Friday, June 02, 2006
Τελευταίο γράμμα στον πατέρα μου
Φτάνει κάποια στιγμή που τελειώνουν οι ανηφόρες και το λαχάνιασμα και αρχίζουν οι ισάδες. Και τις διαβαίνεις κι αυτές άλλοτε τρέχοντας κι άλλοτε βαδίζοντας προσεκτικά, χωρίς να κουράζεσαι. Και μετά από λίγο έρχεται πάλι μια στιγμή που τελειώνουν τα ισώματα, έχεις φτάσει ήδη σε μια άκρη, σ' ένα χείλος που από κει και πέρα σε περιμένει η κατηφόρα. Χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος δρόμος, καμιά άλλη επιλογή και διέξοδος.
Και την παίρνεις αυτή την κατηφόρα. Στην αρχή αργά, λειτουργούν ακόμη τα φρένα και καθυστερούν την κατρακύλα. Όμως κι αυτά τα φρένα παλιώνουν, χαλάνε και σ’ αφήνουν έρμαιο στη μεγάλη κατηφόρα που ξανοίγεται μπροστά και σε καταπίνει όλο και πιο γρήγορα. Κι έχει πέσει το σκοτάδι, ξεκινάει ένα ψιλόβροχο και γλιστράει τόσο.
Τότε είναι που όλα τα πάντα αρχίζουν να πετούν και να χάνονται. Φεύγουν από πάνω σου τα βάρη που σε κρατούσαν στο έδαφος προσγειωμένο, που δε σε άφηναν λεύτερο να κινηθείς με ταχύτητες ιλιγγιώδεις. Τα βάρη, τα βαρίδια του κόσμου τούτου: Εικόνες αγαπημένες ξεθωριάζουν τόσο, μουλιάζουν σαν χαρτί και χάνονται τα ίχνη τους στο βυθό.
Γειτονιές και γωνιές που σε έθρεψαν, σε μεγάλωσαν, σε έκρυψαν και σε προστάτεψαν σαν πουλάκι τρομαγμένο γίνονται τώρα ξένες, αγνώριστες και φορτικές.
Σπίτια που μέσα τους έζησες ηλικίες, χαρές και λύπες, γεννητούρια και θανάτους, γιορτές και θλίψεις –ο θάνατος μιας μάνας, η αρρώστια μιας αδελφής-, με την αυλή τους μπροστά και τη σιδερένια εξώπορτα που όριζε τον κόσμο σου γκρεμίστηκαν και γινήκαν ένα απέραντο λευκό κενό. Όχι ένα χάος μαύρο όπου θα μπορούσες να μαντέψεις ή να ψάξεις τους κατοίκους του, αλλά ένα λευκό κενό που δεν μπορείς πια με τίποτα να το γεμίσεις.
Τα εργαλεία σου σκουριάζουν σε ένα ξύλινο κιβώτιο χωρίς να περιμένουν τα χέρια σου επιδέξια να τα στριφογυρίσουν για να βιδώσουν μια βίδα, να καρφώσουν μια πρόκα, να φτιάξουν κάτι που χάλασε και ζητάει επίμονα επισκευή.
Κι οι άνθρωποι που αγάπησες και σ’ αγάπησαν, που μοιράστηκαν πολλά μαζί σου γυρίζουν γύρω σου όπως γυρίζουν οι πλανήτες γύρω από έναν αδιάφορο ήλιο. Έναν ήλιο χωρίς ακτίνες, χωρίς φως και ζεστασιά. Έναν ήλιο ψυχρό μέσα στη λήθη. Δεν τους βλέπεις στη μοναχική κατρακύλα σου, δεν τους νιώθεις να συγκρατούνται κοντά σου από τους νόμους της παγκόσμιας έλξης των ψυχών. Έχεις ξεχάσει ακόμη και τους νόμους και τους τύπους που μάθαινες στο σχολείο σου, αυτούς που σ’ άρεσε να τους μαθαίνεις απ’ έξω και τους ακολουθούσες κάθε που σχεδίαζες μηχανές και κυκλώματα στο τετράδιο της φυσικής, για να λύσεις τη δύσκολη άσκηση. Σβήσαν οι νόμοι, οι κανόνες και οι τύποι, σβήσαν οι άνθρωποι.
Κι αυτός ο ένας που έμεινε πιστός δίπλα σου να σ’ ακολουθεί, να τρέχει κι αυτός όσο μπορεί με τα πονεμένα ποδάρια του, τα πονεμένα ποδάρια της, κι αυτή η σύντροφος, άλλοτε είναι σύντροφος αναγνωρίσιμη κι άλλοτε ξένη. Μέχρι που κι αυτή να ξεθωριάσει, να ξεθωριάσει τόσο και να σβηστεί…
Ε, τότε πια θα είσαι τελείως ελεύθερος. Δε θα σε δένει το παραμικρό με τα καθημερινά μας σχόλια. Τότε θα ανοίξεις διάπλατα τα χέρια σου και θ’ απογειωθείς στο διάστημα. Θα σε καταπιεί το απέραντο κενό με τους δικούς του ακατάλυτους νόμους: τη σιωπή και τη δικαιοσύνη.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
4 comments:
Τι να πω ... τα είπες όλα . Και γράφεις υπέροχα . Ευγε .
Πολλές φορές διάβασα αυτό το κείμενο κι ήθελα ν αφήσω το μήνυμά μου,μα ο κόμπος στο λαιμό δε μ'άφηνε. Και τώρα το ίδιο. θέλω μόνο να πω ότι όταν φτάσει κανείς στην κορυφή και πριν ξεκινήσει την ισάδα,όπως γράφεις,αναληφθείκαι χαθεί,μένεις τότε εσύ στους πρόποδες μια κουκίδα μ ένα γιατί βουνό να σε πλακώνει.Είναι το γράμμα που θα ήθελα να έχω γράψει στο δικό μου πατέρα,μα ακόμα κι αν είχα την ευκαιρία δεν έχω το χάρισμα,γι αυτό σ ευχαριστώ, που το διάβασα έστω,εδώ.
ellinida
Σ' ευχαριστώ για τον καλό σου λόγο.
anonymous
Μ' ένα γράμμα δε λήγουμε τις υποχρεώσεις μας και τις ευχαριστίες προς τους γεννήτορες. Κι όπως μπορείς να καταλάβεις, το δικό μου γράμμα δεν μπορεί ο δικός μου πατέρας να το διαβάσει πια. Θα έπρεπε ίσως να του είχα γράψει ή να του είχα πει όσα θέλω τώρα να του πω αρκετά χρόνια πριν, όταν με καταλάβαινε. Τώρα είναι και για κείνον και για μένα αργά.
Ενός λεπτού σιγή.............
(16/11/06)
Post a Comment