Ουδείς πλέον αμφισβητεί ότι η εν δυνάμει θεατρική «πελατεία» υπονομεύεται από τον μέγιστο μαζικό αισθητικό διαιρέτη τον οποίον παγκοσμίως ορίζει ο μεταμοντερνισμός της όρασης και της τηλεόρασης. Έτσι, ακόμη και τα πιο σοβαρά αλλά αναγκαίως και εμπορικά σχήματα καταφεύγουν σε έργα που θα εξασφαλίσουν την ανοχή, την αντοχή άρα και μία επαρκή δόση αυτοαναγνωρισιμότητας του μέσου υβριδιακού θεατή. Άλλωστε το ανήσυχον της ζήτησης και εν ταυτώ αναζήτησης του καλλιτεχνικού ιδιώματος μέσα από την αυτοκαταστροφική εν πολλοίς επιλογή και εκλογή ταυτοχρόνως του συγκεκριμένου έργου, δηλώνει μία αναπόδραστη στάση ζωής εν τω γίγνεσθαι της καλλιτεχνικής καθημερινής παραγωγής αλλά και μία αντιμετώπιση της πραγμάτωσης της ζωής εν τω μέσω ή πλησίον -τόσο με την θρησκευτική έννοια που υποβάλλει η λέξη όσο και με την κοινωνιολογική της σημασιολογική απόχρωση- της υποκριτικής. Και είναι αυτή -η υποκριτική- το ένα από τα ζητούμενα του ανήσυχου συλλέκτη της δημιουργικής μυσταγωγίας μιας θεατρικής πράξης, άρα και μιας πράξης ζωής. Το άλλο δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής και γόνιμη παρέμβαση τόσο στο πλέγμα των διαπροσωπικών σχέσεων του κοινού, δηλαδή ο επαναπροσδιορισμός άνευ όρων των ορίων των καθημερινών μας προσδοκιών περί του άλλου, του γείτονος και εν ταυτώ πλησίον, όσο και στο πλέγμα των εσώτερων ψυχολογικών ταλαντώσεων του υποκειμένου, το οποίο τότε και μόνο τότε, όταν γνωρίσει τον ορισμό του και τον επαναπροσδιορίσει γόνιμα και συνειδητά, δύναται να αντιληφθεί το μέγεθος της συντελούμενης αναδόμησης του εαυτού. Με λίγα λόγια θέλω να πω ότι ουδείς δικαιούται να αναφέρεται σε ψυχογραφικές μέριμνες των συγκρουόμενων κόσμων του θεατή, αν δεν έχει προηγουμένως λύσει, όχι άπαξ διά παντός γιατί τα πράγματα αυτά ξεκινούν από τη λύση και δεν δύνανται να προχωρήσουν πολύ πέραν αυτής, την υποκειμενική αντίδραση στα κοινόχρηστα μοτίβα, που, όπως θα έλεγε και ο Τάδε, εξυπονοούν την ψυχρότητα της αφαίρεσης μόνο αν ο καλλιτέχνης αποφεύγοντας τους περιττούς μελοδροματισμούς οδηγηθεί μέσα από την αριστοτελική υποκριτική στην ποιητική και φιλοσοφική θεώρηση της υποστασιοποιημένης δράσης. Οι αγκυλώσεις ασφαλώς θα είναι πολλές, το παρελθόν θα δρα καταλυτικά επάνω στον αγωνιζόμενο καλλιτέχνη, στην αγωνιώσα συνείδηση της έκφρασης και αυτοέκφρασης συνάμα. Όμως δύνανται και αυτές να υπερκερασθούν, αν από τη μια μεριά ο αιχμάλωτος σημερινός θεατής αγνοήσει τις τηλεοπτικές και διασκεδαστικές -με την μπερξονική έννοια ασφαλώς- πιστώσεις και από την άλλη αν αφεθεί με εμπιστοσύνη στην πνευματική μαγεία και εν πολλοίς δοκιμασία της σκηνικής υπερεξουσίας. Δηλαδή αν παραδοθεί ολοκληρωτικά σ' αυτόν τον αντικειμενικό και ταυτοχρόνως υποκειμενικό διδακτισμό, τον οποίο όμως είναι ανάγκη να τον θεωρήσει ως μέσον και όχι αυτοσκοπό, αν θέλει να φθάσει με συνέπεια στην πεμπτουσία της συγκινισιακής θερμοκρασίας του σκηνικού περιβάλλοντος χωρίς να αφυδατώσει τα εσωτερικά εκείνα στοιχεία του που θα του επέβαλλαν μια συγκεκριμένη και συγκροτημένη αντίδραση για ανάσχεση της πεπερασμένης για τη σημερινή θεατρική εικόνα κλωντελικής εσωτερικής συνομιλίας. Α πριόρι, θα πρέπει να έχει τονιστεί στον εν δυνάμει και όχι ενεργεία θεατή ότι τα σύνορα μεταξύ μιας αριστοτελικής και μιας επικής ανάγνωσης του θεατρικού κειμένου έχουν πλέον καταρριφθεί αλλά και απορριφθεί, ότι οι κοινωνιολογικές από σκηνής αναλύσεις θεωρούνται τελειωμένες ήδη από τον Ευριπίδη, ότι οι υποχρεωτικές ευθύγραμμες σκηνικές παρεμβάσεις και παρεκβάσεις δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον πυρήνα του έργου που εκρήγνυται, αλλά πιστοποιούν την ύπαρξη μια αδιάφορης, γι' αυτό και αβέβαιης πορείας και στάθμης μιας θεατρικής άρα και οντολογικής πραγμάτωσης και τέλος ότι τα πάντα δεν μπορούν πια να έχουν την αφετηρία τους από το μηδέν. Ένας ευπρόσωπος εκπρόσωπος του δραματολογίου δεν μπορεί να είναι και απρόσωπος. Το ζητούμενο πρόσωπό του -είτε αυτό είναι αληθινό πρόσωπο είτε είναι προσωπείον (με την αρχαιοελληνική της σημασία η λέξις)- αποτελεί το ζητούμενον σε κάθε παράσταση, δηλαδή είναι μια άλλη διάσταση της υπόστασης μιας συνεχούς και αέναα υποστηριζόμενης ψυχολογικά κατάστασης, δηλ. μιας καταστασιακής δράσης, με τη χαϊντεγκεριανή έννοια της λέξης ασφαλώς όπως θα έλεγε κι ο Γιώρεγος Τάδε.
Πιστεύω να έγινα πλήρως κατανοητός.
4 comments:
απολύτως (ειρωνεία)... δεν σε αναγνωρίζω, λίγο καιρό έφυγα από τα μπλογκς και να τι έγινε...
Γι' αυτό Σταυρούλα, μην ξαναφύγεις, μην το ξανακουνήσεις ρούπι από εδώ.
Ομολογώ πως όχι!
Μ έκανες να νιώσω τελείως άσχετη.
Οχι,δηλαδή, οτι δέν είμαι, αλλά ...τόσο πιά;
Έλα, μωρέ παρούσα μου, ούτε κι εγώ εννοώ, κι εγώ άσχετος είμαι... άντε!!!
Post a Comment