Tuesday, January 26, 2010

Τριτανταίχμης

Ο Ηρόδοτος –ξέρετε, ο πατέρας της ιστορίας- μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, μας διηγείται το εξής περιστατικό: όταν πια οι Πέρσες νικητές, αφού έχουν σκοτώσει τους τριακόσιους Σπαρτιάτες και τους 700 –μην τους ξεχνάμε αυτούς- Θεσπιείς, αφού έχουν ασχημονήσει πάνω στο πτώμα του Λεωνίδα κι ετοιμάζονται να κατέβουν νοτιότερα για να υποτάξουν και τον υπόλοιπο Ελληνικό χώρο, δέχονται μερικούς λιποτάκτες από την Αρκαδία, μια φτωχολογιά που ήρθε να υποβάλλει τα σέβη της μπας και γλιτώσει το κεφάλι της. Τους ρωτούν, λοιπόν, τι κάνουν, με τι ασχολούνται οι υπόλοιποι Έλληνες κι οι κακόμοιροι απαντούν ότι αυτό τον καιρό έχουν τους Ολυμπιακούς αγώνες και παρακολουθούν στην Ολυμπία τα αγωνίσματα. Τους ρωτούν μετά περίεργοι τι βραβείο έχει αθλοθετηθεί για τους νικητές κι εκείνοι αποκρίνονται ένας κότινος, δηλαδή ένα στεφάνι από την ιερή ελιά που φυτρώνει σε κείνα τα μέρη. Τότε ο γιος του Αρτάβανου, ο Τριτανταίχμης, Πέρσης εκ κατασκευής και προελεύσεως, μη μπορώντας να κρατήσει την έκπληξή του ακούγοντας πως το έπαθλο είναι ένα απλό στεφάνι ελιάς κι όχι χρήματα, αναφωνεί: «Μαρδόνιε, Μαρδόνιε, με τι άντρες μας έφερες να δώσουμε μάχη! Με άντρες που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για να δείξουν τη λεβεντιά τους».
Αυτά λέει ένας Πέρσης δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, όταν συνειδητοποιεί το γεγονός ότι κάποιοι τρελοί σ’ αυτόν τον κόσμο δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά έτσι, για τη δόξα, για τη χαρά που προσφέρει ο αθλητισμός, για να δείξουν τη δύναμη και τη λεβεντιά τους, για ένα μικρό στεφάνι ελιάς. Κι αν είναι έτσι στο γήπεδο, φαντάσου πώς θα είναι στο πεδίο της μάχης, όπου μπορούν όχι μια αλλά χίλιες φορές να δείξουν τη λεβεντιά τους κι όπου τα χρήματα, οι περσικοί δαρεικοί δεν τους λένε τίποτα. Αυτά θα αναλογιζόταν ασφαλώς ο Τριτανταίχμης και θα καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που έμπλεξε σ’ αυτή την εκστρατεία. Και μου είναι πολύ συμπαθής ο άνθρωπος αυτός, ο Πέρσης. Άλλωστε με τον Τριτανταίχμη στοιχίζεται και όλη η κοινωνία μας. Η πολιτισμένη, η εξελιγμένη κοινωνία μας, που βλέπει ας πούμε τους αθλητές να πωλούνται και να αγοράζονται όχι μόνο στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, αλλά και στον κλασικό αθλητισμό. Που βλέπει τα γκραν πρι στίβου να αθλοθετούν ράβδους χρυσού και τους αθλητές να αγωνίζονται γι’ αυτούς. Και το σημαντικότερο στην περίπτωσή μας δεν είναι ότι οι αθλητές και οι παίκτες παίζουν και αγωνίζονται για τα χρήματα το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι αυτό που ένιωσε ένας πιτσιρικάς ο οποίος παρακολουθούσε μαζί μου μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση του κυπέλου Ουέφα. Με ρώτησε πόσα λεφτά παίρνουν οι ομάδες στο Ουέφα κι όταν του απάντησα τίποτα, δεν παίρνουν φράγκο, μη γνωρίζοντας ουσιαστικά αν έχουν έσοδα από τους αγώνες αυτούς, όπως έχουν από το Τσάμπιονς Λιγκ, ο πιτσιρικάς, που θα ήταν 8-9 χρονών, γύρισε, με κοίταξε απορημένα και μου είπε: Τότε γιατί το βλέπουμε; Δε μου είπε τότε γιατί παίζουν, που θα ήταν και πιο λογικό, αλλά έβαλε κι εμάς, τους θεατές μέσα στο παιχνίδι και αναρωτήθηκε γιατί καθόμαστε και βλέπουμε έναν αγώνα αν σ’ αυτό τον αγώνα δεν παίζεται χρήμα. Εφόσον δεν υπάρχει χρήμα γιατί χάνουμε την ώρα μας και στενοχωριόμαστε, ρε θείο; Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Όχι δηλαδή να αγωνίζεται ο αθλητής για το χρήμα ή για τη δόξα που θα του φέρει χρήμα, αλλά να τον βλέπεις εσύ και να αγωνιάς, να τον παρακολουθείς εσύ και να τον χαίρεσαι μόνο αν πρόκειται αυτός να κερδίσει χρήματα. Ο άξιος είναι αυτός που βγάζει, ο μάγκας είναι ο ματσός. Δεν πα να παίρνει του κόσμου τα αναβολικά, δεν πα να έχει σχέσεις με ύποπτα ανθρωπάρια, δεν πα να έχει ύποπτες συναλλαγές, αν στη σπιταρόνα του έχει και πισίνα σε σχήμα μπριζόλας, αν κυκλοφορεί με λιμουζίνα είναι άξιος και του βγάζεις το καπέλο.
Γι’ αυτό συμπαθώ τον καημένο τον Πέρση, γιατί είναι ένας από εμάς. Είναι ο γείτονάς μου, είμαι εγώ. Με τον Τριτανταίχμη είμαστε κι όχι με τους τριακόσιους Είμαστε πολύ μακριά απ’ αυτούς. Από δε τους 700 Θεσπιείς, μας χωρίζουν έτη φωτός.

Monday, January 18, 2010

Παραεμπόριο ΙΙ

Μάλλον συμβολικό πρέπει να ήταν αυτό. Αλλιώς, εγώ τουλάχιστον, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Να βλέπω δηλαδή υπαλλήλους του δήμου να σπάνε ρολόγια. Με σφυριά στα χέρια να τα κάνουν κομμάτια και θρύψαλα με άγρια χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Ξέρετε, ρολόγια και άλλα ψιλολοίδια που έπεσαν στα χέρια τους μετά από κατασχέσεις μικροαντικειμένων πλανόδιων παράνομων μικροπωλητών. Και επειδή αυτά δεν μπορούσαν να τα δωρίσουν (ίσως γιατί ήταν μαϊμούδες γνωστής μάρκας) στα διάφορα ΚΑΠΥά, τα έσπαγαν.
Κι ήταν όλοι ωραίοι εν τη αγνοία τους. Να σπάνε, να κομματιάζουν το χρόνο τον αδυσώπητο. Αυτόν που μας δείχνει το πέρασμά του με τα ανεξίτηλα σημάδια του πάνω μας. Ε, τον άτιμο! Να τον είχα από μια μεριά να σου τον έκανα εγώ καλοκαιρινό.
Υπό την έννοια αυτή μου άρεσε η σκηνή. Για το συμβολικό της χαρακτήρα, εννοώ. Όπως κάποιος άλλος (ζωγράφος αυτός) απαθανάτιζε λιωμένα ρολόγια, ρολόγια που κυλούσαν και έρρεαν στο άπειρο.
Αυτός δεν κατάφερε να τα σπάσει όμως. Οι δικοί μας τα έσπασαν. Και θα πίστεψαν, έστω και για μια στιγμή, ότι με το σπάσιμο θα μπορούσαν και να τον σταματήσουν. Αυτόν τον αδυσώπητο.
Γι’ αυτό είπαμε: η πράξη τους ήταν γεμάτη ποίηση, ήταν συμβολική.

Thursday, January 07, 2010

Παραεμπόριο

Ή όσο εγώ γερνάω τρελαίνομαι ή γενικώς δεν πάμε καθόλου καλά. Λογικά και συναισθηματικά, εννοώ. Ακούστε τώρα το κουφό: Δήμαρχος ελληνικής πόλης πήγε στο ΚΑΠΗ και στο Σύλλογο πολυτέκνων και μοίρασε δώρα στους γέροντες και στους πολύτεκνους. Όλα καλά θα μου πείτε και πού είναι το φάλτσο που σε τρελαίνει. Λοιπόν, τα δώρα που μοίρασε τις άγιες αυτές ημέρες ήταν αντικείμενα που είχαν κατασχεθεί από διάφορους παράνομους μικροπωλητές. Δηλαδή, τσάντες, πορτοφόλια, σι-ντι, διάφορα ευτελή ξυλόγλυπτα και τέτοια. Και μάλιστα το τηλεοπτικό ρεπορτάζ παρουσίασε και γέροντες να χαίρονται με το πορτοφολάκι ή το σι-ντι(!) που πήραν, να ευχαριστούν το δήμαρχο, να υποκλίνονται και να διατρανώνουν: “Τζάμπα είναι, ό,τι και να 'ναι καλό είναι. Θα το δώσουμε κι εμείς κάπου...”. Κι ο δήμαρχος να καμαρώνει και να εξηγεί την πραγματικά πρωτότυπη σκέψη του, να δίνει συγχαρητήρια στη δημοτική αστυνομία που εκτελεί έργο άξιο και θεάρεστο και να υπόσχεται ότι με τη νέα χρονιά θα γίνουν περισσότερες κατασχέσεις.
Κι αναρωτιόμουν τόσα χρόνια ποιο να είναι άραγε το παραεμπόριο και πώς μπορεί να παταχθεί! Ε, αυτό είναι το παραεμπόριο, αυτοί οι μικροπωλητές από την Αφρική, που τρέχουν από τραπέζι σε τραπέζι στις καφετέριες, που πουλάνε τσάντες και μαντήλια για τον κοσμάκη που δεν μπορεί να αγοράσει μια Πράντα κι ένα ρολόι της προκοπής. Αυτό είναι τελικά. Κι εφόσον μια απλή και νεόκοπη δημοτική αστυνομία μπορεί να το πατάξει, μπράβο της κι άξιος ο μισθός της.
Έλα, όμως, που δεν μου κάθεται καλά το πράμα. Δεν μου πηγαίνει, όπως και να το κάνουμε. Σκέφτομαι το γεράκο του ΚΑΠΗ να πετάει στους κάδους σκουπιδιών του δήμου το παλιό του πορτοφόλι που το είχε αγοράσει από παράνομο μικροπωλητή. Και μαζί μ' αυτό και τη λίγη αξιοπρέπεια που μας έχει μείνει.