Sunday, December 31, 2006

Γράμμα στον Αι-Βασίλη

Άγιε μου Βασίλη,
Σου γράφω τώρα την Πρωτοχρονιά, όπως ακριβώς όταν ήμουν μικρός και πίστευα ότι ερχόσουν το βράδυ της Παραμονής του νέου έτους. Έπρεπε να περιμένω χρόνια πολλά χρόνια μέχρι να μάθω ότι το έθιμο των εταίρων μας στην Ε.Ε. είναι να έρχεσαι τα Χριστούγεννα και όχι την Πρωτοχρονιά. Βέβαια κατάλαβα ότι εσύ είσαι ένας πρωτότυπος άγιος, μισός Ευρωπαίος και μισός Έλληνας, ακριβώς όπως κι εγώ, μισό-μισός, ένας Έλληνας που αγωνίζεται να γίνει Ευρωπαίος. Είσαι Έλληνας και λέγεσαι Βασίλης κι όχι Σάντα-Κλάους και τα τέτοια. Έτσι ακολουθώντας τη δική μου παιδική παράδοση, σου γράφω σήμερα. Και σου γράφω, γιατί νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σου τα ψάλλω από την καλή. Τόσα χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή. Πιστεύω ότι είναι καιρός να μάθεις μερικές αλήθειες.
Μάθε, λοιπόν, ότι δε σε πίστεψα ποτέ μου. Μέχρι μια ηλικία βέβαια στήριζα κάποιες ελπίδες σε σένα, αλλά αρκετά γρήγορα τα κατάλαβα όλα. Μετά όμως ήρθαν στη ζωή μου τα δικά μου παιδιά κι αναγκαστικά συνέχιζα να παίζω το ρόλο στο παραμύθι σου. Ντυνόμουν εγώ Άγιος Βασίλης και τους επισκεπτόμουν αυτές τις μέρες. Περίμενα πώς και πώς να μεγαλώσουν κι αυτά λίγο, να μην έχω άλλες δεσμεύσεις, να καταλάβουν κι αυτά ότι δεν είσαι αληθινός, για να σου τα πω. Είναι αλήθεια ότι αυτά, τα παιδιά μου, δε σε κατάλαβαν γρήγορα. Βλέπεις, η ευημερία που κυκλοφορούσε γύρω τους δεν τα άφηνε να δουν την αλήθεια. Τους έφερνες τα δώρα τους κάθε χρόνο ανελλιπώς, πήγαινες τα δώρα και στους φίλους τους, ε, τα βόλευες, γιατί να μη σε πιστεύουν; Απ’ το μυαλό τους δεν πέρασε εύκολα η σκέψη ότι ήσουν μια απάτη, ένα γλυκό όνειρο. Τώρα όμως που σε κατάλαβαν κι αυτά, νιώθω ότι πρέπει να μιλήσω. Και ποια καλύτερη ευκαιρία μου παρουσιάζεται τον τελευταίο καιρό παρά μέσα από το blog, για να μ' ακούσεις καλύτερα. Στο διαδίκτυο τα πάντα ταξιδεύουν σίγουρα και γρήγορα, ενώ τα ταχυδρομεία μας είναι αργά, υπερβολικά αργά αυτές τις ημέρες.
Το πρώτο και κύριο, λοιπόν, Άγιε Βασίλη, ήταν ότι τότε, στα χρόνια τα δικά μου, έφερνες δώρα μόνο στα πλούσια παιδιά. Όσο πιο πλούσια ήταν τα παιδιά, τόσο και πιο ακριβά, πιο λαμπερά δώρα έπαιρναν. Οι μικρομεσαίοι έπαιρναν φτηνότερα και οι φτωχοί τίποτα απολύτως. Και μια χρονιά ειδικά που είχα σφοδρές ελπίδες ότι θα με θυμηθείς -ήταν τότε που οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαν καλά μια ολόκληρη χρονιά και σκεφτόμουν ότι θα με αποζημίωνες εσύ- εσύ δε μου έφερες τίποτα. Δε σε συγκίνησαν ούτε τα δάκρυά μου ούτε τα παρακάλια μου. Τα παπούτσια και οι κάλτσες μου που τα άφηνα το βράδυ πλάι στη σόμπα για να τα γεμίσεις, το πρωί ήταν κρύα και -το κυριότερο- άδεια. Ούτε μια καραμέλα. Αντίθετα, στο πιο πλούσιο παιδί της παρέας μας είχες φέρει το δώρο-φετίχ των μικρών μου χρόνων: ένα ηλεκτρικό τρενάκι που περνούσε μέσα από σήραγγες, από βουνά και πεδιάδες, σταματούσε σε σταθμούς και σε φανάρια. Αμ κι αυτά τα δώρα σου! Ήταν λογικό, όχι πες μου αν ήταν λογικό να πιστεύεις στο Θεό και στην Αγάπη σαν Άγιος που είσαι, και να δωρίζεις πιστόλια και αυτόματα όπλα και στρατιώτες και τανκς. Ήταν πράγματα αυτά για δώρα;
Το δεύτερο ήταν ότι ήσουν πολύ στρουμπουλός για άγιος. Φουσκωμένος και δυσκίνητος από το πάχος απορούσε κανείς πώς ήταν δυνατόν να σε σηκώνει το έλκηθρο, αλλά και πώς μπορούσες να περνάς μέσα από τις καπνοδόχους. Και πώς, όταν καμιά φορά περνούσες κι έφτανες στο σπίτι, δεν ήσουν κατάμαυρος από τις καπνιές, αλλά συνέχιζες να είσαι κατακόκκινος, κατακάθαρος κι ολοκαίνουριος. Κι αυτό το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη σου μου φαινόταν πολύ ύποπτο. Ακόμη και μέσα στη δικτατορία, όταν είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τον κόσμο, εσύ χαμογελούσες αμέριμνος και συνέχιζες να φέρνεις δώρα στα πλουσιόπαιδα, λες και τίποτα δεν έτρεχε στην πατρίδα μου, σαν να πήγαιναν όλα ρολόι. Ακόμη κι όταν η τηλεόραση μας έδειχνε τα σκελετωμένα παιδάκια κάποιας μακρινής χώρας, εσύ χαμογελούσες και τα κοιτούσες πονηρά μέσα από τα γυαλάκια σου, Άγιε μου Βασίλη. Και να ξέρει κανείς ότι αυτά τα παιδάκια ήταν αληθινά, αυτά ήταν η πραγματικότητα, κι εσύ ο γελαστός, ψεύτικος!

Τώρα δε σε περιμένουμε. Η πελατεία σου έχει μειωθεί σημαντικά. Έχεις πέραση μόνο στα νήπια, στα πολύ νήπια. Το έχασες το παιχνίδι, άγιε. Και μη νομίζεις ότι το έχασες στο σπίτι μου ή στο σπίτι του γείτονα που μεγάλωσαν κι αυτουνού τα παιδιά του. Όχι! Το παιχνίδι το έχασες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, στην Αιθιοπία, στο Σαράγεβο, στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, στα Καλάβρυτα και όπου αλλού ανθρώπινα κορμιά πότισαν τη γη με το κόκκινο υγρό του μίσους.
Κόκκινο ακριβώς όπως η κατακαίνουρια φορεσιά σου.
Όπως τα κατακόκκινα γελαστά μαγουλάκια σου.

Sunday, December 24, 2006

Χρόνια Πολλά, Απόστολε

Τα Χριστούγεννα γιορτάζουν όλοι και όλα. Γιορτάζουν οι άνθρωποι, τα μαγαζιά με τις βιτρίνες τους, τα μαγαζιά με τις κουζίνες ή τις μπάρες τους, οι πόλεις με τα στολίδια τους, τα δέντρα τα χιονισμένα, οι ορχήστρες με τους ξεχασμένους βιρτουόζους που ξαφνικά βρίσκουν δουλειά, τα παιδιά με τα δώρα τους -κούκλες και ακριβά δαστημόπλοια ή οπλοπολυβόλα και λοιπά και λοιπά.
Σιγά, μωρέ, σιγά! Σιγά μη γιορτάζουν όλοι! Άστα σάπια και πες την αλήθεια, κάθαρμα. Λες και δεν μπορούμε να δούμε τις λερωμένες τουαλέτες πίσω από τις βιτρίνες ή πίσω απ’ τα χαμόγελα τη θλίψη, τη μοναξιά, την αδιαφορία. Ή στη φωτισμένη πόλη, την παραμονή μόλις κλείνουν τα μαγαζιά του κέντρου, τη βρόμα και τη δυσωδία που άφησαν πίσω τους εκατομμύρια «καταναλωτές». Ποιος είπε πως τα Χριστούγεννα είναι η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης; Ποιος είπε πως τα Χριστούγεννα γιορτάζουν τα παιδιά, οι άμοιροι, οι κακόμοιροι κι οι παραπονεμένοι; Ποιος είπε πως τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της χαράς; Όποιος δε βλέπει τον άνθρωπο να βγάζει το μάτι του ανθρώπου, αυτός το είπε. Όποιος δεν ξεμύτισε από το χαράκωμά του, όποιος δεν έκανε μια βόλτα λίγο μακρύτερη από τη συνηθισμένη. Αυτός.
Ούτε κι εγώ πήγα μακριά. Άλλωστε το μακριά και το κοντά είναι έννοιες υποκειμενικές. Μακριά για σένα είναι να ’ρθεις σπίτι μου, για μένα να πάω στο διπλανό δωμάτιο που μένει ο Αχώνευτος. Απλά, ανήμερα φόρεσα το κασκόλ και τα γάντια μου και βγήκα από το σπίτι. Εκκλησία δεν πάω, φίλους δεν έχω, μοναξιά έχω, κι η βόλτα είναι για την μοναξιά ό,τι το πιοτό για τον αλκοολικό: δεν του κάνει καλό, αλλά δεν υπάρχει και τίποτα καλύτερο.
Έξω από τη μάντρα του σπιτιού μου είδα τον Απόστολο. Δεν τον ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Απόστολος είχε πέσει κάτω και χτυπούσε το κεφάλι του στις πλάκες του πεζοδρομίου. Κάτι σαν άσπρος εμετός ξεχυνόταν πού και πού από το στόμα του. Ή σαν αφρός. Μούγκριζε. Όχι τόσο δυνατά για να τον ακούσουν όλοι οι καλά αμπαρωμένοι καταναλωτές. Ένα ζευγάρι καλοντυμένων ηλικιωμένων μόνο από πάνω του του έλεγαν τι έχεις Απόστολε και τι έχεις Απόστολε. Έτσι έμαθα το όνομά του, έτσι γνώρισα τον Απόστολο. Τριανταπεντάρης το πολύ, παλιά ρούχα βρόμικα. Η δυστυχία πάντοτε έτσι είναι ντυμένη και χάσκει το σκοτάδι μέσα απ’ τις τρύπες στις τσέπες και στα γόνατα. Το ζευγάρι με πληροφόρησε πως ο Απόστολος κατοικούσε σε μια παλιά αποθήκη πίσω από το σπίτι τους και πως πέρσι η μάνα του είχε καεί μαζί με το χαμώι τους, πως δούλευε εδώ και λίγο καιρό σ’ ένα βενζινάδικο απ’ όπου φαίνεται ότι θα τον έδιωξαν λίγο πριν από τις άγιες γιορτινές μέρες.
- Τι έχεις, Απόστολε; Γιατί δε μας μιλάς;
- Έχετε τηλεφωνήσει πουθενά; Να πάρουμε το 166.
- Έχουμε πάρει τηλέφωνο και περιμένουμε το ασθενοφόρο.
Η δυστυχία μιλάει με τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Όχι με της αστυνομίας ούτε του εργοστασίου. Ούτε ακόμη και με τη σειρήνα του πολέμου. Με τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Το σήμα κατατεθέν των μεγάλων πόλεων. Οι άνθρωποι στα χωριά και στις μικρές πόλεις ζήτημα είναι αν στη ζωή τους ολόκληρη έχουν ακούσει το λυπητερό και τρομοκρατημένο ήχο της σειρήνας ασθενοφόρου. Ποιος θα φρενάρει σε μια κωμόπολη το αγώι ενός ασθενοφόρου; Ο Απόστολος συνεχίζει σιγά-σιγά το βογκητό του.
- Τι έχεις, Απόστολε; Γιατί δε μας μιλάς, Απόστολε;
- Προσπάθησε να σηκωθείς και να πας στο σπίτι σου, Απόστολε.
- Απόστολε, κοίταξέ με! Είμαι η κυρία Ουρανία, η γειτόνισσα σου. Σε γνωρίζω, Απόστολε. Εσύ δε με αναγνωρίζεις; Για κοίταξέ με καλύτερα...
Ο Απόστολος δεν απαντά. Ίσως και να μην τους ακούει καθόλου. Μπορεί και να μη σκέφτεται τίποτα. Η σκέψη του μπορεί να είναι ένα άσπρο πανί. Λευκό και καθαρό, όχι σαν τα ρούχα του. Κάτι σαν τις λευκές κι αλέκιαστες στολές των νοσοκόμων.
- Κοίταξέ μας, Απόστολε. Σου μιλάμε, δε μας ακούς;
- Τώρα θα έρθουν να σε πάρουν, Απόστολε. Θα πας στο νοσοκομείο που είχες πάει και την άλλη φορά.
- Να πας, Απόστολε, να περάσεις τουλάχιστον τα Χριστούγεννα στη ζεστασιά, θα βρεις κι ένα πιάτο φαΐ, μέρα που ’ναι.
- Την άλλη φορά δεν ήθελε να πάει. Με το ζόρι τον τραβούσαν. Δεν καταλαβαίνει το καλό του...
- Εμείς τι μπορούμε να του προσφέρουμε; Ε, τον φροντίζει η γειτονιά...λίγο φαγάκι ο καθένας... δε μας κάνει κόπο.
Αυτά τα τελευταία τα έλεγαν σ’ εμένα. Κι εγώ τι να κάνω! Τι μπορώ να κάνω; Τι θα μπορούσα να κάνω; Τι θα μπορούσα να έχω κάνει; Τι θα έπρεπε να μπορούσα να έχω κάνει. Μέχρι τώρα, εννοείται. Όχι τώρα... Τώρα τι να κάνω; Στέκομαι στο πεζοδρόμιο και δεν ξέρω πού να βάλω τα χέρια μου. Ευτυχώς έρχονται κι άλλοι. Τ’ ακουμπάω πάνω τους. Είναι καλοί οι άλλοι. Νιώθω να μοιράζεται η ευθύνη. Έρχονται κι άλλοι. Ένα μικρό, ελάχιστο μέρος ευθύνης έχω εγώ. Ευτυχώς είναι κι άλλοι!
- Ω, καλημέρα, χρόνια πολλά!
- Χρόνια πολλά και καλά!
- Χρόνια πολλά...χρόνια πολλά!
- Ευχαριστούμε, επίσης.
- Τι κάνετε; Σας χάσαμε τώρα τελευταία.
- Έχουν έρθει τα παιδιά από το Βόλο κι είμαστε όλοι μαζί χρονιάρες μέρες.
- Μπράβο, μπράβο! Τι κάνουν; Καλά είναι;
- Δόξα τω Θεώ, καλά, πολύ καλά.
- Να και ο Χρήστος. Χρηστάκι, χρόνια πολλά.
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Επίσης.
- Χρόνια πολλά, κύριε Χρήστο. Χρόνια πολλά και για τη γιορτή και για τις μέρες.
- Ευχαριστώ...ευχαριστώ, να ’στε καλά.
- Τι γίνεσαι, βρε Χρήστο; Μας ξέχασες. Ούτε ένα τηλεφώνημα; Έτσι είναι οι φίλοι;
- Δουλειές, δουλειές, δουλειές. Άστα να πάνε. Πολλή κούραση.
- Να προσέχεις. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
- Άσε. Καλύτερα να σε κυνηγάει η δουλειά παρά να την κυνηγάς.
- Αυτό να μου πεις. Έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα, είναι να σου τύχει δουλειά και συ να κάθεσαι;
- Γι’ αυτό σου λέω. Τρέχω, τρέχω και δε φτάνω.
- Μπράβο, Χρήστο μου!
- Τι έχουμε εδώ; Τι έχει πάθει;
- Ξέρω κι εγώ; Ο Απόστολος είναι. Μένει στην αποθηκούλα δίπλα μας.
- Δίπλα; Σε ποια αποθηκούλα;
- Αυτή που είχε καεί πέρσι;
- Ε, μένει άνθρωπος εκεί μέσα;
- Ναι, ο Απόστολος.
- Και τι έπαθε;
- Ε, τον έπιασε πάλι.
- Τι τον έπιασε; Κοίτα, ρε, μέρες που είναι...
- Καλώς τον Αντώνη...Τι κάνετε κυρία Μαρία! Χρόνια πολλά.
- Ευχαριστούμε...Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά. Ευτυχισμένα και ειρηνικά. Ειρήνη και υγεία, προπαντός ειρήνη και υγεία.
- Όλα τ’ άλλα βρίσκονται. Υγεία, υγεία πάνω απ' όλα.
- Αμήν!
- Χρόνια πολλά, κύριε Χρήστο. Χρόνια πολλά και καλά. Τι κάνετε;
- Καλά. Βγήκα μια βολτίτσα.
- Καλά κάνετε, καλά κάνετε. Κι εμείς είπαμε να περπατήσουμε λίγο στην παραλία. Δεν κάνει και πολύ κρύο.
- Ο καιρός είναι γλυκός. Το πάει για βροχή.
- Ε, Χριστούγεννα είναι, αν δεν έχει χιόνι, θα ’χει βροχή.
- Καλύτερα βροχή. Το χιόνι δεν το αντέχω. Άσε και τα προβλήματα με τις συγκοινωνίες.
- Φέτος θα ’χουμε γλυκό χειμώνα. Όχι σαν πέρσι.
- Για θυμήσου πέρσι. Είχαν αποκλειστεί οι δρόμοι, αποκλείστηκαν και τα παιδιά και δεν μπόρεσαν να ’ρθούν να φάμε όλοι μαζί. Όχι, όχι, φέτος είναι πολύ καλύτερα...πολύ καλύτερα...
- Πάντα έτσι...πάντα έτσι...
- Ποιος είναι αυτός; Τι έχει; Πέθανε;
- Αλβανός είναι; Τον καημένο...τι έχει;
- Δεν είναι Αλβανός.
- Ο Απόστολος είναι.
- Ο Απόστολος; Ποιος Απόστολος;
- Μένει εδώ παρακάτω.
- Και τι κάνει ξάπλα κάτω; Δεν έχει κάνα δικό του να τον φροντίσει;
Και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά . Κι όλ’ αυτά πάνω από το νεκρό σώμα του Απόστολου. Χειραψίες θερμές. Και τι σημασία έχει που ο Απόστολος δεν πέθανε ακόμα; Που αυτός ο συγκεκριμένος Απόστολος δεν είναι ακόμη νεκρός; Αυτοί δεν το ξέρουν. Γι’ αυτούς θα μπορούσε να ήταν και νεκρός. Το ίδιο θα έκανε. Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Ο καιρός γλυκός για χειμώνα. Φέτος θα ’χουμε γλυκό χειμώνα. Το πάει για βροχή, βέβαια, αλλά η βροχή ξεπλένει. Και σβήνει.
Αποφασίζω να φύγω. Να συνεχίσω κι εγώ τη βόλτα μου. Πάω κι εγώ για παραλία. Με σταματά το ασθενοφόρο. Να κι ένα ασθενοφόρο που ήρθε διακριτικά. Χωρίς σειρήνες και φασαρίες. Μήπως έχουν τέτοια εντολή ειδικά για σήμερα, μέρα που είναι για να μην ανησυχούν τον κοσμάκη;
Οι δυο νοσοκόμοι προσπαθούν να σηκώσουν τον Απόστολο. Αυτός δε θέλει. Δε θέλει να μπει ούτε στο φορείο ούτε στο ασθενοφόρο. Είναι ξαπλωμένος κάτω και βγάζει απ’ το στόμα του σάλια. Ή μήπως αφρούς; Οι νοσοκόμοι φορούν γάντια. Δε λερώνονται. Προσπαθούν να τον σηκώσουν.
- Έλα, βρε Απόστολε...Τι σου έλεγα τόση ώρα; Πήγαινε να περάσεις Χριστούγεννα. Στο σπίτι σου έχεις τίποτα να φας;
- ...
- Βλέπεις; Γι’ αυτό σου λέω. Πήγαινε να περάσεις τις μέρες αυτές, και μετά πάλι θα βγεις έξω.
- Άντε, πήγαινε. Μετά, όταν θα βγεις, θα σε φροντίσουμε εμείς.

Πήγαινε, μωρέ Απόστολε. Δεν μπορούμε να σε κουβαλάμε. Πήγαινε που να πάρει η οργή να πάρει... Μην είσαι επίμονος. Υπομονή χρειάζεται η ζωή. Υπομονή κι ελπίδα. Όλα θα γίνουν, όλα θα φτιάξουν. Πήγαινε καμιά φορά που να σε πάρει και να σε σηκώσει. Τελικά τον σηκώνουν οι νοσοκόμοι, τον βάζουν με δυσκολία μέσα στο αυτοκίνητο. Ρολάρουν ήρεμα στην κατηφόρα. Δε σφυρίζουν δαιμονισμένα. Φεύγουν διακριτικά όπως είχαν έρθει.
Ίου ίου ίου ίου ίου ίου ίου ίου, Απόστολε. Φέτος θα ’χουμε γλυκό χειμώνα, Απόστολε. Χρόνια πολλά, Απόστολε! Καλά Χριστούγεννα, Απόστολε. Ίου ίου ίου ίου ίου ίου ίου ίου.

Friday, December 15, 2006

Είν’ οι πλατείες μου

Είν’ οι πλατείες των χωριών χριστουγεννιάτικα δεντράκια. Έχουν τα δώρα της παράδοσης να κρέμονται στολίδια. Μπάλες πολύχρωμες και φιόγκοι όσα μέσα στα χρόνια ακούστηκαν στον πλάτανο από κάτω. Λέξεις και ήχοι ελληνικοί και ποιοι απ’ αυτούς και τούρκικοι και ποιοι αλβανικοί γίνανε όλοι αυτοί αδέρφια μας με χιόνια και λιακάδες. Ζυμώθηκαν τα λόγια μας κι οι σκέψεις και το μέλλον στα σιδερένια τραπεζάκια της πλατείας, στις ψάθινες καρέκλες καφενείων.

Είν’ οι πλατείες των χωριών μας χριστουγεννιάτικα δεντράκια με τα φώτα. Αναβοσβήνουνε τα χρώματα και μας κρατούν το χέρι μες στη νύχτα, μέσα στα όνειρα ανοίγουν το σκοτάδι. Να μη φοβόμαστε. Είναι μια συντροφιά, όταν ουρλιάζει το τσακάλι, να έχουμε παρέα τους ανθρώπους μας με δυο πίκρες ελιές μέσα στα μάτια τους, μ’ ένα λουλούδι λέξεις μες στο στόμα. Να παίρνουμε τα ουζάκια μας και το γλυκό του κουταλιού, το υποβρύχιο που ανέλαβε να εξερευνήσει βάθη, να τορπιλίσσει τις βραγιές και να μας χτίσει άλλες.
Είν’ οι πλατείες των χωριών μας χριστουγεννιάτικα δεντράκια με τα χιόνια. Σαν πάπλωμα λευκό σκεπάζουν και χωνεύουνε μέσα στον πάγο τα τραγούδια μας, λες για να μείνουν στους αιώνες νέα. Μαζί μ’ αυτά και τα όνειρά μας, μαζί μ’ αυτά και τις ελπίδες μας. Και οι παππούδες έλεγαν -και λεν ακόμη- στα εγγόνια τους πως κάποια μέρα όλα μαζί θα τιναχτούν από την παγωμένη λήθη και θα το ρίξουν στο χορό λεβέντικα, όπως αρμόζει στους παλικαράδες ύπνους, όλα πιασμένα από το χέρι γύρω στ’ αλώνι. Πως κάποια μέρα σαν κι αυτή μες στη χειμερινή λιακάδα οι στρόγγυλες πλατείες μας κι όλες οι άλλες οι άμορφες κι οι κακογωνιασμένες, κι οι άλλες στα κατσάβραχα και στις αετοράχες, όλες μαζί θα γίνουνε καινούργια, πάνω στην παλιά, πατρίδα και αγάπη.
Είν’ οι πλατείες των χωριών μας χριστουγεννιάτικα δεντράκια με βαμπάκι. Και τόσα χρόνια τα χιόνια τους να λιώσουν περιμένω.

Friday, December 08, 2006

Παλιοί και νέοι Γδάρτες

Μου έχει μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη η τακτική ενός γείτονα της παιδικής μου ηλικίας. Αυτός στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, εγώ στις πρώτες. Σ’ αυτόν, λοιπόν, και στην παρέα του άρεσε να χτυπούν και να σκεπάζουν με σωρούς πέτρες μικρά νιογέννητα γατάκια. Όσα δεν σκοτώνονταν με την πρώτη, πέθαιναν πληγωμένα κι αβοήθητα κάτω από τις πέτρες σε λίγες ώρες. Κι αν κάποιος ήθελε να τα σώσει, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει πρώτα τη συμμορία των μικρών σαδιστών. Έτσι, πολλές βραδιές έμεινα ξάγρυπνος ακούγοντας το κλάμα των μικρών τετράποδων, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Αργότερα απέκτησε ο περί ου ο λόγος και άλλη εξαίρετη συνήθεια. Καλούσε με τον πιο γλυκό τρόπο τα αδέσποτα τετράποδα και μόλις εκείνα, δείχνοντάς του εμπιστοσύνη τα άμοιρα, τον πλησίαζαν, έτρωγαν μια τρομερή κλωτσιά που τα εκσφενδόνιζε δεκάδες μέτρα μακριά. Μετά με τους φίλους του χαχανίζοντας μετρούσε το ρεκόρ του: Δεκαπέντε μέτρα ή είκοσι ένα μέτρα μακριά το σημείο όπου έσκασε το δύστυχο ζωντανό. Ρεκόρ απόλυτο, Γκίνες θα λέγαμε σήμερα, όταν ένα δύστυχο γατάκι κρεμάστηκε στο ψηλότερο κλαδί ενός δέντρου κι έμεινε κει μέχρι που τέλειωσε η μικρή ζωή του.

Ο καιρός περνούσε με τέτοιου είδους σπορ που έδειχναν σε όλους το χαρακτήρα ενός έτοιμου σχεδόν εγκληματία. Έτσι, όταν αργότερα προσπάθησε να ανοίξει ένα μικρομάγαζο για να βγάζει τα προς το ζην, κανείς δεν πατούσε το πόδι του εκεί. Όλοι τον ήξεραν τον Γδάρτη. Αυτό ήταν το παρατσούκλι του. Σήμερα, αφού απέτυχε σε ό,τι δοκίμασε, ο Γδάρτης ζει μόνος και έρημος, δυστυχισμένος, κανείς δεν τον πλησιάζει, πρώτα απ’ όλους τα γατιά και τα σκυλιά της περιοχής. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι τον τιμώρησε ο καλός θεός των τετράποδων, ο προστάτης των άδολων και ανεκτίμητων φίλων του ανθρώπου. Κι ο αδέσποτος Γδάρτης των παιδικών μου χρόνων έμεινε στη μνήμη μου σαν ένα κακό όνειρο.

Τώρα έμαθα ότι κάποιος άλλος σε μια γειτονιά της πόλης μου εδώ και δύο χρόνια φαρμακώνει τις γάτες. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά προσφάτως στήνει και δόκανα, σπάει τα πόδια τους και τις βασανίζει πριν τις σκοτώσει. Δεν μπορεί ο νέος αλήτης να είναι μικρό παιδί, λέω. Είναι σίγουρα μεγάλος στην ηλικία, μόνος και απροσάρμοστος, με τόνους μέσα του κόμπλεξ κατωτερότητας και μειονεξίας. Και αφού δεν μπορεί να σκοτώσει τους αμέτρητους παρίες της κοινωνίας μας, για να την καθαρίσει, σκοτώνει -αυτός ο καθαρός- τα άκακα μικρά ζωάκια που δε φταιν σε τίποτα για τα δικά μας χάλια. Και μέσα στην καρδιά του -σε ό,τι τέλος πάντων διαθέτει στο μέρος όπου οι κανονικοί άνθρωποι έχουν καρδιά- αυτός θα νιώθει δικαιωμένος, εκδικητής και ήρωας κάθε που θα αποτελειώνει ένα ζωάκι. Και τη δουλειά αυτή θα την κάνει ασφαλώς νύχτα. Και γιατί το πρωί θα πηγαίνει καλοντυμένος στην εργασία του, αλλά και γιατί όλες οι τέτοιου είδους δραστηριότητες θέλουν σκοτάδι. Και το σκοτάδι της νύχτας αλλά -κυρίως- το σκοτάδι που κουβαλάν οι τέτοιοι μέσα τους.

Παρακαλώ, λοιπόν, τον καλό θεό των τετράποδων, αυτόν που δεν άφησε απλήρωτα τα χρέη του παλιού Γδάρτη και του τα ξεπλήρωσε ένα-ένα και στο πολλαπλάσιο, να κάνει κάτι και στη δική μας περίπτωση, στο δικό μας ήδη επικηρυγμένο νέο Γδάρτη. Κι αν μπορούσα να κάνω μια ευχή, αυτή θα ήταν όχι να αποκαλυφθεί στη γειτονιά η ταυτότητά του και να τον λυντσάρουν οι ζωόφιλοι γείτονες, αλλά να πιαστεί ο ίδιος στο δόκανο που στήνει κάθε βράδυ. Τότε θα ζήσει επιτέλους σε όλη της την ένταση την ηδονή αλλά και το μαρτύριο του κάθε σαδιστή αυτού του κόσμου. Μια και πρέπει οι βασανιστές να πληρώνουν τις αμαρτίες τους σ’ αυτή τη ζωή.
Για να μη μας αφήνουν άλλο ξάγρυπνους τις νύχτες ν’ ακούμε τα κλάματα των κουταβιών που ξεψυχάνε κάτω από τις πέτρες.