Friday, November 07, 2008

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι…

.
Φαντάζομαι σε πόσο δύσκολη θέση βρίσκεται ο ομιλητής στο βήμα λίγο πριν ξεκινήσει την ομιλία του και βλέπει μπροστά του στο πολυπληθές κοινό ένα σωρό επίσημους. Περίπου σαν τον τερματοφύλακα στο κατάμεστο γήπεδο πριν από την εκτέλεση του πέναλτι. Και οι δύο έχουν σχεδόν σίγουρο το γκολ. Ο τερματοφύλακας απελπισμένος θα ριχτεί σε μια γωνιά ή θα κάτσει τελείως ακίνητος, προσευχόμενος να στραβοκλωτσήσει ο αντίπαλος. Ο ομιλητής από την άλλη θ’ αρχίσει απεγνωσμένος να κάνει υπολογισμούς, ποιον να προσφωνήσει πρώτον και ποιο δεύτερο, ποιον τρίτον και ποιον τέταρτον. Έτοιμος κι αυτός δηλαδή να πέσει προς τη μια ή προς την άλλη γωνία κι όποιον πάρει ο χάρος. Η διαφορά τους βέβαια είναι ότι ο τερματοφύλακας έχει πιθανότητες να την σκαπουλάρει: ο αντίπαλος μπορεί να σουτάρει στο γάμο του Καραγκιόζη, αλλά ακόμη κι αυτός ο ίδιος να πέσει στη σωστή γωνία ή η μπάλα να του έρθει στα χέρια. Ο ομιλητής αποκλείεται: σε όποια γωνιά κι αν πέσει, κάποιος θα του ξεφύγει. Δεν είναι δυνατόν να πιάσει δεκαπέντε μπάλες κι όλες με τη σωστή σειρά. Κάποια θα περάσει δίπλα του, από πάνω ή μέσα από τα πόδια του, την ώρα που θα ασχολείται με την άλλη. Βλέπει δηλαδή στο κοινό να καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις δυο βουλευτές, ας πούμε, ο νομάρχης, δυο δήμαρχοι, τρεις ιερείς (ο ένας με πτυχίο Α.Ε.Ι, για τους άλλους δυο δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά), ένας υπολιμενάρχης, ένας πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου, ο διοικητής της Πυροσβεστικής, ένας γραμματέας από υπουργείο, δυο ακόλουθοι υπουργού, άλλος ένας με στολή που δεν μπορεί πάνω από το βήμα να ξεχωρίσει το χρώμα της: γκρι σκούρο είναι, μπλε, πράσινο σκούρο; Δεν περίμενε βέβαια ο ομιλητής τέτοια προσέλευση, τέτοιες πιένες. Και για ποιο θέμα στο κάτω-κάτω; Έχει μιλήσει και άλλες φορές, αλλά ποτέ δεν είχε προβληματιστεί ιδιαίτερα. Με δυο επίσημους τη βολεύει, με δεκαπέντε όμως έχει πρόβλημα. Τον λούζει κρύος ιδρώτας. Πού να τους βάλει όλους αυτούς; Κάποιος θα του ξεφύγει, δε γίνεται, κάποιος υποδιοικητής, κάποιος αντιπρόεδρος επιμελητηρίου. Και αν είναι παρών και ο Δαφέρμος, αυτόν πού θα τον βάλει, μετά ή πριν από τον υπολιμενάρχη; Κι ο άτιμος ο ιδρώτας δε βοηθάει καθόλου σε τέτοιες περιπτώσεις. Ούτε βέβαια και το εύλογο ερώτημα -τι θέλουν όλοι αυτοί εδώ- τον βοηθάει. Τον τιμά βέβαια η παρουσία τους, αλλά ποια η σχέση τους με το θέμα; Τι μπορεί να τους ενδιαφέρει η ανταπόκριση του κόσμου στο έργο του Εγγονόπουλου κατά τον μεσοπόλεμο και η θαρραλέα στάση του Εμπειρίκου απέναντι στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ομότεχνός του; Κι αυτές οι φράσεις του Εμπειρίκου, όταν θέλει να δώσει κουράγιο στον Εγγονόπουλο να συνεχίσει το έργο του χωρίς να δίνει σημασία σε όσους τον κυνηγούν, στους ανωφελείς κώνωπας, πάνε περίπατο. Δεν πρόκειται να τις διαβάσει μπροστά στους ιερείς. Τέτοιες λέξεις!
Ευτυχώς όμως υπάρχουν και άλλου είδους ομιλητές. Δεν αναφέρομαι στους έμπειρους, αυτούς που παίζουν στα δάχτυλα τις τυπικότητες, σ’ αυτούς που γνωρίζουν επακριβώς τη σειρά προσφώνησης του υπολιμενάρχη, ας πούμε: αυτοί έτσι κι αλλιώς γνωρίζουν πάντοτε από τα πριν το κοινό τους, ξέρουν περισσότερα για το κοινό που θα τους ακούσει παρά για το θέμα στο οποίο θα αναφερθούν. Εγώ μακαρίζω τους άλλους, αυτούς τους τυχερούς ομιλητές που μπροστά τους έχουν ένα ακροατήριο αποτελούμενο από απλούς καθημερινούς ανθρώπους, κοινούς θνητούς, φίλους αγαπημένους, γείτονες, γνωστούς, αλλά και ενδιαφερόμενους να ακούσουν τα σχετικά με το θέμα αγνώστους. Που έρχονται απρόσκλητοι και ωραίοι, ιδεώδεις ακροατές. Και που θα χειροκροτήσουν και θα επιβραβεύσουν, που είναι οι «κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι», χωρίς ούτ’ ένα δήμαρχο υποχρεωμένο να ζεσταίνει την καρέκλα του για μία-μιάμιση ώρα και που –είναι σίγουρο- ούτε θα καταλαβαίνει τίποτα και άλλα θα σκέπτεται κατά τη διάρκεια της ομιλίας.
Λίγες φορές έχω μιλήσει σε κοινό και σε όλες –ή σχεδόν σε όλες- ήμουν τυχερός ομιλητής. Ούτε δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι, ούτε επίτροποι ούτε ο υπολιμενάρχης. Ούτε γούνες και μονόπετρα, ούτε μίτρες και γραμματείς. Όμορφη στιγμή να ξέρεις ότι όσοι βρίσκονται εκεί βρίσκονται για σένα ή για το θέμα σου. Αποκλειστικά. Χωρίς να έχουν καμιά υποχρέωση, χωρίς να θέλουν να πουλήσουν εκδούλευση. Και μετά το πέρας της ομιλίας ανταλλάσσουν μια θερμή –και όχι τυπική- χειραψία, λένε μια ζεστή κουβέντα. Ή φεύγουν στα γρήγορα χωρίς χαιρετούρες, κοιτάζοντας το ρολόι τους.
Είναι αλήθεια ότι τις πρώτες φορές ένιωσα άσκημα. Μα κανείς λοιπόν δε με προτιμά, κανέναν επίσημο δεν ενδιαφέρω, ουδείς νοιάζεται για τη λογοτεχνία, για το θέατρο; Δεν ένιωθα καλά και όλο το βράδυ στην ταβέρνα ήμουν θλιμμένος και απογοητευμένος. Δεν προσέδωσαν κύρος στη διάλεξη. Αν και είχαν προσκληθεί, έλαμψαν με την απουσία τους. Για ποιο λόγο; Τι έχουν μαζί μου; Μα ούτε ο υπολιμενάρχης; Μάλιστα η πρώτη σειρά θέσεων παρέμεινε εντελώς κενή μέχρι το τέλος της ομιλίας. Οι επίσημοι παρακολούθησαν την ομιλία μου αόρατοι εντελώς. Και κανένας από τους κοινούς θνητούς δεν ξεπέρασε τη συστολή του και δεν ήρθε να καθίσει μπροστά. Αργότερα βέβαια, κατάλαβα την εξαιρετική μου τύχη και από ποια δυσχερέστατη θέση με γλίτωσε η απουσία των επωνύμων.
Ευλογημένοι ομιλητές αυτοί. Που μιλούν σε κοινό που θέλει πραγματικά να τους ακούσει. Και που αυτό το κοινό είναι ουσιαστικά ο μόνος και πιο σπουδαίος επίσημος.

Monday, October 27, 2008

Επετειακό

...........................................Και οι έσχατοι έσονται έσχατοι ες αεί


Όταν ήμανε μικρός, δεκατριών δεκατεσσάρων χρόνων, ήμανε και κοντός. Θα έλεγα αρκετά κοντός. Έβλεπα τους άλλους, τους ψηλούς, να σκύβουν για να με κοιτάξουν, να μου χαϊδεύουν το κεφάλι με συμπάθεια, έβλεπα και τους κανονικούς να κοιτούν πέρα μακριά με άνεση και ζήλευα καθώς τεντωνόμουν στις μύτες των ποδιών μου. Πάντως δεν ήμανε και πολύ πολύ κοντός. Υπήρχαν στην τάξη μου και πιο κοντοί από μένα. Από αυτούς έπαιρνα κουράγιο.
Το πρόβλημά μου όμως παρουσιαζόταν ανυπέρβλητο κάθε 28η Οκτωβρίου και 25η Μαρτίου. Τότε, στις εθνικές γιορτές, που όλοι ετοιμαζόμασταν για τις παρελάσεις, που όλοι ήμασταν χαρούμενοι λόγω των αργιών, εγώ τα έβαφα μαύρα κι έτρεμα από φόβο. Φοβόμανε μην τύχει και με βάλουν να παρελάσω στην τελευταία σειρά. Ντρεπόμανε και δεν το’ θελα. Συνήθως, όμως, έμπαινα προτελευταίος ή τρίτος από το τέλος της γραμμής. Τότε έβλεπα τα βουνά να κινούνται μπροστά μου και με έπιανε το παράπονο. Ευτυχώς όμως, πριν αρχίσουν τα μάτια μου να θολώνουν, γύριζα κι έριχνα μια ματιά πίσω μου. Ένιωθα τότε τα κοντά ποδαράκια των άλλων να μ’ ακολουθούν κι ηρεμούσε η καρδιά μου.

Τώρα, πώς ήρθε μια 28η Οκτωβρίου κι ο γυμναστής με έβαλε στην τελευταία σειρά, δεν ξέρω. Έπεσε τηλέφωνο από κανένα γονιό που δεν ήθελε να βλέπει το παιδί του στην τελευταία σειρά, κάποιος γνωστός γνωστού του γυμναστή μπήκε μέσον, κάποιος πολύ κοντός απηύδησε και ζήτησε καλύτερη μεταχείριση, δεν μπορούσα ακόμη τότε να ξεκαθαρίσω. Το γεγονός πάντως ήταν ότι ο γυμναστής με έβαλε τελευταίο και μάλιστα δικαιολόγησε και την πράξη του: Μ’ αυτό τον τρόπο –είπε- η διμοιρία μας θα κάνει μια ωραία καμπύλη. Θα ξεκινάει ψηλά, θα χαμηλώνει, θα χαμηλώνει και στο τέλος θα παίρνει λίγο ύψος πάλι. Αυτό το τέλος και το λίγο ύψος ήμανε εγώ. Το είπε ασφαλώς για να με καλοπιάσει και να μη φέρω αντιρρήσεις.
Εμένα τότε δε μου άρεσαν ακόμη οι καμπύλες και παρεξηγήθηκα σφόδρα. Ήμανε κοντός και δε γύρευα να μπω μπροστά από κάποιον ψηλότερο. Το μόνο που ζητούσε η παιδική μου δικαιοσύνη ήταν να παρελάσω στο ύψος μου. Τρίτος από το τέλος; Τρίτος από το τέλος. Όχι όμως και τελευταίος χωρίς να το αξίζω. Όχι και στην τελευταία τετράδα. Μαύρη τετράδα, δηλαδή, δυάδα ήταν πάντα η τελευταία. Ένας στα αριστερά, δυο κενά στη μέση, κι ένας στα δεξιά. Έτσι, για να μαζεύουμε τα μπόσικα.

Αυτό πήγαινε πολύ. Στις πρόβες κρατούσα μούτρα στον καθηγητή μπας και καταλάβει. Τίποτα. Έκανα ανάποδα βήματα, ένα στο δεξί, δύο στ’ αριστερό. Πάλι τίποτα. Κούναγα δεξί χέρι δεξί πόδι ταυτόχρονα με μεγάλη προσπάθεια. Τίποτα. Λες και δεν υπήρχα, με αγνοούσε παντελώς. Στο τέλος είδα και απόειδα, πήγα και του μίλησα. Του τα ’πα ορθά κοφτά κι έξω απ’ τα δόντια. «Κοίταξε, δάσκαλε, εγώ τελευταίος δεν παρελαύνω. Βάλε με τρίτον απ’ το τέλος, βάλε με προτελευταίο, αλλά τελευταίος δεν κατεβαίνω. Βάλε με δίκαια εκεί που πάει το μπόι μου. Ούτε πιο μπροστά αλλά ούτε και πιο πίσω. Και σ’ ολόκληρη τετράδα, όχι σ’ αυτή την ουρά. Να το ξέρεις: με τέτοιες συνθήκες στην παρέλαση δεν κατεβαίνω». Το σκέφτηκε και το ξανασκέφτηκε ο γυμναστής, σφίχτηκε, κοκκίνισε –φάνηκε τότε ότι είχε πιεστεί να κάνει την κουτσουκέλα- και μ’ έφερε στη θέση μου, εκεί όπου μου άξιζε: τρίτον από το τέλος. Χάρηκα. Είχα δώσει τη μάχη κι είχα βγει νικητής.

Ανήμερα της γιορτής, ντυμένος στολισμένος, με το γραβατάκι να μου σφίγγει το λαιμό, κατέβηκα στον προκαθορισμένο χώρο της συγκέντρωσης. Έδωσα την παρουσία μου στον επιμελητή, πήρα τη θέση μου, αλλά όταν συνειδητοποίησα την πραγματικότητα ήταν πια αργά για κάθε αντίδραση. Οι έξι πίσω μου –η μια τετράδα και οι δυο ουρές- απουσίαζαν. Την είχαν κοπανήσει.

Sunday, May 04, 2008

Lost

.
Γελώ συνήθως
από μέσα μου
όσες φορές
φίλοι διάφοροι
που διαβάζουν
αυτές τις δυο σελίδες μου
την πρώτη με
τα κείμενά μου τα πεζά
και την άλλην
την πιο κρυφή
μ’ αυτά τα δόλια
τα –που λέω εγώ- ποιήματα
δηλώνουν περισπούδαστα
πως απ’ τις δύο
προτιμούν αυτήν
με τα πεζά
γιατί –πώς να το κάνουμε,
αυτή είναι
η εποχή μας-
ό,τι έχουν για να πουν
το λένε απερίφραστα
χωρίς να κρύβονται
πίσω από βαριές
κουρτίνες μεταφορικές
και άλλα κρούσματα του λόγου.
Πάρε παράδειγμα, μου λεν,
τα όμοια θέματά σου
για τον Παπαδιαμάντη
πόσο κομψά
στέκεται το πεζό σου
και πόσο λες ότι κάτι λείπει
από το άλλο, το ποίημα.

Γελώ υπογείως.
Γιατί γνωρίζω
πως υπάρχουνε οι κάμποι
κι οι πεδιάδες
με τους αγρότες τους
να σπέρνουν στάρια
και κριθάρια
παλιότερα και βρώμη
για τα ζωντανά
με τα ποτάμια τους
τα δάση –λιγοστά-
τα λιόδεντρα τις άλλες καλλιέργειες
όπως υπάρχουν
και τα βουνά με τις πλαγιές
και τις χαράδρες τους
-αυτά για τους ποιμένες.
Και ζουν εκεί και τα πονούν
φυτοζωούν
σπρώχνουνε τέλος πάντων
με κάποιο τρόπο κάθε φορά
τη ρόδα να γυρίσει.
Άλλος θα βρει νερό
άλλου θα του στερέψει το πηγάδι
σ’ άλλον κάποια αρνιά
θα φάει ο λύκος
άλλον θα τον ρημάξουν
οι ακρίδες.
Μερικοί κέρδισαν το λαχείο
με των συναισθημάτων
τις τελευταίες ανατιμήσεις
κι άνοιξαν ξενυχτάδικο
στην επαρχιακή οδό
να σιγοντάρουν τους καημούς
της νέας ρωμιοσύνης.

Αλλά ποιος απ’ αυτούς
τους –λέω εγώ- αγροτοποιμένες
αλύχτησε ποτέ
περισσότερο
ή ένιωσε πιο έρημος
και πιο απελπισμένος
πιο σύντροφος στο θάνατο
από το ναυαγό σε ένα
ξερονήσι;

Μένα μ’ αρέσουν τα ποιήματα
γιατί είναι ξερονήσια
ή διότι
μ’ αυτά ξεκίνησα να ζω
κι εδώ ξαναγυρίζω τώρα.

Monday, February 18, 2008

Βιασύνες

Ήμουν μικρός, πολύ μικρός, 3-4 χρόνων. Τα θυμάμαι όμως όλα πολύ καλά, ίσως να ευθύνεται γι’ αυτό κατά ένα μέρος και η σχετική φωτογραφία τραβηγμένη με την παλαιοτάτη –τώρα πια κατάδική μου- Zeiss Ikon, τη δερμάτινη θήκη της οποίας είχα πάντοτε περασμένη στον ώμο μου. Είχαμε πάει εκδρομή στα Καλάβρυτα. Η γιαγιά Διαμάντω, ο παππούς Βασίλης, η μητέρα μου έγκυος στην αδελφή μου, ο πατέρας κι εγώ. Επισκεφθήκαμε βέβαια την Αγία Λαύρα και το Μέγα Σπήλαιο, όπως συνηθιζόταν τότε. Απ’ αυτά δε θυμάμαι τίποτα. Κάποιες λίγες εικόνες έχω και από τον οδοντωτό. Αυτό που μου καρφώθηκε όμως στο μυαλό ανεξίτηλα είναι ότι από τα Καλάβρυτα αγοράσαμε όλοι από μια μαγκούρα. Οι μεγάλοι μεγάλη, σαν αυτές που κρατούν οι τσελιγκάδες, εγώ ο μικρός μικρή, σαν αυτές που κρατούν οι γέροντες. Σπάραζα στο κλάμα. Ήθελα κι εγώ μεγάλη. «Δε θέλω μικρή, τι να την κάνω τη μικρή. Είμαι μεγάλος πια, μεγάλη θέλω». Τους έβγαλα την πίστη. Τελικά στην εν λόγω φωτογραφία εγώ κρατώ μεγάλη μαγκούρα –διπλάσια από το μπόι μου- κι η γιαγιά Διαμάντω τη δική μου, τη μικρή.

Έκτοτε πέρασα πολλές φορές από τα Καλάβρυτα. Πριν δεκαπέντε μέρες, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ξαναπήγα παρόλο που με είχε πιάσει η γνωστή-πια-για-να-μου-θυμίζει-την-ηλικία-μου αρθρίτιδα. Στον κεντρικό δρόμο της όμορφης πόλης έψαχνα να βρω μια μαγκούρα για ενθύμιο, αλλά και για να με βοηθήσει λίγο «εις τας οδούς τας μακροτέρας των αναγκαίων». Τα περισσότερα μαγαζιά είχαν μεγάλες, 25 ευρώ τη μία. «Τι να την κάνω την μεγάλη;» τους έλεγα. «Μικρή χρειάζομαι, κανονική». «Ε, αφού μας έχουν τελειώσει οι μικρές, πάρε τη μεγάλη και την κόβεις εκεί ακριβώς που θέλεις», ερχόταν η απάντηση. Παραλίγο να βάλω τα κλάματα. Τελικά βρήκα την τελευταία μικρή με 6 ευρώ στο τελευταίο μαγαζί του δρόμου και την αγόρασα.

Το βράδυ στο ξενοδοχείο βλέποντάς την να ξεκουράζεται ακουμπισμένη στην πόρτα της ντουλάπας θυμήθηκα τη φωτογραφία από τα πρώτα μου Καλάβρυτα σχεδόν μισόν αιώνα πριν. Γιατί βιαζόμουν τόσο να μεγαλώσω;

Thursday, February 14, 2008

Ο κατάσκoπος που γύρισε απ’ το Κατάκωλο

στην meril που επιμένει
Αν και η Ελλάδα είναι η χώρα του “παρά” (όχι με την έννοια του “κοντά” και του “πλησίον”, αλλά αυτήν της παράβασης), εμείς οι Έλληνες, όσοι έχουν παρά, αλλά από κοντά κι εμείς που’ χουμε αναπαραδιές, αγαπάμε και τιμάμε περισσότερο τρεις άλλες προθέσεις, με μεγάλη κι αυτές ιστορία: το “κατά”, το “διά” και το “αντί”. Και ενώ θα αφήσουμε το σχολιασμό των δύο τελευταίων για ευθετότερο χρόνο, θα στραφούμε προς το “κατά”, ελπίζοντας τουλάχιστον να μην καταστραφούμε.

Θα πρέπει από την αρχή να ξεκαθαριστεί ότι αυτό το “κατά” δε θα το συναντήσουμε καταμεσής στο δρόμο, δε θα μας το πετάξει κανείς στα φανερά κατάμουτρα, δε θα το δούμε να καταπλέει στα λιμάνια σαν καταδρομικό. Θα το ανακαλύψουμε, αν καταδυθούμε σε κατασκότεινα νερά, αν φωτίσουμε τα καταγώγια και αν σηκώσουμε με θάρρος την καταπακτή της ψυχής μας. Το “κατά” είναι το αόρατο κατακάθι στο γεμάτο φλιτζάνι του καφέ μας. Αυτό το “κατά” γίνεται παρέα κολλητή μας, είναι το ρούχο που το φοράμε κατάσαρκα. Σε ελάχιστο μάλιστα χρόνο, όσο παίρνει τη θλίψη να γίνει κατάθλιψη, την κραυγή κατακραυγή και το πλάσμα κατάπλασμα, κατασκηνώνει στην καρδιά μας, το δεχόμαστε - πάντοτε καταδεκτικοί- κατάκαρδα.

Ας το σκεφτούμε πιο πολύ! Πρώτα-πρώτα, είμαστε ή δεν είμαστε κατεργάρηδες; Η απάντηση μπορεί να καταδειχτεί από ένα παράδειγμα: δε διακηρύτταμε πως θα κατεδαφιστούν, ας πούμε, τα κτίσματα όλων όσοι με διάφορους τρόπους καταπάτησαν το δημόσιο έδαφος, όσοι από απλοί κτήτορες έγιναν κατακτητές; Εμείς, όμως, γιατί ορμάμε με τους σύγχρονους καταπέλτες μας και καταγκρεμίζουμε μάντρες και καλύβες κατάπληκτων και κατάχλωμων ανθρώπων; Κι όταν αυτοί ξαπλώνουν κατάχαμα στο κατάστρωμα του δρόμου ή κατακαμπής ξεσπώντας σε κατάρες φοβερές, εμείς για πού τραβάμε με το πανίσχυρο μηχάνημα, ποια είναι η κατεύθυνσή μας; Κατευθείαν μπροστά και τους καταπλακώνουμε! Οι γνωστοί άγνωστοι, όμως, γλιτώνουν με ένα κάταγμα το πολύ και συνεχίζουν να καταβροχθίζουν γη κατακαίγοντας δάση και λαγκαδιές.

Αλλά η κατεργαριά συνεχίζεται: ενώ καταλογίζουμε ευθύνες σε όσους, καταστρατηγώντας νόμους, καταρρακώνοντας κάθε έννοια δικαίου και καταργώντας θεσμούς μάς οδηγούν στον κατήφορο, εμείς οι ίδιοι, όταν φτάσει η ώρα και καταλάβουμε τις καίριες θέσεις παίρνοντας στα χέρια μας την κατάσταση, δε δίνουμε τις κατάλληλες λύσεις. Δε λέμε την αλήθεια κατάφατσα, καταπνίγουμε όσες φωνές μας εναντιώνονται και κατασπαραζόμαστε μεταξύ μας. Μ’ αυτό τον τρόπο χωρίς να το καταλαβαίνουμε γινόμαστε κατάπτυστοι κι από τους φίλους μας ακόμη. Χωρίς να το κατανοούμε την κατηφόρα τη μετατρέπουμε σε καταβύθιση και καταποντισμό. το κατάβρεγμα σε καταιγίδα και κατακλυσμό.

Όμως, το καλό να λέγεται: είμαστε καταφερτζήδες. Κρύβοντας τις καταβολές μας στα κατάβαθα του είναι μας, κρύβοντας την καταγωγή μας (που μπορεί να είναι από ένα χωριό λίγο έξω απ’ το Κατάκωλο, ας πούμε, όπου νιώθαμε καταπιεσμένοι και κατατρεγμένοι από τον κλειστό κοινωνικό περίγυρο), καταφτάνουμε στην πρωτεύουσα και καταγινόμαστε με ένα σωρό διαφορετικές και επικίνδυνες δουλειές. Πολύ γρήγορα σταματάμε να κοιτάμε το συνάνθρωπο κατάματα, κάποιον καταγγέλλουμε για να του αρπάξουμε τη θέση, αρχίζουμε τις καταχρήσεις, κάποιων άλλων την υπόληψη κατασπιλώνουμε κατασυκοφαντώντας τους , κάποιους καταδυναστεύουμε, ανοίγουμε στο τέλος και κάποιο κατάστημα. Έτσι μπαίνουμε -τ’ όνειρό μας, ντε- στο κατεστημένο. Τότε πια μπορούμε να περηφανευόμαστε: στην τράπεζα χοντρές καταθέσεις, σχεδόν κάθε βδομάδα καινούρια κατάκτηση, καταναλώνουμε αφειδώς δω κι εκεί, τρώμε το καταπέτασμα. Πιστεύουμε μάλιστα ότι όλα αυτά μας οδηγούν στην κοινωνική αποδοχή και καταξίωση, ενώ στην ουσία μας κατεξευτελίζουν. Όσο για την καταλαλιά του κόσμου, αυτών που, τέλος πάντων, γνωρίζουν τι κουμάσια είμαστε, τη γράφουμε στα παλιά μας τα κατάστιχα. Κι αν κάποτε,-πράγμα σπάνιο- οι καταχρήσεις βγουν στη φόρα και πέσουν κατακέφαλα οι μηνύσεις κι αν -πράγμα ακόμη σπανιότερο- συμβεί να καταδικαστούμε κι αρχίσουν οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, τότε, πριν πιούμε το τελευταίο πικρό καταπότι, θα κοιταχτούμε κατάφατσα στον καθρέφτη που απόμεινε στο χολ και θα νιώσουμε μόνοι, κατάμονοι. Κατάχλωμοι μπορεί και να μετανιώσουμε, αλλά...κατόπιν εορτής.

Βέβαια, το πιο πιθανό είναι τα πράγματα να μην καταλήξουν εκεί. Ο καταλογισμός των ευθυνών να μη μας ακουμπήσει, να μη μας καταμαρτυρήσουν τίποτα, να μη μας κατηγορήσουν, να μην επέλθει, με δυο λόγια, η κατάρρευση. Σ’ αυτή την περίπτωση ούτε καταφύγιο σε μετάνοιες θα ζητήσουμε ούτε την καταφρόνια του κόσμου θα αντιμετωπίσουμε. Θα συνεχίσουμε να ζούμε ελεύθεροι κι ωραίοι, κατατροπώνοντας τους πάντες και επιδεικνύοντας πού και πού την ευγενική (όχι την εκ Κατακώλου) καταγωγή μας. Μόνο που θα μας στενοχωρούν λίγο οι κατιόντες μας κάθε που θα καταπιάνονται με καταλήψεις στα σχολεία τους, βάζοντας στην κατάψυξη τις σπουδαίες αρχές με τις οποίες τους αναθρέψαμε.

Ο κατάλογος μπορεί ασφαλώς να συνεχιστεί. Το “κατά” θα μας καταδιώκει συνεχώς. Και τότε ακόμη που θα βρισκόμαστε κατάκοιτοι και κατάκοποι, έντρομοι μπροστά στην τελευταία μεγάλη κατάβαση, και τότε ακόμη θα’ ναι κοντά για να μας ευχηθεί “Καλό Κατευόδιο”.

Tuesday, January 22, 2008

Η Ποίηση της Ποίησης

Ήταν τρομακτικές οι αλλαγές που συντελέστηκαν την τελευταία εικοσαετία του περασμένου αιώνα σε όλους του τομείς κι ακόμη πιο τρομακτικές φαίνονται οι αλλαγές που προετοιμάζονται για τα επόμενα χρόνια του αιώνα μας. Τόσο πολλές και τόσο βαθιές που η δεκαετία του ’60 π.χ. αλλά και αυτή ακόμη η δεκαετία του ’70 απομακρύνθηκαν και δε διακρίνονται πλέον “δια γυμνού οφθαλμού”. Αλλαγές που αχρήστεψαν τα βιβλία της γεωγραφίας, τις διάφορες σπιτικές εγκυκλοπαίδειες, τους οδηγούς μαγειρικής, τους παλιούς γεωφυσικούς και πολιτικούς μας χάρτες, αλλαγές που έκαναν περιττό το παλιό καλό ξεκοκάλισμα της πρωινής μας εφημερίδας, που έκαναν ακόμη πιο περιττή τη βόλτα στο δρόμο με την παρέα ή με το κορίτσι, αλλαγές που έκαναν και τη γλώσσα μας ακόμη, αυτή που βρήκαμε “στις αμμουδιές του Ομήρου”, τα ελληνικά, “σαν ελληνικά πια να μη μοιάζουν”. Αλλαγές στα ήθη και τις συνήθειες. Ο άνθρωπος κλείστηκε στον εαυτό του κι αδιαφόρησε για το συνάνθρωπο, για τον τόπο, για τον κόσμο. Άρχισε, μπροστά στις τόσες κοροϊδίες που του έτυχαν, να μην πιστεύει πια κανέναν και τίποτα, να μην πιστεύει ούτε κι αυτήν ακόμη την αλήθεια τις λίγες φορές που του παρουσιάζεται. Άλλωστε το διακηρύττει: από μια ψεύτικη αλήθεια προτιμά μια αληθινή ψευτιά.
Μέσα σ’ όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις πώς θα ήταν δυνατό μια κατεξοχήν ανθρώπινη ψυχική έκφραση, η ποίηση, να μείνει αλώβητη κι επίκαιρη; Και μόνο μερικοί αριθμοί είναι ενδεικτικοί: στην Αγγλία π.χ. “Η Κυρά της Λίμνης” του Scotts κυκλοφόρησε στα 1810 σε 20.000 αντίτυπα και πουλήθηκαν όλα. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο “Κουρσάρος” του Μπάυρον πούλησε την πρώτη μέρα της έκδοσής του 10.000 αντίτυπα. Τα ποιήματα του Longfellow το 1900 κυκλοφόρησαν σε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα και πουλήθηκαν όλα. Το 1980 εκδόθηκαν 852 ποιητικές συλλογές στην ίδια χώρα, την Αγγλία, η καθεμιά σε λίγες εκατοντάδες αντίτυπα και ελάχιστοι τις αγόρασαν.
“Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου”, έγραφε ο Εμπειρίκος και μας άφηνε χρόνια να προβληματιζόμαστε αν πρόκειται “για στίλβον ποδήλατον” ή μήπως για “στίλβοντα ποδηλάτη”. Πριν καταλήξουμε σε κάποια λύση, η “ποίησις” το ’σκασε από κοντά μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω σε μια στίλβουσα χιλιάρα Γιαμάχα.
Και καλά έκανε που έφυγε. Αν δεν μπορούσε να λειτουργήσει πια σε μια αντιποιητική εποχή, σε μια εποχή που οι δρόμοι του φεγγαριού τις καλοκαιριάτικες νύχτες χαράζονται πάνω στα μολυσμένα νερά της θάλασσας την ώρα που εμείς πετάμε τα άδεια κουτιά μπίρας και τα καλαμάκια από τα σουβλάκια μας στα μαύρα νερά του λιμανιού, καλά έκανε κι έφυγε και καλό της ταξίδι. Δε δικαιολογείται να νιώθουμε λύπη για κάτι που εξαφανίστηκε ανεπανόρθωτα από τη ζωή μας, εφόσον στην εξαφάνιση αυτή πρωταρχικό ρόλο παίξαμε κι εμείς. Κι οι καλοκαιρινοί κινηματογράφοι έφυγαν. Δεν τους θέλουμε, καλά κάνουν και φεύγουν. Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι “τι βάζει κανείς στην κενή θέση”. Κι αν δεν υπάρχει τίποτα άξιο λόγου να καταλάβει το κενό που δημιουργείται, μήπως θα πρέπει να προσέξουμε λίγο περισσότερο τις απόψεις μας, μήπως θα πρέπει να τις ξανασκεφτούμε τουλάχιστον;

Π.χ. χαρακτηρίσαμε λίγο πιο πάνω την εποχή μας “αντιποιητική”. Πράγματι, είναι πολλοί αυτοί που της αποδίδουν και αυτό, μέσα σε τόσους άλλους, το χαρακτηρισμό. Και είναι αντιποιητική η εποχή μας, επειδή δεν υπάρχει ρομαντισμός, επειδή οι νέοι πια δεν είναι ωχροί, δεν αγωνιούν μπροστά στο παραθύρι κάποιας δεσποινίδας ούτε διαβάζουν από παλιά φθαρμένα βιβλία στα πάρκα “αισθηματικάς ιστορίας”; Και είναι αντιποιητική η εποχή μας, επειδή μέσα στην τρέλα της τεχνολογίας κανείς δε βρίσκει χρόνο να ασχοληθεί με την ποίηση; Ο Ελύτης δεν ήταν που έγραφε σε ένα από τα τελευταία του κείμενα πως “μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός”.
Μπορεί ο ποιητής να νιώθει περιττός σε μια αποστροφή του, όμως ποιος μπορεί να είναι αυτός, του Ελύτη συμπεριλαμβανομένου, που να ορκιστεί πως η εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των ταξιδιών στο φεγγάρι δεν μπορεί να έχει τη δική της ποιητική χάρη; Ο Μαρινέττι δεν έβρισκε την ποίηση στα γρήγορα αυτοκίνητα και στις καλογρασσαρισμένες μηχανές των εργοστασίων; Ποιος είναι αυτός που μπορεί να βεβαιώσει ότι η εποχή των καμένων δασών, των παιδιών που πεθαίνουν από την πείνα και των λαών που δοκιμάζονται από τους πολέμους δεν μπορεί να είναι μια εποχή ευαισθησίας και πόνου, ανάγκης να νιώσει κανείς το συνάνθρωπό του στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άλλη άκρη του δρόμου; Ο Πλάτωνας στο “Συμπόσιο” μιλώντας για τον έρωτα και την ομορφιά λέει ότι έχουμε ανάγκη για κάτι το οποίο δεν έχουμε. Κι ο Επίκουρος στην “Επιστολή προς Μενοικέα” αναφερόμενος στην ηδονή τονίζει ότι “τότε έχουμε χρεία της ηδονής, όταν πονάμε από το ότι η ηδονή απουσιάζει”. Ο Γιώργος Σεφέρης στο λόγο του το 1963 προς τη Σουηδική Ακαδημία στην απονομή του βραβείου Νόμπελ μέσα στα άλλα είπε πως “με το βραβείο αυτό η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται ΚΑΙ την ποίηση”.
Η αντιποιητική, λοιπόν, εποχή μας έχει ανάγκη περισσότερο αυτά που της λείπουν. Κι ένα από αυτά, μπορεί όχι το πιο σημαντικό για πολλούς, είναι η ποίηση. Άλλωστε με δεδομένη την απειλή πυρηνικού ολοκαυτώματος και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν καταφύγια για να διασωθούμε κι εφόσον “μας διώχνουνε τα πράγματα”, “η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε”...

Wednesday, January 16, 2008

Η μοναξιά του



Υπάρχει άραγε κάτι σ’ αυτό τον κόσμο, που να του ανήκει; Που να του ανήκει αποκλειστικά, εννοώ;
Ποτέ δεν είχε τίποτα ολόδικό του. Από μικρός δανειζόταν παιχνίδια, βιβλία, λεφτά. Η μάνα του -φτώχεια, βλέπεις,- του ’φερνε πάντα να φορά πολυφορεμένα ρούχα του πλούσιου μεγαλύτερου ξαδέρφου του ή του γείτονα που τον περνούσε στο μπόι δυο κεφάλια. Τα μάζευε από κάτω η καημένη, τα έμπαζε στη μέση κι έβγαινε αυτός έξω μετά καμαρωτός. Καμαρωτός για λίγο, μια και πολύ γρήγορα ένιωθε την κακομοιριά του και ξαναπροσγειωνόταν στην πραγματικότητα. Τα ξένα ρούχα, βλέπεις, είναι σαν τις περασμένες ηλικίες που τεζάρουν τις ρυτίδες μπας και ξεκλέψουν κάνα χρονάκι και μας κοροϊδέψουν. Πολύ γρήγορα, όμως, πάνω στο εύθραυστο νέο ξεπροβάλλει το παλιό και διεκδικεί την ηλικία του. Έτσι και τα ρούχα: για λίγο καιρό τη σκαπουλάρεις κι ευχαριστιέσαι με τους καθρέφτες. Μετά κάτι περίεργες γυαλάδες, κάτι ξέφτια και τσουπ...να ’τη η αρχαιολογία.
Κι αυτός, όσο μεγάλωνε τόσο διαπίστωνε, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια πλέον, ότι τίποτα από αυτά που κουβαλούσε, από αυτά που είχε πάνω του δεν του ανήκε. Στο σχολείο οι αντιγραφές στα διαγωνίσματα έδιναν κι έπαιρναν. Μήπως ανήκαν σ’ αυτόν τα άριστα και τα μπράβο των δασκάλων; Στα παιχνίδια, στο ποδόσφαιρο, ας πούμε, που έπαιζε σέντερ-φορ, όταν έφτανε σε επιτυχία και έβαζε γκολ ήταν γιατί κάποιοι άλλοι πριν από κείνον σκίζονταν, κουράζονταν, έτρεχαν και ίδρωναν για να του το σερβίρουν έτοιμο. Στις εκδρομές, πάλι, ποτέ δεν έπαιρνα δικό του φαγητό κοντά. Έτρωγε από των άλλων και μάλιστα, - αυτό το θυμάται έντονα και πάντα του έκανε αλγεινή εντύπωση,- ήταν πεντανόστιμο το άτιμο το ξένο, πιο νόστιμο ακόμη κι από τη σπεσιαλιτέ της καημένης της μάνας του. Βιβλίο δικό του δε διάβαζε, αλλά, όταν βρισκόταν μπροστά στη βιβλιοθήκη μου, έκλαιγε και σπάραζε για να δανειστεί ένα βιβλίο, που του γυάλισε στο ράφι μου, και τότε αποφάσισε να το διαβάσει. Δεν ήταν λίγες, μάλιστα, οι φορές που το ίδιο βιβλίο το είχε κι αυτός, αλλά το δικό του δεν τον ενθουσίαζε. Στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο έγραψε με δανεικό στυλό, σε τετράδιο που του έδωσαν εκείνη τη στιγμή, κάποια θέματα στα αρχαία, που λίγο πριν μπει στην αχανή αίθουσα άκουσε να μελετούν και να λένε η μια στην άλλη δυο κοπέλες (οι οποίες, παρεμπιπτόντως, δεν πέρασαν στη σχολή). Στην έκθεση χρησιμοποίησε κάποιες σκέψεις που την προηγούμενη μέρα είχε διαβάσει σε μια παλιοφυλλάδα που του είχα δανείσει, ενώ στην ιστορία αντέγραψε στις τουαλέτες από ένα παραπεταμένο βρώμικο βιβλίο που βρέθηκε τυχαία εκεί, όταν πήγε προς νερού του.
Για τη ζωή του μέσα στο πανεπιστήμιο δε συζητάω καθόλου. Τίποτα δεν έστεκε κοντά του, τίποτα δεν ταίριαζε πλάι του. Όλα ήταν παράταιρα και ξένα, όλα περνούσαν και έφευγαν σαν νερό μέσα από τα δάχτυλα χωρίς να αφήσουν το χνάρι τους πάνω του. Μερικά κορίτσια που γνώρισε ήταν φίλες γνωστών, ενώ την πρώτη φορά που πήγε σε γυναίκα -κάπου στην πλατεία Αβησυννίας- πλήρωσε με δανεικά. Δανεικά κι αγύριστα. Στο τέλος δε της φοιτητικής του καριέρας, την ίδια μέρα που καμιά διακοσιαριά ανώριμοι μακρυμάλληδες μαγκλαράδες ορκιζόμασταν, πήρε, χωρίς να το καταλάβει, το πτυχίο κάποιου άλλου κι έφαγε τον κόσμο δυο χρόνια μετά να τον ψάχνει για να του το δώσει ελπίζοντας έτσι να βρω και το δικό του. Πίστευε, ο ανόητος, ότι θα είχε γίνει μια απλή ανταλλαγή. Φευ! Είχε γίνει τραγέλαφος. Το “δικό του” δεν το βρήκε ποτέ. Σιγά τα αίματα! ΄Εχασε η Βενετιά βελόνι..
Τώρα ζει συνήθως μόνος του, δεν απέκτησε δική του σταθερή δουλειά και κουτσοβολεύεται από δω κι από κει σε δουλειές που του προξενεύουν διάφοροι γνωστοί. Πάντως οι δουλίτσες αυτές του αποδίδουν αρκετά περισσότερα από όσα αν είχε χρησιμοποιήσει το ρημάδι το πτυχίο, το “δικό του”.
Βολεύεται με γυναίκες γνωστών του, που με προθυμία -αυτό είν’ αλήθεια- τον καλούν στο κρεβάτι τους. Στο δικό τους πάντα κρεβάτι. Δεν έχει συνηθίσει να δέχομαι στο σπίτι του κόσμο αυτός. Ποιο σπίτι του! Δεν έχει δικό του σπίτι. Νοικιάζει μια γκαρσονιέρα στις παρυφές της πόλης, κοντά στην πλατεία που συνηθίζουν να ξεροσταλιάζουν στο κρύο γυρεύοντας μεροκάματο κάτι ξένοι λαθρομετανάστες και μερικοί άλλοι ξέμπαρκοι. Χαμένα κορμιά. Μοναξιασμένα.
Συνήθως μένει μόνος. Με παρέα του μια απέραντη μοναξιά. Μοναξιά σαν πόλη μεγάλη. ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΞΙΑ.

Monday, January 07, 2008

Στις γιορτές

Ωραία πέρασαν οι γιορτές. Φάγαμε γαλοπούλα προς 6,99 ευρώ το κιλό (πού να ήξερα ότι το Καρφούρ θα τις πουλάει 1,99 το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων), πήγαμε με τα παιδιά βόλτα στην πλατεία Συντάγματος και στην πλατεία Κοτζιά στην Αθήνα, αγοράσαμε ζαχαρωτά και καραμέλες με 42 ευρώ, πήραμε κάστανα ενάμισι ευρώ το ένα, είδαμε στην τηλεόραση όλες τις επαναλήψεις και τις εμπεδώσαμε επιτέλους, χορέψαμε με τον Παπαδόπουλο και με τον άλλον, αυτόν που τσευδίζει (Παυλόπουλος λέγεται;), φάγαμε την τριαντατετράχρονη του Ζαχόπουλου στη μούρη όλες τις μέρες, μετά προστέθηκε κι ο πενηντατριάχρονος (άκουσα ότι θα μπουν κάποια τέλη αυτοκτονίας τέλος πάντων), πήγαμε και απ’ το μολλ, ωραία όλα και μεγάλα στολισμένα, εμείς για τη Φνακ πηγαίναμε, να δούμε και να αγοράσουμε βιβλία και δίσκους, αλλά μας έφυγαν τα χρήματα σε κάτι μπότες, φουλάρια, ένα σακάκι και δυο τρία εσώρουχα, τη Φνακ δεν προλάβαμε να την επισκεφτούμε, ίσως τα επόμενα Χριστούγεννα να ’μαστε καλά, αγοράσαμε και μια κινέζικη τηλεόραση μέιντ ιν γιούροπ για το εξοχικό, ορίτζιναλ μαϊμού, πήραμε κι ένα σωρό μπιχλιμπίδια άχρηστα, απ’ αυτά που τα καταπίνει το μωρό και σε κάνει να τρέχεις λαχανιασμένος στα νοσοκομεία μέρες που είναι, ο πεζόδρομος της Ερμού πάντα υπέροχος και μ’ ένα δικό του χρώμα, τέτοιο χρώμα που μόνο στις πόλεις του εξωτερικού μπορείς να βρεις, αλλά ατυχήσαμε, γιατί στο Ζάρα είχαν φύγει όλα τα μεγάλα νούμερα κι έτσι δε βρήκαμε παντελόνι και πουλόβερ, δεν πειράζει, θα επανέλθουμε με τις εκπτώσεις, ένας τρελός στο δρόμο κέρναγε Σαμπάνια, δεν καταλάβαμε ότι ήταν τζάμπα και δεν πήραμε, προσπαθήσαμε να δούμε και ένα θέατρο, δεν τα καταφέραμε γιατί δεν υπήρχε θέση, μόνο δεύτερος εξώστης χωρίς αρίθμηση, μαξιλαράκι ή σκαμνάκι, ευχαριστώ δε θα πάρω, θα μείνω το βράδυ μέσα να δω Σούπερντιλ ή να λύσω κανένα Σουντόκου από τον τόμο που αγόρασα πρόσφατα, τελικά μας έδωσαν κάτι εισιτήρια από την Εστία και πήγαμε σε μια περφόρμανς, ωραία, πήραμε και μια γεύση από την Αθήνα με τις 300 καλλιτεχνικές παραγωγές το έτος (το Λονδίνο φτάνει δε φτάνει τις 30), γυρίσαμε ξημερώματα ψόφιοι στο Άργος αλλά ευχαριστημένοι. Το επόμενο βράδυ τα παιδιά είχαν κανονίσει με την παρέα τους να πάνε οι μισοί στο Βέρντι κι άλλοι μισοί στον Δάντη. Μπράβο επιλογές, εγώ στην ηλικία τους όχι Βέρντι δεν ήξερα αλλά ούτε και τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, τα παιδιά πολύ προχωρημένα σήμερα, ακούν από τόσο μικρή ηλικία όπερα, εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να την ακούσω. Τρόμαξαν να μου εξηγήσουν ότι δεν πρόκειται για τον γνωστό Βέρντι, το Τζουζέπε τον Ιταλό, αλλά για Έλληνα ονόματι Νίκο Βέρτη. Μας μένει ο Δάντης. Βέβαια, το θέμα είναι τι θα γίνει μ’ αυτόν, θα ακούσουν ίσως μες στις γιορτές καμιά απαγγελία της Θείας Κωμωδίας του μεγάλου ποιητή, Ιταλού κι αυτού, ή μήπως διασκευάζοντας υλικό της Θείας Κωμωδία έχουν φτιάξει κάποιο θεατρικό, κι εκεί μου εξήγησαν ότι δεν πρόκειται για τον γνωστό Αλιγκιέρι τον Φλωρεντινό, αλλά για κάποιον δικό μας, Χρήστο, που τραγουδάει σε κέντρο νυχτερινό. Πάει καλά, τα παιδιά ξέρουν καλύτερα, εγώ έχω μείνει πίσω πολλούς αιώνες. Άσε που, εδώ που τα λέμε, κι εγώ αν ήμουν στη θέση τους δε θα πήγαινα σε όπερα μέρες που είναι (εκτός αν μου έδιναν εισιτήριο από την Εργατική Εστία) ούτε θα ξενυχτούσα ακούγοντας στίχους από την Κόλαση και το Πουργατόριο του Δάντη, του Φλωρεντινού. Καλύτερα κάτι πιο απλό, πιο εύπεπτο, πιο στα μέτρα μας, με φώτα και στολίδια, εορταστικό που λέμε, να ξεσκάσουμε, λίγο βρε αδερφέ, μετά από τόση κούραση. Ανήμερα τα Φώτα μάς ήρθε κι ο σεισμός από το Λεωνίδιο, πολύ τον ευχαριστηθήκαμε.
Τελικά, το πιο σημαντικό σ’ αυτές τις γιορτές είναι που διάβασα δυο διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Σαν μέσα στο καταχείμωνο να κάνεις χλιαρό μπάνιο με όλα τα αρωματικά βότανα του μεγάλου Σκιαθίτη, μου φάνηκε. Ένα μπάνιο που με έβγαλε κατακάθαρο και λαμπερό, μακριά πολύ από τις διάφορες υλικές προϋποθέσεις μιας πρόσκαιρης διασκέδασης και πολύ κοντά σ’ αυτό που λέμε κι εννοούμε, όταν το εννοούμε, ποιότητα ζωής.