Tuesday, February 27, 2007

Η κολόνα


.......................................................................αφιερωμένο εξαιρετικά

Ήταν, λοιπόν, που λέτε μια φορά κι έναν καιρό μια κολόνα. Μια τσιμεντένια κολόνα από αυτές τις συνηθισμένες της ΔΕΗ. Όταν ξεφύτρωσε στο σταυροδρόμι είχε κι ένα φως επάνω της και φώτιζε το δρόμο τις νύχτες. Πολύ γρήγορα τη λάμπα την έσπασαν παιδιά με πέτρες (τότε υπήρχαν ακόμη πέτρες στους δρόμους της Αθήνας). Ο δήμος την αντικατέστησε και το φως ξεχυνόταν πάλι και φώτιζε λίγο τα σκοτάδια μας. Κάποιος γαβριάς, όμως, την ξανάβαλε αμέσως σημάδι και ξανάσπασε τη λάμπα. Να μην τα πολυλογώ, λαμπτήρας δε στέριωσε ποτέ στην κολόνα μας. Κι από τότε που –αν και κολόνα της ΔΕΗ- σκόρπιζε σκοτάδι, έγινε και το κέντρο του παιχνιδιού των μικρών. Πόσα φτυσίματα ξελευτερίας δεν έφαγε στην πλάτη της, πόσες πετριές από σφεντόνες, πόσα μικρά στρογγυλά άκακα βόλια από τα φλόμπερ της εφηβείας. Στο τέλος κατέληξε και κάτι σαν δημόσιο ουρητήριο της γειτονιάς και των περαστικών, δίποδων και τετράποδων. Έτσι όπως στεκόταν ολομόναχη κι ευθυτενής στο σταυροδρόμι, γρήγορα έγινε και κέντρο πληροφόρησης. Στην αρχή προσέλκυσε αγγελτήρια θανάτων και μνημοσύνων, μετά πρόσφερε εθελοντικά το κορμί της για κάθε είδους αφίσες. Οι διάφοροι μεροκαματιάρηδες αφισοκολλητές πρώτα απ’ αυτήν ξεκινούσαν τη νυχτερινή τους εργασία κι ύστερα σκορπίζονταν στους φράχτες, στους τοίχους και στις μάντρες.

Έψαξα να την βρω την κολόνα αυτή χτες που ξαναπέρασα από την παλιά μου γειτονιά. Δεν ήταν εκεί. Τα καλώδια τα πέρασε η ΔΕΗ υπόγεια, δεν της χρειαζόταν άλλο, λοιπόν, και την απέσυρε. Και ούτε πέτρες έχει πια η ασφαλτοστρωμένη ταχείας κυκλοφορίας λεωφόρος για εξάσκηση στο σημάδι ούτε παιδιά υπάρχουν στους δρόμους για κρυφτό και κυνηγητό. Για τους αφισοκολλητές δημιουργήθηκαν τεράστια ειδικά πάνελ κατά μήκος της λεωφόρου, για να κολλούν τις διαφημίσεις των νυχτερινών κέντρων και των καλσόν. Κι οι άνθρωποι τώρα πια δεν κατουράνε στους δρόμους, εκπολιτίστηκαν. Ούτε και οι έφηβοι παίζουν με φλόμπερ, αλλά με καλάζνικοφ και τελευταίας τεχνολογίας οπλικά συστήματα στις οθόνες των υπολογιστών τους.
Για κολόνες να μιλάμε τώρα;

Saturday, February 17, 2007

Μουντζούρα


12. Το Μαύρο

Από πού έρχεται το μαύρο; Κι όταν καταφθάνει –γιατί πολλοί πιστεύουν ότι φθάνει- πού στρατοπεδεύει; Εδώ ή εκεί; Στο χρόνο που λυγίζει κάτω από το βάρος μιας σκοτεινής γλώσσας ή στον τόπο όπου αφαιρούν το δίχτυ κάτω από τον ακροβάτη την ώρα του άλματος; Εγώ το μαύρο το είδα αμέσως μόλις άνοιξα τα μάτια μου. Ήταν κάτι σαν ζωή, μπορεί κι ακόμη λίγο πιο επώδυνο. Δεν το κατάλαβα αμέσως, γι’ αυτό και έπαιζα με όλα τα παιχνίδια που μου χάριζαν, γι’ αυτό κι έψαχνα σε ντουλάπες και συρτάρια όταν οι Άλλοι έλειπαν. Να βρω τι; Και να το κάνω τι; Το μόνο που βρήκα πάντως ήταν κάποιες ξεχασμένες ακτινογραφίες· σπασμένα κόκαλα, ύποπτες σκιές, καμπυλώσεις του χρόνου που σου χτυπάν κάποτε την πόρτα και σε καλούν εν ονόματι του μαύρου να ανοίξεις. Δεν άνοιξα. Ήμουν αθώος.
Από πού έρχεται, κύριοι ένορκοι; Από τα σπλάχνα του σκοτωμένου κύκνου ή κατευθείαν από τις πηγές του πένθους; Κι ο Θεός νομίζω ότι προβληματίζεται, αλλά η λύση που δίνει είναι εντελώς προσωπική. Δεν μας αγγίζει, εννοώ. Εμείς πάντοτε στοιχηματίζουμε κάτω από τους σταυρούς. Τον δεξί ή τον αριστερό; Ποιος θα συγχωρεθεί αυτή τη φορά; Κι όταν άνοιξαν τα σύνορα, όρμησαν τα ποτάμια κι έπλυναν όλες τις ξεραμένες κοίτες. Κάτι δηλαδή σαν γυναίκα που δένεται σφιχτά γύρω από το αντρικό κορμί. Και χτύπησαν ξανά τα νερά την πόρτα: εν ονόματι του μαύρου ανοίξτε. Και πάλι δεν άνοιξα. Ήμουν ακόμη αθώος.
Από πού έρχεται, λοιπόν, κύριοι; Από την ελπίδα ή από τον έλεο; Από το φόβο ή από το θρήνο; Κρυώνω. Δώστε μου το πανωφόρι σας. Έστω τα γάντια σας. Μπλέκονται τα μέλη μας σ’ αυτό τον χορό. Έχτισα το σπίτι σ’ αυτή την πλευρά της ιστορίας και νιώθω τόση μοναξιά. Το ένα μόνο γάντι; Και κάθε που η θάλασσα αγγίζει τον ουρανό πιστεύω πως ήρθε η στιγμή να ταξιδέψω. Τόσα και τόσα ταξίδια κι όμως είμαι αθεράπευτα αγκυροβολημένος εδώ, σ’ αυτή την πλευρά. Κι ελπίζω και φοβάμαι. Και το μαύρο πλησιάζει, έρχεται, έρχεται συνεχώς. Και μου χτυπά την πόρτα. Εν ονόματι! Έρχεται κι η ώρα ν’ ανοίξω. Είμαι ένοχος.

Thursday, February 15, 2007

11. Αστυάναξ

.
Μερικές φορές δε μιλάμε. Κοιταζόμαστε στα μάτια κι αρχίζουμε τις ιστορίες τις άλλες. Μια λέξη ο ένας, μια λέξη ο άλλος ξαναχτίζουμε το χωριό μας από τα θεμέλια. Φτιάχνουμε την πλατεία δίνοντας αντιπαροχή το στήθος μας. Η ράχη μας σηκώνει τα σπίτια, δίπατα. Στο κατώι τα ζώα κι απάνω οι νοικοκυραίοι. Τότε, μετά τη γέννηση των ανθρώπων, δοκιμάζουμε το γέλιο. Στην αρχή χαμόγελο κι όσο περνούν οι λέξεις, όσο ανεβαίνουν τον ανήφορο, τόσο κι αυτό αρχίζει τα δάκρυα. Ποτάμι τα δάκρυα. Έτσι ποτίζουμε τα δέντρα μας χιλιάδες χρόνια, με το αλμυρό νερό, το δύσκολο νερό. Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, τα κηπευτικά και τα οπωροφόρα μας μ’ αυτό το νερό. Ροδάκινα της καρδιάς και τομάτες ολοκόκκινες οι ρόγες των κοριτσιών μας. Κι οι δάφνες κι οι ελιές μας μεγάλωσαν και ζουν στην αρμύρα. Αιωνόβια όλα γύρω μας, το ίδιο μ’ εμάς, το ίδιο με τις ιστορίες μας.
Στην υπομονή μας πάνω ξεφύτρωσαν κι οι πέτρες. Χιλιάδες χρόνια υπομονής και γίναν κατσάβραχα τα χωράφια μας. Ματώνουμε τις λέξεις μας κάθε που τα ξελιθαρίζουμε. Τόσο αίμα, σε κάθε γωνιά, σε κάθε βράχο σαν επίμονο κτηματολόγιο, που προσπαθεί να περιφράξει το βλέμμα μας, να εξασφαλίσει τις καρδιές μας να μην πετούν μακριά, στην άλλη πλευρά.
Τέτοιες ιστορίες διηγούνται τα μάτια μας στα εγγόνια μας. Για να γνωρίζουν. Όμως, πού και πού, όχι τα χειμωνιάτικα βράδια με το χιόνι που μας θάβει και μας ξεχνούν, αλλά την άνοιξη, μέσα στα πράσινα και στις παπαρούνες, ξεπετιέται ο Αστυάνακτας μετά από χιλιάδες χρόνια εγκλεισμού και το βάζει στα πόδια. Τρέχει στις ραχούλες και φωνάζει αρχαία ρήματα, ακατανόητα.
Στεκόμαστε ακίνητοι και τον παρακολουθούμε να μικραίνει.

Wednesday, February 14, 2007

10. Παρτίδα

Αποφασίσαμε να παίξουμε. Μια κίνηση εμείς από εδώ, μια οι άλλοι από αντίπερα. Ξεκαθαρισμένα πράγματα. Οι νικητές θα έπαιρναν την ομορφότερη. Παίζαμε, παίζαμε αιώνες ολόκληρους. Μια εμείς, μια οι άλλοι. Με τις ζαβολιές μας, τα μικροκλεψίματα, τις κομπινούλες μας. Κάποτε έφτασε και η ώρα των θυσιών. Έδωσαν αυτοί ένα άλογο. Εμείς έναν τρελό. Σιγά-σιγά σφίξαν τα πράγματα, μείναμε με δυο-τρία πιόνια ο καθένας, λίγο νερό κι άνεμο πολύ μέσα στα μάτια μας. Είχαμε την προσοχή μας τεταμένη. Αν καταφέρναμε να μπούμε στην περιοχή τους, βγάζαμε ερωτευμένη βασίλισσα. Οι άλλοι το ίδιο. Όμως οι κινήσεις μας γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Κολλούσαν τα χέρια μας, το νερό τελείωνε και στα μάτια μας λυσσομανούσε ένας αέρας που σήκωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Μνήμες, παλιές φιλίες, επιμιξίες κι ανακατέματα, ανάγκες.
Εντωμεταξύ, η ομορφότερη είχε φύγει από κοντά μας κι έπαιζε πέρα στις καλαμιές. Όταν πήγαμε να την πάρουμε εμείς οι νικητές, βρήκαμε μόνο το ρούχο της.
Κι από πολύ μακριά ακούσαμε τις κραυγές από τα σφαγμένα πιόνια.

Friday, February 09, 2007

9. Περίληψη

.
Αχ, οι λύκοι πιάνουν τα καλοκαίρια τα νησιά, όμως αυτές οι σταγόνες στην ατμόσφαιρα δουλεύουν υπερωρίες. Μωρέ, πώς έγινε έτσι ο κόσμος που μια άρνηση του ενός σημαίνει του άλλου ζωή και ξύπνημα, που ένα λουλούδι του βουνού χτυπάει κατάστηθα την παπαρούνα της θάλασσας και μια άνοιξη των τόπων σαλεύει βαθιά μας καταιγίδα. Δε γίνεται έτσι ζωγραφική, χωρίς κανόνες και μέτρημα, λένε οι παλιοί δασκάλοι της τέχνης· χρειάζονται υπολογισμοί, γωνίες κι εφαπτομένες, χρειάζονται διαβήτες και τρίγωνα. Ευτυχώς που η χώρα μου, όπως κι η γλώσσα μου, δε γνώρισε ποτέ της ευθείες, αλλά μεγάλωσε σε καμπύλες και τεθλασμένες έτσι που από την αρχή να μη διακρίνεται το τέλος, οι δυο άκρες της να παραμένουν άγνωστες μεταξύ τους. Η ορατότητα ήταν πάντοτε ζήτημα όρεξης. Ευτυχώς. Γιατί σε άλλη περίπτωση δε θα μπορούσε ποτέ να με φωνάζουν Οδυσσέα, Έρση ή Λεφτέρη. Το πολύ να με βάφτιζαν Χανς, με ό,τι αυτό ήθελε υπονοεί. Και ταξιδεύω δε σημαίνει πλέω ή οδηγώ, αλλά παλεύω με την αρμύρα, με τον ιδρώτα και με την άνοιξη. Και πίνω νερό δε σημαίνει ξεδιψώ, αλλά προσεύχομαι. Γι’ αυτό και τα ελληνικά γίνονται τόσο δύσκολα για τους ξένους που δεν μπορούν ποτέ να καταλάβουν πώς μια τόση δα μικρή άνω τελεία ή ένα παρατημένο ματσάκι αγριολούλουδα αποσιωπητικά δίνουν ολότελα διαφορετικό νόημα στην πόρτα σου. Κι εδώ μπορείς να μάθεις τα πάντα από μια περίληψη, από ένα μέτρο τετραγωνικό περιορισμένο σε συρματόπλεγμα, από ένα ελάχιστο πέτρινο παραμύθι δίπλα στο τζάκι κοντά στα σύνορα -από την εδώ μεριά ή από την πέρα, αδιάφορο. Δε χρειαζόταν ποτέ ολόκληρη έκταση, το απέραντο δυσκίνητο μυθιστόρημα, ο ποταμός των νερών ή των λέξεων. Αρκούσε πάντοτε ένας ξεροπόταμος που γίνεται χείμαρρος ξαφνικός ή ένα μόνο δάκρυ στην κόχη του παραθύρου να κοιτάζει πέρα το δρόμο περιμένοντας να φανείς μες απ’ τη σκόνη. Αρκούσε πάντοτε να χωνεύουμε μέσα μας την άλλη άκρη, την αόρατη, να τη νιώθουμε να βαραίνει το βήμα μας ή να το κάνει φτερωτό Ερμή, αγγελιαφόρο να πετάει πάνω από τις λασπουριές και τα σύνορα.
Μόνο έτσι μπορούμε να δοκιμάζουμε μια μπουκιά ψωμί με δίχως να ξεδιψάμε την πείνα μας.

Tuesday, February 06, 2007

8. Ήχοι και σιωπές

.
Ήχος είναι η σιωπή της σιωπής. Το αναπαλαιωμένο χωριό είναι σιωπή. Το river party είναι σιωπή. Οι τουρίστες του καλοκαιριού το ίδιο. Οι παρέες στις ταβέρνες που καταβροχθίζουν τους τεράστιους ψητούς κυπρίνους και τις τηγανητές πέστροφες είναι σιωπή. Οι μπουλντόζες που ανοίγουν τους νέους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας είναι σιωπή. Όταν αυτές οι σιωπές σωπαίνουν, ακούγονται οι ήχοι. Η ανάσα της λίμνης, η χειμέρια νάρκη της ξεχασμένης αρκούδας, το χιόνι που σκεπάζει το φυλάκιο στην πέρα άκρη, το βλέμμα της αγελάδας που περνά αμέριμνη μπροστά μου είναι ήχοι. Ήχος είναι κι η σιωπηλή βροχή όταν ραντίζει τους Αλβανούς κάθε που παίρνουν την κατηφόρα ψάχνοντας ένα κουρέλι ζωής. Πολύχρωμο βουητό για τ’ αυτιά και τα μάτια. Ήχος με τα όλα του. Δεν απαιτεί οξυτάτη ακοή. Το μόνο που ζητάει είναι λευκή συνείδηση χωρίς εθνικούς ή άλλους ιδιοτελείς σπασμούς. Καμιά φορά νιώθω στο νότιο στήθος μου τα τζιτζίκια ν’ αρχίζουν το τραγούδι τους. Τότε καταλαβαίνω ότι ήρθε η ώρα για τα άλλα τραγούδια, τα μέσα. Μαζεύω τα λίγα υπάρχοντά μου, τα βλέμματα που είχα αφήσει στις παραλίες, τα κυνηγετικά μου αυτιά, τα φυσίγγια του ανέμου και την παλιά επαναληπτική μου γκαμπαρντίνα και ξεκινώ για πάνω, κυνηγός λαθραίος των ήχων.
Μέχρι να φτάσω εκεί, θα έχουν σωπάσει και τα τζιτζίκια.

Monday, February 05, 2007

7. Η άλλη μεριά

.
Ξεκινήσαμε από πολύ μακριά. Μόνοι μας. Περάσαμε και θάλασσες και βουνά. Κάπου σταθήκαμε και φτιάξαμε τα σπίτια μας. Πρόχειρα στην αρχή σε εδάφη που κανείς δεν τα διεκδικούσε τότε. Μείναμε εκεί. Κάποια χρονιά, τραγουδώντας, τα κάψαμε και τα ξαναχτίσαμε. Με αυλές και παρτέρια. Τα εγγόνια μας τα έχτισαν πιο γερά, να αντέχουν στους βοριάδες και στους έρωτες. Τα συρματοπλέγματα πίσω μας μπήκαν πολύ αργότερα από άγνωστους ένα βράδυ. Δεν το πήραμε είδηση αμέσως. Έκανε κρύο πολύ εκείνη τη νύχτα. Το πρωί είδαμε να λάμπουν σύρματα στο χιονιά. Έτσι χωρίστηκαν οι κήποι μας: ένα τριαντάφυλλο εδώ, μια φτωχή μαργαρίτα αντικρύ. Τις αφέγγαρες νύχτες χώνουμε κρυφά το χέρι μας μέσα απ’ το συρματόπλεγμα και την ποτίζουμε. Τη βλέπουμε να μεγαλώνει. Κάποια χρονιά μετακινήθηκε το συρματόπλεγμα κι αλλάξαμε κήπους.
Τώρα τις αφέγγαρες νύχτες ποτίζουμε το τριαντάφυλλο. Η μοίρα μας ίδια. Με κίνδυνο της ζωής μας μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, τα στέλνουμε σχολείο, ποτίζουμε τα λουλούδια μας. Πεθαίνουμε κι ανασταινόμαστε συνεχώς.
Μ’ ένα ποτιστήρι στο χέρι.

6. Μακιγιάζ

.
Μπροστά στον καθρέφτη ανεπιγνώμων κινούμαι. Διορθώνω το πρόσωπο και την προσωπικότητα. Μπορεί ένα τσιμπίδι, μια κρέμα, μια γραμμή να αλλάξει τη μορφή; Χρόνους αγωνίζομαι μπροστά στον καθρέφτη, όχι να καταργήσω και να νικήσω το χρόνο. Να κοροϊδέψω την όραση, να χλομιάσω ολίγον την ορατότητα. Τα καταφέρνω καλά. Έφτιαξα μια γέφυρα να συνδέει την εξωτερική πραγματικότητα με τη μακρινή βασιλική κόρη στον οφθαλμό του Αγίου Αχιλλείου· διόρθωσα λίγο τον υδροβιότοπο των δακρύων· απαγόρευσα και τη λαθροθηρία στο τριχωτό, για να μπορούν τα πουλιά και οι σκέψεις ελεύθερα να βρίσκουν καταφύγιο. Έχτισα και δυο κρυφά σχολειά, ένα σε κάθε εσωτερικό αυτί με μια μικρή αίθουσα διδασκαλίας στο καθένα. Φτάνει. Δεν είναι πολλά τα παιδιά μου εδώ που μαθαίνουν τα γράμματα. Μου φτάνει μόνο να ακούν τις μακρινές κραυγές της ιστορίας μου, τις λέξεις τις ελληνικές. Σκούπισα και τις ρυτίδες στο πλάι της στοματικής κοιλότητας. Οι ανάσες κι οι αναστεναγμοί διαφεύγουν πια ολοκάθαροι, όπως ακριβώς φαίνονται στα ντοκιμαντέρ που γυρίζουν για την τηλεόραση με αφορμή τη διατήρηση της ταυτότητάς μου.
Αμοντάριστα πλάνα όλο το βόρειο πρόσωπό μου.

Sunday, February 04, 2007

5. Πόρτες

.
Γεννηθήκαμε σ’ αυτόν τον κόσμο κι από τότε κοιτάζουμε συνέχεια τον αντικρινό. Εκεί που βρίσκονταν μια φορά τα εικονίσματά μας, τα στέφανα και το ακοίμητο καντήλι παρηγοριά, εκεί που ήταν οι πόρτες των σπιτιών μας με τις κάρσες τους που κουβαλούσαν βιογραφίες καταιγίδων και την ιστορία μας, μια ολόκληρη ιστορία γραμμένη με ημερομηνίες και γραμμούλες οριζόντιες. Ημερομηνίες γεννήσεων, γάμων, πραξικοπημάτων, σεισμών. Και γραμμούλες, χιλιάδες οριζόντιες γραμμές με κύρια ονόματα: Κυριάκος, πέντε χρονώ, Ορέστης επτά…
Σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο γεννηθήκαμε, αλλά τα μάτια μας συνέχεια απέναντι. Κι όταν λαβαίνουμε νέα απ’ αντίκρυ ‘το τάδε σχολείο έκλεισε’, ‘το χιόνι απέκλεισε τρεις οικογένειες βοσκών’, τα φύλλα στην καρδιά μας κινούνται αδιόρατα απ’ αλαφρό αεράκι και μας φέρνουν χρησμούς ολοκάθαρους.
Που δεν τους διαβάζουμε.

Thursday, February 01, 2007

4. Πρέσπες

.
Τι ωραία που τραγούδησε ο Ελύτης το Αιγαίο! Τον ακούω και νομίζω ότι ο ήλιος δεν δύει ποτέ στη Σίκινο και στη Φολέγανδρο, στη Μύκονο και τη Σαντορίνη. Υπολογίζοντας και τον ήλιο στα μάτια των ξανθών περαστικών από τους χώρους μου, βλέπω εκεί μιαν άλλη Ελλάδα, γεμάτη φως, χωρίς μυστικά. Με τζιτζίκια πολύχρωμα να σπρώχνουν το ξένοιαστο καλοκαίρι σ’ ένα διάλειμμα χειμώνος. Μιαν Ελλάδα να την πίνεις σ’ ένα ποτήρι ούζο με παγάκια σε μπλε καρέκλες καφενείου με τον αγαθό κουτσοδόντη γέροντα να σου γνέφει απ’ την αφίσα.
.
Τότε τι γυρεύει το σκοτάδι σ’ αυτήν εδώ τη λίμνη, αυτό το σκοτάδι του Ιουλίου απτόητο μέσα στο φως του μεσημεριού; Κι οι αγελάδες που ακίνητες λούζουν το βλέμμα τους στο σύννεφο του γλυκού νερού πόσο σκοτάδι κατάπιαν για να μη βλέπουν τους δολοφόνους ν’ ακονίζουν τις λεπίδες τους;
Κι αυτά τα χαλάσματα βασιλικής πάνω στο νησάκι με ποιο σκοτάδι χτίστηκαν για να λάμπουν τόσο;

3. Η αρκούδα

.
Όσο και να την ταλαιπωρούν, όσο και να τη διώχνουν, αυτή γυρνάει πάντα πίσω, στη μήτρα. Άλλοτε γίνεται λουλούδι μες στο τσιμέντο, άλλοτε Παναγιά που πλένει πιάτα και κατσαρολικά στο πηγάδι της αυλής, άλλοτε ωραία κοιμωμένη στις ξερολιθιές των γεγονότων και των δημοσκοπήσεων. Μαζεύω χόρτα και προσκυνώ τη γη, βρίσκω τα ίχνη του καλοκαιριού και τα πατήματα των παραμυθιών. Μα εκείνη κοιμάται κάτω απ’ τις αερογέφυρες των καινούριων αρχαίων δρόμων. Όταν καμιά φορά ξυπνάει, παίρνει το ντέφι, δένει το χαλκά μόνη της και τραβάει σκυφτή γουργουρίζοντας το παλιό μονοπάτι που οδηγεί ίσια στα σύνορα.

2. Πρωτεύουσα

.
Είμαι χωμένος σε μια χώρα που δε λέει να μ’ αγκαλιάσει. Χαϊδεύει τους θριάμβους μου, γελάει με τις σιωπές μου κι ακινητεί στο σκοτάδι που την κλείνει. Όταν καμιά φορά ανοίγει τα χέρια της να με θυμηθεί, ξεχνάει να βάλει μέσα τούς παλιούς μαστόρους της πέτρας, τους χαμένους μες στο χιόνι οδοιπόρους, τους πελαργούς στα καμπαναριά και στα απομακρυσμένα φυλάκια τους τροφίμους. Ξεχνά κι άλλους, ελάχιστους, που μένουν σιωπηλοί, φρουροί αυτοί αληθινοί χωρίς όπλα και παλάσκες, με μόνο το βλέμμα όλμο μεγάλου βεληνεκούς, ανάμικτο εγκατάλειψη κι ακινησία.
Τότε νιώθω κι εγώ τόσο μόνος σ’ αυτήν τη λυπημένη αγκαλιά. Μόνος μαζί με μερικούς άλλους –εκατομμύρια αυτοί- μόνους.