Στον Γιάννη οφείλω τη μισή και παραπάνω μουσική μου ύπαρξη. Αυτός
μου άνοιξε τους δρόμους της κλασικής μουσικής, με έμαθε να ακούω και να
καταλαβαίνω τα έργα της μεγάλης μουσικής. Μαζί πηγαίναμε τις Δευτέρες στο Ρεξ, στις
συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας. Αμέτρητες οβερτούρες και κονσέρτα και συμφωνίες.
Και αμέτρητες αναλύσεις. Πώς έπαιξαν οι μουσικοί, ο Αποστολίδης, ο Ταχιάτης, ο
Νίνος και τα άλλα τέρατα. Πώς διηύθυνε
την ορχήστρα μας ο Τσου Χουί κι άλλα ονόματα που έχουν καρφωθεί μέσα μου και δε
λένε να σβήσουν. Κι εγώ καθόμουν δίπλα του τις ατέλειωτες ώρες της μελέτης του
στο πιάνο, έμαθα να διακρίνω την πλαστικότητα και το συναισθηματισμό αυτού του
οργάνου που στην αρχή μου φαινόταν ψυχρό. Και δεν με πείραζε καθόλου, ίσα-ίσα,
ν’ ακούω και να ξανακούω το ίδιο κομμάτι, το ίδιο μέτρο. Τον ακολούθησα στις πιανιστικές
του σπουδές, τον συνόδευα στα μαθήματά του. Ακόμη και στα ανώτερά του, όταν πια
είχε πάρει το δίπλωμα. Το δίπλωμα, παρακαλώ, όχι το πτυχίο. Το δίπλωμα που το
πήρε με άριστα μετά από επτά (!) χρόνια σπουδών. Κι οι συζητήσεις μας και τα
παιχνίδια μας, όλα είχαν σχέση με τη μουσική. Κάτι έβρισκα εγώ, κάτι σπάνιο και
του έπαιζα στο τότε πικ άπ μας μερικά μέτρα κι αυτός το μάντευε. Ακόμη κι αν
δεν το είχε ακούσει, πράγμα σπάνιο, καταλάβαινε την εποχή, την τεχνοτροπία, το
στιλ και έβρισκε τόσο το μουσουργό όσο και τον καλλιτέχνη. Κι εγώ από την άλλη
μεριά του άνοιξα τους δρόμους της μοντέρνας μουσικής: τους Μπητλς, τους Στόουνς,
τον Ντίλαν, τον Κοέν στα πρώτα του βήματα τότε κι ένα σωρό άλλους. Τον
Μπάρροουζ και την μπητ γενιά, τους σουρεαλιστές της ποίησης και της ζωγραφικής.
Τότε κι οι δυο μαζί φτιάχναμε την καλύτερη κινητή εγκυκλοπαίδεια της μουσικής
και της τέχνης.
Με τον Γιάννη παρακολουθήσαμε στη χουντική Αθήνα την πρώτη
παράσταση του Woodstock
στο Παλλάς. Περιμέναμε από τις έξι το πρωί, ήμασταν μπροστά-μπροστά, μόλις
ανέβηκαν τα ρολά ορμήσαμε μέσα και πιάσαμε τις καλύτερες θέσεις. Κι όταν άναψαν
οι αναπτήρες μας στον Χέντριξ και στα δικά του μάτια γυάλιζαν δάκρυα. Τα ίδια
δάκρυα που γυάλιζαν στα δικά μου όποτε ακούγαμε την Ποιμενική, εκεί μετά το
ξέσπασμα της μπόρας, όταν πια έβγαινε ο ήλιος κι έλουζε τα πάντα, και φώτιζε
και καθάριζε, κι έβγαιναν έξω στα χωράφια οι αγρότες υμνώντας τη δημιουργία, τα
ίδια δάκρυα έβρεχαν και τα δικά μου μάτια. Και μετά από μερικά χρόνια με τον
Γιάννη είδαμε και ξαναείδαμε πολλές φορές το Let it be, τους υπέροχους τέσσερις στα τελευταία τους. Στο Αττικόν.
Ο Γιάννης πέθανε πριν από πολλά χρόνια. Το Αττικόν χτες.
2 comments:
Πέρασα από εκεί· φαίνεται ότι ευτυχώς οι αίθουσες γλύτωσαν- δες εδώ: http://www.e-go.gr/cinemag/summary1.asp?catid=10167&subid=2&pubid=128952197
Η είσοδος, ένα μαύρο ερείπιο, δίχως στέγη, κάπνιζε ακόμη.
Δεν θα είναι ποτέ πιά το Ατιικόν που γνωρίσαμε...
Αυτή η πόλη έχει την τάση να διαγράφει τη μνήμη ή τουλάχιστον να το επιδιώκει.
Οι τόποι, τα μέρη, οι χώροι έχουν τη δική τους μνήμη-ενέργεια-ατμόσφαιρα όμως που δεν σβήνεται με τίποτα, όσες φωτιές κι αν κάψουν.
Κι εδώ σε τούτη τη γωνιά του διαδικτύου φυλάς τη μνήμη του δικού σου φίλου.
(Εγώ, ας πούμε, θυμάμαι από το Αττικόν τη συγκίνηση από την ταινία
"Ο Κύριος Ιμπραήμ και τα Λουλούδια του Κορανίου" με τον Ομάρ Σαρίφ)
Post a Comment