Ήμουν μικρός, πολύ μικρός, 3-4 χρόνων. Τα θυμάμαι όμως όλα πολύ καλά, ίσως να ευθύνεται γι’ αυτό κατά ένα μέρος και η σχετική φωτογραφία τραβηγμένη με την παλαιοτάτη –τώρα πια κατάδική μου- Zeiss Ikon, τη δερμάτινη θήκη της οποίας είχα πάντοτε περασμένη στον ώμο μου. Είχαμε πάει εκδρομή στα Καλάβρυτα. Η γιαγιά Διαμάντω, ο παππούς Βασίλης, η μητέρα μου έγκυος στην αδελφή μου, ο πατέρας κι εγώ. Επισκεφθήκαμε βέβαια την Αγία Λαύρα και το Μέγα Σπήλαιο, όπως συνηθιζόταν τότε. Απ’ αυτά δε θυμάμαι τίποτα. Κάποιες λίγες εικόνες έχω και από τον οδοντωτό. Αυτό που μου καρφώθηκε όμως στο μυαλό ανεξίτηλα είναι ότι από τα Καλάβρυτα αγοράσαμε όλοι από μια μαγκούρα. Οι μεγάλοι μεγάλη, σαν αυτές που κρατούν οι τσελιγκάδες, εγώ ο μικρός μικρή, σαν αυτές που κρατούν οι γέροντες. Σπάραζα στο κλάμα. Ήθελα κι εγώ μεγάλη. «Δε θέλω μικρή, τι να την κάνω τη μικρή. Είμαι μεγάλος πια, μεγάλη θέλω». Τους έβγαλα την πίστη. Τελικά στην εν λόγω φωτογραφία εγώ κρατώ μεγάλη μαγκούρα –διπλάσια από το μπόι μου- κι η γιαγιά Διαμάντω τη δική μου, τη μικρή.
Έκτοτε πέρασα πολλές φορές από τα Καλάβρυτα. Πριν δεκαπέντε μέρες, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ξαναπήγα παρόλο που με είχε πιάσει η γνωστή-πια-για-να-μου-θυμίζει-την-ηλικία-μου αρθρίτιδα. Στον κεντρικό δρόμο της όμορφης πόλης έψαχνα να βρω μια μαγκούρα για ενθύμιο, αλλά και για να με βοηθήσει λίγο «εις τας οδούς τας μακροτέρας των αναγκαίων». Τα περισσότερα μαγαζιά είχαν μεγάλες, 25 ευρώ τη μία. «Τι να την κάνω την μεγάλη;» τους έλεγα. «Μικρή χρειάζομαι, κανονική». «Ε, αφού μας έχουν τελειώσει οι μικρές, πάρε τη μεγάλη και την κόβεις εκεί ακριβώς που θέλεις», ερχόταν η απάντηση. Παραλίγο να βάλω τα κλάματα. Τελικά βρήκα την τελευταία μικρή με 6 ευρώ στο τελευταίο μαγαζί του δρόμου και την αγόρασα.
Το βράδυ στο ξενοδοχείο βλέποντάς την να ξεκουράζεται ακουμπισμένη στην πόρτα της ντουλάπας θυμήθηκα τη φωτογραφία από τα πρώτα μου Καλάβρυτα σχεδόν μισόν αιώνα πριν. Γιατί βιαζόμουν τόσο να μεγαλώσω;
Monday, February 18, 2008
Thursday, February 14, 2008
Ο κατάσκoπος που γύρισε απ’ το Κατάκωλο
στην meril που επιμένει
Αν και η Ελλάδα είναι η χώρα του “παρά” (όχι με την έννοια του “κοντά” και του “πλησίον”, αλλά αυτήν της παράβασης), εμείς οι Έλληνες, όσοι έχουν παρά, αλλά από κοντά κι εμείς που’ χουμε αναπαραδιές, αγαπάμε και τιμάμε περισσότερο τρεις άλλες προθέσεις, με μεγάλη κι αυτές ιστορία: το “κατά”, το “διά” και το “αντί”. Και ενώ θα αφήσουμε το σχολιασμό των δύο τελευταίων για ευθετότερο χρόνο, θα στραφούμε προς το “κατά”, ελπίζοντας τουλάχιστον να μην καταστραφούμε.
Θα πρέπει από την αρχή να ξεκαθαριστεί ότι αυτό το “κατά” δε θα το συναντήσουμε καταμεσής στο δρόμο, δε θα μας το πετάξει κανείς στα φανερά κατάμουτρα, δε θα το δούμε να καταπλέει στα λιμάνια σαν καταδρομικό. Θα το ανακαλύψουμε, αν καταδυθούμε σε κατασκότεινα νερά, αν φωτίσουμε τα καταγώγια και αν σηκώσουμε με θάρρος την καταπακτή της ψυχής μας. Το “κατά” είναι το αόρατο κατακάθι στο γεμάτο φλιτζάνι του καφέ μας. Αυτό το “κατά” γίνεται παρέα κολλητή μας, είναι το ρούχο που το φοράμε κατάσαρκα. Σε ελάχιστο μάλιστα χρόνο, όσο παίρνει τη θλίψη να γίνει κατάθλιψη, την κραυγή κατακραυγή και το πλάσμα κατάπλασμα, κατασκηνώνει στην καρδιά μας, το δεχόμαστε - πάντοτε καταδεκτικοί- κατάκαρδα.
Ας το σκεφτούμε πιο πολύ! Πρώτα-πρώτα, είμαστε ή δεν είμαστε κατεργάρηδες; Η απάντηση μπορεί να καταδειχτεί από ένα παράδειγμα: δε διακηρύτταμε πως θα κατεδαφιστούν, ας πούμε, τα κτίσματα όλων όσοι με διάφορους τρόπους καταπάτησαν το δημόσιο έδαφος, όσοι από απλοί κτήτορες έγιναν κατακτητές; Εμείς, όμως, γιατί ορμάμε με τους σύγχρονους καταπέλτες μας και καταγκρεμίζουμε μάντρες και καλύβες κατάπληκτων και κατάχλωμων ανθρώπων; Κι όταν αυτοί ξαπλώνουν κατάχαμα στο κατάστρωμα του δρόμου ή κατακαμπής ξεσπώντας σε κατάρες φοβερές, εμείς για πού τραβάμε με το πανίσχυρο μηχάνημα, ποια είναι η κατεύθυνσή μας; Κατευθείαν μπροστά και τους καταπλακώνουμε! Οι γνωστοί άγνωστοι, όμως, γλιτώνουν με ένα κάταγμα το πολύ και συνεχίζουν να καταβροχθίζουν γη κατακαίγοντας δάση και λαγκαδιές.
Αλλά η κατεργαριά συνεχίζεται: ενώ καταλογίζουμε ευθύνες σε όσους, καταστρατηγώντας νόμους, καταρρακώνοντας κάθε έννοια δικαίου και καταργώντας θεσμούς μάς οδηγούν στον κατήφορο, εμείς οι ίδιοι, όταν φτάσει η ώρα και καταλάβουμε τις καίριες θέσεις παίρνοντας στα χέρια μας την κατάσταση, δε δίνουμε τις κατάλληλες λύσεις. Δε λέμε την αλήθεια κατάφατσα, καταπνίγουμε όσες φωνές μας εναντιώνονται και κατασπαραζόμαστε μεταξύ μας. Μ’ αυτό τον τρόπο χωρίς να το καταλαβαίνουμε γινόμαστε κατάπτυστοι κι από τους φίλους μας ακόμη. Χωρίς να το κατανοούμε την κατηφόρα τη μετατρέπουμε σε καταβύθιση και καταποντισμό. το κατάβρεγμα σε καταιγίδα και κατακλυσμό.
Όμως, το καλό να λέγεται: είμαστε καταφερτζήδες. Κρύβοντας τις καταβολές μας στα κατάβαθα του είναι μας, κρύβοντας την καταγωγή μας (που μπορεί να είναι από ένα χωριό λίγο έξω απ’ το Κατάκωλο, ας πούμε, όπου νιώθαμε καταπιεσμένοι και κατατρεγμένοι από τον κλειστό κοινωνικό περίγυρο), καταφτάνουμε στην πρωτεύουσα και καταγινόμαστε με ένα σωρό διαφορετικές και επικίνδυνες δουλειές. Πολύ γρήγορα σταματάμε να κοιτάμε το συνάνθρωπο κατάματα, κάποιον καταγγέλλουμε για να του αρπάξουμε τη θέση, αρχίζουμε τις καταχρήσεις, κάποιων άλλων την υπόληψη κατασπιλώνουμε κατασυκοφαντώντας τους , κάποιους καταδυναστεύουμε, ανοίγουμε στο τέλος και κάποιο κατάστημα. Έτσι μπαίνουμε -τ’ όνειρό μας, ντε- στο κατεστημένο. Τότε πια μπορούμε να περηφανευόμαστε: στην τράπεζα χοντρές καταθέσεις, σχεδόν κάθε βδομάδα καινούρια κατάκτηση, καταναλώνουμε αφειδώς δω κι εκεί, τρώμε το καταπέτασμα. Πιστεύουμε μάλιστα ότι όλα αυτά μας οδηγούν στην κοινωνική αποδοχή και καταξίωση, ενώ στην ουσία μας κατεξευτελίζουν. Όσο για την καταλαλιά του κόσμου, αυτών που, τέλος πάντων, γνωρίζουν τι κουμάσια είμαστε, τη γράφουμε στα παλιά μας τα κατάστιχα. Κι αν κάποτε,-πράγμα σπάνιο- οι καταχρήσεις βγουν στη φόρα και πέσουν κατακέφαλα οι μηνύσεις κι αν -πράγμα ακόμη σπανιότερο- συμβεί να καταδικαστούμε κι αρχίσουν οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, τότε, πριν πιούμε το τελευταίο πικρό καταπότι, θα κοιταχτούμε κατάφατσα στον καθρέφτη που απόμεινε στο χολ και θα νιώσουμε μόνοι, κατάμονοι. Κατάχλωμοι μπορεί και να μετανιώσουμε, αλλά...κατόπιν εορτής.
Βέβαια, το πιο πιθανό είναι τα πράγματα να μην καταλήξουν εκεί. Ο καταλογισμός των ευθυνών να μη μας ακουμπήσει, να μη μας καταμαρτυρήσουν τίποτα, να μη μας κατηγορήσουν, να μην επέλθει, με δυο λόγια, η κατάρρευση. Σ’ αυτή την περίπτωση ούτε καταφύγιο σε μετάνοιες θα ζητήσουμε ούτε την καταφρόνια του κόσμου θα αντιμετωπίσουμε. Θα συνεχίσουμε να ζούμε ελεύθεροι κι ωραίοι, κατατροπώνοντας τους πάντες και επιδεικνύοντας πού και πού την ευγενική (όχι την εκ Κατακώλου) καταγωγή μας. Μόνο που θα μας στενοχωρούν λίγο οι κατιόντες μας κάθε που θα καταπιάνονται με καταλήψεις στα σχολεία τους, βάζοντας στην κατάψυξη τις σπουδαίες αρχές με τις οποίες τους αναθρέψαμε.
Ο κατάλογος μπορεί ασφαλώς να συνεχιστεί. Το “κατά” θα μας καταδιώκει συνεχώς. Και τότε ακόμη που θα βρισκόμαστε κατάκοιτοι και κατάκοποι, έντρομοι μπροστά στην τελευταία μεγάλη κατάβαση, και τότε ακόμη θα’ ναι κοντά για να μας ευχηθεί “Καλό Κατευόδιο”.
Θα πρέπει από την αρχή να ξεκαθαριστεί ότι αυτό το “κατά” δε θα το συναντήσουμε καταμεσής στο δρόμο, δε θα μας το πετάξει κανείς στα φανερά κατάμουτρα, δε θα το δούμε να καταπλέει στα λιμάνια σαν καταδρομικό. Θα το ανακαλύψουμε, αν καταδυθούμε σε κατασκότεινα νερά, αν φωτίσουμε τα καταγώγια και αν σηκώσουμε με θάρρος την καταπακτή της ψυχής μας. Το “κατά” είναι το αόρατο κατακάθι στο γεμάτο φλιτζάνι του καφέ μας. Αυτό το “κατά” γίνεται παρέα κολλητή μας, είναι το ρούχο που το φοράμε κατάσαρκα. Σε ελάχιστο μάλιστα χρόνο, όσο παίρνει τη θλίψη να γίνει κατάθλιψη, την κραυγή κατακραυγή και το πλάσμα κατάπλασμα, κατασκηνώνει στην καρδιά μας, το δεχόμαστε - πάντοτε καταδεκτικοί- κατάκαρδα.
Ας το σκεφτούμε πιο πολύ! Πρώτα-πρώτα, είμαστε ή δεν είμαστε κατεργάρηδες; Η απάντηση μπορεί να καταδειχτεί από ένα παράδειγμα: δε διακηρύτταμε πως θα κατεδαφιστούν, ας πούμε, τα κτίσματα όλων όσοι με διάφορους τρόπους καταπάτησαν το δημόσιο έδαφος, όσοι από απλοί κτήτορες έγιναν κατακτητές; Εμείς, όμως, γιατί ορμάμε με τους σύγχρονους καταπέλτες μας και καταγκρεμίζουμε μάντρες και καλύβες κατάπληκτων και κατάχλωμων ανθρώπων; Κι όταν αυτοί ξαπλώνουν κατάχαμα στο κατάστρωμα του δρόμου ή κατακαμπής ξεσπώντας σε κατάρες φοβερές, εμείς για πού τραβάμε με το πανίσχυρο μηχάνημα, ποια είναι η κατεύθυνσή μας; Κατευθείαν μπροστά και τους καταπλακώνουμε! Οι γνωστοί άγνωστοι, όμως, γλιτώνουν με ένα κάταγμα το πολύ και συνεχίζουν να καταβροχθίζουν γη κατακαίγοντας δάση και λαγκαδιές.
Αλλά η κατεργαριά συνεχίζεται: ενώ καταλογίζουμε ευθύνες σε όσους, καταστρατηγώντας νόμους, καταρρακώνοντας κάθε έννοια δικαίου και καταργώντας θεσμούς μάς οδηγούν στον κατήφορο, εμείς οι ίδιοι, όταν φτάσει η ώρα και καταλάβουμε τις καίριες θέσεις παίρνοντας στα χέρια μας την κατάσταση, δε δίνουμε τις κατάλληλες λύσεις. Δε λέμε την αλήθεια κατάφατσα, καταπνίγουμε όσες φωνές μας εναντιώνονται και κατασπαραζόμαστε μεταξύ μας. Μ’ αυτό τον τρόπο χωρίς να το καταλαβαίνουμε γινόμαστε κατάπτυστοι κι από τους φίλους μας ακόμη. Χωρίς να το κατανοούμε την κατηφόρα τη μετατρέπουμε σε καταβύθιση και καταποντισμό. το κατάβρεγμα σε καταιγίδα και κατακλυσμό.
Όμως, το καλό να λέγεται: είμαστε καταφερτζήδες. Κρύβοντας τις καταβολές μας στα κατάβαθα του είναι μας, κρύβοντας την καταγωγή μας (που μπορεί να είναι από ένα χωριό λίγο έξω απ’ το Κατάκωλο, ας πούμε, όπου νιώθαμε καταπιεσμένοι και κατατρεγμένοι από τον κλειστό κοινωνικό περίγυρο), καταφτάνουμε στην πρωτεύουσα και καταγινόμαστε με ένα σωρό διαφορετικές και επικίνδυνες δουλειές. Πολύ γρήγορα σταματάμε να κοιτάμε το συνάνθρωπο κατάματα, κάποιον καταγγέλλουμε για να του αρπάξουμε τη θέση, αρχίζουμε τις καταχρήσεις, κάποιων άλλων την υπόληψη κατασπιλώνουμε κατασυκοφαντώντας τους , κάποιους καταδυναστεύουμε, ανοίγουμε στο τέλος και κάποιο κατάστημα. Έτσι μπαίνουμε -τ’ όνειρό μας, ντε- στο κατεστημένο. Τότε πια μπορούμε να περηφανευόμαστε: στην τράπεζα χοντρές καταθέσεις, σχεδόν κάθε βδομάδα καινούρια κατάκτηση, καταναλώνουμε αφειδώς δω κι εκεί, τρώμε το καταπέτασμα. Πιστεύουμε μάλιστα ότι όλα αυτά μας οδηγούν στην κοινωνική αποδοχή και καταξίωση, ενώ στην ουσία μας κατεξευτελίζουν. Όσο για την καταλαλιά του κόσμου, αυτών που, τέλος πάντων, γνωρίζουν τι κουμάσια είμαστε, τη γράφουμε στα παλιά μας τα κατάστιχα. Κι αν κάποτε,-πράγμα σπάνιο- οι καταχρήσεις βγουν στη φόρα και πέσουν κατακέφαλα οι μηνύσεις κι αν -πράγμα ακόμη σπανιότερο- συμβεί να καταδικαστούμε κι αρχίσουν οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, τότε, πριν πιούμε το τελευταίο πικρό καταπότι, θα κοιταχτούμε κατάφατσα στον καθρέφτη που απόμεινε στο χολ και θα νιώσουμε μόνοι, κατάμονοι. Κατάχλωμοι μπορεί και να μετανιώσουμε, αλλά...κατόπιν εορτής.
Βέβαια, το πιο πιθανό είναι τα πράγματα να μην καταλήξουν εκεί. Ο καταλογισμός των ευθυνών να μη μας ακουμπήσει, να μη μας καταμαρτυρήσουν τίποτα, να μη μας κατηγορήσουν, να μην επέλθει, με δυο λόγια, η κατάρρευση. Σ’ αυτή την περίπτωση ούτε καταφύγιο σε μετάνοιες θα ζητήσουμε ούτε την καταφρόνια του κόσμου θα αντιμετωπίσουμε. Θα συνεχίσουμε να ζούμε ελεύθεροι κι ωραίοι, κατατροπώνοντας τους πάντες και επιδεικνύοντας πού και πού την ευγενική (όχι την εκ Κατακώλου) καταγωγή μας. Μόνο που θα μας στενοχωρούν λίγο οι κατιόντες μας κάθε που θα καταπιάνονται με καταλήψεις στα σχολεία τους, βάζοντας στην κατάψυξη τις σπουδαίες αρχές με τις οποίες τους αναθρέψαμε.
Ο κατάλογος μπορεί ασφαλώς να συνεχιστεί. Το “κατά” θα μας καταδιώκει συνεχώς. Και τότε ακόμη που θα βρισκόμαστε κατάκοιτοι και κατάκοποι, έντρομοι μπροστά στην τελευταία μεγάλη κατάβαση, και τότε ακόμη θα’ ναι κοντά για να μας ευχηθεί “Καλό Κατευόδιο”.
Subscribe to:
Posts (Atom)