Sunday, May 14, 2006

Επικίνδυνοι συλλογισμοί

Ξεκινήστε με τη θέση: «η εξουσία λέει πάντοτε ψέματα» και μείνετε αμετακίνητοι στη θέση αυτή. Η εξουσία λέει πάντα ψέματα. Όταν η εξουσία σάς δείχνει το απέναντι βουνό και σας λέει: «Αυτό απέναντι είναι ένα βουνό», το πρώτο λάθος θα είναι να συμφωνήσετε και να αποδεχτείτε την ύπαρξη του βουνού απέναντι.

Όσο κι αν φαίνεται αδιανόητο ή ακόμη και ανόητο, μπροστά στην αυτονόητη αυτή πρόταση της εξουσίας πρέπει να είμαστε διστακτικοί, εφεκτικοί, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την αυτονομία της σκέψης μας. Όσο ολοφάνερη είναι η εικόνα του βουνού απέναντι, άλλο τόσο δυναμική πρέπει να είναι η άρνησή μας: «Όχι! Αυτό απέναντι δεν είναι ένα βουνό». Δε χρειάζεται ούτε να συγχυστούμε ούτε να συγκινηθούμε ούτε και να φοβηθούμε. Άλλωστε η εξουσία δεν πρόκειται ποτέ να ζητήσει τη γνώμη μας. Δεν πρόκειται δηλαδή ποτέ να μας ρωτήσει: «Ε, καλά! Αν αυτό απέναντι δεν είναι βουνό, τότε τι είναι»; Ποτέ καμιά εξουσία δε ρώτησε τη γνώμη του απλού ανθρώπου. Απ’ αυτόν περίμενε μόνο την αποδοχή, τη συγκατάθεσή του στην αυτονόητη και επικίνδυνη πρώτη της θέση. Αν λοιπόν ο ανυποψίαστος πολίτης δεχτεί την πρώτη πρόταση της εξουσίας, αυτή θα συνεχίσει με μια δεύτερη, το ίδιο ή λίγο λιγότερο αυτονόητη αυτή τη φορά. Μπορεί να πει π.χ. «Αυτό το βουνό ήταν κάποτε καταπράσινο από τα δέντρα». Αν και εδώ ο ανυποψίαστος δέκτης δεχθεί την πρότασή της, αυτή δε θα μείνει πάλι εκεί, αλλά θα συνεχίσει με μια τρίτη: «Αυτά τα δέντρα κάηκαν κάποιο καλοκαίρι». «Ναι, κάηκαν κάποιο καλοκαίρι», η αποδοχή του πολίτη, ο οποίος θα θυμηθεί τις τεράστιες πυρκαγιές κάποιου περασμένου καλοκαιριού. Κι η εξουσία θα συνεχίσει απτόητη με τις απόλυτες και αληθινές πια προτάσεις της το συλλογισμό της: «Αφού κάηκαν τα δέντρα, στις μπόρες δεν υπάρχει τίποτα να συγκρατήσει τα νερά και γι’ αυτό το λόγο πνίγεσαι κάθε χρόνο». Ένας αριστοτελικός συλλογισμός άψογος, τέλειος και ισχυρός που δεν επιδέχεται πια καμιά αντίρρηση από τον πολίτη που εκείνη τη στιγμή αδειάζει τα νερά από τα υπόγεια κι από τα σπίτια του μέσα, αλλά και από όλους τους άλλους που βλέπουν τις αλήθειες αυτές μέσα από το γυαλί της τηλεόρασης.

Αν όμως δε δεχτούμε την πρώτη πρόταση της εξουσίας, αν στο αυτονόητο δεν αντιδράσουμε θετικά, αν ενεργοποιηθεί η σκέψη μας και πάρει άλλο δρόμο, αν από ανυποψίαστοι δηλαδή γίνουμε υποψιασμένοι και σκεφτούμε: «Για να το λέει αυτό η εξουσία, κάτι άλλο έχει στο νου της, κάτι άλλο θέλει να μου περάσει», τότε και μόνο τότε υπάρχει περίπτωση να καταλήξουμε σε ουσιαστικές αλήθειες. Και όταν λέω ουσιαστικές αλήθειες, δεν εννοώ τα συμπεράσματα των αυταπόδεικτων συλλογισμών. Εννοώ τα αίτια. Τα αίτια που με κάνουν να πνίγομαι στα νερά, όποτε ο Θεός αποφασίζει να ρίξει μια ψιχάλα. Και τα αίτια αυτά είναι η αδυναμία της εξουσίας να με προστατέψει. Να με προστατέψει από τους εμπρηστές, να με προστατέψει από τους οικοπεδοφάγους, να με προστατέψει από αυτούς που δίνουν τις άδειες να χτίσει ο κοσμάκης στα ρέματα, να με προστατέψει κι από μένα που χρησιμοποιώ τα γνωστά μέσα για να πάρω μια οικοδομική άδεια και να χτίσω τα ρέματα.

Αν δεχτώ τη θέση της εξουσίας πως «ο άνθρωπος έχει ανάγκη από διασκέδαση» και αμέσως μετά το «οι υπουργοί είναι κι αυτοί άνθρωποι», μπορώ στο τέλος να καταλήξω και να αποδεχτώ την άποψη πως «τα κάθε λογής σκυλάδικα είναι πολιτιστικά κέντρα».

Αν δεχτώ την άποψη πως το υπάρχον σύστημα εισαγωγής στα Α.Ε.Ι. είναι ξεπερασμένο και ανεπαρκές, και αμέσως μετά ότι «οι μαθητές θα μπαίνουν στα Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις», μπορεί στο τέλος να καταλήξω στο «οι μαθητές εξετάζονται σε δεκατέσσερα μαθήματα και στη Β΄ και στη Γ΄ Λυκείου, περνούν κι από ένα τεστ δεξιοτήτων και, αν ο βαθμός τους το επιτρέψει, εισάγονται στα Α.Ε.Ι.».

Αν αποδεχτώ την πρόταση «η κυβέρνηση δεν κάνει εισπρακτική πολιτική» κι αμέσως μετά το «άρα δε χρειάζονται νέοι φόροι», μπορεί να καταλήξω στην αποδοχή της πρότασης: «Είναι ανάγκη να αναδιαμορφωθούν οι παλαιοί φόροι».

Αν η εξουσία με διαβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος στη χώρα μας από τη γρίπη των πτηνών, είναι καιρός να ψάχνω για εμβόλιο.


Αν δεχτώ την πρόταση ότι στην Ελλάδα προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προσωπικά μου δεδομένα, πρέπει να ψάξω στην τσέπη σου για μαγνητοφωνάκι.

Αν ξεκινήσω αποδεχόμενος την άποψη «οι εξετάσεις για προσλήψεις στο δημόσιο είναι αδιάβλητες», ίσως και να μη διοριστώ ποτέ μου.

Αν, λοιπόν, η εξουσία σάς έδειχνε το βουνό απέναντι και σας έλεγε: «Αυτό αντίκρυ είναι ένα βουνό», εσείς τι θα της λέγατε;

Monday, May 01, 2006

Στην Ερμού

Απόγευμα στην Ερμού, στην Αθήνα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα. Το χρώμα του, το πορφυρό το αντανακλούσαν οι τζαμαρίες των κτηρίων και το έριχναν προς όλες τις κατευθύνσεις για όσους ήθελαν να τον δουν, για όσους παρατηρούν ακόμη τέτοια πράγματα στις βόλτες τους. Τα μαγαζιά ακόμη ανοιχτά, κόσμος ανεβοκατέβαινε τον πολυσύχναστο δρόμο, άλλοι με τσάντες, άλλοι με μια εφημερίδα στο χέρι, άλλοι να κοιτάζουν ολόισια μπροστά τους λες και τίποτα το αξιοπερίεργο δε συμβαίνει στον κόσμο μας, -τέλος πάντων στο δρόμο μας- άλλοι, αντίθετα, να σαρώνουν με το βλέμμα τους τα πάντα, σαν σκάνερ που ψάχνει να αποτυπώσει, να αποθησαυρίσει ακόμη και την πιο μικρή κουκίδα.

Φωνές και ομιλίες, τα ελληνικά σε δεύτερη μοίρα ή γιατί είμαστε λιγότεροι τελικά στην πόλη μας ή γιατί εμείς δε μιλάμε πια, δεν έχουμε τι να πούμε και σε ποιον να το πούμε. Ίσως και γιατί εμείς οι Έλληνες να ήμασταν μέσα στα μαγαζιά, ενώ τα ξενάκια να ήταν απ' έξω, μικροπωλητές στο δρόμο προσπαθώντας να ξεπουλήσουν τον πάγκο τους όσο βοηθούσε ακόμη η ώρα και πριν πλακώσουν οι μπάτσοι, ή να χάζευαν έξω, στις βιτρίνες, μην τολμώντας να μπουν σε μαγαζί.

Εγώ έχω το Αθηνόραμα στα χέρια μου και περπατώντας και ψιλοχαζεύοντας ψάχνω να βρω κάτι να καλύψει τη βραδινή μου έξοδο. Τότε, ξαφνικά, μέσα στις ανταύγειες του κόκκινου που σπαρταρούσαν στα τζάμια, το ακούω. Βιολί. Ήχος βιολιού ερχόταν από κάπου. Η πρώτη ασυναίσθητη κίνηση είναι να κοιτάξω προς τα πάνω. Καταλαβαίνω το λάθος μου και χαμογελάω. Από πάνω; Από τον ουρανό; Εδώ μας έχουν ξεχάσει οι άγγελοι, θα μας έπαιζαν και βιολί τώρα; Ψάχνω ολόγυρα και τον σταμπάρω. Είναι ένας γέροντας ένα τετράγωνο πιο πέρα καθισμένος στην άκρη του πεζόδρομου κοντά σε σταυροδρόμι. Τον πλησιάζω διστακτικά. Έχει ένα παλιό τριμμένο σακάκι απλωμένο μπροστά του. Το σακάκι του. Αυτός φοράει ένα ξεχαρβαλωμένο πουκάμισο που κάποτε θα ήταν λευκό. Λιπόρασκος. Μακριά άσπρα μαλλιά και γενειάδα. Ποταμογένης, θα έλεγε ο Καζαντζάκης. Μέτωπο πλατύ χαραγμένο, όπως και το πρόσωπό του, με ζάρες. Ματιά καθαρή αλλά χαμένη κάπου μακριά, σ’ έναν ορίζοντα που κρυβόταν πίσω από τις πολυκατοικίες. Τα δάχτυλά του λεπτά σαν παιδικά ανεβοκατέβαιναν στην ταστιέρα του βιολιού. Έπαιζε σκάλες ολοκάθαρα, χωρίς κανένα ψεγάδι, ταχύτατα με την άνεση του βιρτουόζου. Σε μια στιγμή με εστιάζει έτσι όπως στεκόμουν και τον κοίταζα αποσβολωμένος, μου κλείνει το μάτι και κάτι ψιθυρίζει, λες για να τον ακούσω μόνο εγώ: Παγκανίνι.

Για μια στιγμή πηγαίνει αλλού το μυαλό μου και νομίζω πως μου συστήνεται, πως μου λέει το όνομά του. Εκεί που πάω να του πω το δικό μου, αρχίζει να παίζει. Καταλαβαίνω το λάθος μου. Μου ψιθύρισε τι θα παίξει. Κι έτσι όπως ξεκινά το κομμάτι τού Παγκανίνι νιώθω τους αλλότριους ήχους γύρω μου να σωπαίνουν, μια πηχτή βουβαμάρα να πέφτει στον κόσμο μας, τις πολυκατοικίες να λιώνουν τη μία μετά την άλλη και να βλέπω μακριά στον ορίζοντα τον ήλιο καρφωμένο, μισός πάνω μισός χωμένος στο βουνό, να μην αποφασίζει τι να κάνει, να στέκεται κι αυτός καρφωμένος εκεί, λες περιμένοντας διαταγές για να συνεχίσει την πορεία του.

Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό, όταν τελειώνει όμως διακρίνω το χαμόγελο στα χείλη του βιολιστή και γύρω μου μια ομάδα περαστικών που είχαν σταματήσει και τον άκουγαν να χειροκροτούν. Ντροπιασμένος για την κίνησή μου, ψάχνω στην τσέπη μου και χωρίς να κοιτάξω ρίχνω στο απλωμένο του σακάκι όσα βρίσκω. Νιώθω ένοχος. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι, αλλά δεν απομακρύνεται κανείς. Ένοχοι όλοι μας για τις σπουδές του, για τα χρόνια της μελέτης του, για τα κονσερβατουάρ και τα ρεσιτάλ του που κατέληξαν στην Ερμού. Εκείνος κάτι ψιθυρίζει πάλι κι αρχίζει άλλο κομμάτι, μια υπέροχη τώρα μελωδία που μας μεταφέρει όλους ούτε κι εγώ ξέρω πού. Σε στέπες της Ρωσίας, σε λιβάδια της Ουγγαρίας, σε θάλασσες και σε νησιά; Ούτε που μπόρεσα να ξεκαθαρίσω ποιο ήταν το κομμάτι που ακούγαμε ούτε και που με ένοιαζε. Αυτό που με ένοιαζε ήταν μόνο η μουσική που έμπαινε μέσα μου από όλους τους πόρους του κορμιού μου, αυτό που με ένοιαζε ήταν οι άλλοι γύρω μου που γίνονταν όσο περνούσαν τα λεπτά όλο και περισσότεροι και μένανε εκεί, καρφωμένοι, ακίνητοι, να ακούν.

Έμεινα πολλή ώρα πλάι στον γέροντα αμίλητος. Όταν έφευγα είχε πια περάσει αρκετή ώρα, είχε σκοτεινιάσει, ίσως κι αυτός να είχε κουραστεί. Είχε αφήσει ευλαβικά το βιολί πλάι του, μας είχε ξεχάσει και κοιτούσε πέρα μακριά, στον κρυμμένο ορίζοντα μιας ζωής. Χάρηκα όταν είδα ένα σωρό χρήματα -κέρματα και χάρτινα- πάνω στο σακάκι. Στο δρόμο της επιστροφής πέταξα στο καλάθι των αχρήστων το Αθηνόραμα. Είχα ακούσει το ωραιότερο ρεσιτάλ της ζωής μου. Είχα γεμίσει με ήχους και εικόνες. Και ενοχές. Τι άλλο να ήθελα παραπάνω;