Άγιε μου Βασίλη,Σου γράφω τώρα την Πρωτοχρονιά, όπως ακριβώς όταν ήμουν μικρός και πίστευα ότι ερχόσουν το βράδυ της Παραμονής του νέου έτους. Έπρεπε να περιμένω χρόνια πολλά χρόνια μέχρι να μάθω ότι το έθιμο των εταίρων μας στην Ε.Ε. είναι να έρχεσαι τα Χριστούγεννα και όχι την Πρωτοχρονιά. Βέβαια κατάλαβα ότι εσύ είσαι ένας πρωτότυπος άγιος, μισός Ευρωπαίος και μισός Έλληνας, ακριβώς όπως κι εγώ, μισό-μισός, ένας Έλληνας που αγωνίζεται να γίνει Ευρωπαίος. Είσαι Έλληνας και λέγεσαι Βασίλης κι όχι Σάντα-Κλάους και τα τέτοια. Έτσι ακολουθώντας τη δική μου παιδική παράδοση, σου γράφω σήμερα. Και σου γράφω, γιατί νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σου τα ψάλλω από την καλή. Τόσα χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή. Πιστεύω ότι είναι καιρός να μάθεις μερικές αλήθειες.
Μάθε, λοιπόν, ότι δε σε πίστεψα ποτέ μου. Μέχρι μια ηλικία βέβαια στήριζα κάποιες ελπίδες σε σένα, αλλά αρκετά γρήγορα τα κατάλαβα όλα. Μετά όμως ήρθαν στη ζωή μου τα δικά μου παιδιά κι αναγκαστικά συνέχιζα να παίζω το ρόλο στο παραμύθι σου. Ντυνόμουν εγώ Άγιος Βασίλης και τους επισκεπτόμουν αυτές τις μέρες. Περίμενα πώς και πώς να μεγαλώσουν κι αυτά λίγο, να μην έχω άλλες δεσμεύσεις, να καταλάβουν κι αυτά ότι δεν είσαι αληθινός, για να σου τα πω. Είναι αλήθεια ότι αυτά, τα παιδιά μου, δε σε κατάλαβαν γρήγορα. Βλέπεις, η ευημερία που κυκλοφορούσε γύρω τους δεν τα άφηνε να δουν την αλήθεια. Τους έφερνες τα δώρα τους κάθε χρόνο ανελλιπώς, πήγαινες τα δώρα και στους φίλους τους, ε, τα βόλευες, γιατί να μη σε πιστεύουν; Απ’ το μυαλό τους δεν πέρασε εύκολα η σκέψη ότι ήσουν μια απάτη, ένα γλυκό όνειρο. Τώρα όμως που σε κατάλαβαν κι αυτά, νιώθω ότι πρέπει ν
α μιλήσω. Και ποια καλύτερη ευκαιρία μου παρουσιάζεται τον τελευταίο καιρό παρά μέσα από το blog, για να μ' ακούσεις καλύτερα. Στο διαδίκτυο τα πάντα ταξιδεύουν σίγουρα και γρήγορα, ενώ τα ταχυδρομεία μας είναι αργά, υπερβολικά αργά αυτές τις ημέρες.Το πρώτο και κύριο, λοιπόν, Άγιε Βασίλη, ήταν ότι τότε, στα χρόνια τα δικά μου, έφερνες δώρα μόνο στα πλούσια παιδιά. Όσο πιο πλούσια ήταν τα παιδιά, τόσο και πιο ακριβά, πιο λαμπερά δώρα έπαιρναν. Οι μικρομεσαίοι έπαιρναν φτηνότερα και οι φτωχοί τίποτα απολύτως. Και μια χρονιά ειδικά που είχα σφοδρές ελπίδες ότι θα με θυμηθείς -ήταν τότε που οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαν καλά μια ολόκληρη χρονιά και σκεφτόμουν ότι θα με αποζημίωνες εσύ- εσύ δε μου έφερες τίποτα. Δε σε συγκίνησαν ούτε τα δάκρυά μου ούτε τα παρακάλια μου. Τα παπούτσια και οι κάλτσες μου που τα άφηνα το βράδυ πλάι στη σόμπα για να τα γεμίσεις, το πρωί ήταν κρύα και -το κυριότερο- άδεια. Ούτε μια καραμέλα. Αντίθετα, στο πιο πλούσιο παιδί της παρέας μας είχες φέρει το δώρο-φετίχ των μικρών μου χρόνων: ένα ηλεκτρικό τρενάκι που περνούσε μέσα από σήραγγες, από βουνά και πεδιάδες, σταματούσε σε σταθμούς και σε φανάρια. Αμ κι αυτά τα δώρα σου! Ήταν λογικό, όχι πες μου αν ήταν λογικό να πιστεύεις στο Θεό και στην Αγάπη σαν Άγιος που είσαι, και να δωρίζεις πιστόλια και αυτόματα όπλα και στρατιώτες και τανκς. Ήταν πράγματα αυτά για δώρα;
Το δεύτερο ήταν ότι ήσουν πολύ στρουμπουλός για άγιος. Φουσκωμένος και δυσκίνητος από το πάχος απορούσε κανείς πώς ήταν δυνατόν να σε σηκώνει το έλκηθρο, αλλά και πώς μπορούσες να περνάς μέσα από τις καπνοδόχους. Και πώς, όταν καμιά φορά περνούσες κι έφτανες στο σπίτι, δεν ήσουν κατάμαυρος από τις καπνιές, αλλά συνέχιζες να είσαι κατακόκκινος, κατακάθαρος κι ολοκαίνουριος. Κι αυτό το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη σου μου φαινόταν πολύ ύποπτο. Ακόμη και μέσα στη δικτατορία, όταν είχα αρ
χίσει να καταλαβαίνω τον κόσμο, εσύ χαμογελούσες αμέριμνος και συνέχιζες να φέρνεις δώρα στα πλουσιόπαιδα, λες και τίποτα δεν έτρεχε στην πατρίδα μου, σαν να πήγαιναν όλα ρολόι. Ακόμη κι όταν η τηλεόραση μας έδειχνε τα σκελετωμένα παιδάκια κάποιας μακρινής χώρας, εσύ χαμογελούσες και τα κοιτούσες πονηρά μέσα από τα γυαλάκια σου, Άγιε μου Βασίλη. Και να ξέρει κανείς ότι αυτά τα παιδάκια ήταν αληθινά, αυτά ήταν η πραγματικότητα, κι εσύ ο γελαστός, ψεύτικος!Τώρα δε σε περιμένουμε. Η πελατεία σου έχει μειωθεί σημαντικά. Έχεις πέραση μόνο στα νήπια, στα πολύ νήπια. Το έχασες το παιχνίδι, άγιε. Και μη νομίζεις ότι το έχασες στο σπίτι μου ή στο σπίτι του γείτονα που μεγάλωσαν κι αυτουνού τα παιδιά του. Όχι! Το παιχνίδι το έχασες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, στην Αιθιοπία, στο Σαράγεβο, στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, στα Καλάβρυτα και όπου αλλού ανθρώπινα κορμιά πότισαν τη γη με το κόκκινο υγρό του μίσους.
Κόκκινο ακριβώς όπως η κατακαίνουρια φορεσιά σου.
Όπως τα κατακόκκινα γελαστά μαγουλάκια σου.
Είν’ οι πλατείες των χωριών χριστουγεννιάτικα δεντράκια. Έχουν τα δώρα της παράδοσης να κρέμονται στολίδια. Μπάλες πολύχρωμες και φιόγκοι όσα μέσα στα χρόνια ακούστηκαν στον πλάτανο από κάτω. Λέξεις και ήχοι ελληνικοί και ποιοι απ’ αυτούς και τούρκικοι και ποιοι αλβανικοί γίνανε όλοι αυτοί αδέρφια μας με χιόνια και λιακάδες. Ζυμώθηκαν τα λόγια μας κι οι σκέψεις και το μέλλον στα σιδερένια τραπεζάκια της πλατείας, στις ψάθινες καρέκλες καφενείων.


