Monday, October 27, 2008

Επετειακό

...........................................Και οι έσχατοι έσονται έσχατοι ες αεί


Όταν ήμανε μικρός, δεκατριών δεκατεσσάρων χρόνων, ήμανε και κοντός. Θα έλεγα αρκετά κοντός. Έβλεπα τους άλλους, τους ψηλούς, να σκύβουν για να με κοιτάξουν, να μου χαϊδεύουν το κεφάλι με συμπάθεια, έβλεπα και τους κανονικούς να κοιτούν πέρα μακριά με άνεση και ζήλευα καθώς τεντωνόμουν στις μύτες των ποδιών μου. Πάντως δεν ήμανε και πολύ πολύ κοντός. Υπήρχαν στην τάξη μου και πιο κοντοί από μένα. Από αυτούς έπαιρνα κουράγιο.
Το πρόβλημά μου όμως παρουσιαζόταν ανυπέρβλητο κάθε 28η Οκτωβρίου και 25η Μαρτίου. Τότε, στις εθνικές γιορτές, που όλοι ετοιμαζόμασταν για τις παρελάσεις, που όλοι ήμασταν χαρούμενοι λόγω των αργιών, εγώ τα έβαφα μαύρα κι έτρεμα από φόβο. Φοβόμανε μην τύχει και με βάλουν να παρελάσω στην τελευταία σειρά. Ντρεπόμανε και δεν το’ θελα. Συνήθως, όμως, έμπαινα προτελευταίος ή τρίτος από το τέλος της γραμμής. Τότε έβλεπα τα βουνά να κινούνται μπροστά μου και με έπιανε το παράπονο. Ευτυχώς όμως, πριν αρχίσουν τα μάτια μου να θολώνουν, γύριζα κι έριχνα μια ματιά πίσω μου. Ένιωθα τότε τα κοντά ποδαράκια των άλλων να μ’ ακολουθούν κι ηρεμούσε η καρδιά μου.

Τώρα, πώς ήρθε μια 28η Οκτωβρίου κι ο γυμναστής με έβαλε στην τελευταία σειρά, δεν ξέρω. Έπεσε τηλέφωνο από κανένα γονιό που δεν ήθελε να βλέπει το παιδί του στην τελευταία σειρά, κάποιος γνωστός γνωστού του γυμναστή μπήκε μέσον, κάποιος πολύ κοντός απηύδησε και ζήτησε καλύτερη μεταχείριση, δεν μπορούσα ακόμη τότε να ξεκαθαρίσω. Το γεγονός πάντως ήταν ότι ο γυμναστής με έβαλε τελευταίο και μάλιστα δικαιολόγησε και την πράξη του: Μ’ αυτό τον τρόπο –είπε- η διμοιρία μας θα κάνει μια ωραία καμπύλη. Θα ξεκινάει ψηλά, θα χαμηλώνει, θα χαμηλώνει και στο τέλος θα παίρνει λίγο ύψος πάλι. Αυτό το τέλος και το λίγο ύψος ήμανε εγώ. Το είπε ασφαλώς για να με καλοπιάσει και να μη φέρω αντιρρήσεις.
Εμένα τότε δε μου άρεσαν ακόμη οι καμπύλες και παρεξηγήθηκα σφόδρα. Ήμανε κοντός και δε γύρευα να μπω μπροστά από κάποιον ψηλότερο. Το μόνο που ζητούσε η παιδική μου δικαιοσύνη ήταν να παρελάσω στο ύψος μου. Τρίτος από το τέλος; Τρίτος από το τέλος. Όχι όμως και τελευταίος χωρίς να το αξίζω. Όχι και στην τελευταία τετράδα. Μαύρη τετράδα, δηλαδή, δυάδα ήταν πάντα η τελευταία. Ένας στα αριστερά, δυο κενά στη μέση, κι ένας στα δεξιά. Έτσι, για να μαζεύουμε τα μπόσικα.

Αυτό πήγαινε πολύ. Στις πρόβες κρατούσα μούτρα στον καθηγητή μπας και καταλάβει. Τίποτα. Έκανα ανάποδα βήματα, ένα στο δεξί, δύο στ’ αριστερό. Πάλι τίποτα. Κούναγα δεξί χέρι δεξί πόδι ταυτόχρονα με μεγάλη προσπάθεια. Τίποτα. Λες και δεν υπήρχα, με αγνοούσε παντελώς. Στο τέλος είδα και απόειδα, πήγα και του μίλησα. Του τα ’πα ορθά κοφτά κι έξω απ’ τα δόντια. «Κοίταξε, δάσκαλε, εγώ τελευταίος δεν παρελαύνω. Βάλε με τρίτον απ’ το τέλος, βάλε με προτελευταίο, αλλά τελευταίος δεν κατεβαίνω. Βάλε με δίκαια εκεί που πάει το μπόι μου. Ούτε πιο μπροστά αλλά ούτε και πιο πίσω. Και σ’ ολόκληρη τετράδα, όχι σ’ αυτή την ουρά. Να το ξέρεις: με τέτοιες συνθήκες στην παρέλαση δεν κατεβαίνω». Το σκέφτηκε και το ξανασκέφτηκε ο γυμναστής, σφίχτηκε, κοκκίνισε –φάνηκε τότε ότι είχε πιεστεί να κάνει την κουτσουκέλα- και μ’ έφερε στη θέση μου, εκεί όπου μου άξιζε: τρίτον από το τέλος. Χάρηκα. Είχα δώσει τη μάχη κι είχα βγει νικητής.

Ανήμερα της γιορτής, ντυμένος στολισμένος, με το γραβατάκι να μου σφίγγει το λαιμό, κατέβηκα στον προκαθορισμένο χώρο της συγκέντρωσης. Έδωσα την παρουσία μου στον επιμελητή, πήρα τη θέση μου, αλλά όταν συνειδητοποίησα την πραγματικότητα ήταν πια αργά για κάθε αντίδραση. Οι έξι πίσω μου –η μια τετράδα και οι δυο ουρές- απουσίαζαν. Την είχαν κοπανήσει.