Monday, February 13, 2012

In memoriam


Στον Γιάννη οφείλω τη μισή και παραπάνω μουσική μου ύπαρξη. Αυτός μου άνοιξε τους δρόμους της κλασικής μουσικής, με έμαθε να ακούω και να καταλαβαίνω τα έργα της μεγάλης μουσικής. Μαζί πηγαίναμε τις Δευτέρες στο Ρεξ, στις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας. Αμέτρητες οβερτούρες και κονσέρτα και συμφωνίες. Και αμέτρητες αναλύσεις. Πώς έπαιξαν οι μουσικοί, ο Αποστολίδης, ο Ταχιάτης, ο Νίνος  και τα άλλα τέρατα. Πώς διηύθυνε την ορχήστρα μας ο Τσου Χουί κι άλλα ονόματα που έχουν καρφωθεί μέσα μου και δε λένε να σβήσουν. Κι εγώ καθόμουν δίπλα του τις ατέλειωτες ώρες της μελέτης του στο πιάνο, έμαθα να διακρίνω την πλαστικότητα και το συναισθηματισμό αυτού του οργάνου που στην αρχή μου φαινόταν ψυχρό. Και δεν με πείραζε καθόλου, ίσα-ίσα, ν’ ακούω και να ξανακούω το ίδιο κομμάτι, το ίδιο μέτρο. Τον ακολούθησα στις πιανιστικές του σπουδές, τον συνόδευα στα μαθήματά του. Ακόμη και στα ανώτερά του, όταν πια είχε πάρει το δίπλωμα. Το δίπλωμα, παρακαλώ, όχι το πτυχίο. Το δίπλωμα που το πήρε με άριστα μετά από επτά (!) χρόνια σπουδών. Κι οι συζητήσεις μας και τα παιχνίδια μας, όλα είχαν σχέση με τη μουσική. Κάτι έβρισκα εγώ, κάτι σπάνιο και του έπαιζα στο τότε πικ άπ μας μερικά μέτρα κι αυτός το μάντευε. Ακόμη κι αν δεν το είχε ακούσει, πράγμα σπάνιο, καταλάβαινε την εποχή, την τεχνοτροπία, το στιλ και έβρισκε τόσο το μουσουργό όσο και τον καλλιτέχνη. Κι εγώ από την άλλη μεριά του άνοιξα τους δρόμους της μοντέρνας μουσικής: τους Μπητλς, τους Στόουνς, τον Ντίλαν, τον Κοέν στα πρώτα του βήματα τότε κι ένα σωρό άλλους. Τον Μπάρροουζ και την μπητ γενιά, τους σουρεαλιστές της ποίησης και της ζωγραφικής. Τότε κι οι δυο μαζί φτιάχναμε την καλύτερη κινητή εγκυκλοπαίδεια της μουσικής και της τέχνης.
Με τον Γιάννη παρακολουθήσαμε στη χουντική Αθήνα την πρώτη παράσταση του Woodstock στο Παλλάς. Περιμέναμε από τις έξι το πρωί, ήμασταν μπροστά-μπροστά, μόλις ανέβηκαν τα ρολά ορμήσαμε μέσα και πιάσαμε τις καλύτερες θέσεις. Κι όταν άναψαν οι αναπτήρες μας στον Χέντριξ και στα δικά του μάτια γυάλιζαν δάκρυα. Τα ίδια δάκρυα που γυάλιζαν στα δικά μου όποτε ακούγαμε την Ποιμενική, εκεί μετά το ξέσπασμα της μπόρας, όταν πια έβγαινε ο ήλιος κι έλουζε τα πάντα, και φώτιζε και καθάριζε, κι έβγαιναν έξω στα χωράφια οι αγρότες υμνώντας τη δημιουργία, τα ίδια δάκρυα έβρεχαν και τα δικά μου μάτια. Και μετά από μερικά χρόνια με τον Γιάννη είδαμε και ξαναείδαμε πολλές φορές το Let it be, τους υπέροχους τέσσερις στα τελευταία τους. Στο Αττικόν.
Ο Γιάννης πέθανε πριν από πολλά χρόνια. Το Αττικόν χτες.

Saturday, February 11, 2012

Κατόπιν αορτής


Πριν τρεις βδομάδες ακριβώς, Κυριακή ξημερώματα, είδα ένα εκπληκτικό όνειρο. Από αυτά τα όνειρα που σε ξεκουράζουν, σου δίνουν κουράγιο, σου λένε προχώρα, δεν είναι τίποτα, ένα κακό όνειρο ήταν όλα, δεν είναι δυνατόν να πάθεις τίποτα εσύ. Ήμουν, λέει, υγιής, τα χέρια μου ήταν ολοκάθαρα, από την κοιλιά μου δεν ξεπηδούσαν σωλήνες και το στήθος μου δε διέτρεχε καμιά τομή. Ήμουν καλά και υγιής, κι όλα τ΄ άλλα ήταν απλώς γεννήματα της φαντασίας μου. Απόδειξη; Ότι δεν ήμουν φασκιωμένος σε νοσοκομείο. Τέλειο όνειρο. Μετά άνοιξα τα μάτια μου και σήκωσα ψηλά τα χέρια μου. Να δω και να βεβαιωθώ. Είδα τότε τους ορούς, είδα τις παροχετεύσεις στο κορμί μου, είδα την ουλή να κατρακυλάει από το λαιμό μου και κάτω, από βόρεια προς νότια. Αχ, το καλό ήταν όνειρο, η πραγματικότητα ήταν αυτή που φοβόμουν.
Τότε αμέσως πέρασαν από τη σκέψη μου όσα πράγματα πρόλαβα να αγαπήσω στη ζωή μου. Κυρίως τα πρόσωπα της ζωής μου. Αλλά το ίδιο γρήγορα άρχισαν να τρέχουν μπροστά στα μάτια μου όσα δεν είχα προλάβει ακόμη: τραγούδια και μουσικές και δεν είχα ακούσει, βιβλία που δεν είχα διαβάσει, πρόσωπα που δεν τους είχα εκφράσει ακριβώς αυτό που είχα μέσα μου γι’ αυτά. Αλλά και στιγμές που ήθελα να ξαναζήσω, που δεν τις είχα χορτάσει: ξημέρωμα στη θάλασσα με το Ναύπλιο απέναντί μου, μια βροχή δυνατή απ’ αυτές που ξεπλένουν τα πάντα και δεν αφήνουν κανένα λεκέ στο πέρασμά τους, ένα ποτήρι ζεστό γάλα στο τραπέζι, τα παιδιά μου μικρά να ζουζουνίζουν κάτω από το τραπέζι…
Χιλιάδες εικόνες περνούσαν μπροστά από τα τρομαγμένα μου μάτια. Παλιοί μου μαθητές που δεν κατάφερα να τους μεταδώσω τίποτα σχεδόν από την ομορφιά που μας περιβάλλει, ποιήματα που δεν κατάφερα ακόμη να αποκρυπτογραφήσω, σελίδες που είχα σημειώσει να τις ξαναδιαβάσω αργότερα, άλλες τσεκαρισμένες να τις διαβάσω της Ελένης, ιδέες για ένα διήγημα… Χιλιάδες.
Κι εκεί, με τα χέρια σηκωμένα σε μια τελετουργία άγνωστη μέσα στις εντατικές και στους θαλάμους, νεόκοπος μάγος με το κορμί του μπαλωμένο, αποφάσισα όλα αυτά να τα κάνω! Ένα ένα κι όλα μαζί. Ναι, θα τα κάνω. Έστω κι έτσι… κατόπιν αορτής!