Tuesday, January 03, 2012

Ημερολόγιο 2012 *


Μια απέραντη γαλάζια επιφάνεια. Άλλοτε ήρεμη, άλλοτε ταραγμένη, καλχαίνουσα.
Την έχουμε συνηθίσει τη θάλασσα. Απ’ όπου και να κοιτάξουμε, θα δούμε ένα κομμάτι της. Κι αν είμαστε μακριά της και δεν την πιάνει το μάτι μας, στις μύτες των ποδιών μας την ψάχνουμε.
Όσο μετράμε στεριές άλλο τόσο μετράμε και θάλασσα. Μας βοήθησε στη ζωή μας. Οι κορυφές των θαλάσσιων βουνών, τα νησιά, γενήκανε σκαλοπάτια. Τα περπατήσαμε και φύγαμε, ταξιδέψαμε. Πρώτα εδώ κοντά και μετά μακρύτερα.
Άλλοι από μας τα κατάφεραν κι έφτασαν απέναντι, μετέφεραν την πραμάτεια τους και γύρισαν πίσω πλούσιοι. Άλλους μας πήρε για πάντα κοντά της, άνοιξε την αγκαλιά της και μας δέχτηκε, μας έκλεισε στη σιωπή της. Αλλά κι άλλοι, που πήραν τους δρόμους τ’ ουρανού κι αστόχησαν, η θάλασσα τους πήρε κι αυτούς, θαλασσωμένους. 
Βλέπω τον Αργολικό από μια κορφή. Δυο ψαρόβαρκες στην επιφάνεια και στο βυθό κοιμούνται χάλκινα μέλη. Τ’ αγκίστρια των ψαράδων μας ξυπνούν τα πέτρινα όνειρα των αγαλμάτων. Συχνά πυκνά, αναδύεται κάποιο απ’ αυτά και μας θαμπώνει: μια Αφροδίτη, ένας Ποσειδώνας, ένας αμφορέας ντυμένος κοχύλια…
Και στα σπίτια μας; Ανοίγουμε το παράθυρο και με όρτσα τις κουρτίνες μπαίνει ο μπάτης. Δεν υπάρχει άλλο δρομολόγιο από τους δρόμους της θάλασσας. Κι οι άνθρωποί της το ξέρουν καλά: όταν ακούν τις Σειρήνες, ανθίζουν στο πέλαγος θαλάσσια ξύλα.
Πολύ θα ’θελα να ήμουν της θάλασσας. Ένας αστερίας. Ένα κοχύλι ή ένα καράβι. Ένα βότσαλο γλυμμένο. Ακόμη κι ένα ναυάγιο. Σαν αυτά τα τρία αρχαία πλοία στο βυθό της θάλασσας του Τολού που περιμένουν τον αρχαιολόγο. Ή τον ψαρά τους.


* Το κείμενο γράφτηκε για το Ημερολόγιο τοίχου του Νέου Σχολείου. Το θέμα του ήταν η θάλασσα.