Monday, January 29, 2007

1. Ηχώ

.
Γιατί όλοι μου οι ήρωες είναι λαβωμένοι; Άλλος πρόσφατα κι άλλος από παλιά πολύ. Ένας είχε τη λαβωματιά ανάμεσα στα μάτια, θανατηφόρα. Πέθανε κι ανασταίνεται στην άλλη μεριά της Ελλάδας, τη σκοτεινή. Βγαίνει μεσάνυχτα και πιάνει φιλίες με τα πτηνά της Θράκης. Τους μαθαίνει τραγούδια άγνωστα, σ’ ένα βυζανιάρικο δεκαπεντασύλλαβο που κλαίει και οδύρεται με την πορτοκαλιά φωνή του όταν έχει λιακάδα. Με τη φωνή της ώχρας κάθε που ψιχαλίζει. Ένας άλλος –γύφτος αυτός- κατασπαράχτηκε απ’ την αρκούδα του. Τώρα γυρίζει αλλοπαρμένος στον κήπο με τις χορεύτριες, αγγίζει τα χείλια τους, τη στραπατσαρισμένη απ’ το χαλκά μύτη τους και κάτι προσπαθεί να πει το δάκρυ του. Κι ο τρίτος –αχ, αυτός ο τρίτος- μη δίνοντας σημασία σε σφυγμομετρήσεις και στατιστικές, μη γνωρίζοντας καν πολλαπλασιασμό και διαίρεση, συνεχίζει να πιστεύει –αφελής όπως όλη η μουσική- ότι η απέναντι πλαγιά γεννήθηκε για να πολλαπλασιάζει τις κραυγές. Κι ότι τα μάτια είναι για να μιλούν, τ’ αυτιά για να κλαίνε και το στόμα για να ρουφά γουλιές απ’ τα πολύχρωμα φώτα των μαζικών συναυλιών στην καλοκαιρινή παραμεθόριο.
.
Όμως αλίμονο! Όσο για τα μάτια, πια δε μιλούν μιλίτσα· τ’ αυτιά ξεχάσαν τα δάκρυα σε μια διασταύρωση προς τον πέρα κόσμο, κι οι πελεκάνοι πέταξαν μακριά τρομαγμένοι απ’ τα βεγγαλικά και τους προβολείς. Μόνο οι κραυγές πολλαπλασιάζονται. Και μας ξεκουφαίνουν. Όμως σε μια γλώσσα πιο ελληνική, που δεν την καταλαβαίνουμε καλά εμείς.

Παραμεθόριος

Ξεκινώ από σήμερα να δημοσιεύω μικρά κείμενα από μια ευρύτερη ενότητα με θέμα: Παραμεθόριος. Η παραμεθόριος η πραγματική στη βόρεια Ελλάδα, κι η παραμεθόριος η υπερπραγματική που έχει ο καθένας μέσα του. Οι μετακινήσεις των συνόρων και των ανθρώπων, οι μετακινήσεις των θέσεων και των απόψεων, οι αρκούδες και το πάρκο τους, η Εγνατία και η εγνατία των ονείρων, οι Πρέσπες της συνείδησης και της ταυτότητάς μας, η άλλη Ελλάδα, η σκοτεινή, όλα αυτά ανακατεμένα για μια χωρίς όρια και χωρίς όρους πατρίδα. Άνευ ορίων, άνευ όρων.

Thursday, January 25, 2007

Ο εφιάλτης

.
Να που ξανάρθε στον ύπνο μου ο εφιάλτης. Πάνε κοντά δυο χρόνια που έχω να τον δω και πίστεψα ότι είχα ηρεμήσει, όμως αυτός έκανε πάλι την εμφάνισή του χτες το βράδυ, ίσως σήμερα το πρωί, τα ξημερώματα εφόσον τον θυμάμαι τόσο καλά. Έτρεχα, λέει, κυνηγημένος, κάποιος ή κάποιοι με κυνηγούσαν, ποιοι και για ποιο λόγο είναι άγνωστο, ο εγκέφαλός μου ή δεν τους θυμάται ή δεν έδωσε σημασία σ’ αυτό το μέρος του ονείρου. Εγώ τρέχω να σωθώ, τρέχω σαν τρελός, ώσπου βρίσκομαι στο χείλος ενός γκρεμού. Κοιτάζω κάτω, ο γκρεμός κομμένος λες με ξυράφι, απύθμενο βάθος, αλλά λαμπυρίζει το γαλάζιο της θάλασσας. Τι να κάνω, από το να πέσω στα χέρια των αγνώστων διωκτών, βουτάω. Πέφτω, πέφτω, πέφτω, περιμένω την απότομη επαφή με το νερό που θα δώσει ένα τέλος, αλλά ξαφνικά ένα πλοιάριο, μικρό καρυδότσουφλο εμφανίζεται από το πουθενά για να με σώσει. Είναι μια λέξη, μια τοσοδούλα, τρισύλλαβη ίσως, λέξη στη μέση του γαλάζιου που σπεύδει, με αρπάζει καθώς πέφτω και με ταχύτητα ιλιγγιώδη με αφήνει σώο και αβλαβή στην παραλία. Μια λέξη με έσωσε.

Τόσες φορές μια λέξη, η ίδια λέξη –είμαι απολύτως σίγουρος γι’ αυτό- τελευταία στιγμή εμφανίζεται από το πουθενά και με σώζει. Προσπαθώ να τη διαβάσω, να διακρίνω τα γράμματα, τις συλλαβές, τα φωνήεντα, τα σύμφωνα. Τίποτα. Την άλλη φορά, την άλλη φορά, λέω στον εαυτό μου, θα την διαβάσω, θα την προλάβω. Αλλά και την επομένη τα ίδια. Μια λέξη, η ίδια λέξη με σώζει. Ποια λέξη δεν ξέρω.

Sunday, January 14, 2007

Η Αλίκη στη χώρα του παρά

.
Η Ελλάδα είναι αναμφίβολα μια χώρα με παράδοση. Αυτό, βέβαια, δεν την έχει μέχρι τώρα προφυλάξει από του να είναι και μια χώρα παράδοξη και παράξενη. Κι αυτή η παραδοξότητα είναι φανερή σ’ όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις των σημερινών κατοίκων της, των νεοελλήνων. Ενώ, λ.χ. η παραγωγικότητα τείνει στο μηδέν, οι νεοέλληνες εξακολουθούν να έχουν παράλογες απαιτήσεις. Ενώ προσπαθούμε να βαδίσουμε παράλληλα με τους άλλους Ευρωπαίους, μας αρέσει να παραμυθιαζόμαστε με το παρελθόν, να παρεξηγούμε το παρόν και να παραληρούμε για το μέλλον. Ενώ οι μαθητικές παρελάσεις δίνουν και παίρνουν, όταν φτάνει η ώρα οι παλαιοί παρελαύνοντες να παρουσιαστούν για να υπηρετήσουν την πατρίδα, προτιμούν να κάνουν την παραλλαγή τους και να το παίξουν παράφρονες παραμελώντας τις υποχρεώσεις τους. Ενώ, γενικώς, οι πολιτικοί μάς τάζουν λαγούς με πετραχήλια και επίγειους παράδεισους, αυτοί είναι οι πρώτοι που εγκαταλείπουν το πλοίο, παραδίδουν τα όπλα και μας οδηγούν κατευθείαν στην παρακμή.
.
Η νέα Ελλάδα, λοιπόν! Η χώρα του παρά, του χρήματος δηλ., αλλά και του παρά. Αυτό το δεύτερο όχι τόσο με την έννοια του κοντά και του πλησίον, όσο με την έννοια της παράβασης και της υποκατάστασης. Η χώρα, όπου δίπλα στις ευθείες φυτρώνουν οι νόθες εκβλαστήσεις, οι πάροδοι, τα παραβλάσταρα. Κι ενώ αλλού τα παραβλάσταρα αποκόβονται για να βοηθηθεί το κυρίως φυτό στην ανάπτυξή του, εδώ τα παραβλάσταρα θωπεύονται και πριμοδοτούνται, αναπτύσσονται υπέρμετρα μαραίνοντας το κάποτε υγιές αδέρφι τους. Δίπλα στην οικονομία, στο εμπόριο, στο κράτος, στην παιδεία, στην πληροφόρηση και την πολιτική φυτρώνουν και ανθίζουν -ουσιαστικά ελέγχουν και κυβερνούν- η παραοικονομία, το παραεμπόριο, το παρακράτος, η παραπαιδεία, η παραπληροφόρηση και η παραπολιτική.
.
Ελλάδα, η χώρα του παρά! Εδώ που οι λογής-λογής παρακεντέδες γίνονται πάρεδροι ενώ οι διάφοροι αδιάφοροι παρακοιμώμενοι χρίζονται πρόεδροι, παρασημοφορούνται και κρατούν στα χέρια τους σφραγίδες και κλειδιά. Η χώρα με τα παραμυθένια παραθαλάσσια θέρετρα αλλά και με το θερινό παρανάλωμα που, παραμορφώνοντας το περιβάλλον, μεταμορφώνει σε φέρετρα καπνίζοντα ό,τι βρει μπροστά του. Εδώ που τα παράσιτα και οι παρίες ευτυχούν, ευδοκιμούν κι απολαμβάνουν, ενώ οι άξιοι κι όσοι έχουν ανάγκες πραγματικές παραγκωνίζονται και μένουν με το παράπονο. Και τις λύσεις προσπάθησαν στο παρελθόν να τις εκβιάσουν τα εκλογικά παραβάν και οι παραπομπές, όμως ούτε αυτά μπόρεσαν να κρύψουν τη γενική παραλυσία κράτους και θεσμών και τις πομπές των πολιτικών. Και φαίνεται στον ορίζοντα τα κακουργήματα, σιγά-σιγά και με το μαλακό, να μετατρέπονται σε παραπτώματα και αφελή πολιτικά παραστρατήματα και παραπατήματα που οδηγούνται αναπότρεπτα στην παραγραφή. Φαίνεται η παράνοια κι ο παραλογισμός να μετατρέπονται σε απλές παρατυπίες και να ξεχνιούνται, ενώ η παραχάραξη ιδεών και αξιών, ελπίδων και λαϊκών εντολών σε απλές παραποιήσεις λέξεων κι εκφράσεων.
.
Ελλάδα, η χώρα του παρά! Όπου, αν και η λαϊκή σοφία επιμένει ότι “ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται”, όλοι γνωρίζουμε πως ο παράς, σε αντίθεση με το βήχα, όχι μόνο κρύβεται αλλά και λάθρα διοχετεύεται σε κρυφούς λογαριασμούς σε τράπεζες του εξωτερικού. Όπου παρακλάδια και παρακλαδικοί απέχουν παρασάγγες από αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί υγιής και ομαλή πολιτική ζωή. Όπου καίγονται τα λάχανα και επιπλέουν τα παραπούλια. Όπου παρασιωπώνται τα ελαττώματα και τονίζονται παράταιρες και παράκαιρες αρετές. Όπου ελάχιστοι θερίζουν τη στιγμή που οι περισσότεροι ... παραθερίζουν. Όπου οι αισθήσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα την ώρα που λύνουν και δένουν οι παραισθήσεις. Όπου οι νόμοι υπάρχουν για να τους παραβαίνουμε ανοίγοντας παραθυράκια κι όπου τον αθλητισμό δεν τον ελέγχουν οι αθλητές αλλά οι αθλητικοί παράγοντες και παραγοντίσκοι. Όπου οι παρασκηνιακές ενέργειες παράστολων παρατρεχάμενων αποτελούν το γεγονός. Όπου παραθρησκευτικές οργανώσεις οδηγούν τα πλήθη σε παρακρούσεις και ομαδικούς θρησκευτικούς παροξυσμούς καίγοντας βιβλία και καταστρέφοντας κινηματογράφους. Όπου, γενικώς, η παραμέληση του καθήκοντος δεν αποτελεί παρασπονδία αλλά καθημερινό τυπικό φαινόμενο.
.
Δεν κάναμε ταξίδι στη μακρινή Παραγουάη. Στη χώρα του “παρά” πήγαμε, σ’ ένα παραμελημένο και παραπεταμένο παράρτημα της Ευρώπης του 21ου αιώνα!

Tuesday, January 09, 2007

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα...

(Μ. Αναγν.)

Ξέρετε ποιο είναι το πιο ταλαιπωρημένο είδος στην πατρίδα μας; Μην αρχίσετε, παρακαλώ, με τα γατάκια, τα σκυλάκια, τους μικρομεσαίους, τους εργάτες ή τους συζύγους. Κι αυτοί μπορεί να μη ζουν βασιλικά, κάθε άλλο. Όμως αυτό που έχω στο μυαλό μου και με απασχολεί βρίσκεται σε τραγικότερη θέση και είναι κι ανυπεράσπιστο. Η απάντηση είναι απλή: αυτοί που ταλαιπωρούνται περισσότερο από κάθε τι άλλο σήμερα στην Ελλάδα και μάλιστα χωρίς να μπορούν να αντισταθούν, να δαγκώσουν, να απεργήσουν ή να εξεγερθούν είναι οι ...δρόμοι.
Βεβαίως, και μη σας παραξενεύει καθόλου το γεγονός. Αυτούς τους ίδιους δρόμους που σε παλιότερες εποχές, μόλις πριν σαράντα χρόνια, φροντίζαμε σα να ’ταν σπίτι μας, τώρα τους καταστρέφουμε. Πώς τους φροντίζαμε; Φαντάζομαι σε αρκετούς από μας είναι νωπή ακόμη στη μνήμη η εικόνα του δημοτικού καταβρεχτήρα που κάθε απόγευμα, από την άνοιξη ως τις αρχές του φθινοπώρου και τα πρωτοβρόχια, περνούσε και τους ανακούφιζε, τους δρόσιζε και μας δρόσιζαν. Νωπή επίσης θα ’ναι και στη μύτη μας η μυρουδιά του φρεσκοκαταβρεγμένου χώματος ή στ’ αυτιά μας οι χαρούμενες φωνές των παιδιών (“παίρνω αμπάριζα και βγαίνω”, “στάκα-μαν”, “κορμπανιά” και “φτου ξελευτερία”) που δίνανε ζωή στους ευτυχισμένους τότε δρόμους.
Αυτοί οι ίδιοι δρόμοι είναι σήμερα υποβαθμισμένοι κι αδικημένοι. Μπορείτε να φέρετε τις αντιρρήσεις σας. Να πείτε, λόγου χάριν, ότι σήμερα τους ασφαλτοστρώνουμε, καταργούμε τις ανηφόρες και τις κατηφοριές τους, τους ισιώνουμε και τους φαρδαίνουμε, τους κάνουμε ανθρωπινότερους και τους επισκευάζουμε, όταν χαλάν. Εκεί, όμως, βρίσκεται για μένα και η ανήθικη, η δολοφονική απέναντί τους συμπεριφορά μας.
Το να ασφαλτοστρώσεις ένα δρόμο, μια οδό, ασφαλώς δεν είναι επιλήψιμο. Άλλωστε, μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται κι η επικοινωνία ανάμεσά μας ευκολότερη και ταχύτερη. Βέβαια, πληθαίνουν, λόγω αυτής ακριβώς της υπερβολικής ταχύτητας, και τα δυστυχήματα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το περιβάλλον γίνεται καθαρότερο, τα σπίτια και τα μαγαζιά παίρνουν αξία, η πόλη ολόκληρη φαντάζει σαν αυτά τα ταψάκια με τους συμμετρικά κομμένους μικρούς μπακλαβάδες. Όμως, το κακό αρχίζει απ’ αυτό το σημείο. Βλέπετε, οι δρόμοι, που έχουν μόλις ασφαλτοστρωθεί, μου θυμίζουν εκείνες τις ηθικές κοπέλες της παλιάς καλής εποχής, που βιαστικά και χωρίς λοξοκοιτάγματα περνούσαν στα στενά. Κοπέλες που κράταγαν το φυλαχτό τους για τον ένα και μοναδικό σύντροφο, ζωής και κλίνης. Έτσι μου φαίνονται κι οι δρόμοι μόλις ασφαλτοστρώνονται.
Όμως, αυτές οι ατσαλάκωτες κι αμέμπτου ηθικής οδοί, δυστυχώς γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα απ’ τις παλιές κοπέλες, διακορεύονται. Τον πρώτο εραστή, βίαιο και βιαστικό, τραχύ και άξεστο, χωρίς να ξέρει τους πόνους της πρώτης επαφής, λέω να τον πούμε ΔΕΗ. Ε, και λοιπόν; Το πρόβλημα δε φαίνεται σπουδαίο! Κι οι κοπέλες της άλλης εποχής, αν παρ’ ελπίδα συνέβαινε το ανεπανόρθωτο, έβρισκαν τρόπους κι ...επανόρθωναν. Κι ο τρόπος ο πιο γρήγορος, ανώδυνος και σίγουρος ήταν το ράψιμο. Ράβονται, λοιπόν, κι οι δρόμοι μας μετά την πρώτη τους οδυνηρή εμπειρία. Όμως τα πράγματα γι’ αυτούς δε σταματούν εκεί. Γρήγορα επέρχεται και δεύτερος διακορευτής. Ας τον πoύμε τώρ’ αυτόν ΟΤΕ. Θέλει να περάσει, λέει, καλώδια και σιδερένιες λάμες βαθιά μες στο κορμί της λεωφόρου. Ψέματα ασύστολα. Κι αυτός να κοροϊδέψει θέλει. Να κάνει τη δουλειά του και να εξαφανιστεί. Κι ο δρόμος ξαναράβεται μετά τη δεύτερη εισβολή ελπίζοντας κάποτε να ’βρει την ησυχία του απ’ τις απανωτές και βίαιες συγκρούσεις. Φευ! Και τρίτος εραστής προβαίνει στον ορίζοντα, όμορφος σαν τους άλλους. Είναι η ΕΥΔΑΠ. Τα ίδια γίνονται κι εδώ. Άλλωστε, αυτά τα πράγματα ίδια μένουν από την εποχή του Αδάμ και της συντρόφου του. Κι αν φανταστούμε τώρα πως ο ΟΤΕ στη φούρια του να φύγει ξέχασε να ολοκληρώσει κι επανέρχεται, καταλαβαίνουμε πως, όσο κι αν ράβεται ο δρόμος μας, φέρνει επάνω του ανεξίτηλα των πολλαπλών του επαφών σημάδια. Ακριβώς όπως οι κοπέλες, ακριβώς! Τίποτα δε μπορεί να είναι το ίδιο όπως πριν κι ο σύζυγος το ξέρει.

Σκεφτείτε τώρα τι έχει να γίνει αν επέμβει μετά απ' όλες τις περιπέτειες αυτές και άλλος αγαπητικός, η ΔΕΥΑΠ (Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης) με προτάσεις δελεαστικές για σχέσεις μονιμότερες και στενότερου τύπου επαφές. Του νέου εραστή δεν αρκούν λίγες μονάχα μέρες και ψαχουλέματα σε σκοτεινές και ύποπτες γωνιές. Είν’ έμπειρος, αδίστακτος, εύρωστος και πλούσιος. Να σαγηνεύει αυτός ξέρει και να κερδίζει γενικώς. Θέλει να κυριαρχήσει παντελώς στο σώμα και στο πνεύμα. Και η οδός παραδίδεται ασυζητητί και άνευ αντιστάσεως στο νέο κατακτητή. Βιάζεται, λοιπόν, κι οργώνεται χωρίς να φτάνει σ’ οργασμό. Η άσφαλτος αποτελεί γι’ αυτήν ένδοξο παρελθόν, όπως κι η ηθική των παλαιών δεσποινίδων. Ακριβώς όπως αυτές. Άλλωστε, μετά από τόσες εμπειρίες ερωτικές κι οδυνηρές στιγμές, τα ρούχα γίνονται περιττά και φέρνουν μόνο καθυστερήσεις και προσκόμματα. Όπως και τα προχώματα, οι τάφροι και οι λάκκοι, τα γκρεμισμένα ρείθρα, τ’ ανασκαμμένα πεζοδρόμια κι οι άτυχες πλατείες, ό,τι τέλος βρέθηκε μπροστά στο διάβα του τυράννου.

Και τους ταλαιπωρεί ο νέος εραστής και μας ταλαιπωρεί. Και για του λόγου το αληθές κοιτάξτ’ ολόγυρά σας. Μα το πιο ενοχλητικό απ’ όλα είναι η διάρκεια της σχέσης που πάει να γίνει μόνιμη. Το απέραντο εργοτάξιο είναι καλό μόνο για λίγες μέρες ή, έστω, μήνες. Αν η σχέση τραβήξει μάκρος και μονιμοποιηθεί και αν οι επαφές επέρχονται βίαιες και καθημερινές, ένας στους δυο θα εξαντληθεί: ο Εραστής ή ο Δρόμος.

Ο πιο ευαίσθητος κι ο πιο αδικημένος.

Saturday, January 06, 2007

Η επιφάνεια των Επιφανείων

.
Πριν αρκετά χρόνια κι αφού είχαν χαθεί αρκετοί σταυροί στο βυθό της θάλασσας κατά την ημέρα του αγιασμού των υδάτων, άρχισαν οι παπάδες να τους δένουν με κορδέλα, ώστε να τους έχουν σίγουρους. Και σε περίπτωση που δειλιάσει ο πιστός και δεν πέσει επί των υδάτων και σε περίπτωση που οι θαρραλέοι κολυμβητές δεν καταφέρουν να τον βρουν στο βυθό, ανάμεσα σε βράχια, φυτά και ψάρια, εκείνοι να τον έχουν του χεριού τους. Ακόμη και τους ξύλινους σταυρούς έδεναν μην τους πάρει το κύμα μακριά και τους κυνηγούν μετά με τις βάρκες.

Στο Κεφαλάρι, λοιπόν, της Αργολίδας καμιά εικοσιπενταετία πριν από το σωτήριό μας έτος, μόλις ο βουτηχτής έπιασε τον κορδελοδεμένο σταυρό, δεν τον άφηνε με τίποτα από τα χέρια του. Φοβήθηκε μήπως του αρπάξει το τρόπαιο κάποιος άλλος; Φοβήθηκε μήπως ο παπάς μπερδευτεί και δε δώσει τα εύσημα σ’ αυτόν; Δεν ξέρω. Από την άλλη μεριά, όμως, ο παπάς από τη στεριά τραβούσε την άκρη της κορδέλας με δύναμη. Γιατί να ήθελε κι αυτός να αποσπάσει το σταυρό από τα χέρια του πιστού κολυμβητή ούτε αυτό το γνωρίζω. Ειπώθηκε αργότερα ότι μεταξύ των δύο υπήρχε και κάποια κόντρα σε άλλο επίπεδο. Έτσι, από τη μια τραβούσε ο παπάς από τη στεριά, από την άλλη ο νέος. Μέχρις ότου, σ’ αυτή τη θεία διελκυστίνδα, υπερίσχυσε, όπως ήταν φυσικό, ο νέος. Μετά από ένα δυνατό, τελειωτικό τράβηγμα, ο παπάς, με μια απίθανη τούμπα βούτηξε στα κρύα νερά με όλα τα σέα και τα μέα του φωνάζοντας και σπαρταρώντας σαν ψάρι. Φούσκωναν τα ράσα κι επέπλεαν ενώ το σώμα σαν βαρίδι το ρουφούσε ο βυθός. Τελικά, κατάφερε να συγκρατηθεί στην επιφάνεια.
Τον έσωσε βέβαια, καθώς πιστεύουν όλοι, η μέρα η άγια, τα Επιφάνεια.

Thursday, January 04, 2007

Το παλτό

Δεν είχε καταλάβει τι γινόταν μ’ αυτό το παλτό. Ήταν μιας θειας της και της το έδωσε να το φοράει για το σχολείο στα κρύα του χειμώνα. Το πήρε η μάνα της και το πρώτο που έκανε ήταν να το βάψει. Από γκρι που ήταν –άχρωμο και γεροντικό- το ’ριξε στη λεκάνη και το έκανε κόκκινο. Ο Θεός να το κάνει κόκκινο, όμως. Χίλιες αποχρώσεις του κόκκινου είχε πάνω του. Οι συμμαθητές της τρόμαξαν μόλις την είδαν πρώτη φορά μ’ αυτό το πράμα πάνω της. Αλλού ήταν κόκκινο της φωτιάς, αλλού φαινόταν και το γκρι από μέσα, σε άλλα σημεία ήταν έντονο καφέ, σε άλλα μπλέδιζε…
Μ’ αυτό το παλτό έβγαλε όλο το δημοτικό. Ντροπή ξεντροπή, το κρύο δε λογάριαζε συναισθηματισμούς. Το φορούσε, έπαιρνε και την τσάντα της και περπατούσε τα τρία χιλιόμετρα για να φτάσει στο σχολείο. Περνούσε μέσα από τους βάλτους, στη χειμωνιάτικη ομίχλη κάθε πρωί.
Μετά, πολύ αργότερα της είπε η μάνα της το μυστικό. Κάθε πρωί έβγαινε στο χαγιάτι και την έβλεπε από μακριά να ξεμακραίνει. Στην αρχή την έβλεπε σχεδόν καθαρά. Μετά της έφτανε να παρακολουθεί αυτό το κόκκινο σημαδάκι να μακραίνει μέσα στη γκρίζα θολούρα του πρωινού.
Κι ήταν σίγουρη μέχρι να γυρίσει ότι δεν την είχαν καταπιεί οι βάλτοι.