Ο παππούς μου ήταν τσομπάνης. Κάθε βράδυ με περίμενε στην παραγκούλα του –σανίδες και τσίγκοι- για να βγάλει έξω τα κοπάδια τις λέξεις του να βοσκήσουν. Εγώ ήμουν –ας το πούμε έτσι- το τσομπανόσκυλό του. Μικρό θρασίμι που του άρεσαν όμως τα κοπάδια κι οι βοσκές, οι αγροί και τα λιβάδια, οι ιστορίες και τα παραμύθια. Μόλις βγαίναν οι λέξεις έξω απ’ το μαντρί, εγώ έτρεχα δεξιά κι αριστερά, πέρα δώθε χουγιάζοντας κι έχοντας την πεποίθηση ο άγουρος πως θα τις προστατέψω, πως δε θα φύγουν, πως δε θα τις φάει κάνας λύκος απ’ αυτούς που τριγυρνούσαν εκείνη την εποχή γύρω από την παράγκα του παππού, πως δε θα λοξοδρομήσουν και δε θα χαθούν μες στο σκοτάδι. Τι μικρός και άγνωρος που ήμουν! Ο παππούς ήξερε περισσότερα από μένα και αμέσως μόλις καταλάβαινε –δεν έβλεπε, ο παππούς μου ήταν τυφλός- ότι κάποια λοξοδρομούσε και τραβούσε πέρα απ’ το κοπάδι, μου έπιανε το χέρι και με συγκρατούσε. «Άφησέ την», έλεγε. «Θα το μετανιώσει κάποτε και θα γυρίσει πίσω. Μόνο έχε τα μάτια σου εσύ ανοιχτά και τη σκέψη σου καθαρή. Θα είσαι μεγάλος τότε. Να την αναγνωρίσεις. Θα έρθει ίσως φορώντας άλλα ρούχα, πιο μοντέρνα και θα σε δυσκολέψει. Μην την κακοβάλεις. Κράτα την κοντά σου και ζέστανέ την. Σαν να μην είχε φύγει από κοντά μας ποτέ».
Τέτοια μου έλεγε ο παππούς τα ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια στην παράγκα με τη βροχή να χτυπάει τον τσίγκο στη σκεπή και να μας νανουρίζει. Αλλά βροχή ξεβροχή, ο τσομπάνης μου έβγαζε τις λέξεις του κάθε βράδυ έξω να βοσκήσουν. Θα ήταν δύο, τρεις, πέντε χιλιάδες, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Μπορεί και παραπάνω. Όσες φορές προσπάθησα να τις μετρήσω, κάπου έχανα το λογαριασμό, με έπαιρνε κι ο ύπνος, ενώ ο παππούς συνέχιζε το παραμύθι με τον Οδυσσέα και την Κίρκη, το άλλο με τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα κι αργότερα με τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Τα κοπάδια μας.
No comments:
Post a Comment