Monday, May 01, 2006

Στην Ερμού

Απόγευμα στην Ερμού, στην Αθήνα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα. Το χρώμα του, το πορφυρό το αντανακλούσαν οι τζαμαρίες των κτηρίων και το έριχναν προς όλες τις κατευθύνσεις για όσους ήθελαν να τον δουν, για όσους παρατηρούν ακόμη τέτοια πράγματα στις βόλτες τους. Τα μαγαζιά ακόμη ανοιχτά, κόσμος ανεβοκατέβαινε τον πολυσύχναστο δρόμο, άλλοι με τσάντες, άλλοι με μια εφημερίδα στο χέρι, άλλοι να κοιτάζουν ολόισια μπροστά τους λες και τίποτα το αξιοπερίεργο δε συμβαίνει στον κόσμο μας, -τέλος πάντων στο δρόμο μας- άλλοι, αντίθετα, να σαρώνουν με το βλέμμα τους τα πάντα, σαν σκάνερ που ψάχνει να αποτυπώσει, να αποθησαυρίσει ακόμη και την πιο μικρή κουκίδα.

Φωνές και ομιλίες, τα ελληνικά σε δεύτερη μοίρα ή γιατί είμαστε λιγότεροι τελικά στην πόλη μας ή γιατί εμείς δε μιλάμε πια, δεν έχουμε τι να πούμε και σε ποιον να το πούμε. Ίσως και γιατί εμείς οι Έλληνες να ήμασταν μέσα στα μαγαζιά, ενώ τα ξενάκια να ήταν απ' έξω, μικροπωλητές στο δρόμο προσπαθώντας να ξεπουλήσουν τον πάγκο τους όσο βοηθούσε ακόμη η ώρα και πριν πλακώσουν οι μπάτσοι, ή να χάζευαν έξω, στις βιτρίνες, μην τολμώντας να μπουν σε μαγαζί.

Εγώ έχω το Αθηνόραμα στα χέρια μου και περπατώντας και ψιλοχαζεύοντας ψάχνω να βρω κάτι να καλύψει τη βραδινή μου έξοδο. Τότε, ξαφνικά, μέσα στις ανταύγειες του κόκκινου που σπαρταρούσαν στα τζάμια, το ακούω. Βιολί. Ήχος βιολιού ερχόταν από κάπου. Η πρώτη ασυναίσθητη κίνηση είναι να κοιτάξω προς τα πάνω. Καταλαβαίνω το λάθος μου και χαμογελάω. Από πάνω; Από τον ουρανό; Εδώ μας έχουν ξεχάσει οι άγγελοι, θα μας έπαιζαν και βιολί τώρα; Ψάχνω ολόγυρα και τον σταμπάρω. Είναι ένας γέροντας ένα τετράγωνο πιο πέρα καθισμένος στην άκρη του πεζόδρομου κοντά σε σταυροδρόμι. Τον πλησιάζω διστακτικά. Έχει ένα παλιό τριμμένο σακάκι απλωμένο μπροστά του. Το σακάκι του. Αυτός φοράει ένα ξεχαρβαλωμένο πουκάμισο που κάποτε θα ήταν λευκό. Λιπόρασκος. Μακριά άσπρα μαλλιά και γενειάδα. Ποταμογένης, θα έλεγε ο Καζαντζάκης. Μέτωπο πλατύ χαραγμένο, όπως και το πρόσωπό του, με ζάρες. Ματιά καθαρή αλλά χαμένη κάπου μακριά, σ’ έναν ορίζοντα που κρυβόταν πίσω από τις πολυκατοικίες. Τα δάχτυλά του λεπτά σαν παιδικά ανεβοκατέβαιναν στην ταστιέρα του βιολιού. Έπαιζε σκάλες ολοκάθαρα, χωρίς κανένα ψεγάδι, ταχύτατα με την άνεση του βιρτουόζου. Σε μια στιγμή με εστιάζει έτσι όπως στεκόμουν και τον κοίταζα αποσβολωμένος, μου κλείνει το μάτι και κάτι ψιθυρίζει, λες για να τον ακούσω μόνο εγώ: Παγκανίνι.

Για μια στιγμή πηγαίνει αλλού το μυαλό μου και νομίζω πως μου συστήνεται, πως μου λέει το όνομά του. Εκεί που πάω να του πω το δικό μου, αρχίζει να παίζει. Καταλαβαίνω το λάθος μου. Μου ψιθύρισε τι θα παίξει. Κι έτσι όπως ξεκινά το κομμάτι τού Παγκανίνι νιώθω τους αλλότριους ήχους γύρω μου να σωπαίνουν, μια πηχτή βουβαμάρα να πέφτει στον κόσμο μας, τις πολυκατοικίες να λιώνουν τη μία μετά την άλλη και να βλέπω μακριά στον ορίζοντα τον ήλιο καρφωμένο, μισός πάνω μισός χωμένος στο βουνό, να μην αποφασίζει τι να κάνει, να στέκεται κι αυτός καρφωμένος εκεί, λες περιμένοντας διαταγές για να συνεχίσει την πορεία του.

Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό, όταν τελειώνει όμως διακρίνω το χαμόγελο στα χείλη του βιολιστή και γύρω μου μια ομάδα περαστικών που είχαν σταματήσει και τον άκουγαν να χειροκροτούν. Ντροπιασμένος για την κίνησή μου, ψάχνω στην τσέπη μου και χωρίς να κοιτάξω ρίχνω στο απλωμένο του σακάκι όσα βρίσκω. Νιώθω ένοχος. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι, αλλά δεν απομακρύνεται κανείς. Ένοχοι όλοι μας για τις σπουδές του, για τα χρόνια της μελέτης του, για τα κονσερβατουάρ και τα ρεσιτάλ του που κατέληξαν στην Ερμού. Εκείνος κάτι ψιθυρίζει πάλι κι αρχίζει άλλο κομμάτι, μια υπέροχη τώρα μελωδία που μας μεταφέρει όλους ούτε κι εγώ ξέρω πού. Σε στέπες της Ρωσίας, σε λιβάδια της Ουγγαρίας, σε θάλασσες και σε νησιά; Ούτε που μπόρεσα να ξεκαθαρίσω ποιο ήταν το κομμάτι που ακούγαμε ούτε και που με ένοιαζε. Αυτό που με ένοιαζε ήταν μόνο η μουσική που έμπαινε μέσα μου από όλους τους πόρους του κορμιού μου, αυτό που με ένοιαζε ήταν οι άλλοι γύρω μου που γίνονταν όσο περνούσαν τα λεπτά όλο και περισσότεροι και μένανε εκεί, καρφωμένοι, ακίνητοι, να ακούν.

Έμεινα πολλή ώρα πλάι στον γέροντα αμίλητος. Όταν έφευγα είχε πια περάσει αρκετή ώρα, είχε σκοτεινιάσει, ίσως κι αυτός να είχε κουραστεί. Είχε αφήσει ευλαβικά το βιολί πλάι του, μας είχε ξεχάσει και κοιτούσε πέρα μακριά, στον κρυμμένο ορίζοντα μιας ζωής. Χάρηκα όταν είδα ένα σωρό χρήματα -κέρματα και χάρτινα- πάνω στο σακάκι. Στο δρόμο της επιστροφής πέταξα στο καλάθι των αχρήστων το Αθηνόραμα. Είχα ακούσει το ωραιότερο ρεσιτάλ της ζωής μου. Είχα γεμίσει με ήχους και εικόνες. Και ενοχές. Τι άλλο να ήθελα παραπάνω;

2 comments:

Anonymous said...

Καλό κείμενο. Θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση του συγγραφέα και να παρακολουθούσα ένα ανάλογο ρεσιτάλ(;)! Όλα αυτά βοηθάνε να δούμε τον κόσμο, τους συνανθρώπους μας από μια διαφορετική σκοπιά, με ένα διαφορετικό μάτι. Είχα πέσει από τα σύννεφα όταν πριν χρόνια έμαθα ότι η καθαρίστρια στην πολυκατοικία μας ήταν πτυχιούχος στα κομπιούτερς στην πατρίδα της.

paroussa said...

Μου έτυχε και μένα κάποτε να παρακολουθήσω μιά κυρία να παίζει τσέλο σ΄ενα τούνελ στό μετρό του Παρισιού.Ηταν πάρα πολύ καλή στο παίξιμο και αρκετά νέα και σοβαρή.Θυμάμαι οτι μελαγχόλησα και έκανα την ίδια σκέψη μ΄εσένα.Τόσα χρόνια μελέτης για να καταλήξεις στό μετρό; Γιατί θεέ μου; Ειναι άδικο.