Από το απόγευμα έπεφτε μια ψιλή βροχή, μαγιάτικη. Κατά το βραδάκι, απόβροχο, προτείναμε στους δυο ξένους μας ελαφρό, καθαρά ελληνικό δείπνο. Σουβλάκι στη Λέρνα, δίπλα στους βάλτους όπου δρούσε η αρχαία Ύδρα, το τέρας που γεννήθηκε από τον Τυφώνα και την Έχιδνα. Τώρα ακίνδυνη πια, χωρίς τα εννέα κεφάλια της και το δηλητήριό της από το οποίο δεν γλύτωσαν ούτε ο Κένταυρος Χείρων ούτε ο ίδιος ο φονέας της, ο Ηρακλής, δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο από το να ρουφά λίγη από την κνίσσα που ανεβαίνει στον ουρανό και να χαζεύει –αθέατη- τους τουρίστες αναθυμούμενη μέρες καλές.
Οι μυρουδιές από το υγρό χώμα κι από τον βρεμμένο γερο-πλάτανο συναγωνίζονταν την τσίκνα από την ψησταριά κι η συζήτηση με τους Γάλλους, μετά το φαγητό, άρχισε να περιστρέφεται στα γνωστά θέματα που συζητούν οι άνθρωποι όταν είναι πια χορτάτοι: τέχνη και πολιτισμός. Και τότε ακριβώς, στο αποκορύφωμα μιας μικρής ελληνογαλλικής διένεξης, το άκουσα πρώτος. Ένα αηδόνι κρυμμένο στη φυλλωσιά του μεγάλου πλάτανου άρχισε το τραγούδι του. Οι Γάλλοι δεν πίστεψαν ότι επρόκειτο για αυθεντικό ροσινιόλ (η γαλλική λέξη ανέσυρε για δευτερόλεπτα στη μνήμη τον παλαιό κινηματογράφο όπου είχα δει τα πρώτα ακατάλληλα έργα της εφηβείας μου). Είχαν την πεποίθηση ότι ο ταβερνιάρης είχε κρύψει ηχεία στα κλαδιά του πλάτανου για να ελκύει πελατεία. Έλα όμως που το ροσινιόλ συνέχιζε ακάθεκτο να ανεβοκατεβαίνει τις μουσικές του σκάλες χωρίς καμία μα καμία περιοδικότητα στο τραγούδι του! Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, χορτάτο κι αυτό από τα σουβλάκια και τη ζωή που κύλησε τόσο γρήγορα, στέκονταν κάτω από το δέντρο μαγεμένο. Τους πλησίασα.
«Αηδόνι δεν είναι αυτό;» ρώτησαν.
«Αηδόνι, βέβαια, τι άλλο θα μπορούσε να είναι».
«Δεν έχουμε ποτέ μας ακούσει αηδόνι», είπαν συγκινημένοι φτάνοντας μόνοι τους σε παλαιότερο συμπέρασμά μου: Μόλις ακούσεις αηδόνι να κελαηδά –ακόμη κι αν ποτέ σου δεν έχεις ακούσει το τραγούδι του-, θα μονολογήσεις: «Αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από αηδόνι».
Μείναμε λίγη ώρα ενεοί προσπαθώντας να κλείσουμε τις ρωγμές του χρόνου που άνοιξε ξαφνικά μέσα μας το θεϊκό αόρατο πτηνό. Και λίγο αργότερα, αφού αποτύχαμε στις προσπάθειες, αφήσαμε το χρόνο να τρέχει σαν αίμα. Θυμηθήκαμε τον Σεφέρη και το «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», τους είπα για τα δικά μου αηδόνια στο φράχτη στη Βόρεια Εύβοια και στην Κορώνη που αρχίζουν το τραγούδι τους στις 5.15 το πρωί ακριβώς, είπαμε για γαρδέλια και σπίνους, παπαδίτσες και καλογέρους, σιταρίθρες και καρδερίνες και φλώρους, είπαμε για βροχές και για λιακάδες, για πολλά υπό τους ήχους πάντοτε του ακούραστου βιρτουόζου. Το έβλεπα το ηλικιωμένο ζευγάρι, δεν ήθελαν να αφήσουν το αηδόνι και τη συζήτηση, ήθελαν να μείνουν εκεί, προσηλωμένοι στην πρώτη και –ίσως- μοναδική εμπειρία τους. Με δυσκολία μετά από ώρα με αποχαιρέτησαν και μπήκαν στο αυτοκίνητό τους.
Ποια μυστική δύναμη θέλησε να τους κρατήσει εκεί; Η μίζα, πιο υπάκουη από την μπαταρία, γύριζε ράθυμα, η τελευταία όμως δεν έδινε το ρεύμα. Μετά από λίγο έγινε φανερό πια ότι εξέπνευσε. Το όχημα δεν έπαιρνε μπροστά, με άλλα λόγια. Όσες προσπάθειες και αν δοκίμασε ο γηραιός οδηγός απέβησαν άκαρπες. Τελικά, μήπως τίποτα στον κόσμο μας δεν είναι τυχαίο; Μήπως το αηδόνι εν μέσω της κνίσσας που ταξίδευε ψηλά προς τους θεούς έστελνε και τη δική του παράκληση εκεί, να κρατηθούν οι λίγοι λάτρεις που του απέμειναν λίγο ακόμη κοντά του; Στο τέλος σπρώξαμε το αυτοκίνητο και πήρε μπροστά. Γρήγορα χάθηκαν τα φανάρια του στην πρώτη στροφή.
Όταν αργότερα μπήκαμε κι εμείς στο αυτοκίνητο και πριν γυρίσω το κλειδί στη μίζα σκέφτηκα ότι δε θα ήταν καθόλου παράξενο αν και το δικό μου όχημα, μολονότι καινούργιο, αρνούνταν να πάρει μπροστά. Το αηδόνι, βλέπετε, συνέχιζε το τραγούδι του μέσα από την υγρή φυλλωσιά του πλατάνου.
Οι μυρουδιές από το υγρό χώμα κι από τον βρεμμένο γερο-πλάτανο συναγωνίζονταν την τσίκνα από την ψησταριά κι η συζήτηση με τους Γάλλους, μετά το φαγητό, άρχισε να περιστρέφεται στα γνωστά θέματα που συζητούν οι άνθρωποι όταν είναι πια χορτάτοι: τέχνη και πολιτισμός. Και τότε ακριβώς, στο αποκορύφωμα μιας μικρής ελληνογαλλικής διένεξης, το άκουσα πρώτος. Ένα αηδόνι κρυμμένο στη φυλλωσιά του μεγάλου πλάτανου άρχισε το τραγούδι του. Οι Γάλλοι δεν πίστεψαν ότι επρόκειτο για αυθεντικό ροσινιόλ (η γαλλική λέξη ανέσυρε για δευτερόλεπτα στη μνήμη τον παλαιό κινηματογράφο όπου είχα δει τα πρώτα ακατάλληλα έργα της εφηβείας μου). Είχαν την πεποίθηση ότι ο ταβερνιάρης είχε κρύψει ηχεία στα κλαδιά του πλάτανου για να ελκύει πελατεία. Έλα όμως που το ροσινιόλ συνέχιζε ακάθεκτο να ανεβοκατεβαίνει τις μουσικές του σκάλες χωρίς καμία μα καμία περιοδικότητα στο τραγούδι του! Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, χορτάτο κι αυτό από τα σουβλάκια και τη ζωή που κύλησε τόσο γρήγορα, στέκονταν κάτω από το δέντρο μαγεμένο. Τους πλησίασα.
«Αηδόνι δεν είναι αυτό;» ρώτησαν.
«Αηδόνι, βέβαια, τι άλλο θα μπορούσε να είναι».
«Δεν έχουμε ποτέ μας ακούσει αηδόνι», είπαν συγκινημένοι φτάνοντας μόνοι τους σε παλαιότερο συμπέρασμά μου: Μόλις ακούσεις αηδόνι να κελαηδά –ακόμη κι αν ποτέ σου δεν έχεις ακούσει το τραγούδι του-, θα μονολογήσεις: «Αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από αηδόνι».
Μείναμε λίγη ώρα ενεοί προσπαθώντας να κλείσουμε τις ρωγμές του χρόνου που άνοιξε ξαφνικά μέσα μας το θεϊκό αόρατο πτηνό. Και λίγο αργότερα, αφού αποτύχαμε στις προσπάθειες, αφήσαμε το χρόνο να τρέχει σαν αίμα. Θυμηθήκαμε τον Σεφέρη και το «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», τους είπα για τα δικά μου αηδόνια στο φράχτη στη Βόρεια Εύβοια και στην Κορώνη που αρχίζουν το τραγούδι τους στις 5.15 το πρωί ακριβώς, είπαμε για γαρδέλια και σπίνους, παπαδίτσες και καλογέρους, σιταρίθρες και καρδερίνες και φλώρους, είπαμε για βροχές και για λιακάδες, για πολλά υπό τους ήχους πάντοτε του ακούραστου βιρτουόζου. Το έβλεπα το ηλικιωμένο ζευγάρι, δεν ήθελαν να αφήσουν το αηδόνι και τη συζήτηση, ήθελαν να μείνουν εκεί, προσηλωμένοι στην πρώτη και –ίσως- μοναδική εμπειρία τους. Με δυσκολία μετά από ώρα με αποχαιρέτησαν και μπήκαν στο αυτοκίνητό τους.
Ποια μυστική δύναμη θέλησε να τους κρατήσει εκεί; Η μίζα, πιο υπάκουη από την μπαταρία, γύριζε ράθυμα, η τελευταία όμως δεν έδινε το ρεύμα. Μετά από λίγο έγινε φανερό πια ότι εξέπνευσε. Το όχημα δεν έπαιρνε μπροστά, με άλλα λόγια. Όσες προσπάθειες και αν δοκίμασε ο γηραιός οδηγός απέβησαν άκαρπες. Τελικά, μήπως τίποτα στον κόσμο μας δεν είναι τυχαίο; Μήπως το αηδόνι εν μέσω της κνίσσας που ταξίδευε ψηλά προς τους θεούς έστελνε και τη δική του παράκληση εκεί, να κρατηθούν οι λίγοι λάτρεις που του απέμειναν λίγο ακόμη κοντά του; Στο τέλος σπρώξαμε το αυτοκίνητο και πήρε μπροστά. Γρήγορα χάθηκαν τα φανάρια του στην πρώτη στροφή.
Όταν αργότερα μπήκαμε κι εμείς στο αυτοκίνητο και πριν γυρίσω το κλειδί στη μίζα σκέφτηκα ότι δε θα ήταν καθόλου παράξενο αν και το δικό μου όχημα, μολονότι καινούργιο, αρνούνταν να πάρει μπροστά. Το αηδόνι, βλέπετε, συνέχιζε το τραγούδι του μέσα από την υγρή φυλλωσιά του πλατάνου.
21 comments:
ΩΡΑΙΟ. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ. ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ
Περασμένες μέρες τα πρωινά έβλεπα έναν κότσυφα απ' έξω και μακάριζα την αγαθή μου τύχη γι' αυτό.
Μακάριος και συ που ευτύχησες στου αηδονιού το λάλημα
meril
Σταυρούλα,
Προς τι η κεφαλαιογράμματος γραφή;
Να είσαι καλά.
meril
και ο κότσυφας έχει πολύ ωραίο κελάηδημα. Το αηδόνι τραγουδά από Απρίλιο μέχρι Ιούνιο, σε λόχμες, φράχτες. Πάντα μοναχικό. Όπως όλες οι μεγάλες φωνές.
Αν με άκουγες, θα το έλεγα δυνατά, θα το βροντοφώναζα
Πολύ τρυφερο, πολύ λυρικό.
Δέν ξέρω γιατί, αυτού τού είδους η
ομορφιά, μού φέρνει μιά γλυκιά μελαγχολία.
διαβάζω ένα απίθανο βιβλίο και έχω ενθουσιαστεί, προετοιμάσου ότι θα στο χαρίσω για καλοκαίρι (για homework):)))
Τα Ηπειρώτικα Αηδόνια σε ξυπνάνε στις 6 πμ κάνουν αυγά τον Απρίλη και τέτοια εποχή οι νεοσσοί φοιτούν στο ωδείο της φύσης. Παλληκάρι έθειξες όντως κάτι που δεν ξεχνιέται.............
paroussa
Αυτό είναι το θέμα μας. Μια γλυκιά μελαγχολία. Γλυκιά γιατί το ακούμε (το κάθε είδους αηδόνι που προκύπτει ξαφνικά στην αυλή μας), μελαγχολία γιατί ίσως δε θα το ξανακούσουμε, δε θα ξαναζήσουμε τη στιγμή εννοώ...
Σταυρούλα
Διάβασα έξι βιβλία αυτό το 10ήμερο και δε μ' άρεσαν. Και νιώθω άσκημα. Καταλαβαίνεις γιατί...
dionysos
Θα έρθω να τ' ακούσω τα ηπειρώτικα.
Κρατώ ρο "παλικάρι".
Σου έστειλα μέιλ στίς 23/05.
Δέν το έλαβες;
Μελωδικό και πανέμορφο...
Φιλιά τραγουδιστά.
Να΄χεις να λούζεις τη σιωπή του μεσημεριού και τη μηχανοκίνητη γκρίνια.
Εεεπ! Να μαι και γω!
Πολύ χάρηκα που είδα το blog σου και όχι μόνο να φιγουράρει στο ένθετο του "έθνους"
Τι να ευχηθώ τώρα; Τα "κείμενα και Ζωή " να ναι εδώ για πολύ πολύ πολύ καιρό
meril
Συμφωνώ με τη Σταυρούλα:
ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ :)
paroussa
Το έλαβα, απάντησα και σας περιμένω.
dodos
Και πού να τ' άκουγες κιόλας!!!
Καπετάνισσα
Η σιωπή του μεσημεριού...χμ!
Και η μηχανοκίνητη γκρίνια; Α! αυτό μ' αρέσει πολύ και το κάνω τίτλο για μελλοντικό ποστ.
meril
Καλά εσύ δεν παίζεσαι με τίποτα. Πού το ξετρύπωσες;
Σ' ευχαριστώ πάντως πολύ πολύ!!!
kyriaz
Σ'ευχαριστώ κι εγώ και ...η Σταυρούλα, φαντάζομαι.
Post a Comment