Wednesday, May 30, 2007

Για την Αμαλία της 1ης Ιουνίου

.
ο Βαγγέλης ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗΣ
ο Γιώργος ΚΛΟΥΒΑΣ
η Λουίζα ΒΙΝΗ
η Πέννυ ΛΙΟΣΗ
ο Γιάννης ΣΑΡΜΑΣ
η Αθηνά ΒΑΔΑΛΟΥΚΑ
είναι οι εξαιρέσεις.

ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΑΝΟΝΑΣ!

Tuesday, May 29, 2007

Στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής

"Τον συναντάμε στην ηλεκτρονική του διεύθυνση http://el-bardakos.blogspot.com. Τις επισκέψεις του τις κάνει ως el-bard. Δεν το κρύβει, είναι ο Λεφτέρης Μπαρδάκος και γράφει ποιήματα και πεζά. Τον γνώρισα με κείνο το μικρό, υπέροχο παλτό του. Μαθαίνω τη ζωή μέσα απ’ τα κείμενα, ακόμη και τα δικά μου, επιμένει".

Τι είναι το blog για μένα; ρωτά και εξηγεί: «Τα γραφτά μας είναι ρούχα. Φορεσιές που καλύπτουν τη γύμνια μας. Μας προστατεύουν από το κρύο του Άλλου, όταν αυτός θέλει να μας παγώσει. Από την κάψα του Άλλου, όταν ο Άλλος πάει να μας λιώσει. Μόνο κάτι αδιάκριτες ματιές διαπερνούν τα υφάσματα, λύνουν τις ραφές των γραμμών μας και βλέπουν τη σκέψη του σώματός μας. Τα σχολιάζουν τα φορέματά μας, κρεμούν τη γνώμη τους στη ντουλάπα μας.
Μια κρεμάστρα είναι το blog μου. Εκεί εγώ κρεμώ αργά τη νύχτα τα ρούχα μου και τρέχω μετά γυμνός στη σκοτεινή πόλη να βρω την επόμενη λέξη».

Γιατί ΚΕΙΜΕΝΑ και ΖΩΗ;
Κείμενα και Ζωή, έτσι απλά και χαμηλόφωνα, γιατί η Ζωή μού υπαγορεύει αργά και βασανιστικά κάθε γραμμή, κάθε λέξη, κάθε σημείο στίξης. Και μετά, το κάθε κείμενο μού συλλαβίζει, αργά και βασανιστικά, τη ζωή. Μαθαίνω τη ζωή μέσα απ’ τα κείμενα, ακόμη και τα δικά μου.
Η παρέλαση αυτών των κειμένων μπροστά στα μάτια μου είναι το πέρασμα της ζωής μου, με τις αγωνίες και τις αγονίες της. Όταν ήμουν μαθητής με δυσκόλευε να γράφω σε άπταιστη καθαρεύουσα αυτό που ήθελαν οι άλλοι να γράφω για να περνώ στις εξετάσεις. Οι καθημερινές εξετάσεις της ζωής μου τώρα μπορεί να είναι πιο δύσκολες, αλλά μ’ ευχαριστεί να γράφω τις εκθέσεις μου με τον τρόπο που θέλω εγώ. Και πάνω πάντα στα δικά μου θέματα.

Όσον αφορά τη Θεματολογία:
Προσπαθώ τα κείμενα που κρεμώ στο ιστολόγιο να μη σβήνουν με το πέρασμα της μέρας. Ανοίγομαι όσο μπορώ μέσα στον αδυσώπητο χρόνο, πολλές φορές βγάζοντάς του τη γλώσσα, κοροϊδεύοντάς τον σαν μικρό παιδί. Και σιγά-σιγά είδα να σχηματίζεται μπροστά μου μια θεματολογία, μια παράξενη γεωγραφία, διαφορετική από αυτήν του χάρτη. Μια γεωγραφία της καρδιάς. Εκεί όπου οι αποστάσεις δε μετρούνται με χιλιόμετρα. Μια γεωγραφία όπου ο Αλιγκιέρι Δάντης είναι δίπλα μου κι ο συνονόματός του τωρινός νεοέλληνας τραγουδοποιός χιλιάδες έτη φωτός μακριά μου. Αυτό ονομάζω γεωγραφία της καρδιάς, που μπλέκεται στο χώρο και στο χρόνο, και με τα δικά της μέτρα σχεδιάζει την προσωπικότητα και τις αλήθειες μου, την προσωπικότητα και τις αλήθειες του καθενός μας.
Κι οι πρωτεύουσές μου μπορεί να είναι η Παναγιά η Μολυβοσκέπαστη, ο Γιώργος Τρομάρας, μια κολόνα της ΔΕΗ, ένα παλτό που από μαύρο έγινε κόκκινο της φωτιάς, ο μπαρμπα-Αλέξαντρος των Γραμμάτων μας, ο Μενουχίν των βιολιών μας, το αηδόνι του φράχτη, η καθαρίστρια του σχολείου από τη Γεωργία. Όλα και όλοι το ίδιο κοντά μου, φυλαχτά καρφιτσωμένα στο έσω φανελάκι των ονείρων μου, στο έξω της πραγματικότητάς μου.

Και ναι μέσα από τα blogs έκανε φίλους:
Η γεωγραφία μου φτάνει μέχρι τους φίλους που σχολιάζουν και μιλούν μαζί μου. Όταν πέρσι το καλοκαίρι είχα πεθάνει για δυο μήνες, οι σχολιαστές, οι φίλοι μου με τις κραυγές τους με ανέστησαν. Αλίμονο! Δε γράφω για τον εαυτό μου μόνο.
Περνώ απ’ τους φίλους μου. Διαβάζω και τρέφομαι από τα δικά τους κείμενα. Παίρνω θερμίδες πολλές. Γι’ αυτό ίσως δεν μπορώ ν’ αδυνατίσω".

Από τη θέση αυτή
ευχαριστώ
τη φίλη
που με δέχτηκε
στο σαλόνι της.
λ.μ.

Wednesday, May 23, 2007

Ροσινιόλ στη Λέρνα

Από το απόγευμα έπεφτε μια ψιλή βροχή, μαγιάτικη. Κατά το βραδάκι, απόβροχο, προτείναμε στους δυο ξένους μας ελαφρό, καθαρά ελληνικό δείπνο. Σουβλάκι στη Λέρνα, δίπλα στους βάλτους όπου δρούσε η αρχαία Ύδρα, το τέρας που γεννήθηκε από τον Τυφώνα και την Έχιδνα. Τώρα ακίνδυνη πια, χωρίς τα εννέα κεφάλια της και το δηλητήριό της από το οποίο δεν γλύτωσαν ούτε ο Κένταυρος Χείρων ούτε ο ίδιος ο φονέας της, ο Ηρακλής, δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο από το να ρουφά λίγη από την κνίσσα που ανεβαίνει στον ουρανό και να χαζεύει –αθέατη- τους τουρίστες αναθυμούμενη μέρες καλές.
Οι μυρουδιές από το υγρό χώμα κι από τον βρεμμένο γερο-πλάτανο συναγωνίζονταν την τσίκνα από την ψησταριά κι η συζήτηση με τους Γάλλους, μετά το φαγητό, άρχισε να περιστρέφεται στα γνωστά θέματα που συζητούν οι άνθρωποι όταν είναι πια χορτάτοι: τέχνη και πολιτισμός. Και τότε ακριβώς, στο αποκορύφωμα μιας μικρής ελληνογαλλικής διένεξης, το άκουσα πρώτος. Ένα αηδόνι κρυμμένο στη φυλλωσιά του μεγάλου πλάτανου άρχισε το τραγούδι του. Οι Γάλλοι δεν πίστεψαν ότι επρόκειτο για αυθεντικό ροσινιόλ (η γαλλική λέξη ανέσυρε για δευτερόλεπτα στη μνήμη τον παλαιό κινηματογράφο όπου είχα δει τα πρώτα ακατάλληλα έργα της εφηβείας μου). Είχαν την πεποίθηση ότι ο ταβερνιάρης είχε κρύψει ηχεία στα κλαδιά του πλάτανου για να ελκύει πελατεία. Έλα όμως που το ροσινιόλ συνέχιζε ακάθεκτο να ανεβοκατεβαίνει τις μουσικές του σκάλες χωρίς καμία μα καμία περιοδικότητα στο τραγούδι του! Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, χορτάτο κι αυτό από τα σουβλάκια και τη ζωή που κύλησε τόσο γρήγορα, στέκονταν κάτω από το δέντρο μαγεμένο. Τους πλησίασα.
«Αηδόνι δεν είναι αυτό;» ρώτησαν.
«Αηδόνι, βέβαια, τι άλλο θα μπορούσε να είναι».
«Δεν έχουμε ποτέ μας ακούσει αηδόνι», είπαν συγκινημένοι φτάνοντας μόνοι τους σε παλαιότερο συμπέρασμά μου: Μόλις ακούσεις αηδόνι να κελαηδά –ακόμη κι αν ποτέ σου δεν έχεις ακούσει το τραγούδι του-, θα μονολογήσεις: «Αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από αηδόνι».
Μείναμε λίγη ώρα ενεοί προσπαθώντας να κλείσουμε τις ρωγμές του χρόνου που άνοιξε ξαφνικά μέσα μας το θεϊκό αόρατο πτηνό. Και λίγο αργότερα, αφού αποτύχαμε στις προσπάθειες, αφήσαμε το χρόνο να τρέχει σαν αίμα. Θυμηθήκαμε τον Σεφέρη και το «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», τους είπα για τα δικά μου αηδόνια στο φράχτη στη Βόρεια Εύβοια και στην Κορώνη που αρχίζουν το τραγούδι τους στις 5.15 το πρωί ακριβώς, είπαμε για γαρδέλια και σπίνους, παπαδίτσες και καλογέρους, σιταρίθρες και καρδερίνες και φλώρους, είπαμε για βροχές και για λιακάδες, για πολλά υπό τους ήχους πάντοτε του ακούραστου βιρτουόζου. Το έβλεπα το ηλικιωμένο ζευγάρι, δεν ήθελαν να αφήσουν το αηδόνι και τη συζήτηση, ήθελαν να μείνουν εκεί, προσηλωμένοι στην πρώτη και –ίσως- μοναδική εμπειρία τους. Με δυσκολία μετά από ώρα με αποχαιρέτησαν και μπήκαν στο αυτοκίνητό τους.
Ποια μυστική δύναμη θέλησε να τους κρατήσει εκεί; Η μίζα, πιο υπάκουη από την μπαταρία, γύριζε ράθυμα, η τελευταία όμως δεν έδινε το ρεύμα. Μετά από λίγο έγινε φανερό πια ότι εξέπνευσε. Το όχημα δεν έπαιρνε μπροστά, με άλλα λόγια. Όσες προσπάθειες και αν δοκίμασε ο γηραιός οδηγός απέβησαν άκαρπες. Τελικά, μήπως τίποτα στον κόσμο μας δεν είναι τυχαίο; Μήπως το αηδόνι εν μέσω της κνίσσας που ταξίδευε ψηλά προς τους θεούς έστελνε και τη δική του παράκληση εκεί, να κρατηθούν οι λίγοι λάτρεις που του απέμειναν λίγο ακόμη κοντά του; Στο τέλος σπρώξαμε το αυτοκίνητο και πήρε μπροστά. Γρήγορα χάθηκαν τα φανάρια του στην πρώτη στροφή.
Όταν αργότερα μπήκαμε κι εμείς στο αυτοκίνητο και πριν γυρίσω το κλειδί στη μίζα σκέφτηκα ότι δε θα ήταν καθόλου παράξενο αν και το δικό μου όχημα, μολονότι καινούργιο, αρνούνταν να πάρει μπροστά. Το αηδόνι, βλέπετε, συνέχιζε το τραγούδι του μέσα από την υγρή φυλλωσιά του πλατάνου.

Friday, May 18, 2007

Βαρεί

.
- Ξέρεις, δάσκαλε, ο πατέρας μου βαρεί το κλαρίνο!
Είχε βάλει όλη την πιτσιρικάδα της τάξης να γράφουν μια έκθεση Πώς πέρασα τις διακοπές ή κάτι τέτοιο. Κι εκείνος είχε απορροφηθεί στην άνοιξη που έμπαινε με τ’ αρώματα κι όλα τα άλλα μυστικά της από το παράθυρο. Ο μικρός σηκώθηκε από την άλλη άκρη της αίθουσας κι έφτασε στην έδρα αθόρυβα, χωρίς να τον δει.
- Τι λες, μωρέ! Ξέρει ο πατέρας σου κλαρίνο;
- Αμέ! Και το βαρεί και κλαίει.
- Κλαίει; Γιατί; Είναι στενοχωρεμένος;
- Δεν ξέρω, δάσκαλε. Άλλοτε ναι, άλλοτε όχι. Εγώ τον έπιασα μια φορά να θυμάται τον αδερφό μου που τον χάσαμε πριν χρόνια, και καθόταν μέσα στο δωμάτιο μόνος του και βάρηγε το κλαρίνο κι έκλαιγε. Αλλά κι άλλη μια φορά, τότε που αρραβωνιάσαμε τη Χριστίνα μας, αυτός έφυγε από τον πολύ κόσμο και πήγε στο δωμάτιο. Εγώ κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Βάρηγε το κλαρίνο κι έκλαιγε πάλι. Γιατί, δάσκαλε, κλαίει;

Friday, May 04, 2007

Ο καθείς και η τσέπη του

.
Πέρασε ολόκληρος μήνας δίχως να κρεμάσω στο μπλογκ μου τίποτα. Κάτι οι διακοπές του Πάσχα κι οι βαρυστομαχιές, κάτι οι διάφοροι Τσιτουρίδηδες με ομόλογα και παγαποντιές, με αποπροσανατόλισαν. Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ. Ή μάλλον, ας το θέσω αλλιώς: όσο δικαιολογημένος μπορεί να είναι ο Τσιτουρίδας, άλλο τόσο δικαιολογημένος είμαι κι εγώ.
Προσπαθώ να πιάσω το νήμα από κει που το άφησα. Αδύνατον! Άλλο απασχολεί τη σκέψη μου. Επειδή ζω σε μια μικρή πόλη που με ενδιαφέρει (αν και εγώ φαίνεται να της είμαι πλήρως αδιάφορος), θα ασχοληθώ με αυτήν.
Χθες γιόρταζε ο πολιούχος Άργους Άγιος Πέτρος. Και μαζί με τις λιτανείες, τους λόγους, τις παρελάσεις, την αργία, τα χαρούμενα πρόσωπα, τις ευχές και τα λοιπά, έμαθα και κάτι άλλο: ο νέος δήμαρχος, ο οποίος αναγνώρισε μερικούς μήνες πριν ότι παρέλαβε καταχρεωμένες δημοτικές επιχειρήσεις, παρέθεσε λουκούλειο γεύμα σε πεντακόσια περίπου άτομα (διευθυντές, διοικητές και άλλους «επισήμους») γιορτάζοντας και μ’ αυτόν τον τρόπο τον πολιούχο. Από την άλλη, στην αρχή της χρονιάς ο δήμος -διά του δημάρχου- ισχυριζόταν ότι δεν είχε να πληρώσει υπαλλήλους του.
Ο καημένος ο Δημοσθένης, μαλώνοντας τους συμπολίτες του, αναφέρει στον Κατ’ Αριστοκράτους λόγο του: «Παλιά η πόλη ήταν εύπορη και είχε λαμπρή δημόσια εμφάνιση, αλλά σε ιδιωτικό επίπεδο κανείς δεν υπερείχε από τους πολλούς. Απόδειξη αυτού είναι το επόμενο: Την οικία του Θεμιστοκλή και του Μιλτιάδη και των άλλων έξοχων ανδρών της εποχής εκείνης, αν βέβαια κάποιος από σας γνωρίζει ποια είναι, βλέπει πως δεν ήταν καθόλου μεγαλοπρεπέστερη από τις οικίες των πολλών, ενώ τα οικοδομήματα της πόλης και τα άλλα κατασκευάσματα είχαν τέτοια μεγαλοπρέπεια και ωραιότητα, ώστε κανείς από τους μεταγενέστερους να μην μπορεί να τα ξεπεράσει».
Επειδή, λοιπόν, βλέπω στη μικρή μου πόλη να κατοικούν πολλοί ιδιώτες σε πραγματικά παλάτια, πολλοί δηλ. να υπερέχουν ολοφάνερα, ενώ τα δημόσια οικοδομήματα να είναι απλώς υποφερτά, όταν δεν είναι για φτύσιμο.
Επειδή ο δήμος φαίνεται να μην έχει χρήματα να επιτελέσει επαρκώς τις καθημερινές και ανηλειμμένες υποχρεώσεις του.
Επειδή δεν είναι εύκολο ούτε κόσμιο αλλά ούτε και λογικό να υποχρεώσεις τον κάθε δήμαρχο να πληρώνει τους υπαλλήλους από την τσέπη του ή να χτίζει με προσωπικά του έξοδα το νοσοκομείο, το σχολείο και το δημαρχείο
Θα πρότεινα κάτι πιο εύκολο, κόσμιο και λογικό:
Όλες αυτές τις παράτες –τραπεζώματα, πυροτεχνήματα, ταξίδια στο εξωτερικό, φρου-φρου, αρώματα, πολυτελείς εκδόσεις και τα τέτοια που αποσκοπούν κυρίως σε μικροπολιτικά συμφέροντα- να τα πληρώνει ο καθένας –δήμαρχος, βουλευτής, υπουργός κλπ.- από την τσέπη του.
Υπάρχει αντίρρηση;