Αλήθεια, μπορούμε σήμερα να υπολογίσουμε πόσοι είναι αυτοί που αγαπούν την πατρίδα τους, αυτοί που, σε ορισμένες δύσκολες ώρες, θα θυσιάζονταν για χάρη της, ή, έστω, αυτοί που, όπως ο Κρέων, δε θα ’πιαναν ποτέ φιλίες με εχθρό της; Έχουμε μάθει στο σχολείο αρκετά για το παρελθόν, όχι πάντα τα πιο σπουδαία ούτε πάντοτε τ’ αληθινά. Όμως, όλα όσα γράφονται στα σχολικά βιβλία, άρα όσα αποτελούν και την επίσημη άποψη της πολιτείας για την ιστορία μας, μιλούν για δίκαιους αγώνες της φυλής, ακόμη κι αν αυτοί οι αγώνες ήταν εκστρατείες επεκτατικές ή εμφύλιες συρράξεις. Μιλούν για θυσίες στους βωμούς της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας κι αποσιωπούν τις θυσίες στους βωμούς του κέρδους και του συμφέροντος. «Η ιστορία μας είναι γεμάτη αγώνες και θυσίες» ή «Οι Έλληνες αθρόοι έσπευσαν στο προσκλητήριο της πατρίδος» ηχούν στα αυτιά μου από την παιδική μου ηλικία, από τη μαθητική μου θητεία αλλά και από την άλλη θητεία, την πολύ πιο δύσκολη κι απαιτητική, τη στρατιωτική. Όλ’ αυτά διαχώριζαν αμέσως και σαφώς τον Έλληνα από το δυστυχή Βάρβαρο. Και μ’ αυτή την ανωτερότητα βαυκαλιζόμασταν χρόνια ολόκληρα, αιώνες συναπτούς.
Η
κατάληξη; Η απάντηση στα αρχικά ερωτήματα μπορεί να μας βγάλει απ’ τις εθνικές
μας ψευδαισθήσεις. Αν, διασκευάζοντας λίγο τον Διονύσιο τον Ιερομόναχο του
εθνικού μας ποιητή, που προσπαθούσε με τα δάχτυλα αγκυλωμένα στο φιλιατρό του
πηγαδιού να μετρήσει τους δίκαιους αυτού του κόσμου και του περίσσευαν τα
δάχτυλα, προσπαθούσαμε κι εμείς, εδώ και τώρα, να μετρήσουμε αυτούς που αγαπούν
τον τόπο μας, δε θα μας χρειάζονταν πολλά χέρια, ούτε καν πολλά δάχτυλα. Απ’
την άλλη μεριά, αν σκεφτούμε πόσοι Έλληνες μισούν την Ελλάδα θα μας ήταν
αναγκαίες στρατιές ολόκληρες χεριών: τα δάση μας καίγονται τα καλοκαίρια από
δικά μας χέρια, η οικονομία μας κάηκε από δικά μας χέρια, η χώρα μας παραπαίει
πολιτικά, διπλωματικά, πολιτιστικά κι οι δικοί μας ‘αγώνες’ είναι η αιτία,
χρήματα ελληνικά κοσμούν τις ελβετικές τράπεζες κι εμείς είμαστε οι καταθέτες,
το περιβάλλον στις πόλεις και στην ύπαιθρο μαράθηκε ανεπανόρθωτα κι οι ένοχοι
είμαστε εμείς. Ο καθένας απ’ το μετερίζι του, αφού ταμπουρωθεί καλά, πυροβολεί
οτιδήποτε είναι ευχερές προς σκόπευση. Και μετά, μετά τις μάχες τις κερδοφόρες
για το άτομο, αλλά, φευ, χαμένες για το σύνολο, στις πλατείες διαλαλεί ο καθείς
την πραμάτειά του, λέει σπουδαία λόγια, ρητορεύει ασύστολα κι ανενδοίαστα. Εν
γνώσει του, βεβαίως, ότι το «είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (που,
σημειωτέον, ο Όμηρος δεν το χαρίζει σε κάποιον Έλληνα, αλλά σ’ έναν Τρώα, τον
Έκτορα, σ’ έναν βάρβαρο δηλ. νικηθέντα και διαπομπευθέντα από Έλληνα) έχει
μετατραπεί σε «αμύνεσθαι και αγωνίζεσθαι για την πάρτη σας». Κι ασφαλώς και με
εχθρούς της χώρας του θα κάνει παρέα και με το διάβολο τον ίδιο θα συμμαχήσει
αρκεί να ’χει διάφορο, κωφεύοντας στα λόγια πάλι του Κρέοντα, δηλαδή του
Σοφοκλή, δηλαδή του Περικλή: «ήδε (η πατρίδα) εστίν η σώζουσα και ταύτης έπι
πλέοντες ορθής τους φίλους ποιούμεθα».
Λοιπόν,
επιμένω: πόσοι είναι; Πόσοι είναι αυτοί που, θυσιάζοντας την ατομική τους ευπραγία,
το προσωπικό τους συμφέρον, θα υπηρετήσουν “με αρετήν και τόλμην” το κοινό
καλό; Ή μήπως σήμερα ισχύουν, περισσότερο κι από την εποχή που ειπώθηκαν, τα
λόγια του Λα Ροσφουκώ: “οι αρετές χάνονται μέσ’ στο συμφέρον, όπως οι ποταμοί
χάνονται μέσα στη θάλασσα”; Αλλ’ όμως, εδώ καταφέραμε τα ακατόρθωτα. Εδώ
τελειώσαμε την ίδια τη θάλασσα, την ανεξάντλητη για το Σεφέρη, εδώ στερέψαμε
τους ποταμούς και στομώσαμε τις αρετές, την Ψωροκώσταινα θα κοιτάξουμε; Εδώ
λατρεύουμε απ’ όλους τους θεούς αποκλειστικά τον Κερδώο Ερμή και του καίμε
λιβάνι, ενώ περιμένουμε από άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, για το
γείτονα θα πολεμήσουμε και για την πόλη μας θα σκοτωθούμε; Οι σημαίες του
συμφέροντος ανεμίζουν προκλητικά, πράσινες, κόκκινες ή γαλάζιες, αδιάφορο.
Σ’
αυτό το σημείο, έτσι για να διασκεδάσουμε λίγο τα σφάλματα τα σημερινά και τη
γενική κατήφεια που τα συνοδεύει, αλλά και για να δικαιολογήσουμε και τη
νοοτροπία μας, θα σας διηγηθώ μια άκρως διδακτική ιστορία. Όταν το 1826 εμείς
οι Έλληνες ξεπουλούσαμε την πατρίδα μας, την εθνική και πολιτική μας
ανεξαρτησία στους Άγγλους, ένας μόνο κοντούλης, κιτρινιάρης κι αχαμνός βρέθηκε
να τους βάλει μπροστά. Και μιλώντας σα να ’χε ζήσει όλη του τη ζωή στη
σκλαβωμένη του πατρίδα, σα να ’χε υποφέρει αυτός πιότερο από τους άλλους είπε
ξεκάθαρα μέσα σε άλλα και τα εξής: «Ο λαός, κύριοι, του οποίου παρρησιάζετε το
πρόσωπον, δεν σας έδωκε την πληρεξουσιότητα να καταργήσετε την εθνικήν και
πολιτικήν ανεξαρτησίαν του, αλλά να την στερεώσετε, να την διαιωνίσετε. Η
ιστορία θέλει κρίνει μίαν ημέραν αδεκάστως την πράξιν σας...Σας θορηβεί η
έλλειψις των χρηματικών πόρων; Καταφύγετε εις την γενναιοφροσύνην των πολιτών.
Έλλην ποτέ δεν εκώφευσεν εις την φωνήν της πατρίδος... Έλλην όμως, και φίλος
άδολος της ελευθερίας του έθνους μου, δεν θέλω λείψει να συναγωνισθώ μετά των
λοιπών συναδέλφων μου, και να χύσω και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, εν
όσω διαρκεί ο υπέρ ανεξαρτησίας πόλεμος...» Ξέρετε, όμως, πώς τον αντάμειψε τον
πατριώτη αυτόν η Εθνική Συνέλευσις, δηλαδή εμείς οι ίδιοι; Ας ακούσουμε την
απόφασή μας με τη φωνή του ιστορικού Σπυρίδωνα Τρικούπη: «Αγανακτήσασα η
συνέλευσις επί τη διαμαρτυρήσει ενός πολίτου κατά της ομοφώνου αποφάσεως όλου
του έθνους εστέρησε διά ψηφίσματός της τον διαμαρτυρηθέντα παντός πολιτικού
δικαιώματος και τον απέκλεισε πάσης
στρατιωτικής υπηρεσίας». Κι ασφαλώς δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε δα κι ο
τελευταίος, για να θυμηθούμε και το Μανόλη Αναγνωστάκη.
Και
τελειώνοντας, επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα: λοιπόν, πόσοι είναι; Θ’ απαντήσει
κανείς;
No comments:
Post a Comment