
Η γυναίκα νέα αλλά άρρωστη, τα παιδιά αγγελούδια κι ατίθασα αγριμάκια μαζί. Οι άλλοι, οι δικοί μας να πούμε, πολύ τους λυπήθηκαν. Και τους εκτίμησαν. Τους ψώνισαν -το δώρο που λέγαμε- δυο καρότσια με τρόφιμα από το σούπερ μάρκετ. Αυτά τα δώρα είναι τα πιο εύκολα. Δεν ψάχνεις, δεν προβληματίζεσαι αν θα τους αρέσει, αν θα τους πηγαίνει το χρώμα ή ο συνδυασμός. Αρπάζεις το καρότσι και τρέχεις. Σ’ ένα τέταρτο το ’χεις φουλάρει. Και μακαρόνια και ρύζια και μπελτέδες -πολλούς μπελτέδες να τους τρώνε τ’ αγριμάκια πάνω στο ψωμί, όπως εμείς μια φορά κι έναν καιρό στις δύσκολες μέρες της παιδικής μας ηλικίας- ζάχαρες και σόφτεξ και κοκακόλες και γάλατα, πολλά γάλατα – τ’ αγγελούδια γι’ αυτό είναι άσπρα, γιατί πάντα πίνουν πολύ γάλα. Πιάνεις αδιακρίτως από τα ράφια και ρίχνεις στο καρότσι. Ξέρεις πως δεν πρόκειται να σου πουν: «Α! μακαρόνια είχαμε, να πάμε να τ’ αλλάξουμε». Δε γίνονται τέτοια πράγματα. Ακόμη!
Αυτά τα δώρα πιάνουν τόπο. Γεμίζουν την κοιλιά που είναι άδεια ή μισογεμάτη, για να κάνουμε και τους αισιόδοξους. Γεμίζουν και την καρδιά που θέλει η διαολεμένη συδαύλισμα για να λειτουργήσει έτσι όπως πρέπει να λειτουργεί στους ανθρώπους. Κι αυτά τα δώρα δε γράφονται, δεν υποχρεώνουν, δεν έχουν σχέση με επισκέψεις, σβήσιμο κεριών, προετοιμασίες, φλυαρίες και φασαρίες τέτοιες. Είναι απλά. Έρχονται φυσιολογικά. «Περάσαμε απ’ το σούπερ μάρκετ και πήραμε μερικά πράγματα, έτσι, για τα παιδιά. Τίποτα σπουδαίο. Επειδή τους αρέσει η κόκα κόλα», ας πούμε. Κι αυτοί το παίρνουν επίσης απλά. Δεν είναι ζητιανιά ούτε ελεημοσύνη. Ούτε πάλι νομίζουν πως τους το χρωστάς. Ούτε και αρχίζουν τις τσιριμόνιες «μα γιατί, δεν έπρεπε, δεν ήταν ανάγκη» και τα τέτοια. Δεν είναι τίποτα. Να μισογεμίσεις το ρεζερβουάρ με βενζίνη. Τριάντα πακέτα τσιγάρα. Μια ώρα ιδιαίτερο μάθημα στο παιδί. Τίποτα!
Τους το λες χωρίς ντροπή κι έρχονται στο σπίτι. Χωρίς ντροπή. Φορούν τα καλά τους. Το μάτι τους λάμπει. Όχι από τη λίμα, από τη συγκίνηση. Από την αγάπη. Κι από τον πόνο. Έρχονται με τα καλά τους. Κάν

Την άλλη μέρα φέρνουν πίσω το καρότσι. Μ’ ένα μεγάλο πεπόνι μέσα. Αντίδωρον. «Θα σας μαλώσω! Γιατί;». «Ε, έτσι!»
Απ’ αυτό το πεπόνι δοκίμασα κι εγώ. Ήταν ένα πεπόνι!!!
4 comments:
Αντίδωρο πραγματικό αυτό το κείμενό σου
Πράγματι . Και μου θύμισες την Βασιλική . Μιά κοπέλλα από την Αλβανία που μας καθάριζε στην Πάρο . Οποτε πέρναγε από το γραφείο με ψώνια μου άφηνε με το ζόρι κάτι , ένα γιαούρτι ή ένα φρούτο . Ετσι για να με κεράσει κάτι επειδή μας καθάριζε που και που και την είχα συστήσει σε άλλους . Με θεωρούσε φίλη της .
Μακάρι να ήταν όλοι έτσι .
Η Βασιλική ήταν καθηγήτρια στην Αλβανία . Κι'η αδελφή της το ίδιο . Μόνο που εκείνη όταν σταμάτησε να δουλεύει για μας επειδή βρήκε ψηλότερο μεροκάματο , μας έκοψε την καλημέρα και γύρναγε και το κεφάλι για να μην μας χαιρετίσει .
Το αστείο είναι ότι την αδελφή είναι που γνωρίζαμε χρόνια και τους είχαμε μαζί με τον άντρα της . Εκείνους καλέσαμε τα πρώτα Χριστούγεννα μαζί με τα παιδιάκια τους να φάνε μαζί μας γιατί δεν είχαν κανέναν . Σ'εκείνους κάναμε δώρα και τους σταθήκαμε σαν οικογένεια .
Είναι θέμα ανθρώπου .
scalidi
Ευχαριστώ για το αντίδωρο!
ellinida
Είναι θέμα ανθρώπου. Για τον άνθρωπο λέω, με όποια χρώμα, όποιας φυλής.
Σ' ευχαριστώ.
Αυτη ειναι η μοναδικη,η αιωνια αληθεια!Αυτη η πεπονιαδα χαραξε για παντα την ψυχη μου!
Post a Comment