Friday, July 21, 2006

Απραξία

Με τέτοια θέα –θεά τηνε λέω εγώ- θα μπορούσε κανείς να συγκεντρωθεί στο κουτί μπροστά του και να γράψει; Με αποσβολώνει και με αποδυναμώνει. Κι απ’ την άλλη μεριά, με δυναμώνει. Πιστεύω πως ο φίλος dodos κάτι μπορεί να κάνει εδώ για να με σώσει από τη θεά.

Αν γυρίσω το κεφάλι μου από την άλλη μεριά, βλέπω μισοτελειωμένη βεράντα, σακιά από τσιμέντο και τέτοια. Η ανακαίνιση ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί. Μήπως μπορεί σ’ αυτή την περίπτωση να με σώσει η φίλη paroussa-paroussa;

Κάθε βοήθεια ευπρόσδεκτη!!!

Βρίσκομαι στη Βόρεια Εύβοια κι αδύνατον σχεδόν να βρω χρόνο για ανεβάσματα κειμένων και για γράψιμο. Ελπίζω πως αργά ή γρήγορα θα συνηθίσω τη μαγεία και θα συνεχίσω.

Σας χαιρετώ όλους και εύχομαι καλές διακοπές. Στη scalidi, στον mamaloukas, στον σομις, στην ellhnida, στη regina... σε όλους.

Thursday, July 06, 2006

Η Ελλάδα που πεθαίνει ή Γιώργος Τρομάρας: πρωτοπαλαιστής Ελλάδος και Ευρώπης

Μας χτύπησε την πόρτα στο σχολείο. Σεμνός και μετρημένος. Ευγενικός πάνω απ' όλα. Μας πρότεινε μια παράσταση. Το παλιό μεγαλείο. Στο μυαλό μου μπλέχτηκαν οι ιστορίες του Παναγή Κουταλιανού, του Τζιμ Λόντου, του Τζίμι του Τίγρη. Τον θυμήθηκα τον Τρομάρα. Τον είχα δει παιδί στην Αθήνα, τότε που σκαρφάλωναν τα αυτοκίνητα πάνω του και του πατούσαν το στήθος.

Την στιγμιαία έκπληξή μου την εξέλαβε προβληματισμό και σκεπτικισμό και έβγαλε αμέσως τα χαρτιά του Υπουργείου Παιδείας, τις άδειες και τα τυπικά, να μου δείξει και να με πείσει. Λες και θα μ' έπειθε ποτέ ένα χαρτί του Υπουργείου, εμένα που έβλεπα τον ζωντανό θρύλο μπροστά μου κουρασμένο και πονεμένο, πικραμένο αλλά ποτέ νικημένο. Λες και μια υπογραφή ή μια συστατική επιστολή αξίζουν περισσότερο από την τίμια ματιά του, από τα δόντια του που τραβούν αυτοκίνητα και τρένα, από τα μπράτσα του που λυγίζουν σίδερα ή κρατούν ακίνητους είκοσι νέους ή ένα αυτοκίνητο που αγωνίζεται να ξεκινήσει με πρώτη ταχύτητα μαρσάροντας απελπισμένα στις 6.000 στροφές. Λες και το γραφείο του κάθε υπεύθυνου μπορεί να βγάλει ψυχές ελληνικές, να χτίσει ιδεολογίες, να μορφώσει το πνεύμα παράλληλα με το σώμα, να κάνει μάθημα στους νέους τόσο παραστατικά και με τόση αλήθεια.

- Γιώργο, ακόμη αγωνίζεσαι; Ακόμη στη γύρα;

- Αυτό ξέρω να κάνω. Όσο μπορώ αυτό θα κάνω.

- Και μετά;...

- Μετά, άστο δεν ξέρω.

Πού να φανταζόμουν μικρός ότι θα ερχόταν στιγμή που θα του έσφιγγα το χέρι, που θα τον αγκάλιαζα συγκινημένος!
Τα παιδιά στην τάξη πριν την παράσταση έλεγαν τα δικά τους. Να μην πληρώσουν τα δύο ευρώ και να φύγουν, έχουν διαβάσματα, έχουν καφετέριες, είναι ωραία μέρα, δεν είναι κρίμα να τη χάσουν με βλακείες. Δεν είπα τίποτα.

Αχ!, δείτε αυτές τις βλακείες. Αφήστε τις να λειτουργήσουν στην ψυχή σας. Δεν ξέρετε ποιες σημειώσεις γράφουν μέσα σας γι' αργότερα. Αφήστε να τις διαβάσετε μετά. Μετά είκοσι έτη, ας πούμε. Κάποιες άλλες βλακείες άκουγα και εγώ από τον παππού μου, όταν ήμουν πέντε χρονών, κι έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια για να καταλάβω ότι αυτές οι βλακείες του σοφού μου γέροντα ήταν καμιά χιλιάδα στίχοι από τον Ερωτόκριτο.

Οι μαθητές μου όμως έκαναν ένα λάθος. Αποφάσισαν να μείνουν πέντε λεπτά στην παράσταση και να φύγουν μετά. Τελικά, αφού έμειναν καρφωμένοι στη θέση τους μέχρι το τέλος, ήρθαν να πληρώσουν τα ευρώ συγκινημένοι, πήγαν να ζητήσουν και αυτόγραφα κι αφίσες, του πήραν και συνέντευξη.

Οι βλακείες, ο Ερωτόκριτος, η Ελλάδα που πεθαίνει...

Ένας μικρός μαθητής μού είπε ότι τελικά δεν το γλίτωσαν το μάθημα, μόνο που αυτό το μάθημα που το δίδαξε ο Τρομάρας είχε περισσότερη αξία, ήταν πιο αληθινό.

Πόσον καιρό θα διδάσκεις ακόμη, Γιώργο;
Πόσον καιρό ακόμη θα γυρίζεις τα σχολεία με κίνδυνο της σωματικής σου ακεραιότητας και υγείας και θα ματώνεις;
Ποιος θα σου δώσει έπαινο ή βραβείο για την προσφορά σου στην ελληνική νεολαία;
Ποιος θα σε συνταξιοδοτήσει; Ποιο Ι.Κ.Α δίνει σύνταξη στην ομορφιά της ψυχής, στην καθαρότητα των αισθημάτων, στην αληθινή δύναμη έξω από τα αναβολικά, τις φανφάρες και τις διαφημιστικές καμπάνιες;
Από ποιο Υπουργείο θα πάρεις το εφάπαξ της ανδρείας;
Ποιοι κωδικοί πληρώνουν την ανθρωπιά;

Τελικά, Γιώργο, ποιο ζυγίζει περισσότερο για σένα: ένα τρένο που το σέρνεις με τα δόντια ιδροκοπώντας ή η ανοιχτή αγκαλιά ενός σχολείου που σε δέχεται και σε θαυμάζει; ΄Ενα αυτοκίνητο που το ακινητοποιείς με τα μπράτσα σου ή ένα χαμόγελο παιδιού που το βλέπεις να σε διαβεβαιώνει πως το να είσαι αθλητής σημαίνει να είσαι άνθρωπος;
Άσε, μη μου απαντάς. Ξέρω τι θα μου απαντήσεις.
Και μετά, Γιώργο; Τι θα γίνει μετά;

- Μετά άστο, δεν ξέρω.

Sunday, July 02, 2006

Τα ελληνικά είναι νόστιμα

Ερχόμουν από την ΑΘήνα, επέμενε η παρέα να σταματήσουμε στον Ισθμό, στα Goody's, για φαγητό. Ευκαιρία να θυμηθώ πάλι τη γεύση του γνωστού παραδοσιακού σάντουιτς με τις ελιές και τη φέτα μέσα στο ολόφρεσκο μαύρο ψωμί. «Ένα παραδοσιακό», λέω στην υπάλληλο που με κοιτάζει περίεργα. «Ένα premier, εννοείτε», με διορθώνει και παραγγέλνει από το μικρόφωνο με στεντόρεια φωνή: «Ένα premier, παρακαλώ». Κι αμέσως μετά «Εσείς παραγγείλατε;» ρωτάει ένα μικρό κορίτσι που περίμενε δίπλα μου. Η μικρούλα παίρνει βαθιά ανάσα και «Ένα τσίκις, ένα τσίλι, ένα γκριν, ένα κλαμπ και μία κόκα», άκουσα την τρομερή παραγγελία. Μου άρεσε τόσο πολύ που την σιγοψιθύρισα κι εγώ: «Ένα τσίκις, ένα τσίλι, ένα γκριν, ένα κλάμπ. Μάλιστα. Α, και μία κόκα», ξαναείπα θαυμάζοντας την υπέροχη πλαστική γλώσσα.

«Έτοιμο το premier» με διέκοψε από τους γλωσσικούς συλλογισμούς μου η υπάλληλος. «Εσείς, παραγγείλατε;» ρώτησε τον επόμενο.

Κάθισα σε μια γωνιά κι άρχισα μηχανικά να μασουλώ το premier. Σαν λιγότερο νόστιμο από άλλες φορές μού φάνηκε. Ίσως γιατί άλλες φορές νόμιζα πως ήταν παραδοσιακό, όχι premier. Κι αυτά τα τσίλι και τα γκριν και τα γκολντ πώς να είναι άραγε; Γύρισα και κοίταξα γύρω μου. Όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στα δικά τους και τα καταβρόχθιζαν αμίλητοι. Θα είναι νόστιμα, δεν μπορεί, για να τα τρώνε με τόση όρεξη!

Άφησα το premier μισοφαγωμένο πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκα. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» αναρωτιόταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ντένις ο Τρομερός, θα λέγαμε σήμερα. Μήπως η γλώσσα είναι μόνο για να συνεννοούμαστε, για να γινόμαστε κατανοητοί από το περιβάλλον μας και τίποτα άλλο; Μόνο για να δηλώνουμε τις βιολογικές μας ανάγκες και τα απαραίτητα για την καθημερινή μας ζωή και τίποτα περισσότερο; Έτσι δηλαδή όπως μιλάς τα αγγλικά ή τα γαλλικά, τσάτρα πάτρα, ίσα-ίσα για να τα καταφέρνεις στις διακοπές σου στις ξένες χώρες, να ρωτάς, να παραγγέλνεις, να μη νιώθεις ολωσδιόλου ξένος και τα τέτοια. Τότε πώς ο Σολωμός την τοποθετεί δίπλα στην ελευθερία; Δεν μπορεί, αυτός που είχε γνωρίσει και τις ευρωπαϊκές γλώσσες, που έμαθε πρώτα τα ιταλικά και μετά τα ελληνικά, που αγωνίστηκε να τα μάθει και δεν τα έμαθε τελικά στην εντέλεια, που μέσα του κουδούνιζε η θέα της πατρίδας αγκαλιασμένης σφιχτά με την ελευθερία και τη γλώσσα, μήπως αυτός ξέρει κάτι παραπάνω από όλους εμάς, τους σημερινούς τσίκις;

Μ' αυτές τις σκέψεις έφτασα στο Άργος. Το στομάχι μου γουργούριζε. Σταμάτησα σ' ένα ταβερνάκι. Μπήκα μέσα, κάθισα και παράγγειλα στον μουστακαλή ευτραφή ταβερνιάρη. Τίποτα σπουδαίο. Μια μερίδα παϊδάκια, βροβιά, μια φέτα και κρασάκι από ένα παλιό βαρέλι, που ασφαλώς θα κουβαλούσε μέσα του μαζί με τη μυρωδιά του ξύλου και την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Το φχαριστήθηκα. Ειδικά το λαμπερό κρασί. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ...», φώναζε συνεχώς μέσα μου ο κόντες Διονύσιος, ο Ντένις. Και η φωνή του πατέρα μου μιλούσε μέσα μου, που όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, αντί για μπράβο, μου είπε συγκινημένος: «Να την προσέχεις τη γλώσσα, γιε μου. Θα ξέρει πάντοτε περισσότερα από σένα».

Τα ελληνικά πιο νόστιμα μου φάνηκαν πάντως. Και τα φαγητά και η γλώσσα. Κάτι ήξερε ο Σολωμός. Αλλά και ο ταβερνιάρης...