Wednesday, January 16, 2008

Η μοναξιά του



Υπάρχει άραγε κάτι σ’ αυτό τον κόσμο, που να του ανήκει; Που να του ανήκει αποκλειστικά, εννοώ;
Ποτέ δεν είχε τίποτα ολόδικό του. Από μικρός δανειζόταν παιχνίδια, βιβλία, λεφτά. Η μάνα του -φτώχεια, βλέπεις,- του ’φερνε πάντα να φορά πολυφορεμένα ρούχα του πλούσιου μεγαλύτερου ξαδέρφου του ή του γείτονα που τον περνούσε στο μπόι δυο κεφάλια. Τα μάζευε από κάτω η καημένη, τα έμπαζε στη μέση κι έβγαινε αυτός έξω μετά καμαρωτός. Καμαρωτός για λίγο, μια και πολύ γρήγορα ένιωθε την κακομοιριά του και ξαναπροσγειωνόταν στην πραγματικότητα. Τα ξένα ρούχα, βλέπεις, είναι σαν τις περασμένες ηλικίες που τεζάρουν τις ρυτίδες μπας και ξεκλέψουν κάνα χρονάκι και μας κοροϊδέψουν. Πολύ γρήγορα, όμως, πάνω στο εύθραυστο νέο ξεπροβάλλει το παλιό και διεκδικεί την ηλικία του. Έτσι και τα ρούχα: για λίγο καιρό τη σκαπουλάρεις κι ευχαριστιέσαι με τους καθρέφτες. Μετά κάτι περίεργες γυαλάδες, κάτι ξέφτια και τσουπ...να ’τη η αρχαιολογία.
Κι αυτός, όσο μεγάλωνε τόσο διαπίστωνε, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια πλέον, ότι τίποτα από αυτά που κουβαλούσε, από αυτά που είχε πάνω του δεν του ανήκε. Στο σχολείο οι αντιγραφές στα διαγωνίσματα έδιναν κι έπαιρναν. Μήπως ανήκαν σ’ αυτόν τα άριστα και τα μπράβο των δασκάλων; Στα παιχνίδια, στο ποδόσφαιρο, ας πούμε, που έπαιζε σέντερ-φορ, όταν έφτανε σε επιτυχία και έβαζε γκολ ήταν γιατί κάποιοι άλλοι πριν από κείνον σκίζονταν, κουράζονταν, έτρεχαν και ίδρωναν για να του το σερβίρουν έτοιμο. Στις εκδρομές, πάλι, ποτέ δεν έπαιρνα δικό του φαγητό κοντά. Έτρωγε από των άλλων και μάλιστα, - αυτό το θυμάται έντονα και πάντα του έκανε αλγεινή εντύπωση,- ήταν πεντανόστιμο το άτιμο το ξένο, πιο νόστιμο ακόμη κι από τη σπεσιαλιτέ της καημένης της μάνας του. Βιβλίο δικό του δε διάβαζε, αλλά, όταν βρισκόταν μπροστά στη βιβλιοθήκη μου, έκλαιγε και σπάραζε για να δανειστεί ένα βιβλίο, που του γυάλισε στο ράφι μου, και τότε αποφάσισε να το διαβάσει. Δεν ήταν λίγες, μάλιστα, οι φορές που το ίδιο βιβλίο το είχε κι αυτός, αλλά το δικό του δεν τον ενθουσίαζε. Στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο έγραψε με δανεικό στυλό, σε τετράδιο που του έδωσαν εκείνη τη στιγμή, κάποια θέματα στα αρχαία, που λίγο πριν μπει στην αχανή αίθουσα άκουσε να μελετούν και να λένε η μια στην άλλη δυο κοπέλες (οι οποίες, παρεμπιπτόντως, δεν πέρασαν στη σχολή). Στην έκθεση χρησιμοποίησε κάποιες σκέψεις που την προηγούμενη μέρα είχε διαβάσει σε μια παλιοφυλλάδα που του είχα δανείσει, ενώ στην ιστορία αντέγραψε στις τουαλέτες από ένα παραπεταμένο βρώμικο βιβλίο που βρέθηκε τυχαία εκεί, όταν πήγε προς νερού του.
Για τη ζωή του μέσα στο πανεπιστήμιο δε συζητάω καθόλου. Τίποτα δεν έστεκε κοντά του, τίποτα δεν ταίριαζε πλάι του. Όλα ήταν παράταιρα και ξένα, όλα περνούσαν και έφευγαν σαν νερό μέσα από τα δάχτυλα χωρίς να αφήσουν το χνάρι τους πάνω του. Μερικά κορίτσια που γνώρισε ήταν φίλες γνωστών, ενώ την πρώτη φορά που πήγε σε γυναίκα -κάπου στην πλατεία Αβησυννίας- πλήρωσε με δανεικά. Δανεικά κι αγύριστα. Στο τέλος δε της φοιτητικής του καριέρας, την ίδια μέρα που καμιά διακοσιαριά ανώριμοι μακρυμάλληδες μαγκλαράδες ορκιζόμασταν, πήρε, χωρίς να το καταλάβει, το πτυχίο κάποιου άλλου κι έφαγε τον κόσμο δυο χρόνια μετά να τον ψάχνει για να του το δώσει ελπίζοντας έτσι να βρω και το δικό του. Πίστευε, ο ανόητος, ότι θα είχε γίνει μια απλή ανταλλαγή. Φευ! Είχε γίνει τραγέλαφος. Το “δικό του” δεν το βρήκε ποτέ. Σιγά τα αίματα! ΄Εχασε η Βενετιά βελόνι..
Τώρα ζει συνήθως μόνος του, δεν απέκτησε δική του σταθερή δουλειά και κουτσοβολεύεται από δω κι από κει σε δουλειές που του προξενεύουν διάφοροι γνωστοί. Πάντως οι δουλίτσες αυτές του αποδίδουν αρκετά περισσότερα από όσα αν είχε χρησιμοποιήσει το ρημάδι το πτυχίο, το “δικό του”.
Βολεύεται με γυναίκες γνωστών του, που με προθυμία -αυτό είν’ αλήθεια- τον καλούν στο κρεβάτι τους. Στο δικό τους πάντα κρεβάτι. Δεν έχει συνηθίσει να δέχομαι στο σπίτι του κόσμο αυτός. Ποιο σπίτι του! Δεν έχει δικό του σπίτι. Νοικιάζει μια γκαρσονιέρα στις παρυφές της πόλης, κοντά στην πλατεία που συνηθίζουν να ξεροσταλιάζουν στο κρύο γυρεύοντας μεροκάματο κάτι ξένοι λαθρομετανάστες και μερικοί άλλοι ξέμπαρκοι. Χαμένα κορμιά. Μοναξιασμένα.
Συνήθως μένει μόνος. Με παρέα του μια απέραντη μοναξιά. Μοναξιά σαν πόλη μεγάλη. ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΞΙΑ.

8 comments:

Nikos Goudanakis said...

Λεφτέρη, ένα από τα πράγματα που δεν συγχωρούνται ποτέ στην κοινωνία των ανθρώπων, είναι η αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα μιλούσαμε για ολοκαύτωμα. Το κείμενό σου μου αρέσει επειδή ο τύπος έχει συνέπεια. Δεν είναι αμήχανος. Ιδιαίτερα ο δανεισμός των γυναικών που "ανήκουν" σε άλλους. Πολλοί αγωνίστηκαν και πέθαναν για την κοινοκτημοσύνη, αλλά η μοναξιά δεν σπάει σε κομμάτια, και τελικά αυτή η γεύση μου μένει από το όμορφο κείμενό σου.

scalidi said...

Στεναχωρέθηκα για τον ήρωα, αλλά χάθηκα για το κείμενο. Αδηφάγος ο αναγνώστης :)
Από τα καλύτερα κείμενα που έχεις δημοσιεύσει εδώ. Θα μπορούσε να είναι και ήρωας αφηγήματος, με αυτό το εύρημα το οποίο είναι ισχυρό πολύ

el-bard said...

menteur
"Η μοναξιά δε σπάει σε κομμάτια". Αυτό μου αρέσει, είναι περίεργα ερμητικό. Μου μιλάει πάντως.
Νίκο, την κουβέντα σου είχαμε χτες, όπως σου έγραψα. Να είσαι καλά εκεί που είσαι.

el-bard said...

Σταυρούλα,
μη στενοχωριέσαι καθόλου. Είναι πιο άνετος από μας, δεν του καίγεται καρφί.
Τώρα για το κείμενο δεν ξέρω. Λέω ότι είναι είναι ένα κείμενο, ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο από άλλα (πράγμα ίδιο σαν να έλεγα: από άλλα είναι καλύτερο κι από άλλα χειρότερο).

scalidi said...

χάρηκα και όχι χάθηκα, εννοούσα, αλλά το πληκτρολόγιο είχε άλλη γνώμη, αφού δεν με υπάκουσε

scalidi said...

Σου έχω μια πρόσκληση στο μπλογκ μου, αν θέλεις...

ellinida said...

Εχεις πρόσκληση στο μπλογκ μου.:)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ said...

Καλό θέμα πραγματεύεστε, προσπαθόντας να περιγράψετε την ανθρωπιά ενός θηρίου ή θεού.