Friday, November 07, 2008

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι…

.
Φαντάζομαι σε πόσο δύσκολη θέση βρίσκεται ο ομιλητής στο βήμα λίγο πριν ξεκινήσει την ομιλία του και βλέπει μπροστά του στο πολυπληθές κοινό ένα σωρό επίσημους. Περίπου σαν τον τερματοφύλακα στο κατάμεστο γήπεδο πριν από την εκτέλεση του πέναλτι. Και οι δύο έχουν σχεδόν σίγουρο το γκολ. Ο τερματοφύλακας απελπισμένος θα ριχτεί σε μια γωνιά ή θα κάτσει τελείως ακίνητος, προσευχόμενος να στραβοκλωτσήσει ο αντίπαλος. Ο ομιλητής από την άλλη θ’ αρχίσει απεγνωσμένος να κάνει υπολογισμούς, ποιον να προσφωνήσει πρώτον και ποιο δεύτερο, ποιον τρίτον και ποιον τέταρτον. Έτοιμος κι αυτός δηλαδή να πέσει προς τη μια ή προς την άλλη γωνία κι όποιον πάρει ο χάρος. Η διαφορά τους βέβαια είναι ότι ο τερματοφύλακας έχει πιθανότητες να την σκαπουλάρει: ο αντίπαλος μπορεί να σουτάρει στο γάμο του Καραγκιόζη, αλλά ακόμη κι αυτός ο ίδιος να πέσει στη σωστή γωνία ή η μπάλα να του έρθει στα χέρια. Ο ομιλητής αποκλείεται: σε όποια γωνιά κι αν πέσει, κάποιος θα του ξεφύγει. Δεν είναι δυνατόν να πιάσει δεκαπέντε μπάλες κι όλες με τη σωστή σειρά. Κάποια θα περάσει δίπλα του, από πάνω ή μέσα από τα πόδια του, την ώρα που θα ασχολείται με την άλλη. Βλέπει δηλαδή στο κοινό να καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις δυο βουλευτές, ας πούμε, ο νομάρχης, δυο δήμαρχοι, τρεις ιερείς (ο ένας με πτυχίο Α.Ε.Ι, για τους άλλους δυο δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά), ένας υπολιμενάρχης, ένας πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου, ο διοικητής της Πυροσβεστικής, ένας γραμματέας από υπουργείο, δυο ακόλουθοι υπουργού, άλλος ένας με στολή που δεν μπορεί πάνω από το βήμα να ξεχωρίσει το χρώμα της: γκρι σκούρο είναι, μπλε, πράσινο σκούρο; Δεν περίμενε βέβαια ο ομιλητής τέτοια προσέλευση, τέτοιες πιένες. Και για ποιο θέμα στο κάτω-κάτω; Έχει μιλήσει και άλλες φορές, αλλά ποτέ δεν είχε προβληματιστεί ιδιαίτερα. Με δυο επίσημους τη βολεύει, με δεκαπέντε όμως έχει πρόβλημα. Τον λούζει κρύος ιδρώτας. Πού να τους βάλει όλους αυτούς; Κάποιος θα του ξεφύγει, δε γίνεται, κάποιος υποδιοικητής, κάποιος αντιπρόεδρος επιμελητηρίου. Και αν είναι παρών και ο Δαφέρμος, αυτόν πού θα τον βάλει, μετά ή πριν από τον υπολιμενάρχη; Κι ο άτιμος ο ιδρώτας δε βοηθάει καθόλου σε τέτοιες περιπτώσεις. Ούτε βέβαια και το εύλογο ερώτημα -τι θέλουν όλοι αυτοί εδώ- τον βοηθάει. Τον τιμά βέβαια η παρουσία τους, αλλά ποια η σχέση τους με το θέμα; Τι μπορεί να τους ενδιαφέρει η ανταπόκριση του κόσμου στο έργο του Εγγονόπουλου κατά τον μεσοπόλεμο και η θαρραλέα στάση του Εμπειρίκου απέναντι στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ομότεχνός του; Κι αυτές οι φράσεις του Εμπειρίκου, όταν θέλει να δώσει κουράγιο στον Εγγονόπουλο να συνεχίσει το έργο του χωρίς να δίνει σημασία σε όσους τον κυνηγούν, στους ανωφελείς κώνωπας, πάνε περίπατο. Δεν πρόκειται να τις διαβάσει μπροστά στους ιερείς. Τέτοιες λέξεις!
Ευτυχώς όμως υπάρχουν και άλλου είδους ομιλητές. Δεν αναφέρομαι στους έμπειρους, αυτούς που παίζουν στα δάχτυλα τις τυπικότητες, σ’ αυτούς που γνωρίζουν επακριβώς τη σειρά προσφώνησης του υπολιμενάρχη, ας πούμε: αυτοί έτσι κι αλλιώς γνωρίζουν πάντοτε από τα πριν το κοινό τους, ξέρουν περισσότερα για το κοινό που θα τους ακούσει παρά για το θέμα στο οποίο θα αναφερθούν. Εγώ μακαρίζω τους άλλους, αυτούς τους τυχερούς ομιλητές που μπροστά τους έχουν ένα ακροατήριο αποτελούμενο από απλούς καθημερινούς ανθρώπους, κοινούς θνητούς, φίλους αγαπημένους, γείτονες, γνωστούς, αλλά και ενδιαφερόμενους να ακούσουν τα σχετικά με το θέμα αγνώστους. Που έρχονται απρόσκλητοι και ωραίοι, ιδεώδεις ακροατές. Και που θα χειροκροτήσουν και θα επιβραβεύσουν, που είναι οι «κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι», χωρίς ούτ’ ένα δήμαρχο υποχρεωμένο να ζεσταίνει την καρέκλα του για μία-μιάμιση ώρα και που –είναι σίγουρο- ούτε θα καταλαβαίνει τίποτα και άλλα θα σκέπτεται κατά τη διάρκεια της ομιλίας.
Λίγες φορές έχω μιλήσει σε κοινό και σε όλες –ή σχεδόν σε όλες- ήμουν τυχερός ομιλητής. Ούτε δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι, ούτε επίτροποι ούτε ο υπολιμενάρχης. Ούτε γούνες και μονόπετρα, ούτε μίτρες και γραμματείς. Όμορφη στιγμή να ξέρεις ότι όσοι βρίσκονται εκεί βρίσκονται για σένα ή για το θέμα σου. Αποκλειστικά. Χωρίς να έχουν καμιά υποχρέωση, χωρίς να θέλουν να πουλήσουν εκδούλευση. Και μετά το πέρας της ομιλίας ανταλλάσσουν μια θερμή –και όχι τυπική- χειραψία, λένε μια ζεστή κουβέντα. Ή φεύγουν στα γρήγορα χωρίς χαιρετούρες, κοιτάζοντας το ρολόι τους.
Είναι αλήθεια ότι τις πρώτες φορές ένιωσα άσκημα. Μα κανείς λοιπόν δε με προτιμά, κανέναν επίσημο δεν ενδιαφέρω, ουδείς νοιάζεται για τη λογοτεχνία, για το θέατρο; Δεν ένιωθα καλά και όλο το βράδυ στην ταβέρνα ήμουν θλιμμένος και απογοητευμένος. Δεν προσέδωσαν κύρος στη διάλεξη. Αν και είχαν προσκληθεί, έλαμψαν με την απουσία τους. Για ποιο λόγο; Τι έχουν μαζί μου; Μα ούτε ο υπολιμενάρχης; Μάλιστα η πρώτη σειρά θέσεων παρέμεινε εντελώς κενή μέχρι το τέλος της ομιλίας. Οι επίσημοι παρακολούθησαν την ομιλία μου αόρατοι εντελώς. Και κανένας από τους κοινούς θνητούς δεν ξεπέρασε τη συστολή του και δεν ήρθε να καθίσει μπροστά. Αργότερα βέβαια, κατάλαβα την εξαιρετική μου τύχη και από ποια δυσχερέστατη θέση με γλίτωσε η απουσία των επωνύμων.
Ευλογημένοι ομιλητές αυτοί. Που μιλούν σε κοινό που θέλει πραγματικά να τους ακούσει. Και που αυτό το κοινό είναι ουσιαστικά ο μόνος και πιο σπουδαίος επίσημος.