.
Δεν μπορώ να βλέπω τα θλιμμένα σου μάτια. Τα κουρασμένα μάτια σου. Είναι σαν τα συρματοπλέγματα της φυλακής που φτάνουν μέχρι τον ουρανό και που μόνο αν τα χαλάσεις, αν ανοίξεις με το ψαλίδι τρύπες, θα μπορέσεις να ξεφύγεις. Δε δύνασαι ποτέ να τα ξεπεράσεις αλλιώς. Δεν μπορείς, ας πούμε, να πηδήξεις από πάνω τους, δεν μπορείς να τα σκαρφαλώσεις ούτε να κάνεις πως δεν τα βλέπεις και σαν ιδεαλιστής Ιησούς να περάσεις ανάμεσά τους.
Δεν μπορώ τα θλιμμένα μάτια σου, τα κουρασμένα. Είναι που τ’ αγαπώ ακόμη όπως ο ίδιος ο φυλακισμένος –της φυλακής που έλεγα πριν- αγαπάει το κελί του. Γιατί όταν χιόνιζε στα προαύλια των ανθρώπων, αυτός δεν κρύωνε. Κι όταν έβρεχε έξω ο κόσμος, αυτός είχε μία στέγη.
Τι θα γίνουν τώρα τα θλιμμένα μάτια σου; Πού θα ακουμπήσουν; Κλείσε τα βλέφαρα τώρα που φεύγω. Ράψε και το συρματόπλεγμα να κρατηθούν οι αναμνήσεις. Μη με κοιτάς. Είναι μια παγωμένη άνοιξη τα μάτια σου αυτή τη νύχτα που δε λέει να ξημερώσει ο ουρανός.
Tuesday, October 30, 2007
Thursday, October 18, 2007
Χωρίς τίτλο
.
Να ’χα τουλάχιστον μια φωτογραφία της νύχτας σκέψης σου να έβλεπα όλους τους γαλαξίες των συλλογισμών σου και ν’ αποκτούσα δικαίωμα και πρόσβαση στο άπειρο.
Κι αν δεν μπορούσα να την ρουφήξω όλη,
-γιατί η νύχτα σκεπάζει όλα τα όνειρα των ανθρώπων, κατοικεί και στα μαξιλάρια της μνήμης και στις φουσκωμένες κοιλιές του μέλλοντος,
γιατί η νύχτα δεν πέφτει μόνο στα δάση σου, αλλά φυσάει και σαχάρα στην ανάσα μου, χτίζει και ιμαλάια στον έρωτά μου-
αν –λέω- αν δεν μπορώ να την ρουφήξω όλη, γιατί φοβάμαι μη μου γεμίσει το γάλα των οστών μου σκοτάδι,
τότε πάρε Εσύ όλα μου τα οστά, ένα-ένα:
Πρώτα της σπονδυλικής κολόνας
μετά το ηνιακό ταβάνι μου
τις κερκίδες και τις κνήμες του πρώτου μου μπουσουλίσματος στα χωράφια της καρδιάς σου
τις φάλαγγες των εξερευνητών δακτύλων μου να παίζεις εσύ τη γλυκιά σου κιθάρα, όταν εγώ θα συλλέγω μακριά σου αστραπές.
Πάρε όλα μου τα οστά, μην αφήσεις κανένα και μου τα σκοτεινιάσει η νύχτα σκέψη σου.
Προφύλαξέ με από το σκοτάδι λύκο, απ' το σκοτάδι γέρο, απ' το σκοτάδι μαχαίρι.
Άσε μου μόνο σάρκα λάσπη, να φτιάξω μ’ αυτήν σπίτια, σπίτια πολλά, σπίτια σε όλη τη γεωγραφία της νύχτας, το ένα δίπλα στο άλλο, για να κατοικήσουν όλοι οι άστεγοι του έρωτα.
Και σ’ ένα απ’ αυτά, στο πιο μεγάλο και το πιο ωραίο, στο πιο γενναίο κι ευγενικό θα βρίσκομαι εγώ, μονάχος πια.
Να ’χα τουλάχιστον μια φωτογραφία της νύχτας σκέψης σου να άκουγα τη σιωπή σου.
Να ’χα τουλάχιστον μια φωτογραφία της νύχτας σκέψης σου να έβλεπα όλους τους γαλαξίες των συλλογισμών σου και ν’ αποκτούσα δικαίωμα και πρόσβαση στο άπειρο.
Κι αν δεν μπορούσα να την ρουφήξω όλη,
-γιατί η νύχτα σκεπάζει όλα τα όνειρα των ανθρώπων, κατοικεί και στα μαξιλάρια της μνήμης και στις φουσκωμένες κοιλιές του μέλλοντος,
γιατί η νύχτα δεν πέφτει μόνο στα δάση σου, αλλά φυσάει και σαχάρα στην ανάσα μου, χτίζει και ιμαλάια στον έρωτά μου-
αν –λέω- αν δεν μπορώ να την ρουφήξω όλη, γιατί φοβάμαι μη μου γεμίσει το γάλα των οστών μου σκοτάδι,
τότε πάρε Εσύ όλα μου τα οστά, ένα-ένα:
Πρώτα της σπονδυλικής κολόνας
μετά το ηνιακό ταβάνι μου
τις κερκίδες και τις κνήμες του πρώτου μου μπουσουλίσματος στα χωράφια της καρδιάς σου
τις φάλαγγες των εξερευνητών δακτύλων μου να παίζεις εσύ τη γλυκιά σου κιθάρα, όταν εγώ θα συλλέγω μακριά σου αστραπές.
Πάρε όλα μου τα οστά, μην αφήσεις κανένα και μου τα σκοτεινιάσει η νύχτα σκέψη σου.
Προφύλαξέ με από το σκοτάδι λύκο, απ' το σκοτάδι γέρο, απ' το σκοτάδι μαχαίρι.
Άσε μου μόνο σάρκα λάσπη, να φτιάξω μ’ αυτήν σπίτια, σπίτια πολλά, σπίτια σε όλη τη γεωγραφία της νύχτας, το ένα δίπλα στο άλλο, για να κατοικήσουν όλοι οι άστεγοι του έρωτα.
Και σ’ ένα απ’ αυτά, στο πιο μεγάλο και το πιο ωραίο, στο πιο γενναίο κι ευγενικό θα βρίσκομαι εγώ, μονάχος πια.
Να ’χα τουλάχιστον μια φωτογραφία της νύχτας σκέψης σου να άκουγα τη σιωπή σου.
Tuesday, October 16, 2007
Το νερό νεράκι
.......................................Αφιερωμένο στην Ημέρα για το Περιβάλλον (που πέρασε)
Πριν από χρόνια πολλά, μόλις πιάναμε εφημερίδα στα χέρια μας, το πρώτο που μας ενδιέφερε ήταν η τιμή της χρυσής λίρας. Μόλις τη βλέπαμε καρφωμένη στις 280 δρχ. ησυχάζαμε και μετά άρχιζε το κανονικό πρωινό ή μεσημεριανό της ξεκοκάλισμα. Πέρασαν τα χρόνια, έπαψε να μας ενδιαφέρει η τιμή της χρυσής λίρας. Τώρα πια το ενδιαφέρον μας πήγαινε στο ύψος της στάθμης του νερού της λίμνης του Μαραθώνα. Αργότερα ενδιαφερόμαστε κατά περιοχές για τους σεισμούς και τις προβλέψεις τους, τα ρίχτερ και τα ρήγματα, μετά για το νέφος και τις τιμές του, αργότερα για το όζον και την τρύπα του και -ειδικά τα καλοκαίρια- για το πόση ώρα επιτρέπουν οι ειδικοί να εκτιθέμεθα στις ακτίνες του ήλιου. Σήμερα -τουλάχιστον στην περιοχή μας- πιστεύω πως το ενδιαφέρον μας το μονοπωλεί το νερό και η κατάστασή του.
Εγώ τουλάχιστον, από τη στιγμή που άκουσα πριν από χρόνια ότι η Δημοτική μας Επιχείρηση κρίνει το νερό μας ακατάλληλο, έπαψε να με ενδιαφέρει οτιδήποτε άλλο στις τοπικές εφημερίδες και στο τοπικό ραδιόφωνο. Η ενημέρωσή μου στην αρχή της ημέρας ξεκίναγε από την κατάσταση του νερού. Από τις έξι κάθε πρωί στηνόμουν στο ραδιόφωνο. Αν η ώρα έφτανε επτάμισι και δεν άκουγα τίποτα, καμία ανακοίνωση της Επιχείρησης, τότε χαρούμενος κι ελεύθερος έκανα το μπάνιο μου, έπλενα και τα δόντια μου, έφτιαχνα καφέ κι έσβηνα με κλειστά τα μάτια τη δίψα μου .Έτσι όμως και άκουγα πως η επιχείρηση συνιστά στους πολίτες να μην πίνουν νερό, τότε ή δεν πλενόμουν και έμενα νηστικός, ή, αν είχα περίσια εμφιαλωμένου, το χρησιμοποιούσα για τις ανάγκες μου, αναμένοντας τη νέα αισιόδοξη ανακοίνωση που θα μου επέτρεπε να χρησιμοποιήσω το πολύτιμο αγαθό της βρύσης.
Δείχνω τέτοια εμπιστοσύνη στη Δημοτική Επιχείρηση και της οφείλω τόσα πολλά, αφού μας προστατεύει από κάθε κίνδυνο. Αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά με έχουν συγκλονίσει. Γιατί, βλέπετε, δεν τους έφτασε που τόσα χρόνια μόχθησαν στην κυριολεξία για να μας φτιάξουν τις σωλήνες και το νερό, αλλά και από κει κι ύστερα δεν ησύχασαν στιγμή. Καθημερινές μετρήσεις με συνέπεια, σωστή και σοβαρή ενημέρωση, υπευθυνότητα και ευθύνη. Ανοίγει δηλαδή το πρωί την κάνουλα ο υπάλληλος, ο οποιοσδήποτε υπάλληλος της Επιχείρησης (δε μας ενδιαφέρουν τώρα τα ονόματα) με υπευθυνότητα, κι έτσι και διαπιστώσει ότι το νερό είναι μαύρο, μαύρη η ώρα που το γέννησε. Αν έχει μάλιστα αιωρούμενα σωματίδια ή ζωντανούς οργανισμούς μέσα του, έτσι και δει ο υπάλληλος κανένα ψάρι ή τίποτα χώματα και άλλα βοθρολύματα, χωρίς καμία καθυστέρηση ειδοποιεί τους προϊσταμένους του. Αυτοί αμέσως από την επόμενη ημέρα κιόλας ή -το αργότερο τη μεθεπόμενη, αν έχουν πολλή δουλειά- αρχίζουν τις απανωτές μετρήσεις. Τις περισσότερες φορές το βρίσκουν καθαρό και επιτιμούν τον υπάλληλό τους που δεν είδε καλά εκείνο το σκοτεινό πρωινό και το είδε μαύρο το νερό. Αλλά ουαί κι αλίμονο στο νερό αν καμιά φορά δεν πληροί τις υποχρεώσεις του. Αμέσως και χωρίς να ντρέπονται στέλνουν ανακοίνωση στον τύπο κι έχουν κι αυτοί το κεφάλι τους ήσυχο. Δεν παίζονται οι άνθρωποι και δεν παίζουν μ' αυτά οι άνθρωποι. Την υπογραφή τους βάζουν. Αν κάποιος μετά πίνοντας νερό πάθει ό,τι πάθει, η Επιχείρηση έχει το κεφάλι της ήσυχο και τα χέρια της καθαρά. «Εγώ, κύριοι, σας ειδοποίησα. Ουδεμίαν ευθύνη φέρω, λοιπόν. Αν εσείς κάνετε του κεφαλιού σας κι επιμένετε να πίνετε νερό από αυτό που εγώ θεωρώ ακατάλληλο προς πόσιν, την αποκλειστική ευθύνη έχετε εσείς». Έτσι είναι. Έτσι μιλά η υπευθυνότης.
Δε σας κρύβω πως όταν κι εγώ μια φορά -την πρώτη και μοναδική φορά- παράκουσα τις εντολές της Επιχείρησης και ήπια μερικές γουλιές από το ακατάλληλο νερό, είδα στην πλατεία της πόλης μας, όταν βγήκα να αγοράσω εφημερίδα, έναν υπάλληλό της να με κοιτάζει καχύποπτα. Αμέσως ένιωσα το σφάλμα μου, ήμουν έτοιμος να του ζητήσω γονυπετής συγγνώμη, αλλά ντράπηκα. Ό,τι ήταν να κάνουν, το έκαναν και με το παραπάνω. Η έμφυτη συστολή μου δε με άφησε να εξομολογηθώ την αμαρτία μου στον καθ' ύλην αρμόδιο. Έδωσα όμως υπόσχεση στον εαυτό μου να μην αμαρτήσω ξανά και δοκιμάσω το απαγορευμένο ποτό, αλλά πάντα με κλειστά τα μάτια να υπακούω στις εντολές της Δημοτικής μας Επιχείρησης. Κακό το νερό, κακό. Καλό το νερό, καλό και πόσιμο. Έστω κι αν είναι λίγο θολό ή λίγο προς το καφέ. Εγώ το πίνω με κλειστά τα μάτια. Έστω κι αν βρωμοκοπάει. Εγώ το πίνω και με κλειστή τη μύτη. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.
Πριν από χρόνια πολλά, μόλις πιάναμε εφημερίδα στα χέρια μας, το πρώτο που μας ενδιέφερε ήταν η τιμή της χρυσής λίρας. Μόλις τη βλέπαμε καρφωμένη στις 280 δρχ. ησυχάζαμε και μετά άρχιζε το κανονικό πρωινό ή μεσημεριανό της ξεκοκάλισμα. Πέρασαν τα χρόνια, έπαψε να μας ενδιαφέρει η τιμή της χρυσής λίρας. Τώρα πια το ενδιαφέρον μας πήγαινε στο ύψος της στάθμης του νερού της λίμνης του Μαραθώνα. Αργότερα ενδιαφερόμαστε κατά περιοχές για τους σεισμούς και τις προβλέψεις τους, τα ρίχτερ και τα ρήγματα, μετά για το νέφος και τις τιμές του, αργότερα για το όζον και την τρύπα του και -ειδικά τα καλοκαίρια- για το πόση ώρα επιτρέπουν οι ειδικοί να εκτιθέμεθα στις ακτίνες του ήλιου. Σήμερα -τουλάχιστον στην περιοχή μας- πιστεύω πως το ενδιαφέρον μας το μονοπωλεί το νερό και η κατάστασή του.
Εγώ τουλάχιστον, από τη στιγμή που άκουσα πριν από χρόνια ότι η Δημοτική μας Επιχείρηση κρίνει το νερό μας ακατάλληλο, έπαψε να με ενδιαφέρει οτιδήποτε άλλο στις τοπικές εφημερίδες και στο τοπικό ραδιόφωνο. Η ενημέρωσή μου στην αρχή της ημέρας ξεκίναγε από την κατάσταση του νερού. Από τις έξι κάθε πρωί στηνόμουν στο ραδιόφωνο. Αν η ώρα έφτανε επτάμισι και δεν άκουγα τίποτα, καμία ανακοίνωση της Επιχείρησης, τότε χαρούμενος κι ελεύθερος έκανα το μπάνιο μου, έπλενα και τα δόντια μου, έφτιαχνα καφέ κι έσβηνα με κλειστά τα μάτια τη δίψα μου .Έτσι όμως και άκουγα πως η επιχείρηση συνιστά στους πολίτες να μην πίνουν νερό, τότε ή δεν πλενόμουν και έμενα νηστικός, ή, αν είχα περίσια εμφιαλωμένου, το χρησιμοποιούσα για τις ανάγκες μου, αναμένοντας τη νέα αισιόδοξη ανακοίνωση που θα μου επέτρεπε να χρησιμοποιήσω το πολύτιμο αγαθό της βρύσης.
Δείχνω τέτοια εμπιστοσύνη στη Δημοτική Επιχείρηση και της οφείλω τόσα πολλά, αφού μας προστατεύει από κάθε κίνδυνο. Αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά με έχουν συγκλονίσει. Γιατί, βλέπετε, δεν τους έφτασε που τόσα χρόνια μόχθησαν στην κυριολεξία για να μας φτιάξουν τις σωλήνες και το νερό, αλλά και από κει κι ύστερα δεν ησύχασαν στιγμή. Καθημερινές μετρήσεις με συνέπεια, σωστή και σοβαρή ενημέρωση, υπευθυνότητα και ευθύνη. Ανοίγει δηλαδή το πρωί την κάνουλα ο υπάλληλος, ο οποιοσδήποτε υπάλληλος της Επιχείρησης (δε μας ενδιαφέρουν τώρα τα ονόματα) με υπευθυνότητα, κι έτσι και διαπιστώσει ότι το νερό είναι μαύρο, μαύρη η ώρα που το γέννησε. Αν έχει μάλιστα αιωρούμενα σωματίδια ή ζωντανούς οργανισμούς μέσα του, έτσι και δει ο υπάλληλος κανένα ψάρι ή τίποτα χώματα και άλλα βοθρολύματα, χωρίς καμία καθυστέρηση ειδοποιεί τους προϊσταμένους του. Αυτοί αμέσως από την επόμενη ημέρα κιόλας ή -το αργότερο τη μεθεπόμενη, αν έχουν πολλή δουλειά- αρχίζουν τις απανωτές μετρήσεις. Τις περισσότερες φορές το βρίσκουν καθαρό και επιτιμούν τον υπάλληλό τους που δεν είδε καλά εκείνο το σκοτεινό πρωινό και το είδε μαύρο το νερό. Αλλά ουαί κι αλίμονο στο νερό αν καμιά φορά δεν πληροί τις υποχρεώσεις του. Αμέσως και χωρίς να ντρέπονται στέλνουν ανακοίνωση στον τύπο κι έχουν κι αυτοί το κεφάλι τους ήσυχο. Δεν παίζονται οι άνθρωποι και δεν παίζουν μ' αυτά οι άνθρωποι. Την υπογραφή τους βάζουν. Αν κάποιος μετά πίνοντας νερό πάθει ό,τι πάθει, η Επιχείρηση έχει το κεφάλι της ήσυχο και τα χέρια της καθαρά. «Εγώ, κύριοι, σας ειδοποίησα. Ουδεμίαν ευθύνη φέρω, λοιπόν. Αν εσείς κάνετε του κεφαλιού σας κι επιμένετε να πίνετε νερό από αυτό που εγώ θεωρώ ακατάλληλο προς πόσιν, την αποκλειστική ευθύνη έχετε εσείς». Έτσι είναι. Έτσι μιλά η υπευθυνότης.
Δε σας κρύβω πως όταν κι εγώ μια φορά -την πρώτη και μοναδική φορά- παράκουσα τις εντολές της Επιχείρησης και ήπια μερικές γουλιές από το ακατάλληλο νερό, είδα στην πλατεία της πόλης μας, όταν βγήκα να αγοράσω εφημερίδα, έναν υπάλληλό της να με κοιτάζει καχύποπτα. Αμέσως ένιωσα το σφάλμα μου, ήμουν έτοιμος να του ζητήσω γονυπετής συγγνώμη, αλλά ντράπηκα. Ό,τι ήταν να κάνουν, το έκαναν και με το παραπάνω. Η έμφυτη συστολή μου δε με άφησε να εξομολογηθώ την αμαρτία μου στον καθ' ύλην αρμόδιο. Έδωσα όμως υπόσχεση στον εαυτό μου να μην αμαρτήσω ξανά και δοκιμάσω το απαγορευμένο ποτό, αλλά πάντα με κλειστά τα μάτια να υπακούω στις εντολές της Δημοτικής μας Επιχείρησης. Κακό το νερό, κακό. Καλό το νερό, καλό και πόσιμο. Έστω κι αν είναι λίγο θολό ή λίγο προς το καφέ. Εγώ το πίνω με κλειστά τα μάτια. Έστω κι αν βρωμοκοπάει. Εγώ το πίνω και με κλειστή τη μύτη. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.
Friday, October 12, 2007
Ένας απόμαχος μιλάει...
Αχ, Θεούλη μου, η πλατίτσα μου και το βασανισμένο μου κορμάκι! Πονάω παντού. Τα γερατιά, όπως και να' ναι, πονάνε. Κι αν έχεις περάσει και βάσανα πολλά στα νιάτα σου και δύσκολα χρόνια, αν έχεις γνωρίσει καλά στο πετσί σου την καταφρόνια του κόσμου, ε! τότε δεν έχεις ούτε να θυμάσαι κάτι, έστω για παρηγοριά. Κι αν σ' έχουν ξεχάσει και σ' ένα ανήλιαγο υπόγειο και κανείς δεν ήρθε τα τελευταία χρόνια να σου πει ένα λόγο γλυκό, ένα ευχαριστώ, να σου μιλήσει για τις χαμένες μάχες και τους αγώνες τους μισοτελειωμένους, η ζωή δεν υποφέρεται.
Μήπως μπόρεσα όμως να υποφέρω και τα νιάτα μου; Ήμασταν -θυμάμαι- καμιά εικοσαριά νέοι, όταν μπαίναμε αισιόδοξοι στη ζωή, ν' αγωνιστούμε και να προσφέρουμε. Θέλαμε να δώσουμε το είναι μας, να θυσιαστούμε για την τάξη μας. Σ' αυτή την τάξη βρεθήκαμε, αυτή νιώσαμε ότι πρέπει να αγαπήσουμε και για τα συμφέροντά της να αγωνιστούμε. Γρήγορα καταλάβαμε ότι μας περίμεναν δύσκολες μέρες, ότι η προσφορά και η θυσία μας δεν επρόκειτο να εκτιμηθούν, όπως ίσως ελπίζαμε. Από την πρώτη στιγμή αντιμετωπίσαμε την εχθρότητα του κόσμου. Δε χρειάστηκε να περάσει πολύ για να δεχτούμε τα πρώτα χτυπήματα. Εγώ, μάλιστα, θυμάμαι πολύ καλά αυτόν που με πλήγωσε στην πλάτη, το πρώτο χτύπημα. Τότε τα είχα χάσει, γιατί η ύπουλη μαχαιριά προερχόταν από ένα παιδί, ένα νέο δεκαπέντε-δεκάξι χρόνων. Δεν την περίμενα τόση κακία από έναν έφηβο, από τη στιγμή μάλιστα που τίποτα μέχρι τότε στην προσωπική μου ζωή δε δικαολογούσε τόση εχθρότητα. Περιττό να πω πως η πληγή αυτή δεν έκλεισε. Ακόμη τη νιώθω να με πονάει στην υγρασία που με ζώνει. Ίσως γιατί ήταν η πρώτη, παρέμεινε και η πιο επώδυνη.
Μετά ήρθαν κι άλλες: μπουνιές, κλωτσιές, χλευασμοί, προπηλακισμοί. Χρησιμοποίησαν εναντίον μου μαχαίρια, ψαλίδια, κατσαβίδια, ξυράφια. Ένας μάλιστα είχε φέρει μια φορά κι ένα πριόνι. Ευτυχώς τον συνέλαβαν και τον τιμώρησαν αυστηρά. Τους άφηνα όλους να εκτονώνονται. Φαίνεται ήταν πολύ καταπιεσμένοι στην προσωπική τους ζωή και δεν έβρισκαν άλλους τρόπους, πιο ήρεμους και πολιτισμένους, για να εκδηλωθούν, για να αντιδράσουν. Γρήγορα ήρθαν και τα τατουάζ που ανεξίτηλα χαράκωσαν τη νιότη μου κι αλλοίωσαν τη μορφή μου: καρδιές χαραγμένες στα μπράτσα μου με βέλη και αρχικά ονομάτων, καράβια κι αεροπλάνα, γήπεδα και ποδοσφαιριστές με όργωσαν, μ' έκαναν αγνώριστο. Αν ήξερα τι με περίμενε σ' αυτό τον κόσμο, αν κάποιος μου το 'λεγε και τον πίστευα, θα προτιμούσα να έμενα εκεί που είχα γεννηθεί, να ζήσω στη φύση, δίπλα στα άλλα δέντρα που τ' αγαπούσα και μ' αγαπούσαν. Στον καθαρό αέρα, μακριά απ' τη βρωμιά του κόσμου και την κακία του. Όμως κανείς δε μου είχε πει τίποτα, ίσως γιατί κανείς δεν περίμενε από μορφωμένους ανθρώπους τέτοια συμπεριφορά.
Μετά, όταν πέρασαν τα χρόνια κι έφτασα σε κάποια ηλικία, απόμαχος της ζωής, σκέφτηκα ότι θα μου έδειχναν πια το σεβασμό που μου είχε λείψει στα νιάτα μου. Φρούδες ελπίδες. Κανένας δε μου έδωσε σημασία, καμιά τρυφερότητα. Τα ένδοξα και τιμημένα γερατιά, άκουγα. Τρίχες, μην πιστεύετε κανέναν. Όλοι τον εαυτό τους κοίταγαν. Εμένα με παραπέταξαν στο σκοτεινό υπόγειο μαζί με άλλους συντρόφους μου και μας άφησαν εκεί, χωρίς τροφή, χωρίς φως και -κυρίως- χωρίς αναγνώριση. Χωρίς σύνταξη ζήσαμε όπως ζήσαμε, τα κουτσοβολέψαμε μερικά χρόνια. Ο Θεός ξέρει πώς επιζήσαμε ανάμεσα στο θανατερό σφιχταγκάλιασμα της αράχνης και στη μούχλα. Τιμημένα γερατιά! Τρίχες κατσαρές.
Ελπίζαμε ξανά πως μας ξέχασαν. Καλύτερα στη λήθη παρά να σε τυραννούν ηλίθιοι, έλεγε ένας μεγαλύτερος σε ηλικία σύντροφός μας που ήξερε πολλά, είχε σπουδάσει και σε ανώτερη σχολή για πάνω από δέκα χρόνια. Αυτά μας έλεγε, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Το φως του ήλιου μάς θάμπωσε. Νέοι βάρβαροι, χωρίς σεβασμό στην ηλικία μας, στους αγώνες και στα τραύματά μας, μας τράβηξαν και μας πέταξαν έξω, σ' ένα προαύλιο με ψηλά κάγκελα περιφραγμένο. Ήμασταν φυλακισμένοι που βγαίναμε μετά από χρόνια στο φως του ήλιου, αλλά κανενός τα πόδια δεν άντεχαν για μια βόλτα στην αυλή. Μείναμε έτσι σωριασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ανήμποροι μπροστά στη νέα δοκιμασία που νιώσαμε να μας απειλεί.
Ακούσαμε πως θα μας μετέφεραν σε μια νέα σχολή που είχε ανοίξει ξαφνικά και δεν είχαν προλάβει να προμηθευτούν καινούρια θρανία. Γι' αυτό επιστράτευσαν εμάς. Εμείς οι απόμαχοι της ζωής, τα ηλικιωμένα και τσακισμένα παλιά θρανία κληθήκαμε να βγάλουμε τα κάστανα απ' τη φωτιά. Τουλάχιστον να 'ναι τα χρόνια αυτά πιο ευγενικοί οι νέοι! Όπως και να 'ναι όμως, καλύτερα από τη μούχλα του υπογείου. Θα δώσουμε τις τελευταίες μας μάχες όρθιοι. Κι ό,τι βγει.
Μήπως μπόρεσα όμως να υποφέρω και τα νιάτα μου; Ήμασταν -θυμάμαι- καμιά εικοσαριά νέοι, όταν μπαίναμε αισιόδοξοι στη ζωή, ν' αγωνιστούμε και να προσφέρουμε. Θέλαμε να δώσουμε το είναι μας, να θυσιαστούμε για την τάξη μας. Σ' αυτή την τάξη βρεθήκαμε, αυτή νιώσαμε ότι πρέπει να αγαπήσουμε και για τα συμφέροντά της να αγωνιστούμε. Γρήγορα καταλάβαμε ότι μας περίμεναν δύσκολες μέρες, ότι η προσφορά και η θυσία μας δεν επρόκειτο να εκτιμηθούν, όπως ίσως ελπίζαμε. Από την πρώτη στιγμή αντιμετωπίσαμε την εχθρότητα του κόσμου. Δε χρειάστηκε να περάσει πολύ για να δεχτούμε τα πρώτα χτυπήματα. Εγώ, μάλιστα, θυμάμαι πολύ καλά αυτόν που με πλήγωσε στην πλάτη, το πρώτο χτύπημα. Τότε τα είχα χάσει, γιατί η ύπουλη μαχαιριά προερχόταν από ένα παιδί, ένα νέο δεκαπέντε-δεκάξι χρόνων. Δεν την περίμενα τόση κακία από έναν έφηβο, από τη στιγμή μάλιστα που τίποτα μέχρι τότε στην προσωπική μου ζωή δε δικαολογούσε τόση εχθρότητα. Περιττό να πω πως η πληγή αυτή δεν έκλεισε. Ακόμη τη νιώθω να με πονάει στην υγρασία που με ζώνει. Ίσως γιατί ήταν η πρώτη, παρέμεινε και η πιο επώδυνη.
Μετά ήρθαν κι άλλες: μπουνιές, κλωτσιές, χλευασμοί, προπηλακισμοί. Χρησιμοποίησαν εναντίον μου μαχαίρια, ψαλίδια, κατσαβίδια, ξυράφια. Ένας μάλιστα είχε φέρει μια φορά κι ένα πριόνι. Ευτυχώς τον συνέλαβαν και τον τιμώρησαν αυστηρά. Τους άφηνα όλους να εκτονώνονται. Φαίνεται ήταν πολύ καταπιεσμένοι στην προσωπική τους ζωή και δεν έβρισκαν άλλους τρόπους, πιο ήρεμους και πολιτισμένους, για να εκδηλωθούν, για να αντιδράσουν. Γρήγορα ήρθαν και τα τατουάζ που ανεξίτηλα χαράκωσαν τη νιότη μου κι αλλοίωσαν τη μορφή μου: καρδιές χαραγμένες στα μπράτσα μου με βέλη και αρχικά ονομάτων, καράβια κι αεροπλάνα, γήπεδα και ποδοσφαιριστές με όργωσαν, μ' έκαναν αγνώριστο. Αν ήξερα τι με περίμενε σ' αυτό τον κόσμο, αν κάποιος μου το 'λεγε και τον πίστευα, θα προτιμούσα να έμενα εκεί που είχα γεννηθεί, να ζήσω στη φύση, δίπλα στα άλλα δέντρα που τ' αγαπούσα και μ' αγαπούσαν. Στον καθαρό αέρα, μακριά απ' τη βρωμιά του κόσμου και την κακία του. Όμως κανείς δε μου είχε πει τίποτα, ίσως γιατί κανείς δεν περίμενε από μορφωμένους ανθρώπους τέτοια συμπεριφορά.
Μετά, όταν πέρασαν τα χρόνια κι έφτασα σε κάποια ηλικία, απόμαχος της ζωής, σκέφτηκα ότι θα μου έδειχναν πια το σεβασμό που μου είχε λείψει στα νιάτα μου. Φρούδες ελπίδες. Κανένας δε μου έδωσε σημασία, καμιά τρυφερότητα. Τα ένδοξα και τιμημένα γερατιά, άκουγα. Τρίχες, μην πιστεύετε κανέναν. Όλοι τον εαυτό τους κοίταγαν. Εμένα με παραπέταξαν στο σκοτεινό υπόγειο μαζί με άλλους συντρόφους μου και μας άφησαν εκεί, χωρίς τροφή, χωρίς φως και -κυρίως- χωρίς αναγνώριση. Χωρίς σύνταξη ζήσαμε όπως ζήσαμε, τα κουτσοβολέψαμε μερικά χρόνια. Ο Θεός ξέρει πώς επιζήσαμε ανάμεσα στο θανατερό σφιχταγκάλιασμα της αράχνης και στη μούχλα. Τιμημένα γερατιά! Τρίχες κατσαρές.
Ελπίζαμε ξανά πως μας ξέχασαν. Καλύτερα στη λήθη παρά να σε τυραννούν ηλίθιοι, έλεγε ένας μεγαλύτερος σε ηλικία σύντροφός μας που ήξερε πολλά, είχε σπουδάσει και σε ανώτερη σχολή για πάνω από δέκα χρόνια. Αυτά μας έλεγε, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Το φως του ήλιου μάς θάμπωσε. Νέοι βάρβαροι, χωρίς σεβασμό στην ηλικία μας, στους αγώνες και στα τραύματά μας, μας τράβηξαν και μας πέταξαν έξω, σ' ένα προαύλιο με ψηλά κάγκελα περιφραγμένο. Ήμασταν φυλακισμένοι που βγαίναμε μετά από χρόνια στο φως του ήλιου, αλλά κανενός τα πόδια δεν άντεχαν για μια βόλτα στην αυλή. Μείναμε έτσι σωριασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ανήμποροι μπροστά στη νέα δοκιμασία που νιώσαμε να μας απειλεί.
Ακούσαμε πως θα μας μετέφεραν σε μια νέα σχολή που είχε ανοίξει ξαφνικά και δεν είχαν προλάβει να προμηθευτούν καινούρια θρανία. Γι' αυτό επιστράτευσαν εμάς. Εμείς οι απόμαχοι της ζωής, τα ηλικιωμένα και τσακισμένα παλιά θρανία κληθήκαμε να βγάλουμε τα κάστανα απ' τη φωτιά. Τουλάχιστον να 'ναι τα χρόνια αυτά πιο ευγενικοί οι νέοι! Όπως και να 'ναι όμως, καλύτερα από τη μούχλα του υπογείου. Θα δώσουμε τις τελευταίες μας μάχες όρθιοι. Κι ό,τι βγει.
Φωτογραφία: Από την εγκατάσταση του Τ.Καντόρ, Θρανίο από τη Νεκρή Τάξη, 1975
Monday, October 08, 2007
Ο Βασιλιάς της Ασίνης (Ι)
…τε
Γράφουν οι νέες Ελληνικές εγκυκλοπαίδειες ένα σωρό λέξεις και στήλες και σελίδες για αξιόλογους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, που λέμε. Τα βιογραφικά λεξικά δίνουν τα ρέστα τους με αναλυτικές παρουσιάσεις και φωτογραφίες για τις διάφορες προσωπικότητες. Γράφουν π.χ. για τον Παναγιώτη Μουλά που γεννήθηκε στο Κιλκίς το 1935, μαθήτευσε κοντά στο Λίνο Πολίτη και υπήρξε, από το 1961 μέχρι το 1966 επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, που σπούδασε με υποτροφία στη Γαλλία ιστορία της Γαλλίας και Λογοτεχνία και –για να μην πολυλογώ- εκλέχτηκε παμψηφεί τακτικός καθηγητής στην έδρα της Νεότερης Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πράγματα αξιόλογα και κατανοητά. Γράφουν για τον Σπυρίδωνα Μουλόπουλο, το γνωστό καρδιολόγο και καθηγητή της Θεραπευτικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τον Ματθαίο Μουντέ, το γνωστό –επίσης- λογοτέχνη που ασχολήθηκε και με το ραδιόφωνο ως παραγωγός εκπομπών σχετικών με τη λογοτεχνική και λαογραφική μας παράδοση. Συνεχίζω –υπ’ όψιν ότι βρίσκομαι στο Μ, λήμματα αυτού του γράμματος με ενδιαφέρουν- και πλησιάζω το στόχο μου: Λουκάς Μούσουλος, μεταλλειολόγος, καθηγητής του Ε.Μ.Π., μέλος και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών· Μουσούρης Κώστας, ο γνωστός ηθοποιός, όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά μια φορά ηθοποιός, θιασάρχης και σκηνοθέτης. Γράφουν για την Καλλιόπη Μουστάκα, παιδαγωγό και εκπαιδευτικό (Άνδρος 1918-Αθήνα 1978). Για τον Ευάγγελο Μουτσόπουλο τόσα πολλά και βαρύγδουπα, για όσους δεν ξέρουν… Εγώ που υπήρξα φοιτητής του γνωρίζω πολύ καλά ότι ο άνθρωπος είναι καθηγητής πανεπιστημίου, μέλος και πρόεδρος αρκετών επιστημονικών σωματείων κ.λπ. κ.λπ., τίποτα δηλαδή τόσο σπουδαίο για να υπάρχουν τρεις στήλες και έγχρωμη φωτογραφία· ούτε καν καλός δάσκαλος για τους φοιτητές του δεν υπήρξε, κατά την προσωπική –άρα και υποκειμενική- φτωχή μου γνώμη. Τέλος πάντων. Επισπεύδω –το ξέρω ότι μακρηγορώ, αλλά είναι ίσως πάνω από τις δυνάμεις μου. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι επιλέγω μόνο «προσωπικότητες» εξ Ελλάδος, μπορεί να καταλάβει τη δυσχερή θέση μου: να πολυλογώ και να γνωρίζω ότι πολυλογώ. Να διαβάζω άχρηστα λήμματα, να τα σχολιάζω και να ξέρω ότι είναι άχρηστα. Ουίλλιαμ Μπαζιώτης (1912-1963), αμερικανός ζωγράφος ελληνικής καταγωγής, συν φωτογραφία… Φτάνω! Γιώργος Μπακαλάκης, αρχαιολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου, τρεις στήλες κι αυτός κι έγχρωμη φωτογραφία, Μπαλής Γεώργιος, Μπάλλας Παναγιώτης, Μπαμπινιώτης Γεώργιος, όλοι καθηγητές Πανεπιστημίου με αξιόλογο (αλίμονο) έργο, ο καθένας στην ειδικότητά του, και με έγχρωμες φωτογραφίες άπαντες. (Θα πρέπει να έχει πάντως κάποια ιδιαίτερη σημασία να μου παρέχεται και η φωτογραφία του Μπαμπινιώτη κι όχι μόνο το επιστημονικό του έργο, με τόσες λεπτομέρειες μάλιστα.). Μπάντεν-Πάουελ (όχι ο μουσικός), ο άγγλος στρατιωτικός που ίδρυσε τον προσκοπισμό. Να, όπου να ’ναι θα παρουσιαστείς κι εσύ, κάπως στριμωγμένος αλήθεια ανάμεσα σε καθηγητές, πολιτικούς, και στρατιωτικούς… Μπαρζανί… Μπαρίσνικωφ (σε περάσαμε; Όχι, είσαι με δύο ρ εσύ). Παρακάτω, λοιπόν: Μπάρμπερ, Μπάρνετ, Μπαρντό, Μπαρόν, Μπαρόχα, Μπαρράς, Μπαρρές, Μπάρρι… Εδώ είμαστε, στην επόμενη σελίδα. Μπάρρι συνέχεια, Μπάρροουζ Ουίλλιαμ, Μπάρρυ, Μπάρρυμορ, Μπαρρώ, Μπαρτ…!!!
Τίποτα! Ούτε μια γραμμή για σένα, Ωγκυστίν! Κρίμα! Θα ήσουν τόσο ωραίος στη γυαλιστερή σελίδα με την πολύχρωμη ινδιάνικη φορεσιά σου. Γιατί, αν σε γνώριζαν και σε έκριναν και σένα αξιόλογο, όπως τόσους άλλους Μουτσόπουλος, Μουλόπουλους, Μουλάδες και λοιπούς, θα σου είχαν και φωτογραφία, δεν μπορεί. Μέχρι και εξώφυλλο… Αν σε ήξεραν. Όμως τίποτα.
Ούτε μια γραμμή για σένα, Ωγκυστίν Μπάρριος Μαντζορέ.
Τίποτα! Ούτε μια γραμμή για σένα, Ωγκυστίν! Κρίμα! Θα ήσουν τόσο ωραίος στη γυαλιστερή σελίδα με την πολύχρωμη ινδιάνικη φορεσιά σου. Γιατί, αν σε γνώριζαν και σε έκριναν και σένα αξιόλογο, όπως τόσους άλλους Μουτσόπουλος, Μουλόπουλους, Μουλάδες και λοιπούς, θα σου είχαν και φωτογραφία, δεν μπορεί. Μέχρι και εξώφυλλο… Αν σε ήξεραν. Όμως τίποτα.
Ούτε μια γραμμή για σένα, Ωγκυστίν Μπάρριος Μαντζορέ.
Subscribe to:
Posts (Atom)