Η προεκλογική περίοδος με είχε καταθλίψει. Για να την ξεπεράσω έκλεισα τηλεοράσεις, σφράγισα ραδιόφωνα, κλείδωσα πόρτες. Απ’ το ράφι τράβηξα ‘ένα βιβλίο. Όχι από τα καινούργια, τα ατσαλάκωτα, που περιμένουν τη δική τους ώρα, αλλά ένα παλιό, δοκιμασμένο, χιλιοσημειωμένο και τσαλακωμένο. Αυτό!, είπα μέσα μου σαν το τύπο που πυροβολούσε στη διαφήμιση όλα τα μπουκάλια για να μείνει στο τέλος το Ούζο Δώδεκα. Ο Γκας ο γκάνγκστερ. Το πήρα και το ξαναδιάβασα. Μα δεν πρόκειται εδώ να κάνω παρουσίαση και σχολιασμό του, δεν το αξίζω. Το κατάπια πάλι, σχεδόν μονορούφι και ξεροσφύρι. Ήθελα να με χτυπήσει και με χτύπησε. Ήθελα να με πονέσει και με πόνεσε, να με κάνει να γελάσω και γέλασα, να κλάψω κι έκλαψα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο λεβέντικο, πιο πικραμένο, πιο αληθινό και πιο ειλικρινές απ’ αυτό το βιβλίο. Μα δεν κάνω παρουσίαση του βιβλίου, δεν το αξίζω, το είπα. Τα κομμάτια μου μαζεύω μετά από το διάβασμά του.
Κι αυτός, ο συγγραφέας του εννοώ, ο Αντώνης Σουρούνης, πώς μπορεί να είναι ο πρώτος και να μην το καταλαβαίνει. Εγώ βλέπω τους δρομείς όταν τερματίζουν πρώτοι σηκώνουν τα χέρια τους και πανηγυρίζουν, ακόμη κι αν ο δεύτερος ήταν μια ανάσα πίσω τους, ακόμη και αν τους ψάχνει ώρα το φώτο φίνις. Αυτός πώς δεν το καταλαβαίνει ότι είναι πρώτος; Δεν το έχει καταλάβει, αλλιώς θα ήταν ξιπασμένος, αλλιώς θα ήταν κυκλωματίας, αλλιώς θα γύριζε από παρέα σε παρέα για να δρέπει δάφνες, θα διαφημιζόταν, θα έβγαινε στην τηλεόραση κορδωμένος, θα του είχαν κάνει χίλια αφιερώματα, θα απαντούσε περισπούδαστα, θα έψαχνε τις λέξεις τις καλές που μιλούν στο μυαλό. Ενώ αυτός πιάνεις τις λέξεις τις άλλες, που απευθύνονται ίσια στην κοιλιά, που σου ανακατεύουν τ’ άντερα. Τον θυμάμαι να μου λέει κερνώντας με τσίπουρο σ’ ένα νεροπότηρο «σκέπαζέ το το ποτό» κι αμέσως να βγάζει μέσα από μια πλαστική σακούλα μια τυρόπιτα και να την κόβει στα δυο. Τέτοια πράγματα, της κοιλιάς, του αμπαριού.
Κι όλα αυτά γιατί τα γράφω; Επειδή αγαπώ το Σουρούνη; Όχι! Επειδή αγαπώ τη θάλασσα. Και τους ανθρώπους που αγαπούν τη θάλασσα.
Κι αυτός, ο συγγραφέας του εννοώ, ο Αντώνης Σουρούνης, πώς μπορεί να είναι ο πρώτος και να μην το καταλαβαίνει. Εγώ βλέπω τους δρομείς όταν τερματίζουν πρώτοι σηκώνουν τα χέρια τους και πανηγυρίζουν, ακόμη κι αν ο δεύτερος ήταν μια ανάσα πίσω τους, ακόμη και αν τους ψάχνει ώρα το φώτο φίνις. Αυτός πώς δεν το καταλαβαίνει ότι είναι πρώτος; Δεν το έχει καταλάβει, αλλιώς θα ήταν ξιπασμένος, αλλιώς θα ήταν κυκλωματίας, αλλιώς θα γύριζε από παρέα σε παρέα για να δρέπει δάφνες, θα διαφημιζόταν, θα έβγαινε στην τηλεόραση κορδωμένος, θα του είχαν κάνει χίλια αφιερώματα, θα απαντούσε περισπούδαστα, θα έψαχνε τις λέξεις τις καλές που μιλούν στο μυαλό. Ενώ αυτός πιάνεις τις λέξεις τις άλλες, που απευθύνονται ίσια στην κοιλιά, που σου ανακατεύουν τ’ άντερα. Τον θυμάμαι να μου λέει κερνώντας με τσίπουρο σ’ ένα νεροπότηρο «σκέπαζέ το το ποτό» κι αμέσως να βγάζει μέσα από μια πλαστική σακούλα μια τυρόπιτα και να την κόβει στα δυο. Τέτοια πράγματα, της κοιλιάς, του αμπαριού.
Κι όλα αυτά γιατί τα γράφω; Επειδή αγαπώ το Σουρούνη; Όχι! Επειδή αγαπώ τη θάλασσα. Και τους ανθρώπους που αγαπούν τη θάλασσα.
7 comments:
Και άρα ακολούθησες το μονοπάτι που βγάζει στη θάλασσα... ;)
Αφού χόρεψα πρώτα το Χορό των Ρόδων.
Καλημέρα και Κ.Β.
Kαι αγαπάς τα γήινα
αφήνοντας
το επίπλαστο των λέξεων
Πολύ καλό το κείμενο
Λευτέρη, στείλε μου σε παρακαλώ , αν θέλεις, διεύθυνση κατοικίας
sokratisxenos@yahoo.gr
Από την μία κερδισμένος βγήκες, αλλά από την άλλη έχασες πολύ γέλιο λέμε.:))
meril
Ευχαριστώ.
Το blog σου είναι πολύ όμορφο. Μη νομίσεις ότι δεν το επισκέπτομαι, αλλά ο φόρτος της εργασίας μου τελευταία δε μου αφήνει ελεύθερο χρόνο.
ellinida
Άυτό κατάλαβα κι εγώ.
Post a Comment