Monday, June 19, 2006

Η συμφωνία των αηδονιών



Πριν δυο βδομάδες βρέθηκα για ένα τριήμερο στην Κορώνη. Το σπίτι καλά κρυμμένο μέσα στα δέντρα, γύρω φράχτες ακλάδευτοι, έμπαζε δροσιά από παντού μέσα στο ξέσπασμα της πρόωρης για την εποχή ζέστης. Ξημερώματα Σαββάτου πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου μ’ έναν οξύ ξαφνικό πόνο στο στομάχι. Σχεδόν αμέσως πέρασε. Σκοτάδι ακόμη έξω από τις γρίλιες. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο. Πέντε και τέταρτο.

Και τότε ήταν που το άκουσα. Δεν είχα ξανακούσει, αλλά αμέσως κατάλαβα για τι επρόκειτο. Ένα αηδόνι ξεκίνησε τις τρίλιες του. Στην αρχή ένα βαθύ, κοχλάζον "τσουκ - τσουκ - τσουκ" και μετά ένα αργό "ντι, ντι, ντι" που υψώνονταν σ’ ένα λαμπρό κρεσέντο με βροντώδεις στροφές. Έμεινα ακίνητος στο κρεβάτι, έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισαν να περνούν εικόνες πολύχρωμες μπροστά μου. Εικόνες από τα παιδικά μου περιβόλια.

Το περασμένο Σάββατο ανέβηκα στη βόρειο Εύβοια σ’ ένα θεϊκό μέρος όπου βρίσκεται ένα μικρό απλό αγροτόσπιτο. Το είχαν χτίσει οι γονείς μου και το είχαν χαρεί στα νιάτα τους. Τώρα προσπαθώ να το χαρώ κι εγώ. Επιδιορθώσεις, καινούργια σκεπή, κεραμίδια, ανάπτυξη στο χαγιάτι για να χωράει άνετα μια παρέα. Το μόνο που δε χρειάζεται επιδιόρθωση είναι η θέα. Το βράδυ καρφωμένος στη βεράντα την χαιρόμουν: ακριβώς μπροστά μου η δύση, το ύψωμα με τα σπίτια του χωριού, η εκκλησία, και στο βάθος η θάλασσα.

Πόση ώρα έμεινα εκεί δεν το πήρα είδηση. Διάβαζα, έγραφα τις σαχλαμάρες μου κι αργότερα έσβησα το φως και κοιτούσα το χωριό απέναντι να χάνεται σιγά-σιγά μέσα στο μαύρο. Το φεγγάρι μόνο έκανε το γύρο του στον ουρανό. Ο ύπνος δεν ερχόταν. Ώσπου το άκουσα πάλι. Στην αρχή ένα βαθύ, κοχλάζον "τσουκ - τσουκ - τσουκ" και μετά ένα αργό "ντι, ντι, ντι" που υψώνονταν σ’ ένα λαμπρό κρεσέντο με βροντώδεις στροφές. Ζαλίστηκα από τη γλύκα. Κοίταξα το φωτάκι του κινητού μου. Πέντε και τέταρτο. Ξανά.

Δεν ξέρω πόση ώρα το άκουγα. Όταν ο ορίζοντας άρχισε να γαλαζώνει, σηκώθηκα και δακρυσμένος σχεδόν πήρα τα βήματα για τον ύπνο.

Θυμήθηκα ένα γέροντα στο χωριό, όταν ακούγαμε μια βραδιά ένα γλυκό κελάδημα κι ισχυρίζονταν οι ξερόλες της παρέας ότι ήταν αηδόνι. Γέλασε και μας είπε: «Δεν είναι αηδόνι αυτό. Μια δεντροσταρήθρα σάς κοροϊδεύει. Όταν κάποτε ακούσετε αηδόνι, θα το νιώσετε αμέσως. Δε θα μπορεί να είναι τίποτα άλλο. Θα με θυμηθείτε». Τον θυμήθηκα.

Είπα να σηκωθώ την επομένη την ίδια ώρα, πέντε και τέταρτο.

Ο ύπνος βαθύς με κράτησε στο κρεβάτι μέχρι αργά. Δεν το ξανάκουσα.

3 comments:

el-bard said...

Σ' ευχαριστώ!

Είμαι σίγουρος πως κι εσύ έχεις ακούσει (και ακούς) αηδόνια στη ζωή σου.

Anonymous said...

Ζαλίστηκα από τη γλύκα (!!)

Εκεί μέσα σε αυτη την μικρή προτασούλα το ακούω το κελάηδημα.

Θεοδόσης Βολκώφ said...

Λευτέρη, να 'σαι καλά που τα μοιράζεσαι αυτά τα υπέροχα μαζί μας... Είμαι σίγουρος ότι το αηδόνι σου θα σε ξαναβρεί. Και θα σε βρει ξανά, γιατί τώρα πλέον το έχεις μέσα σου...
Την καλησπέρα μου...
Βολκώφ