιτικούς μας. Καλύτερα, λοιπόν, να έρθουν να μας διοικήσουν ΞΕΝΟΙ. Γερμανοί, Γάλλοι, Ισπανοί, Αμερικάνοι… αδιάφορο. Χίλιες φορές καλύτερα αυτοί παρά οι διάφοροι αδιάφοροι και επικίνδυνοι Σαμαραπαπαντρεοτσιπρακαρατζαφεροπαπαρήγες. Χίλιες φορές καλύτερα θα τα καταφέρουν οι Χέλμουτ, οι Φριτς, οι Ζαν-Πιέρ κι οι Χόρχες. Τουλάχιστον θα λειτουργούν οι συγκοινωνίες μας και οι επιστολές μας θα πηγαίνουν στον προορισμό τους. Αυτά τα απλά.

Κι η εθνική μας περηφάνια; Να την βράσω την εθνική μας περηφάνια. Άλλωστε αυτήν μας την κατάργησαν, μας την έλιωσαν, μας την ποδοπάτησαν οι άλλοι. Οι δικοί μας. Ας είναι. Ας έρθουν, λοιπόν, οι Σμιθ κι ο Πέτρος κι ο Γιόχαν μαζί. Αυτοί οι παρεξηγημένοι, οι βάρβαροι. Που τους μισώ.

Μπορεί να μην κάνουν καλό, αλλά –είμαι πια σίγουρος και ντρέπομαι που το γράφω δημόσια αυτό- δε θα μας κάνουν κακό.

Monday, July 04, 2011

Ευκολίες


Η κριτική είναι εύκολη. Γίνεται από τους πάντες «εναντίον» πάντων. Μπορούμε χωρίς αιδώ και σεμνότητα να κρίνουμε μια σειρά προσωπικότητες, από το Χριστό, τον Μπέργκμαν, τον Ντίλαν και τον Ελύτη μέχρι το γείτονα. Δηλαδή νιώθουμε ελεύθεροι –μερικές φορές και υποχρεωμένοι, λες και μας ζήτησαν τη γνώμη τους- να δηλώσουμε ότι ο μέγας Σουηδός κινηματογραφιστής είναι βαρύς κι ασήκωτος, μαυρόασπρος, αργός και ό,τι άλλο θέλουμε, ο Χριστός εκτός εποχής και έξω από τις αγορές, ο τάδε ξεπερασμένος κι ανυπόληπτος πια, ο δείνα έτσι κι ο άλλος αλλιώς.

Και η διαμαρτυρία είναι εύκολη. Είναι πολλά αυτά για τα οποία εμείς οι Έλληνες τον τελευταίο καιρό πρέπει να διαμαρτυρηθούμε –και διαμαρτυρόμαστε. Από τους πολιτικούς που μας κυβερνούν μέχρι την τηλεόραση με το άθλιο εμπόριο ψυχών και σωμάτων που προβάλλει, από τις εφημερίδες και τους δημοσιογράφους που έχοντας ως στόχο το κέρδος και μόνο παίζουν το παιχνίδι των εξουσιών ξεπερνώντας τις εξουσίες μέχρι τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο που κατάντησαν μόνο αθλητισμός και ποδόσφαιρο να μην είναι.

Και διαμαρτυρόμαστε αγανακτισμένοι για όλα αυτά. Όχι για τον Μπέργκμαν και τους άλλους –αυτοί, ως ξεχασμένοι ζουν πια στο απυρόβλητο, ευτυχώς- αλλά για τους άλλους. Αυτούς που θεωρούμε υπεύθυνους για την κατάντια μας. Και η κατάντια μας είναι να συζητούμε γι’ αυτούς, η κατάντια μας είναι να ενδιαφερόμαστε για τον διαιτητή και όχι για τον αγώνα, για την πισίνα κι όχι για τη θάλασσα, για τον καταναλωτή και όχι για τον πολίτη, για το εξώφυλλο κι όχι για το περιεχόμενο, για τον άλλον κι όχι για εμάς τους ίδιους.

Είναι άραγε πολυτέλεια να σκεφτούμε πόσοι από εμάς τους αγανακτισμένους που μαζευόμαστε στις πλατείες πληρώσαμε μέχρι δεκάρας το φόρο που μας αντιστοιχούσε τα τελευταία δέκα χρόνια, ας πούμε; Είναι πολυτέλεια να αναρωτηθούμε πόσοι από εμάς που δερνόμαστε για τη σημερινή κατάστασή μας σταθήκαμε στο ύψος μας, όταν μας ζητήθηκε να βοηθήσουμε το σύνολο, όταν μας ζητήθηκε να ποτίσουμε το δέντρο που μας κρατάει και μας δίνει ακόμη λίγη σκιά; Είναι πρωτότυπο και δύσκολο να μην παραδειγματιστούμε από την ξεφτίλα των πολιτικών μας –που δεν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων- και να κοιτάξουμε μέσα μας πράττοντας διαφορετικά;

Είναι εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων και ανατροπών. Μήπως πρέπει –επαναλαμβάνω- να σκάψουμε μέσα μας και να πούμε το μεγάλο Ναι που πέρα θα μας πάει «στην τιμή και στην πεποίθησή» μας κι όχι εκείνο –το σωστό- το Όχι «που θα μας καταβάλλει εις όλην την ζωή μας»;

Wednesday, May 11, 2011

Η εκπομπή για τον κυρ Αλέξαντρο



Η εκπομπή για τον Παπαδιαμάντη έγινε στον Ανατολικό FM 98.5 το Σάββατο 7 Μαίου από τις 12.00 το μεσημέρι μέχρι τις 18.00. Έξι ολόκληρες ώρες συζητήσαμε, διαβάσαμε, ακούσαμε μουσική και στο τέλος -η έκπληξη της ημέρας- υποδεχθήκαμε τον Ορφέα Περίδη, ο οποίος πέρασε από το στούντιο, συζήτησε μαζί μας για τον κυρ Αλέξαντρο και έπαιξε με την κιθάρα του τους μελοποιημένους στίχους του Παπαδιαμάντη.
Οφείλουμε -ο Σίμος κι εγώ ως οικοδεσπότες- να ευχαριστήσουμε όσους ήρθαν στο σταθμό και διάβασαν Παπαδιαμάντη ή μίλησαν γι' αυτόν.
Ευχαριστούμε λοιπόν:
  • το μεγάλο δάσκαλο και φίλο μας Διογένη Μαλτέζο, ο οποίος διάβασε πολύ όμορφα κι αισθαντικά "Τ' αγνάντεμα",
  • τη Λία Χριστοδούλου που μας θύμισε (δεν το διάβασε, το αφηγήθηκε με άψογο τρόπο) τον "Έρωτα στα χιόνια",
  • τον Τόλη Κοίνη με το υποδειγματικό διάβασμα του "Ξεπεσμένου Δερβίση",
  • τη Μαρία Δοντά που μας πήγε μια βόλτα "Ολόγυρα στη λίμνη",
  • την Πόπη Καλκούνου που μας συνέδεσε τον Παπαδιαμάντη με τη Λαογραφία,
  • τον Βασίλη Τσιλιμίγκρα που μας διάβασε αποσπάσματα από την εργασία του για τους ανθρώπους και τα επαγγέλματά τους στο έργο του Παπαδιαμάντη, αλλά και για την ευχάριστη συζήτηση που ακολούθησε,
  • την Ελένη Κονομάρα που, συνδέοντας τη μέρα της Μητέρας με τον Παπαδιαμάντη μάς διάβασε "Το σκοτεινό τρυγόνι",
  • τον Γιάννη Ρισβά που διάβασε με λιτό και απέριττο στιλ το "Όνειρο στο Κύμα"
  • τη Σοφία Ταρνάρη για "Το γράμμα στην Αμερική"
  • την Καίτη Γρατσέα που περνώντας από την "Μαγεία του Παπαδιαμάντη" του Οδυσσέα Ελύτη κατέληξε σ' ένα διήγημα του Κώστα Βάρναλη για τον κυρ Αλέξαντρο,
  • την Γιάννα Βασιλείου που μας διάβασε πολύ ωραία τις "Σταγόνες νερού"
  • και τέλος τον Ορφέα Περίδη που έδωσε έναν διαφορετικό τόνο στην εκπομπή μας.
Ασφαλώς χίλιες ευχαριστίες στον Ανατολικό που μας εμπιστεύτηκε.

Η αλήθεια είναι ότι περπατώντας με το Σίμο μετά την εκπομπή νιώθαμε σαν να είχαμε κάνει "κάτι". Κάναμε δεν κάναμε, η εκπομπή πέρασε και οι καλεσμένοι μας ευχαριστήθηκαν με τη συμβολή τους στην προσπάθεια να φέρουμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη λίγο πιο κοντά μας. Ελπίζουμε και οι ακροατές μας.

Για άλλες πληροφορίες, φωτογραφίες κλπ. μπορείτε να περάσετε από το site του σταθμού anatolikosfm.gr.


Monday, May 02, 2011

Διαβάζοντας Παπαδιαμάντη

Το Σάββατο 7 Μαΐου ετοιμάζουμε στον Ανατολικό FM 95.8 μια συνάντηση φίλων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.


Από τις 12.00 το μεσημέρι και μετά θα φιλοξενούμε στο σταθμό, ο Σίμος Βαρδάκας κι εγώ, φίλους, γνωστούς και άγνωστους που θα επιθυμούσαν να διαβάσουν ένα διήγημα, μερικές σελίδες, ή ακόμη μόνο μερικές παραγράφους από το έργο του Μεγάλου Σκιαθίτη.


Θα χαρούμε πολύ ακόμη και τηλεφωνικές αναγνώσεις αν έχουμε.


Μια προσπάθεια όλων μας να φέρουμε για λίγο έστω, για μερικές ώρες, τον κυρ Αλέξαντρο κοντά μας.


Όσοι πιστοί προσέλθετε!

Monday, April 18, 2011

Ταρζανιές

Φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνουμε γρι. Ή δε θέλουμε να καταλάβουμε. Ή κάποιοι δε θέλουν να καταλάβουμε και μας σπρώχνουν συνέχεια προς τον πάτο.

Δεν αναφέρομαι στους πολιτικούς. Αυτοί ό,τι ήταν να κάνουν το έχουν ήδη κάνει και μας έφεραν εδώ που είμαστε. Εμείς, όμως, τι κάνουμε; Οι πρακτικές μας έχουν αλλάξει καθόλου ή συμπεριφερόμαστε όπως τρία, πέντε, δέκα χρόνια πριν;

Ένα παράδειγμα: Πρόκειται να γίνουν συγχωνεύσεις σχολείων. Αποφασίστηκε, λοιπόν, ένα δημοτικό διθέσιο με είκοσι μαθητές να συγχωνευτεί με ένα άλλο μεγαλύτερο, πενταθέσιο σχολείο που απέχει 2-3 χιλιόμετρα μακριά, στο διπλανό χωριό και να γίνουν μαζί εξαθέσιο. Και οι γονείς του διθέσιου βγήκαν στα κανάλια, στους δρόμους, φωνάζουν, απειλούν, με τσαμπουκά “αυτό δε θα περάσει”, “πάνω απ' το πτώμα μας” και τέτοια αγωνιστικά. Μιας άλλης εποχής, όμως.

Αγωνίζονται οι γονείς, αλλά για ποιο λόγο; Για να διατηρήσουν το διθέσιο στη θέση του. Που μάλλον θα μετατραπεί σε μονοθέσιο με την καινούρια χρονιά, αν συνεχίσει να λειτουργεί. Ένα σχολείο στο οποίο οι μαθητές δεν έχουν πάρει μυρωδιά από ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ένα σχολείο διθέσιο όπου μέχρι τώρα οι μαθητές του δεν διδάσκονταν καμία ξένη γλώσσα. Ένα διθέσιο χωρίς γυμναστή και μουσικό, αφού τα κιλά του δεν δικαιολογούν μουσικό και γυμναστή και πληροφορικό και ξενόγλωσσο δάσκαλο. Και άλλα πολλά.

Και όμως οι γονείς κατέβηκαν στους δρόμους. “Θέλουν να πάρουν το σχολείο μας”, τους έπιασε ο πόνος. Όσο ήταν διθέσιο και οι μαθητές μάθαιναν πολύ λιγότερα από άλλους μαθητές άλλων σχολείων δεν κατέβαιναν στους δρόμους. Όλα αυτά θυμίζουν το καταπληκτικό διήγημα του Αζίζ Νεσίν “Ο Ταρζάν” στο βιβλίο του (εκδ. Θεμέλιο) “Ο καφές και η Δημοκρατία”. Και εδώ δημοκρατία έχουμε και αν δεν κατεβούμε στους δρόμους, αν δεν αποκλείσουμε μερικές οδούς πώς θα το επιβεβαιώσουμε;

Η δημοκρατία, όμως, δεν είναι μόνο ανοχή. Επιβάλλει και μέτρα. Και τα μέτρα αυτά, τα δημοκρατικά -που θα πει μέτρα για το καλό όλων ή της πλειοψηφίας- πρέπει να γίνονται αποδεκτά.

Αλλά θα μου πείτε: Και τι κάνεις εσύ; Μάθημα δημοκρατίας; Εδώ μια οικονομική κρίση μεγατόννων δεν έχει ανοίξει τα στραβάδια του κόσμου, θα τα ανοίξει ένα σημείωμα;

Ας είναι!

Tuesday, March 01, 2011

Άσκηση

Το ερώτημα ήταν "αν θέλεις να με καταλάβεις, διάβασε αυτό το γράμμα". Ήταν ερώτημα-άσκηση στην τάξη 16χρονων εφήβων και η απάντηση ήταν ανώνυμη. Μερικοί απάντησαν ίσα-ίσα για να ξεφύγουν από την υποχρέωση, άλλοι το πήραν πιο σοβαρά. Αξίζει να διαβάσουμε μια τέτοια σοβαρή απάντηση.

"Αν θέλεις να με καταλάβεις, διάβασε αυτό το γράμμα, φίλε μου και εχθρέ μου. Κι αφού το διαβάσεις, μόνο τότε βγάλε την απόφαση: αθώος ή ένοχος. Οποιοδήποτε από τα δυο θα μου είναι το ίδιο ευχάριστο, γιατί περιμένω μια αντικειμενική απάντηση που ακόμη και καταδικάζοντάς με θα με κάνει να καταλάβω κι εγώ τον εαυτό μου και τον κόσμο καλύτερα.

Όπως ξέρεις ήδη είμαι έφηβος. Μη γελάσεις, δεν είναι από τις γνωστές μου δικαιολογίες, δεν το λέω για να με λυπηθείς, αλλά για να είσαι προσεκτικός στην ανάγνωση. Μην προσπεράσεις τις λέξεις και τις γραμμές γρήγορα-γρήγορα σαν να σε κυνηγάνε, γιατί μου κοστίζουν αυτά που γράφω και θα πρέπει κι εσύ να πληρώσεις ένα μέρος αυτού του κόστους. Πιστεύω πως κι εσύ είσαι υπεύθυνος που περνάω αυτά που περνάω, γι' αυτό και αποφάσισα να γράψω ένα σοβαρό γράμμα κι όχι μια σαχλαμάρα για να ξεφύγω από την υποχρέωση άλλης μια άσκησης.

Είμαι έφηβος, λοιπόν, και για μένα το να είσαι έφηβος σημαίνει να είσαι άνθρωπος υπό δοκιμή. Αν κάνεις τα πάντα σωστά, αν διαβάζεις καθημερινά τα μαθήματά σου, αν υπακούς τους γονείς σου, αν αγαπάς τα αδέρφια σου, αν διαβάζεις εξωσχολικά βιβλία και ενημερώνεσαι από καλές εκπομπές στην τηλεόραση, αν στην εφημερίδα δε διαβάζεις τις αθλητικές σελίδες μόνο αλλά και σοβαρά άρθρα και σχόλια πνευματικών ανθρώπων, αν παραδέχεσαι τη γνώμη των μεγαλύτερων, των καθηγητών σου, αν δεν είσαι όλη τη μέρα στο ίντερνετ και στο φέισμπουκ, αν φέρνεις καλούς βαθμούς στο σπίτι, αν οι καθηγητές λένε τα καλύτερα λόγια για σένα στις ενημερώσεις, αν η γνώμη σου είναι ίδια με των μεγάλων που “ξέρουν περισσότερα”, αν δε σου τη σπάνε οι συνεχείς και κάθε ώρα συμβουλές αλλά τις ακολουθείς πιστά σαν το σκυλί που παίρνει από πίσω τον αφέντη του ακόμη κι αν αυτός βαδίζει στο γκρεμό, αν νιώθεις ικανοποιημένος κι ευχαριστημένος που όλα τα έχεις έτοιμα και όλα σου τα παρέχουν, αν αναγνωρίζεις αυτή την προσφορά κι ευχαριστείς καθημερινά αυτούς που σου προσφέρουν τα πάντα, αν δε φωνάζεις και δεν εκνευρίζεσαι για τα πράγματα που πηγαίνουν όλα κατά διαβόλου, αν είσαι εναντίον των καταλήψεων και των πορειών, αν δε ζητάς πολλά κι αρκείσαι στα λίγα, αν σκέφτεσαι ότι η ζωή είναι μπροστά κι έχεις χρόνο στο μέλλον να διασκεδάσεις και να χαρείς και να ερωτευτείς -αλλά δεν χαίρεσαι τώρα, δεν πρέπει να τα κάνεις τώρα αυτά, γιατί τώρα έχεις άλλες υποχρεώσεις, σχολείο, διάβασμα, φροντιστήριο, ξένες γλώσσες, κολυμβητήριο, μπάσκετ, χορό-, αν δεν ξενυχτάς παρά μόνο αν είναι για να προετοιμάσεις τις ρημάδες τις ασκήσεις για αύριο, αν σκοτωθείς να ακολουθήσεις το επάγγελμα που σου έχουν ετοιμάσει άσχετα αν αυτό σου αρέσει ή όχι, αν δε λες ψέμματα για να γλιτώσεις μια τιμωρία αλλά στέκεσαι με σκυφτό κεφάλι και παραδέχεσαι το λάθος σου, αν...αν...αν..., ε τότε θα περάσεις με καλό βαθμό τη δοκιμασία και θα γίνεις άνθρωπος. Αν όχι, την έβαψες. Ίσως θα μείνεις έφηβος μια ζωή ή ίσως θα γίνεις κάτι άλλο, πάντως άνθρωπος δε θα γίνεις. Γιατί όλοι αυτοί που βλέπω γύρω μου να περπατούν ευτυχισμένοι, να ζουν ευτυχισμένοι στη δουλειά τους, στα σπίτια τους, στις παρέες τους, όταν ήταν έφηβοι φαίνεται ...ότι τα έκαναν όλα αυτά, γι' αυτό και τώρα απολαμβάνουν.

Ε, λοιπόν, φαίνεται ότι εγώ δε θα γίνω άνθρωπος, δε θα περάσω από τις εξετάσεις αυτές για το απολυτήριο του ανθρώπου, θα πάρω μάλιστα τον χειρότερο βαθμό. Γιατί δεν τους πιστεύω, γιατί δεν ντρέπομαι, γιατί κάνω όλα όσα δεν πρέπει να κάνω και, κυρίως, γιατί χαίρομαι και θέλω να ζήσω το τώρα. Όμως το βάρος που νιώθω είναι ασήκωτο, οι συμβουλές και οι φωνές μου τρυπάνε τ' αυτιά και είμαι έτοιμος να ορμήσω κάθε φορά που ακούω “εγώ στην ηλικία σου...” ή “θα πρέπει να ντρέπεσαι για τη συμπεριφορά σου” και τέτοια τρελά. Φαίνεται πως όλοι οι προηγούμενοι στην ηλικία μου ήταν τελείως διαφορετικοί από μένα, φορούσαν καλοσιδερωμένο κουστούμι στην καρδιά τους κι είχαν ατσαλάκωτο μυαλό, ενώ εγώ φοράω σκισμένο τζιν και μπλουζάκι με ξέφτια στην ψυχή μου που μπάζουν από παντού. Μεταφορικά και κυριολεκτικά μιλάω και νομίζω με καταλαβαίνεις.

Και πώς να τα πω όλα αυτά στους μεγάλους, στους γονείς μου που όποτε τολμώ να αρχίσω κάποια κουβέντα, αυτή τελειώνει με καυγάδες και φωνές χωρίς να έχουν καταλάβει τίποτα από μένα; Πώς να τα πω στους καθηγητές μου που το μόνο που έχουν στη σκέψη τους είναι το μάθημα, τα διαγωνίσματα και οι ασκήσεις, χωρίς να πιστεύουν ότι και εγώ μπορώ να έχω μια γνώμη ισάξια με τη δική τους; Ποιος θα βρεθεί να με καταλάβει και να μου απλώσει το χέρι του όχι για να με οδηγήσει εκεί που αυτός θα ήθελε να πάω, αλλά για να μου συμπαρασταθεί σ' αυτόν τον πόλεμο που γίνεται μέσα μου κι έξω μου; Μερικές φορές νιώθω σαν να είμαι μέσα στη θάλασσα, μέσα στο πέλαγος, μέσα στη φουρτούνα και να προσπαθώ να κρατηθώ στην επιφάνεια. Ψάχνω μέσα στα κύματα να βρω ένα καράβι περαστικό που θα έχει το όνομά μου, ένα καράβι που θα είναι ο εαυτός μου. Τον εαυτό μου ψάχνω να βρω.

Αυτό άραγε είναι η εφηβεία;"

Thursday, February 24, 2011

Τσικνοπέφτη

Πού θα τσικνίσετε εσείς απόψε; Θα το ακούσω καμιά εκατοστή φορές σήμερα και πρέπει να έχω απάντηση έτοιμη. Πλησιάζει η Απόκρεως, γαρ, δηλαδή η περίοδος της αποχής από το κρέας, το λατινικό Carneval ή carnevale που θα πει ακριβώς το ίδιο πράγμα (carne δηλ. κρέας, vale δηλαδή χαίρε, ας πούμε έχε γεια καημένο κρέας), διανύουμε τη δεύτερη βδομάδα, την κατεξοχήν κρεατινή, της οποίας κεντρική ημέρα είναι η Πέμπτη, η γνωστή τσικνοπέφτη, η σημερινή ημέρα, κατά την οποία πρέπει, είμαστε υποχρεωμένοι, πώς να το κάνουμε, να φάμε κρέας. Είμαστε που είμαστε παμφάγα ζώα, αυτή την εβδομάδα και ειδικά αυτή την ημέρα γινόμαστε αποκλειστικά ζώα σαρκοφάγα.
Η ονομασία της ημέρας Τσικνοπέμπτη δεν είναι απολύτως βέβαιο από πού προήλθε. Άλλοι ισχυρίζονται ότι προήλθε από τις γυναίκες που αυτή την ημέρα έλιωναν τ’ αλείμματα κι ολόκληρος ο τόπος γέμιζε από την αναδιδόμενη κνίσα, άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο γεγονός ότι τότε άφηναν να κολλήσει στη χύτρα το περίσσευμα του φαγητού κι άλλοι, γιατί έπρεπε καθένας να ψήσει λίγο κρέας στα κάρβουνα για να το τσικνήσει. Γεγονός είναι ότι εμείς σήμερα, εμείς που φάγαμε την περασμένη Κυριακή κρέας με πατάτες στο φούρνο, τη Δευτέρα το μεσημέρι κοτόπουλο και το βράδυ πίτες με σουβλάκι ή γύρο, την Τρίτη το μεσημέρι μπριζόλες χοιρινές και το βράδυ κλάμπ σάντουιτς, την Τετάρτη το μεσημέρι το κουνέλι που είχε φέρει η μάνα μου και το φτιάξαμε στιφάδο, ενώ το βράδυ μπουζουριάσαμε μια μέγκα πίτσα με ζαμπόν και μπέικον, θα κληθούμε απόψε να φάμε οπωσδήποτε κρέας στα κάρβουνα. Δεν είναι ζωή αυτή. Τη μια μονότονη ημέρα άλλη μονότονη ακολουθεί. Και μετά σου λένε ότι είμαστε τυχεροί εμείς σήμερα, γιατί έχουμε τόσα πράγματα να κάνουμε στην εποχή μας. Πού οι παλιότεροι που δεν είχαν τίποτα και τους είχε φάει η ανία και η πλήξη! Κοιτάζω γύρω μου κι αυτή την ποικικλία δεν την βλέπω. Κάθε μέρα στη δουλειά, κάθε μεσημέρι κρέας, κάθε βράδυ σουβλάκια και τηλεόραση να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια, έτσι που πια δεν μας κάνει εντύπωση, δε μας προκαλεί, έπαψε και να μας ευχαριστεί. Γι’ αυτό και κάποιοι άλλοι, όχι οι περισσότεροι αλλά αρκετοί, επιδίδονται μετά μανίας στις νέες γεύσεις, στα διάφορα σούσι, στα ριζότα, στις αστακομακαρονάδες, στους γαρυφαλοκεφτέδες, στους τηγανητούς ανανάδες και στις σάλτσες με γεύση πικραμύγδαλου. Τι να κάνουν οι άνθρωποι, κάθε μέρα κρέας δεν πάει άλλο, χρειάζεται η εναλλαγή και η ποικιλία.
Άσε δε την εβδομάδα της τυρινής, που οι καλοί χριστιανοί ακολουθώντας τη σωστή διατροφή και τα έθιμα, θα επιδοθούν στη βρώση πάσης ποικιλίας τυριού, γνωστής και άγνωστης, ελληνικού και ξένου, κυρίως γαλλικού. Έτσι για να περάσουν ομαλά από την κρεατινή, μέσω της τυρινής στη νηστεία.
Βρε, δεν τ’ αφήνετε αυτά, λέω εγώ. Ποια νηστεία και ποια τυρινή. Κάθε μέρα είναι κρεατινή. Το βλέπω ότι κάθε μέρα κρέας τρώμε, όσοι έχουμε εννοείται, γιατί υπάρχουν και άλλοι δίπλα μας, που, όπως λέει το παλιό λαϊκό τραγούδι
Εψόφησε ο Λοκάνικος
ψυχομαχάει ο Τύρος
κι η Βρούβα νη Παλιόβρουβα
στέκεται στην καβάλα
να πέσει στην τσουκάλα,
έχουν μόνο βρούβες. Υπάρχουν και κάποιοι που δεν έχουν να φάνε κρέας όχι καθημερινά αλλά ούτε και αυτή τη σημερινή, την Τσικνοπέμπτη. Και το άλλο τραγούδι, της Πελοποννήσου αυτό, για το ίδιο πράγμα λέει:
Σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένια.
Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια
και στον τρανό τον πλάτανο να μάσουμε στεκούλια.
Και μη μου πείτε ότι αυτά τα λέγανε, τα τραγουδούσανε παλιά, που ο κόσμος δεν είχε, δεν έτρωγε, δε διασκέδαζε, δεν είχε τηλεόραση, δεν είχε θέατρα και κινηματογράφους και όπερες και νυχτερινά κέντρα και σκυλάδικα. Άντε, ανοίξτε τα μάτια σας και ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Καλή ματιά. Όχι γύρω σας στην ταβέρνα που θα πάμε σήμερα και θα δούμε όλους τους γνωστούς εκεί να μασουλάνε τα παϊδάκια και να γλύφουν τα δάχτυλά τους στα τραπέζια όπου θα ξεχειλίζουν τα κρέατα, θα περισσεύουν και θα τα μαζεύουμε στις σακούλες να τα πάμε και στο σκυλάκι μας, ούτε και γύρω στο τζάκι μας όπου θα τζιτζιρίζει το κρέας στα κάρβουνα. Άλλη ματιά εννοώ. Πιο μακρινή. Στον ευρύτερο περίγυρό μας. Εκεί που υπάρχει και η στέρηση και η ανημπόρια και η φτώχεια. Εκεί.
Λοιπόν; Πού θα τσικνήσουμε σήμερα;

Tuesday, February 08, 2011

Τα τέτοια μας

Ήμουν πιεσμένος ψυχολογικά το τελευταίο χρονικό διάστημα, ήρθαν και τα νέα από την Ευρώπη και κατέπεσα πλήρως. Γιατί εκεί που άρχιζα να νιώθω λίγο καλύτερα, εκεί που άρχιζα να συνηθίζω το Δουνουτού, που παλιότερα το άκουγα και πάθαινα αναφυλαξία (τότε υπήρχαν γιατροί, όμως, και με τις σοφές οδηγίες τους το ξεπερνούσα), εκεί που άρχιζα να συνηθίζω τις αναφορές σε δις και τρις για το δημόσιο χρέος, εκεί που συνήθισα ακόμη και τη Μέρκελ, ακόμα και τις γυμνές φωτογραφίες του Καβαλιέρι, μου ήρθε στο δοξαπατρί το αποτέλεσμα της έρευνας στην Ευρώπη: Ναι, κυρίες και κύριοι (μια και τα νέα αφορούν και τους κυρίους και τις κυρίες): Είμαστε ο λαός με το μικρότερο ...μόριο στην Ευρώπη!

Τι να πει κανείς; Τώρα πια ούτε για τους κουτόφραγκους πρέπει να μιλάμε ειρωνικά ούτε ακόμη, αλίμονο, και για τους γίγαντες με μυαλό ...νάνου. Μυαλό νάνου, ναι, αλλά κατά τα άλλα γίγαντες. Κι εμείς τι χζστο διάολο να το κάνουμε το γιγαντιαίο μυαλό όταν στα άλλα ήμασταν και παραμένουμε νάνοι;

Αυτά όλα με έκαναν λιώμα, λοιπόν. Φυσάω και ξεφυσάω και δεν μπορώ να το χωνέψω. Πώς συνέβη σ' εμάς αυτό το κακό; Δε φτάνουν όσα μας ταλαιπωρούν, δε φτάνουν οι Ευρωπαίοι εταίροι που μας κοιτούν με μισό μάτι λόγω χρέους, φτάσαμε στο σημείο να απεμπολήσουμε ακόμη και την έσχατη ελληνικότατη χειρονομία με την οποία πολύ χαρακτηριστικά δείχναμε τι θα πάρουν τελικά οι Ευρωπαίοι από μας. Γιατί, μπορείτε να μου πείτε σας παρακαλώ, τι μας μένει να δείξουμε σ' αυτούς τους πλούσιους φαταούλες λέγοντάς τους το “Δεν πληρώνουμε, ρε. Τα τέτοια μας θα πάρετε”.

Καλά, αλλά ποια ...τέτοια μας, όταν κι αυτά, μετά την έρευνα, αποδείχτηκε ότι δε λένε και πολλά πράγματα. Γι' αυτό περιμένω εναγωνίως να έρθει η ώρα κατά την οποία, έστω στο περιθώριο των συζητήσεων για την επιμήκυνση του ελληνικού χρέους, μπει στην ατζέντα των εταίρων μας για επίλυση και το ζήτημα της επιμήκυνσης του ελληνικού πέους.