Sunday, December 31, 2006

Γράμμα στον Αι-Βασίλη

Άγιε μου Βασίλη,
Σου γράφω τώρα την Πρωτοχρονιά, όπως ακριβώς όταν ήμουν μικρός και πίστευα ότι ερχόσουν το βράδυ της Παραμονής του νέου έτους. Έπρεπε να περιμένω χρόνια πολλά χρόνια μέχρι να μάθω ότι το έθιμο των εταίρων μας στην Ε.Ε. είναι να έρχεσαι τα Χριστούγεννα και όχι την Πρωτοχρονιά. Βέβαια κατάλαβα ότι εσύ είσαι ένας πρωτότυπος άγιος, μισός Ευρωπαίος και μισός Έλληνας, ακριβώς όπως κι εγώ, μισό-μισός, ένας Έλληνας που αγωνίζεται να γίνει Ευρωπαίος. Είσαι Έλληνας και λέγεσαι Βασίλης κι όχι Σάντα-Κλάους και τα τέτοια. Έτσι ακολουθώντας τη δική μου παιδική παράδοση, σου γράφω σήμερα. Και σου γράφω, γιατί νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σου τα ψάλλω από την καλή. Τόσα χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή. Πιστεύω ότι είναι καιρός να μάθεις μερικές αλήθειες.
Μάθε, λοιπόν, ότι δε σε πίστεψα ποτέ μου. Μέχρι μια ηλικία βέβαια στήριζα κάποιες ελπίδες σε σένα, αλλά αρκετά γρήγορα τα κατάλαβα όλα. Μετά όμως ήρθαν στη ζωή μου τα δικά μου παιδιά κι αναγκαστικά συνέχιζα να παίζω το ρόλο στο παραμύθι σου. Ντυνόμουν εγώ Άγιος Βασίλης και τους επισκεπτόμουν αυτές τις μέρες. Περίμενα πώς και πώς να μεγαλώσουν κι αυτά λίγο, να μην έχω άλλες δεσμεύσεις, να καταλάβουν κι αυτά ότι δεν είσαι αληθινός, για να σου τα πω. Είναι αλήθεια ότι αυτά, τα παιδιά μου, δε σε κατάλαβαν γρήγορα. Βλέπεις, η ευημερία που κυκλοφορούσε γύρω τους δεν τα άφηνε να δουν την αλήθεια. Τους έφερνες τα δώρα τους κάθε χρόνο ανελλιπώς, πήγαινες τα δώρα και στους φίλους τους, ε, τα βόλευες, γιατί να μη σε πιστεύουν; Απ’ το μυαλό τους δεν πέρασε εύκολα η σκέψη ότι ήσουν μια απάτη, ένα γλυκό όνειρο. Τώρα όμως που σε κατάλαβαν κι αυτά, νιώθω ότι πρέπει να μιλήσω. Και ποια καλύτερη ευκαιρία μου παρουσιάζεται τον τελευταίο καιρό παρά μέσα από το blog, για να μ' ακούσεις καλύτερα. Στο διαδίκτυο τα πάντα ταξιδεύουν σίγουρα και γρήγορα, ενώ τα ταχυδρομεία μας είναι αργά, υπερβολικά αργά αυτές τις ημέρες.
Το πρώτο και κύριο, λοιπόν, Άγιε Βασίλη, ήταν ότι τότε, στα χρόνια τα δικά μου, έφερνες δώρα μόνο στα πλούσια παιδιά. Όσο πιο πλούσια ήταν τα παιδιά, τόσο και πιο ακριβά, πιο λαμπερά δώρα έπαιρναν. Οι μικρομεσαίοι έπαιρναν φτηνότερα και οι φτωχοί τίποτα απολύτως. Και μια χρονιά ειδικά που είχα σφοδρές ελπίδες ότι θα με θυμηθείς -ήταν τότε που οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαν καλά μια ολόκληρη χρονιά και σκεφτόμουν ότι θα με αποζημίωνες εσύ- εσύ δε μου έφερες τίποτα. Δε σε συγκίνησαν ούτε τα δάκρυά μου ούτε τα παρακάλια μου. Τα παπούτσια και οι κάλτσες μου που τα άφηνα το βράδυ πλάι στη σόμπα για να τα γεμίσεις, το πρωί ήταν κρύα και -το κυριότερο- άδεια. Ούτε μια καραμέλα. Αντίθετα, στο πιο πλούσιο παιδί της παρέας μας είχες φέρει το δώρο-φετίχ των μικρών μου χρόνων: ένα ηλεκτρικό τρενάκι που περνούσε μέσα από σήραγγες, από βουνά και πεδιάδες, σταματούσε σε σταθμούς και σε φανάρια. Αμ κι αυτά τα δώρα σου! Ήταν λογικό, όχι πες μου αν ήταν λογικό να πιστεύεις στο Θεό και στην Αγάπη σαν Άγιος που είσαι, και να δωρίζεις πιστόλια και αυτόματα όπλα και στρατιώτες και τανκς. Ήταν πράγματα αυτά για δώρα;
Το δεύτερο ήταν ότι ήσουν πολύ στρουμπουλός για άγιος. Φουσκωμένος και δυσκίνητος από το πάχος απορούσε κανείς πώς ήταν δυνατόν να σε σηκώνει το έλκηθρο, αλλά και πώς μπορούσες να περνάς μέσα από τις καπνοδόχους. Και πώς, όταν καμιά φορά περνούσες κι έφτανες στο σπίτι, δεν ήσουν κατάμαυρος από τις καπνιές, αλλά συνέχιζες να είσαι κατακόκκινος, κατακάθαρος κι ολοκαίνουριος. Κι αυτό το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη σου μου φαινόταν πολύ ύποπτο. Ακόμη και μέσα στη δικτατορία, όταν είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τον κόσμο, εσύ χαμογελούσες αμέριμνος και συνέχιζες να φέρνεις δώρα στα πλουσιόπαιδα, λες και τίποτα δεν έτρεχε στην πατρίδα μου, σαν να πήγαιναν όλα ρολόι. Ακόμη κι όταν η τηλεόραση μας έδειχνε τα σκελετωμένα παιδάκια κάποιας μακρινής χώρας, εσύ χαμογελούσες και τα κοιτούσες πονηρά μέσα από τα γυαλάκια σου, Άγιε μου Βασίλη. Και να ξέρει κανείς ότι αυτά τα παιδάκια ήταν αληθινά, αυτά ήταν η πραγματικότητα, κι εσύ ο γελαστός, ψεύτικος!

Τώρα δε σε περιμένουμε. Η πελατεία σου έχει μειωθεί σημαντικά. Έχεις πέραση μόνο στα νήπια, στα πολύ νήπια. Το έχασες το παιχνίδι, άγιε. Και μη νομίζεις ότι το έχασες στο σπίτι μου ή στο σπίτι του γείτονα που μεγάλωσαν κι αυτουνού τα παιδιά του. Όχι! Το παιχνίδι το έχασες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, στην Αιθιοπία, στο Σαράγεβο, στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, στα Καλάβρυτα και όπου αλλού ανθρώπινα κορμιά πότισαν τη γη με το κόκκινο υγρό του μίσους.
Κόκκινο ακριβώς όπως η κατακαίνουρια φορεσιά σου.
Όπως τα κατακόκκινα γελαστά μαγουλάκια σου.

Sunday, December 24, 2006

Χρόνια Πολλά, Απόστολε

Τα Χριστούγεννα γιορτάζουν όλοι και όλα. Γιορτάζουν οι άνθρωποι, τα μαγαζιά με τις βιτρίνες τους, τα μαγαζιά με τις κουζίνες ή τις μπάρες τους, οι πόλεις με τα στολίδια τους, τα δέντρα τα χιονισμένα, οι ορχήστρες με τους ξεχασμένους βιρτουόζους που ξαφνικά βρίσκουν δουλειά, τα παιδιά με τα δώρα τους -κούκλες και ακριβά δαστημόπλοια ή οπλοπολυβόλα και λοιπά και λοιπά.
Σιγά, μωρέ, σιγά! Σιγά μη γιορτάζουν όλοι! Άστα σάπια και πες την αλήθεια, κάθαρμα. Λες και δεν μπορούμε να δούμε τις λερωμένες τουαλέτες πίσω από τις βιτρίνες ή πίσω απ’ τα χαμόγελα τη θλίψη, τη μοναξιά, την αδιαφορία. Ή στη φωτισμένη πόλη, την παραμονή μόλις κλείνουν τα μαγαζιά του κέντρου, τη βρόμα και τη δυσωδία που άφησαν πίσω τους εκατομμύρια «καταναλωτές». Ποιος είπε πως τα Χριστούγεννα είναι η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης; Ποιος είπε πως τα Χριστούγεννα γιορτάζουν τα παιδιά, οι άμοιροι, οι κακόμοιροι κι οι παραπονεμένοι; Ποιος είπε πως τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της χαράς; Όποιος δε βλέπει τον άνθρωπο να βγάζει το μάτι του ανθρώπου, αυτός το είπε. Όποιος δεν ξεμύτισε από το χαράκωμά του, όποιος δεν έκανε μια βόλτα λίγο μακρύτερη από τη συνηθισμένη. Αυτός.
Ούτε κι εγώ πήγα μακριά. Άλλωστε το μακριά και το κοντά είναι έννοιες υποκειμενικές. Μακριά για σένα είναι να ’ρθεις σπίτι μου, για μένα να πάω στο διπλανό δωμάτιο που μένει ο Αχώνευτος. Απλά, ανήμερα φόρεσα το κασκόλ και τα γάντια μου και βγήκα από το σπίτι. Εκκλησία δεν πάω, φίλους δεν έχω, μοναξιά έχω, κι η βόλτα είναι για την μοναξιά ό,τι το πιοτό για τον αλκοολικό: δεν του κάνει καλό, αλλά δεν υπάρχει και τίποτα καλύτερο.
Έξω από τη μάντρα του σπιτιού μου είδα τον Απόστολο. Δεν τον ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Απόστολος είχε πέσει κάτω και χτυπούσε το κεφάλι του στις πλάκες του πεζοδρομίου. Κάτι σαν άσπρος εμετός ξεχυνόταν πού και πού από το στόμα του. Ή σαν αφρός. Μούγκριζε. Όχι τόσο δυνατά για να τον ακούσουν όλοι οι καλά αμπαρωμένοι καταναλωτές. Ένα ζευγάρι καλοντυμένων ηλικιωμένων μόνο από πάνω του του έλεγαν τι έχεις Απόστολε και τι έχεις Απόστολε. Έτσι έμαθα το όνομά του, έτσι γνώρισα τον Απόστολο. Τριανταπεντάρης το πολύ, παλιά ρούχα βρόμικα. Η δυστυχία πάντοτε έτσι είναι ντυμένη και χάσκει το σκοτάδι μέσα απ’ τις τρύπες στις τσέπες και στα γόνατα. Το ζευγάρι με πληροφόρησε πως ο Απόστολος κατοικούσε σε μια παλιά αποθήκη πίσω από το σπίτι τους και πως πέρσι η μάνα του είχε καεί μαζί με το χαμώι τους, πως δούλευε εδώ και λίγο καιρό σ’ ένα βενζινάδικο απ’ όπου φαίνεται ότι θα τον έδιωξαν λίγο πριν από τις άγιες γιορτινές μέρες.
- Τι έχεις, Απόστολε; Γιατί δε μας μιλάς;
- Έχετε τηλεφωνήσει πουθενά; Να πάρουμε το 166.
- Έχουμε πάρει τηλέφωνο και περιμένουμε το ασθενοφόρο.
Η δυστυχία μιλάει με τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Όχι με της αστυνομίας ούτε του εργοστασίου. Ούτε ακόμη και με τη σειρήνα του πολέμου. Με τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Το σήμα κατατεθέν των μεγάλων πόλεων. Οι άνθρωποι στα χωριά και στις μικρές πόλεις ζήτημα είναι αν στη ζωή τους ολόκληρη έχουν ακούσει το λυπητερό και τρομοκρατημένο ήχο της σειρήνας ασθενοφόρου. Ποιος θα φρενάρει σε μια κωμόπολη το αγώι ενός ασθενοφόρου; Ο Απόστολος συνεχίζει σιγά-σιγά το βογκητό του.
- Τι έχεις, Απόστολε; Γιατί δε μας μιλάς, Απόστολε;
- Προσπάθησε να σηκωθείς και να πας στο σπίτι σου, Απόστολε.
- Απόστολε, κοίταξέ με! Είμαι η κυρία Ουρανία, η γειτόνισσα σου. Σε γνωρίζω, Απόστολε. Εσύ δε με αναγνωρίζεις; Για κοίταξέ με καλύτερα...
Ο Απόστολος δεν απαντά. Ίσως και να μην τους ακούει καθόλου. Μπορεί και να μη σκέφτεται τίποτα. Η σκέψη του μπορεί να είναι ένα άσπρο πανί. Λευκό και καθαρό, όχι σαν τα ρούχα του. Κάτι σαν τις λευκές κι αλέκιαστες στολές των νοσοκόμων.
- Κοίταξέ μας, Απόστολε. Σου μιλάμε, δε μας ακούς;
- Τώρα θα έρθουν να σε πάρουν, Απόστολε. Θα πας στο νοσοκομείο που είχες πάει και την άλλη φορά.
- Να πας, Απόστολε, να περάσεις τουλάχιστον τα Χριστούγεννα στη ζεστασιά, θα βρεις κι ένα πιάτο φαΐ, μέρα που ’ναι.
- Την άλλη φορά δεν ήθελε να πάει. Με το ζόρι τον τραβούσαν. Δεν καταλαβαίνει το καλό του...
- Εμείς τι μπορούμε να του προσφέρουμε; Ε, τον φροντίζει η γειτονιά...λίγο φαγάκι ο καθένας... δε μας κάνει κόπο.
Αυτά τα τελευταία τα έλεγαν σ’ εμένα. Κι εγώ τι να κάνω! Τι μπορώ να κάνω; Τι θα μπορούσα να κάνω; Τι θα μπορούσα να έχω κάνει; Τι θα έπρεπε να μπορούσα να έχω κάνει. Μέχρι τώρα, εννοείται. Όχι τώρα... Τώρα τι να κάνω; Στέκομαι στο πεζοδρόμιο και δεν ξέρω πού να βάλω τα χέρια μου. Ευτυχώς έρχονται κι άλλοι. Τ’ ακουμπάω πάνω τους. Είναι καλοί οι άλλοι. Νιώθω να μοιράζεται η ευθύνη. Έρχονται κι άλλοι. Ένα μικρό, ελάχιστο μέρος ευθύνης έχω εγώ. Ευτυχώς είναι κι άλλοι!
- Ω, καλημέρα, χρόνια πολλά!
- Χρόνια πολλά και καλά!
- Χρόνια πολλά...χρόνια πολλά!
- Ευχαριστούμε, επίσης.
- Τι κάνετε; Σας χάσαμε τώρα τελευταία.
- Έχουν έρθει τα παιδιά από το Βόλο κι είμαστε όλοι μαζί χρονιάρες μέρες.
- Μπράβο, μπράβο! Τι κάνουν; Καλά είναι;
- Δόξα τω Θεώ, καλά, πολύ καλά.
- Να και ο Χρήστος. Χρηστάκι, χρόνια πολλά.
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Επίσης.
- Χρόνια πολλά, κύριε Χρήστο. Χρόνια πολλά και για τη γιορτή και για τις μέρες.
- Ευχαριστώ...ευχαριστώ, να ’στε καλά.
- Τι γίνεσαι, βρε Χρήστο; Μας ξέχασες. Ούτε ένα τηλεφώνημα; Έτσι είναι οι φίλοι;
- Δουλειές, δουλειές, δουλειές. Άστα να πάνε. Πολλή κούραση.
- Να προσέχεις. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
- Άσε. Καλύτερα να σε κυνηγάει η δουλειά παρά να την κυνηγάς.
- Αυτό να μου πεις. Έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα, είναι να σου τύχει δουλειά και συ να κάθεσαι;
- Γι’ αυτό σου λέω. Τρέχω, τρέχω και δε φτάνω.
- Μπράβο, Χρήστο μου!
- Τι έχουμε εδώ; Τι έχει πάθει;
- Ξέρω κι εγώ; Ο Απόστολος είναι. Μένει στην αποθηκούλα δίπλα μας.
- Δίπλα; Σε ποια αποθηκούλα;
- Αυτή που είχε καεί πέρσι;
- Ε, μένει άνθρωπος εκεί μέσα;
- Ναι, ο Απόστολος.
- Και τι έπαθε;
- Ε, τον έπιασε πάλι.
- Τι τον έπιασε; Κοίτα, ρε, μέρες που είναι...
- Καλώς τον Αντώνη...Τι κάνετε κυρία Μαρία! Χρόνια πολλά.
- Ευχαριστούμε...Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά. Ευτυχισμένα και ειρηνικά. Ειρήνη και υγεία, προπαντός ειρήνη και υγεία.
- Όλα τ’ άλλα βρίσκονται. Υγεία, υγεία πάνω απ' όλα.
- Αμήν!
- Χρόνια πολλά, κύριε Χρήστο. Χρόνια πολλά και καλά. Τι κάνετε;
- Καλά. Βγήκα μια βολτίτσα.
- Καλά κάνετε, καλά κάνετε. Κι εμείς είπαμε να περπατήσουμε λίγο στην παραλία. Δεν κάνει και πολύ κρύο.
- Ο καιρός είναι γλυκός. Το πάει για βροχή.
- Ε, Χριστούγεννα είναι, αν δεν έχει χιόνι, θα ’χει βροχή.
- Καλύτερα βροχή. Το χιόνι δεν το αντέχω. Άσε και τα προβλήματα με τις συγκοινωνίες.
- Φέτος θα ’χουμε γλυκό χειμώνα. Όχι σαν πέρσι.
- Για θυμήσου πέρσι. Είχαν αποκλειστεί οι δρόμοι, αποκλείστηκαν και τα παιδιά και δεν μπόρεσαν να ’ρθούν να φάμε όλοι μαζί. Όχι, όχι, φέτος είναι πολύ καλύτερα...πολύ καλύτερα...
- Πάντα έτσι...πάντα έτσι...
- Ποιος είναι αυτός; Τι έχει; Πέθανε;
- Αλβανός είναι; Τον καημένο...τι έχει;
- Δεν είναι Αλβανός.
- Ο Απόστολος είναι.
- Ο Απόστολος; Ποιος Απόστολος;
- Μένει εδώ παρακάτω.
- Και τι κάνει ξάπλα κάτω; Δεν έχει κάνα δικό του να τον φροντίσει;
Και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά . Κι όλ’ αυτά πάνω από το νεκρό σώμα του Απόστολου. Χειραψίες θερμές. Και τι σημασία έχει που ο Απόστολος δεν πέθανε ακόμα; Που αυτός ο συγκεκριμένος Απόστολος δεν είναι ακόμη νεκρός; Αυτοί δεν το ξέρουν. Γι’ αυτούς θα μπορούσε να ήταν και νεκρός. Το ίδιο θα έκανε. Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Ο καιρός γλυκός για χειμώνα. Φέτος θα ’χουμε γλυκό χειμώνα. Το πάει για βροχή, βέβαια, αλλά η βροχή ξεπλένει. Και σβήνει.
Αποφασίζω να φύγω. Να συνεχίσω κι εγώ τη βόλτα μου. Πάω κι εγώ για παραλία. Με σταματά το ασθενοφόρο. Να κι ένα ασθενοφόρο που ήρθε διακριτικά. Χωρίς σειρήνες και φασαρίες. Μήπως έχουν τέτοια εντολή ειδικά για σήμερα, μέρα που είναι για να μην ανησυχούν τον κοσμάκη;
Οι δυο νοσοκόμοι προσπαθούν να σηκώσουν τον Απόστολο. Αυτός δε θέλει. Δε θέλει να μπει ούτε στο φορείο ούτε στο ασθενοφόρο. Είναι ξαπλωμένος κάτω και βγάζει απ’ το στόμα του σάλια. Ή μήπως αφρούς; Οι νοσοκόμοι φορούν γάντια. Δε λερώνονται. Προσπαθούν να τον σηκώσουν.
- Έλα, βρε Απόστολε...Τι σου έλεγα τόση ώρα; Πήγαινε να περάσεις Χριστούγεννα. Στο σπίτι σου έχεις τίποτα να φας;
- ...
- Βλέπεις; Γι’ αυτό σου λέω. Πήγαινε να περάσεις τις μέρες αυτές, και μετά πάλι θα βγεις έξω.
- Άντε, πήγαινε. Μετά, όταν θα βγεις, θα σε φροντίσουμε εμείς.

Πήγαινε, μωρέ Απόστολε. Δεν μπορούμε να σε κουβαλάμε. Πήγαινε που να πάρει η οργή να πάρει... Μην είσαι επίμονος. Υπομονή χρειάζεται η ζωή. Υπομονή κι ελπίδα. Όλα θα γίνουν, όλα θα φτιάξουν. Πήγαινε καμιά φορά που να σε πάρει και να σε σηκώσει. Τελικά τον σηκώνουν οι νοσοκόμοι, τον βάζουν με δυσκολία μέσα στο αυτοκίνητο. Ρολάρουν ήρεμα στην κατηφόρα. Δε σφυρίζουν δαιμονισμένα. Φεύγουν διακριτικά όπως είχαν έρθει.
Ίου ίου ίου ίου ίου ίου ίου ίου, Απόστολε. Φέτος θα ’χουμε γλυκό χειμώνα, Απόστολε. Χρόνια πολλά, Απόστολε! Καλά Χριστούγεννα, Απόστολε. Ίου ίου ίου ίου ίου ίου ίου ίου.

Friday, December 15, 2006

Είν’ οι πλατείες μου

Είν’ οι πλατείες των χωριών χριστουγεννιάτικα δεντράκια. Έχουν τα δώρα της παράδοσης να κρέμονται στολίδια. Μπάλες πολύχρωμες και φιόγκοι όσα μέσα στα χρόνια ακούστηκαν στον πλάτανο από κάτω. Λέξεις και ήχοι ελληνικοί και ποιοι απ’ αυτούς και τούρκικοι και ποιοι αλβανικοί γίνανε όλοι αυτοί αδέρφια μας με χιόνια και λιακάδες. Ζυμώθηκαν τα λόγια μας κι οι σκέψεις και το μέλλον στα σιδερένια τραπεζάκια της πλατείας, στις ψάθινες καρέκλες καφενείων.

Είν’ οι πλατείες των χωριών μας χριστουγεννιάτικα δεντράκια με τα φώτα. Αναβοσβήνουνε τα χρώματα και μας κρατούν το χέρι μες στη νύχτα, μέσα στα όνειρα ανοίγουν το σκοτάδι. Να μη φοβόμαστε. Είναι μια συντροφιά, όταν ουρλιάζει το τσακάλι, να έχουμε παρέα τους ανθρώπους μας με δυο πίκρες ελιές μέσα στα μάτια τους, μ’ ένα λουλούδι λέξεις μες στο στόμα. Να παίρνουμε τα ουζάκια μας και το γλυκό του κουταλιού, το υποβρύχιο που ανέλαβε να εξερευνήσει βάθη, να τορπιλίσσει τις βραγιές και να μας χτίσει άλλες.
Είν’ οι πλατείες των χωριών μας χριστουγεννιάτικα δεντράκια με τα χιόνια. Σαν πάπλωμα λευκό σκεπάζουν και χωνεύουνε μέσα στον πάγο τα τραγούδια μας, λες για να μείνουν στους αιώνες νέα. Μαζί μ’ αυτά και τα όνειρά μας, μαζί μ’ αυτά και τις ελπίδες μας. Και οι παππούδες έλεγαν -και λεν ακόμη- στα εγγόνια τους πως κάποια μέρα όλα μαζί θα τιναχτούν από την παγωμένη λήθη και θα το ρίξουν στο χορό λεβέντικα, όπως αρμόζει στους παλικαράδες ύπνους, όλα πιασμένα από το χέρι γύρω στ’ αλώνι. Πως κάποια μέρα σαν κι αυτή μες στη χειμερινή λιακάδα οι στρόγγυλες πλατείες μας κι όλες οι άλλες οι άμορφες κι οι κακογωνιασμένες, κι οι άλλες στα κατσάβραχα και στις αετοράχες, όλες μαζί θα γίνουνε καινούργια, πάνω στην παλιά, πατρίδα και αγάπη.
Είν’ οι πλατείες των χωριών μας χριστουγεννιάτικα δεντράκια με βαμπάκι. Και τόσα χρόνια τα χιόνια τους να λιώσουν περιμένω.

Friday, December 08, 2006

Παλιοί και νέοι Γδάρτες

Μου έχει μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη η τακτική ενός γείτονα της παιδικής μου ηλικίας. Αυτός στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, εγώ στις πρώτες. Σ’ αυτόν, λοιπόν, και στην παρέα του άρεσε να χτυπούν και να σκεπάζουν με σωρούς πέτρες μικρά νιογέννητα γατάκια. Όσα δεν σκοτώνονταν με την πρώτη, πέθαιναν πληγωμένα κι αβοήθητα κάτω από τις πέτρες σε λίγες ώρες. Κι αν κάποιος ήθελε να τα σώσει, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει πρώτα τη συμμορία των μικρών σαδιστών. Έτσι, πολλές βραδιές έμεινα ξάγρυπνος ακούγοντας το κλάμα των μικρών τετράποδων, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Αργότερα απέκτησε ο περί ου ο λόγος και άλλη εξαίρετη συνήθεια. Καλούσε με τον πιο γλυκό τρόπο τα αδέσποτα τετράποδα και μόλις εκείνα, δείχνοντάς του εμπιστοσύνη τα άμοιρα, τον πλησίαζαν, έτρωγαν μια τρομερή κλωτσιά που τα εκσφενδόνιζε δεκάδες μέτρα μακριά. Μετά με τους φίλους του χαχανίζοντας μετρούσε το ρεκόρ του: Δεκαπέντε μέτρα ή είκοσι ένα μέτρα μακριά το σημείο όπου έσκασε το δύστυχο ζωντανό. Ρεκόρ απόλυτο, Γκίνες θα λέγαμε σήμερα, όταν ένα δύστυχο γατάκι κρεμάστηκε στο ψηλότερο κλαδί ενός δέντρου κι έμεινε κει μέχρι που τέλειωσε η μικρή ζωή του.

Ο καιρός περνούσε με τέτοιου είδους σπορ που έδειχναν σε όλους το χαρακτήρα ενός έτοιμου σχεδόν εγκληματία. Έτσι, όταν αργότερα προσπάθησε να ανοίξει ένα μικρομάγαζο για να βγάζει τα προς το ζην, κανείς δεν πατούσε το πόδι του εκεί. Όλοι τον ήξεραν τον Γδάρτη. Αυτό ήταν το παρατσούκλι του. Σήμερα, αφού απέτυχε σε ό,τι δοκίμασε, ο Γδάρτης ζει μόνος και έρημος, δυστυχισμένος, κανείς δεν τον πλησιάζει, πρώτα απ’ όλους τα γατιά και τα σκυλιά της περιοχής. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι τον τιμώρησε ο καλός θεός των τετράποδων, ο προστάτης των άδολων και ανεκτίμητων φίλων του ανθρώπου. Κι ο αδέσποτος Γδάρτης των παιδικών μου χρόνων έμεινε στη μνήμη μου σαν ένα κακό όνειρο.

Τώρα έμαθα ότι κάποιος άλλος σε μια γειτονιά της πόλης μου εδώ και δύο χρόνια φαρμακώνει τις γάτες. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά προσφάτως στήνει και δόκανα, σπάει τα πόδια τους και τις βασανίζει πριν τις σκοτώσει. Δεν μπορεί ο νέος αλήτης να είναι μικρό παιδί, λέω. Είναι σίγουρα μεγάλος στην ηλικία, μόνος και απροσάρμοστος, με τόνους μέσα του κόμπλεξ κατωτερότητας και μειονεξίας. Και αφού δεν μπορεί να σκοτώσει τους αμέτρητους παρίες της κοινωνίας μας, για να την καθαρίσει, σκοτώνει -αυτός ο καθαρός- τα άκακα μικρά ζωάκια που δε φταιν σε τίποτα για τα δικά μας χάλια. Και μέσα στην καρδιά του -σε ό,τι τέλος πάντων διαθέτει στο μέρος όπου οι κανονικοί άνθρωποι έχουν καρδιά- αυτός θα νιώθει δικαιωμένος, εκδικητής και ήρωας κάθε που θα αποτελειώνει ένα ζωάκι. Και τη δουλειά αυτή θα την κάνει ασφαλώς νύχτα. Και γιατί το πρωί θα πηγαίνει καλοντυμένος στην εργασία του, αλλά και γιατί όλες οι τέτοιου είδους δραστηριότητες θέλουν σκοτάδι. Και το σκοτάδι της νύχτας αλλά -κυρίως- το σκοτάδι που κουβαλάν οι τέτοιοι μέσα τους.

Παρακαλώ, λοιπόν, τον καλό θεό των τετράποδων, αυτόν που δεν άφησε απλήρωτα τα χρέη του παλιού Γδάρτη και του τα ξεπλήρωσε ένα-ένα και στο πολλαπλάσιο, να κάνει κάτι και στη δική μας περίπτωση, στο δικό μας ήδη επικηρυγμένο νέο Γδάρτη. Κι αν μπορούσα να κάνω μια ευχή, αυτή θα ήταν όχι να αποκαλυφθεί στη γειτονιά η ταυτότητά του και να τον λυντσάρουν οι ζωόφιλοι γείτονες, αλλά να πιαστεί ο ίδιος στο δόκανο που στήνει κάθε βράδυ. Τότε θα ζήσει επιτέλους σε όλη της την ένταση την ηδονή αλλά και το μαρτύριο του κάθε σαδιστή αυτού του κόσμου. Μια και πρέπει οι βασανιστές να πληρώνουν τις αμαρτίες τους σ’ αυτή τη ζωή.
Για να μη μας αφήνουν άλλο ξάγρυπνους τις νύχτες ν’ ακούμε τα κλάματα των κουταβιών που ξεψυχάνε κάτω από τις πέτρες.

Wednesday, November 15, 2006

Η καινούργια μας φιλόλογος

Πριν δυο χρόνια ήρθε στο σχολείο μας μια καινούργια φιλόλογος, η Μαρίνα. Πολύ καλή κυρία, σοβαρή και λιγομίλητη. Συνεπέστατη στη δουλειά της, ευγενέστατη με όλους, συγκαταβατική –για να μην πω υπερβολικά ανεκτική- με τα παιδιά, τους μαθητές μεγάλους και μικρούς, που βάλθηκαν αυτά τα χρόνια να κάνουν τη ζωή της δύσκολη. Βέβαια, φάνηκε απ’ την αρχή ότι ήταν κλειστός άνθρωπος. Δεν είχε πολλές κουβέντες με κανένα μας, ούτε συναδέλφους ούτε διευθυντές ούτε ακόμη και με τα ίδια τα παιδιά, τους μικρούς τυράννους. Εκτελούσε το καθημερινό της καθήκον, το χρέος της χωρίς να βαρυγκομήσει ποτέ και δε νοιαζόταν για όλους εμάς που ζούσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε με τις μικροφαγωμάρες, τις γκρίνιες, τις κλίκες, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές μας. Πέρα από μια ευγενική καλημέρα και τα απολύτως απαραίτητα για την καθημερινή συνεννόηση και συμβίωσή μας, δεν ακούστηκε να λέει ποτέ τίποτα σε κανέναν.

Ο σύλλογος των διδασκόντων, παρόλο τον κλειστό χαρακτήρα της, παρόλο που δεν έμαθε τίποτα για την οικογένειά της, για τον άντρα της, για τα παιδιά της, τη συμπάθησε αμέσως. Κάτι στο ευγενικό παρουσιαστικό της, κάτι στα ελάχιστα λόγια που ψέλλισε μπροστά μας, επέβαλλαν μια άποψη: «Η Μαρίνα είναι καλή». Κι αυτό το «καλή», όταν πέρασε λίγος καιρός και διαπιστώσαμε τα αποτελέσματα της δουλειάς της, έγινε «σπουδαία». Βέβαια, πληροφορηθήκαμε για το σπάνιο ποδοσφαιρικό ταλέντο του γιου της. Κάποιος, ίσως ο συνάδελφός μας ο Δημήτρης, που είχε περισσότερα πάρε-δώσε με τη Μαρίνα, μας είπε ότι ο γιος της –μαθητής άλλου κοντινού γυμνασίου- έγινε περιζήτητος ξαφνικά από τις μεγάλες ομάδες του κέντρου, που πάντοτε ψάχνουν για ταλέντα, μετά το ετήσιο ποδοσφαιρικό τουρνουά των σχολείων. Κι ότι έχει φύγει από πέρσι και βρίσκεται στην Αθήνα. Η ομάδα τού νοικιάζει σπίτι, τον στέλνει να τελειώσει το σχολείο, του πληρώνει όλα τα έξοδα και του δίνει κι ένα χαρτζιλίκι. Και μένει αναμμένη η ελπίδα ότι τελειώνοντας το σχολείο θα παίξει στη μεγάλη ομάδα, επαγγελματικά πια. Η ίδια η Μαρίνα, η οποία –απ’ ό,τι ψιθυρίζεται- πρέπει να έχει κάνει και κάποια μεταπτυχιακά στην ιστορία, φαίνεται πως ήταν ανένδοτη: το παιδί πρέπει να τελειώσει πρώτα το σχολείο. Όλοι χαρήκαμε κι όλοι ευχηθήκαμε να πετύχει το παιδί της στο δρόμο που ανοίχτηκε μπροστά του. Κατά τα άλλα, ποτέ δεν την καλέσαμε σε τραπέζι, σε γιορτή, δεν την σκεφτήκαμε στα μπαρ, στα κέντρα και στα ξενυχτάδικα, στους χορούς που πηγαίναμε, τις Απόκριες, ας πούμε· αλλά κι εκείνη δε μας άνοιξε ποτέ το σπίτι της, δεν κάθισε μαζί μας να κουτσομπολέψει. Κι αν ακουγόταν κάποια κακία από κάποιον, δεν την σχολίαζε. Κούναγε το κεφάλι της κι απομακρυνόταν γρήγορα μη θέλοντας να βρεθεί μπροστά στα επόμενα σχόλια.

Δυο χρόνια τώρα δε δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα. Πάντοτε στην ώρα της, να δουλεύει με το παραπάνω, να ενδιαφέρεται για το αντικείμενό της. Με λίγα λόγια, μια άψογη επαγγελματίας. Σε τέτοιο σημείο άψογη που ήθελε –άκουσον άκουσον- να αναπληρώνει τη δουλειά της, αν κάποτε έπρεπε να απουσιάσει. Έτυχε π.χ. την περασμένη εβδομάδα να αρρωστήσει ο γιος της στην Αθήνα και να μπει εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Όλη την ημέρα βρισκόταν εκεί, στο προσκεφάλι του, και τη νύχτα κατέβηκε με τον άντρα της στις έντεκα και μισή και μέχρι τις δύο το πρωί έκαναν το σχολείο λαμπίκο.

Ναι, ακριβώς! Λαμπίκο! Γιατί η Μαρίνα, που έχει σπουδάσει φιλολογία, είναι η καθαρίστρια του σχολείου μας, από τη Γεωργία.

Tuesday, October 31, 2006

Το τραγούδι των πουλιών

Μερικές φορές ακούω το τραγούδι στ’ αυτιά μου λες κι όλες οι σιωπές των πουλιών αποφασίζουν ξαφνικά να σπάσουν την απεργία τους και να με ανταμώσουν στα τύμπανα μιας σπειροειδούς ματαιότητας. Ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε αν έμπαιναν κι όλα τα δένδρα στα μάτια μου, τι κόσμους θα μπορούσα να δω τότε με νεύρα χλωροφύλλης και κουφάλες μνήμης κοσμικής. Κι αν όλα τα φύλλα του ημερολογίου απλώνονταν στο στήθος μου, κι αν όλες οι φωνές στριμώχνονταν στα σκοτάδια των σπλάχνων μου; Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλα αυτά θα έχτιζαν έναν μικρό προσωπικό παράδεισο καταμεσής στην κόλαση κι από κει, την ώρα των απολογισμών, θα μπορούσα να διεκδικήσω μια θέση στα πιο σκληρά παραμύθια των παιδιών. Κι όλες οι ψεύτικες ιστορίες θα άρχισαν να ευωδιάζουν από άλυτα αινίγματα την ίδια στιγμή που θα φωτίζονταν από μικρές αλήθειες, παραγνωρισμένες.

Κλείσε τις πόρτες. Βράδιασε ο κόσμος. Το τηλέφωνο πια δε χτυπάει. Κι αν χτυπήσει κάποιος θα ζητήσει άγνωστο όνομα. Λέω καμιά φορά να προφασιστώ εγώ το άγνωστο όνομα για ν’ ακούσω τι έχουν να μου πουν. Αλλά φοβάμαι τόσο τις φωνές που δεν πρόκειται να ξανακούσω ποτέ, το ίδιο όσο και όλες τις άλλες που τις άκουσα μια φορά και τις ξέχασα. Γιατί το να ξεχνάς είναι το ίδιο οδυνηρό με το να θυμάσαι. Θυμάσαι το αποτύπωμα του πρώτου σου φιλιού στα χείλη της νεότητας; Θυμάσαι το δίκιο των ανθρώπων που ζωγραφίζονταν αδιάκοπα κάθε που σε νυχτερινές αναγνωρίσεις ταυτότητας δήλωνες μετανάστης και στην εξακρίβωση διαπίστωναν το ευυπόληπτο παρελθόν; Και θυμάσαι πώς σφύριζαν τα πλοία όταν έφευγες από ανθρώπους που είχαν υπογράψει στα δάχτυλά σου; Ή μήπως θυμάσαι όλα τα ντυμένα κορίτσια που ερωτεύτηκες σε κρεβάτια γυμνά; Τίποτα δε θυμάμαι. Γι’ αυτό φοβάμαι τις φωνές. Βλέπεις, προσποιούμαι παρέες, γράφω εσύ για να πιστεύω πως κοντά μου είναι κι άλλος πόνος. Όμως αυτή η υποκρισία κλείνει κάποτε τον κύκλο της και μένεις με το αναπότρεπτο εγώ να απορεί μπροστά στο τίποτα.

Κι αυτές οι ιστορίες δεν έχουν τέλος, γιατί είναι ψεύτικες, το είπα. Και χρειάζεται πολλή αλήθεια για να διηγηθείς ψεύτικες ιστορίες. Γιατί ως άνθρωπος κι εγώ έχω πει πολλά ψέματα σε όλους, κυρίως στα πουλιά που τραγουδούσαν στ’ αυτιά μου. Και κάθε φορά που τα έβλεπα να επιστρέφουν στις φωλιές τους, κάθε άνοιξη, ένιωθα τη λυπημένη χαρά των μελλοθανάτων που τους χαρίζεται η ποινή της ζωής και επιστρέφουν στο θάνατο δικαιωμένοι.

Αλλά τα άστρα ό,τι έχουν να πουν το λένε τις αφέγγαρες νύχτες. Μετά πεθαίνει η αγρυπνία και ό,τι προλάβεις πια στον ύπνο. Και το ίδιο τραγούδι συνεχίζεται πίσω από το αγκομαχητό των κοριτσιών, πίσω από τις φωτογραφίες στα κάδρα, πίσω από τις κουρτίνες όπου παραμονεύει η ίδια θλίψη γεμίζοντας την απόσταση που μας χωρίζει. Πώς ντυθήκαμε μ’ αυτά τα χρώματα μες στο καταχείμωνο; Μας πλάνεψαν οι εποχές, πληγωθήκαμε από την αχρωματοψία του Θεού ή μας χτύπησαν κατάστηθα τα ίδια πυροτεχνήματα που, χάνοντας το δρόμο τους, πέτυχαν τους δικούς μας ουρανούς; Όπως και να ’ναι, εγώ συνεχίζω άοπλος να βαδίζω στις χιονισμένες αντωνυμίες –εσύ, εγώ, εσύ, εμείς, εκείνος, αυτός, ο άλλος- και ψάχνω πίσω από τα ξαφνιασμένα μάτια σου να βρω την ανωνυμία και να ξαναβαφτιστώ.Είναι κι αυτή μια λύση στις απορίες μου, όπως λύση είναι κι όταν περνάει μπροστά μου με πολύχρωμες μουσικές η κουτσή ρομβία κι εγώ καθισμένος στο σκοτάδι βουβός δεν μπορώ να την βοηθήσω. Όπως λύση είναι κι η γλυκιά αστραπή των νυχιών σου όταν τυραννούν το στήθος μου.
Αλλ’ αυτή δεν μπορώ να την εξηγήσω.

Tuesday, October 24, 2006

To be or not to be

Ένα πράγμα φαίνεται να απασχολεί τον άνθρωπο στη ζωή του: η είσοδος. Πώς να μπει, δηλαδή. Γι’ αυτό το μπάσιμο θυσιάζει πολλά: χρόνο, χρήμα, νιάτα, ξεκούραση και άνεση. Πιστεύει πως το κέντρο όλης του της ζωής, η επιτυχία και η αναγνώριση προέρχονται από την είσοδό του. Πού; Παντού! Οι πιτσιρικάδες π.χ. σκαρφίζονται χίλια κόλπα και ψέματα για να μπουν στα ακατάλληλα έργα στον κινηματογράφο ή για να πιουν αλκοόλ στο μπαρ. Οι ποδοσφαιριστές με τα δικά τους κόλπα ιδρώνουν για να μπουν στην αντίπαλη περιοχή. Οι τελειόφοιτοι Λυκείου νιώθουν πως το παν γι’ αυτούς είναι να μπουν σε ανώτατη σχολή και οι διαρρήκτες καταστρώνουν σχέδια για να μπουκάρουν στο διαμέρισμα. Αλλά και οι επαναπατριζόμενοι προσπαθούν να μπάσουν τα λαθραία από το τελωνείο. Και οι περί τα κοινά ασχολούμενοι θέλουν να μπουν στις λίστες των υποψηφίων. Και όλοι μας θέλουμε να μπούμε στο κόλπο. Αλλά πάλι, όλοι μας θέλουμε να μπούμε στο νόημα, να καταλάβουμε δηλαδή το μυστήριο της ζωής που μας τριγυρίζει και που μόνο μερικές φορές μας αγγίζει.

Όλ’ αυτά με συγκινούσαν μια εποχή. Έπαψαν όμως ξαφνικά να μ’ ενδιαφέρουν από τη στιγμή που συνειδητοποίησα πως μεγαλύτερη σημασία έχει όχι το έμπα, αλλά το έβγα. Το να μπεις μπορεί τελικά να μην είναι πάντα εύκολο, να χρειάζεται προσπάθεια, επιμονή και ιδρώτα, βάσανα και τύχη. Να χρειάζεται να πληρώσεις σε αίμα ή σε χρήμα. Κάποτε, όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα καταφέρνεις και μπαίνεις. Τότε είναι που προβάλλει αμείλικτο το ερώτημα: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς θα βγω από δω μέσα;». Και το πώς θα βγεις, ο τρόπος της εξαγωγής βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη συμπεριφορά σου, με τα οράματα και τα σχέδια, με τις πράξεις σου όσο βρισκόσουν μέσα.

Γιατί τι να το κάνεις -είν’ αλήθεια- να μπεις με κόπους και θυσίες και να αναγκαστείς να βγεις με το ζόρι ή να σε πετάξουν έξω με τις κλωτσιές με εντολή εισαγγελέα! Τι να το κάνεις να μπεις με χειροκρότημα, με το κεφάλι ψηλά και λαοπρόβλητος, και να αποπεμφθείς στο τέλος με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου ! Και είναι άραγε τόσο σπουδαίο να μπεις στο Πανεπιστήμιο, για να βγεις -όταν βγεις- πτυχιούχος άνεργος!

Όλ’ αυτά μπορεί να μοιάζουν αστεία παιχνιδίσματα και σχόλια εξυπνακίστικα. Όμως, αν ανατρέξετε στα βιβλία της Ιστορίας, θα διαπιστώσετε ότι το έβγα πάντοτε ήταν δυσκολότερο αλλά και οδυνηρότερο από το έμπα. Και ο Ναπολέων κάτι ξέρει απ’ αυτό μετά από τη νίλα της Ρωσίας, αλλά και εμείς οι Έλληνες με τη Μικρασιατική θριαμβευτική μας εισβολή αλλά και τη δακρυόεσσα έξοδο. Μήπως και η έξοδος από την επταετία το 1974; Και αν θα ρωτήσετε ένα σοβαρό διαρρήκτη, θα σας λύσει το θέμα άπαξ διά παντός. Βλέπετε, ο σοβαρός διαρρήκτης, -αυτός δηλ. που έχει σπουδάσει ψυχολογία στο σπουδαιότερο πανεπιστήμιο του κόσμου, στο πεζοδρόμιο,- θα σας πει ότι μόλις μπουκάρει το βράδυ στο σκοτεινό διαμέρισμα, αφού πρώτα έχει διαπιστώσει ότι οι ένοικοί του λείπουν, το πρώτο που θα ψάξει δε θα είναι ούτε τα συρτάρια ούτε οι ντουλάπες ούτε κι αυτό ακόμη το χρηματοκιβώτιο. Η πρώτη του δουλειά θα είναι να διασφαλίσει την έξοδό του. Έτσι, θα ανοίξει, ας πούμε, την μπαλκονόπορτα, αν το διαμέρισμα είναι στον πρώτο όροφο, για να μπορεί να πηδήξει εύκολα έξω σε ώρα ανάγκης ή θα ξεκλειδώσει την πόρτα υπηρεσίας, αν το σπίτι βρίσκεται ψηλότερα. Αν δεν υπάρχει έξοδος υπηρεσίας, θα ψάξει να βρει πού είναι η τουαλέτα. Όχι για να κρυφτεί εκεί σε περίπτωση απρόσμενης επιστροφής των ενοίκων, αλλά για να ξέρει πού θα κατευθυνθούν αυτοί μόλις μπουν στο διαμέρισμά τους (ως γνωστόν, ο Νεοέλληνας μόλις επιστρέψει σπίτι του μετά τη βραδινή του έξοδο πάει τρέχοντας για κατούρημα) και να κρυφτεί αμέσως στην αντίθετη μεριά. Έτσι ο διαρρήκτης θα μπορεί να αποχωρήσει σαν κύριος από την κύρια είσοδο την ώρα που ο κύριος του σπιτιού κάνει τη δουλειά του στην τουαλέτα.

Αυτά όλα πρέπει να γίνουν γνωστά και να τα επαναλαμβάνουμε διαρκώς στους φίλους μας και στα παιδιά μας. «Προσέχτε την έξοδο! Εκεί κρίνεστε κι εκεί πληρώνετε!» Αλλά περισσότερο απ’ όλους θα πρέπει αυτό να το προσέξουν οι νέοι δήμαρχοι, νομάρχες και σύμβουλοι, που, αφού μπήκαν στα δημαρχιακά και νομαρχιακά μέγαρα, θα αντιμετωπίσουν το αμείλικτο ερώτημα.

Κύριοι, δεν έχει σημασία που μπήκατε. Τώρα είστε μέσα, καλώς ή κακώς. Αφήστε τα κορναρίσματα, τα πανηγύρια και τα μεγάλα λόγια. Τώρα σημασία έχει πώς θα βγείτε. Κι ο Ναπολέων και ο Γούναρης έχουν πια πεθάνει για να τους ρωτήσετε και να σας διδάξουν από την εμπειρία τους. Από την εμπειρία της εξόδου, εννοώ. Μπορείτε να ρωτήσετε, όμως, ένα διαρρήκτη. Υπάρχουν πολλοί σοβαροί διαρρήκτες σήμερα. Αποταθείτε, λοιπόν, σ’ αυτούς! Αυτοί ξέρουν!
Και είναι και οι καλύτεροι δάσκαλοι!

Monday, October 16, 2006

Ταυτότητα

Αφιερωμένο στον σομις

Αυτές τις μέρες ακολούθησα αντίστροφη πορεία από τους υπόλοιπους συμπατριώτες μου. Δεν ταξίδεψα στον τόπο που ψηφίζω, αλλά έφυγα μακριά απ' αυτόν ήδη από την Πέμπτη το πρωί. Πέντε ώρες με το αυτοκίνητο, λες και με κυνηγούσαν. Βέβαια πίστευα ότι θα μπορούσα να ψηφίσω στο internet (ξέρετε, στο δικτυακό τόπο του ΥπΕς, τόσες φορές έχω ψηφίσει στις διάφορες άσχετες δημοσκοπήσεις -ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για προπονητής του Παναθηναϊκού, ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα φέτος, ποιο ήταν το καλύτερο γκολ της Κυριακής και τέτοια), αλλά για ψήφο νομαρχιακό και δημοτικό δε φάνηκε να είχε προβλεφθεί κάτι ανάλογο. Δε γινόταν τίποτα. Δεν υπήρχε ούτε μία ένδειξη στο ypes.gr για ψηφοφορία μέσω διαδυκτίου. Τόσο πίσω είμαστε, λοιπόν; Γι' αυτό το λόγο επανήλθα στον τόπο μου το απόγευμα πια της Κυριακής λαχανιασμένος αλλά εγκαίρως.

Όμως η κακοτυχία συνεχίστηκε, γιατί πίστευα ότι θα μπορούσα να ψηφίσω με την πιστωτική μου κάρτα. Η δικαστική αντιπρόσωπος όμως ήταν κάθετη: "Μ' αυτήν ψωνίζουν, δεν ψηφίζουν. Αφήστε, λοιπόν, τις βλακείες, ολόκληρος άντρας, και φέρτε την ταυτότητά σας". Όταν έβγαλα από την τσέπη μου μια τηλεκάρτα, και ρώτησα δειλά μήπως θα μπορούσε να γίνει κάτι μ’ αυτήν, με κοίταξε δολοφονικά κι επανανέλαβε αυτό για την "ταυτότητά σας" μαζί με κάτι άλλα που δεν τα έπιασα. Με μουγκρητά απάντησε και στις αιτήσεις μου μήπως έχει κάποια ισχύ το απολυτήριο Γυμνασίου, το πτυχίο μου, το Λόουερ, ένα εξιτήριο από νοσοκομείο, χαρτιά είναι κι αυτά, τέλος πάντων, που δείχνουν ποιος είμαι, έστω μια θαμπή εικόνα μου. Σαν να ήταν έτοιμη να με χαστουκίσει μου φαινόταν.

Την πήρα με το καλό κι άρχισα να της μιλώ για την ταυτότητά μου. Είδα κι έπαθα να της εξηγήσω ότι δεν έχω τέτοιο πράμα, ότι την ταυτότητά μου ψάχνω τόσα χρόνια και δεν τη βρίσκω πουθενά. Χαμένη κάπου ανάμεσα στην Αρχαία Τίρυνθα, στη Δήλο, στην Αγιασοφιά, στο Ματζικέρτ, στα Δερβενάκια, στον Αγιοσπυρίδωνα του Ναυπλίου, στην τρύπα-φυλακή του Παλαμιδίου, στους Άγιους Σαράντα, στη Βάρκιζα, στην Κύπρο, στη Μύκονο. "Την πλαστική, εννοώ, την αστυνομική". Άντε να της εξηγήσω τώρα ότι δεν είμαι αστυνομικός.

Τελικά γύρισα σπίτι μου και βρήκα μια παλιά πλαστικιά, μια αηδία ξεφλουδισμένη με τη φάτσα μου επάνω αγνώριστη. «Είναι δυνατόν να της κάνει αυτή;» αναρωτήθηκα με σιχασιά.

Επέστρεψα πίσω, στο εκλογικό κέντρο, με βαριά καρδιά παίζοντας στα χέρια μου αυτό το ξεφτίδι.

Της έκανε!

Tuesday, October 10, 2006

Περίοδος παχιών αγελάδων

Ούτε η περίοδος των εορτών ούτε το καλοκαίρι ούτε οι άλλες διακοπές ούτε τίποτα. Δε δέχομαι κουβέντα: η καλύτερη περίοδος της ζωής μας είναι η προεκλογική. Για όλους. Και για τους ψηφοφόρους και για τους ψηφοθήρες. Και για τους φωτογράφους και για τους τυπογράφους. Και για τους ζαχαροπλάστες και για τους εστιάτορες. Ό,τι και να κάνεις κατά την προεκλογική περίοδο, είναι βέβαιο ότι θα βρεις συμπαραστάτες, βοηθούς, χειροκροτητές, ανθρώπους να γελάσουν με το ανέκδοτό σου, βρε αδερφέ. Χώρια ότι θα ζήσεις μια περίοδο ευφορίας. Με την πόλη σου να αναγεννάται εκ της τέφρας, να γεμίζει φανταστικά πάρκα, πλατείες, δρόμους, παιδικές χαρές, κέντρα νεότητας, πάρκινγκ υπόγεια και εναέρια, νεροτσουλήθρες, αγάλματα, τα πάντα. Όμως, δεν πρέπει να σταθούμε στα όνειρα, γιατί όλοι έχουμε την εμπειρία της μετεκλογικής περιόδου κατά την οποία η προσγείωση από τα εναέρια πάρκινγκ είναι ανώμαλη. Ας περάσουμε, λοιπόν, στην πραγματικότητα, σ’ αυτά που ζούμε σ’ αυτή την περίοδο, και ας τα δούμε ένα-ένα.

Μήπως η προεκλογική περίοδος δεν είναι η καλύτερη περίοδος για να παντρευτείς; Τέτοιες πιένες στο γάμο σου είναι δύσκολο να πετύχεις οποιαδήποτε άλλη στιγμή του χρόνου. Δήμαρχοι –πρώην, νυν και επόμενοι-, αντιδήμαρχοι, σύμβουλοι και συμβουλάτορες, νομάρχες και αντινομάρχες, υποψήφιοι κάθε παράταξης, άνθρωποι που τους έχεις δει μόνο σε φωτογραφίες στις εφημερίδες θα έρθουν και μέσ’ απ’ την καρδιά τους θα σου σφίξουν το χέρι -μερικοί τολμηροί θα σε φιλήσουν κιόλας- και θα σου ευχηθούν βίον ανθόσπαρτον. Αν γιορτάζεις αυτή την περίοδο, τα λουλούδια και οι ευχετήριες κάρτες θα σε κάνουν να νιώσεις τόσο αγαπητός και απαραίτητος στη μικρή κοινωνία, που θα τονώσουν και θα φτάσουν σε ύψη την καταρρακωμένη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμησή σου. Αν δίνεις κάπου διάλεξη, είναι βέβαιο ότι αυτή τη φορά όχι μόνο οι πρώτες θέσεις, αυτές των επισήμων, θα γεμίσουν από ορίτζιναλ επίσημους, αλλά και το μισό αμφιθέατρο θα καταληφθεί από ακροατές υποψηφίους που θα σε κοιτούν στα μάτια γεμάτοι ενδιαφέρον γι’ αυτά που λες, θα σε χειροκροτήσουν στο τέλος και θα πουν τα καλύτερα λόγια για την επιστημονική σου συγκρότηση. Αν κάνεις εγκαίνια στο νέο σου μαγαζί, η επιτυχία βέβαιη. Τα αυτοκίνητα θα κάνουν ουρά, ο κόσμος θα συρρεύσει για να δει και να τον δουν. Για να χαιρετίσει, για να ευχηθεί, για να τον χαιρετίσουν και να του ευχηθούν. Αλλά και για να πεθάνεις ακόμη είναι η πιο πρόσφορη περίοδος. Τα στέφανα, οι επικήδειοι και το πλήθος θα σου κάνουν το τελευταίο ταξίδι λιγότερο επώδυνο.

Όμως δεν είναι μόνο σ’ αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις που θα νιώσεις τον συνάνθρωπο δίπλα σου. Είναι και στις άλλες, τις απλές και καθημερινές, που θα παραδεχτείς ότι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου δεν είναι ο σκύλος, όπως πίστευες μέχρι τότε, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Γνωστός μου, π.χ. έπρεπε να μετακομίσει αυτή την περίοδο, την προεκλογική. Πώς εμφανίστηκαν τόσοι υποψήφιοι και τον βοήθησαν παραμένει πρόβλημα άλυτο. Και δεν ήταν πέντε ή έξι να πάρουν από ένα δέμα και να το ανεβάσουν στον όροφο. Οι υποψήφιοι ήταν τόσοι που έκαναν αλυσίδα από το φορτηγό μέχρι την πόρτα του διαμερίσματος και έδιναν ο ένας στον άλλο τις κούτες, τις σανίδες, τα πιατικά, τα κιβώτια με τα βιβλία. Και όταν τέλειωσαν, δεν έφυγαν. Έμειναν εκεί, στο νέο διαμέρισμα μέχρι το βράδυ αργά. Ένας να φέρνει με τη μπαλαντέζα φως από το διπλανό διαμέρισμα, άλλος πάνω στη σκάλα να κρεμάει τις κουρτίνες, ένας τρίτος να συνδέει την κουζίνα και τον απορροφητήρα, άλλος να συναρμολογεί το κρεβάτι. Στο τέλος, σκούπισαν, σφουγγάρισαν, μερικοί παράγγειλαν πίτσες και μπίρες και φάγαμε μια χαρά. Όλα στην εντέλεια, πλούσια κι αρχοντικά. Προχτές έμεινα με το ρημάδι στο δρόμο. Μερικές προσπάθειες να ξαναπάρει μπροστά άκαρπες. Τότε και πριν αρχίσω να απογοητεύομαι, να βρίζω και να παίρνω τηλέφωνα, εμφανίστηκαν ως διά μαγείας δυο υποψήφιοι και άρχισαν να με σπρώχνουν μέχρι το κοντινότερο μηχανουργείο. Το εντυπωσιακό ήταν που γρήγορα φάνηκε και τρίτος υποψήφιος -αυτός ήταν μηχανικός αυτοκινήτων- με το βαλιτσάκι του, τη φόρμα της δουλειάς και το έφτιαξε σε πέντε λεπτά. Και χωρίς να πάρει λεφτά. Ας είναι καλά ο άνθρωπος! Θέλεις υδραυλικό στο σπίτι για το καζανάκι που τρέχει; Να η ευκαιρία! Δεν τρέχεις στο Χρυσό Οδηγό, αλλά στις εφημερίδες με τους υποψηφίους. Βλέπεις ποιος από όλους είναι υδραυλικός και τον καλείς. Είναι βέβαιο ότι θα έρθει μέσα στην επόμενη ώρα, θα σε τακτοποιήσει στα γρήγορα, θα πάρει –αν πάρει- τα λιγότερα, θα σου αφήσει την κάρτα του και το φέιγ-βολάν του και θα φύγει ικανοποιημένος.
Περπατάς στο δρόμο και διακρίνεις το ενδιαφέρον στα μάτια των συμπολιτών σου. Είναι βέβαιο ότι όλοι αυτοί –κι ας μην το ξέρεις- είναι υποψήφιοι. Την πεθερά μου την βοηθούν ανελλιπώς Τετάρτη και Σάββατο να κουβαλήσει τα ψώνια από τη λαϊκή. Την περιμένουν στη γωνία και μόλις εμφανιστεί σπεύδουν ακάθεκτοι. Την καημένη τη γιαγιά που άλλες φορές περίμενε με τις ώρες στο πεζοδρόμιο να σταματήσει η ροή των αυτοκινήτων για να περάσει με χίλιες προφυλάξεις απέναντι, βρέθηκαν δύο υποψήφιοι και έκαναν την πράξη φετίχ των παιδικών μας χρόνων, την πράξη φετίχ κάθε ενσυνείδητου προσκόπου: την πέρασαν απέναντι, την ανέβασαν στο πεζοδρόμιο, της είπαν και μια καλή κουβέντα, συστήθηκαν και μετά έφυγαν. Πήγαν πάλι απέναντι να περιμένουν την επόμενη.

Αχ, αυτή η προεκλογική περίοδος πόσο κοντά μας φέρνει με τους συνανθρώπους μας! Ακόμη κι αν δε βγαίνεις έξω, ακόμη κι αν δεν επιδιώκεις τις παρέες και τις κοσμικές συγκεντρώσεις και κάθεσαι –όπως εγώ- μονήρης, παρέα με τα βιβλία, την τηλεόραση και τις εφημερίδες. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόσους παλιούς συμμαθητές, φίλους ξεχασμένους και γνωστούς βλέπω αυτήν την προεκλογική περίοδο στις εφημερίδες. Και τα αναλυτικά βιογραφικά μάλιστα που παραθέτει ο καθένας, με βοηθούν να επανασυνδέσω και να επανασυνθέσω τις μνήμες. Η αλήθεια είναι ότι με μπερδεύουν λίγο αυτά τα βιογραφικά, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία τέτοιες στιγμές. Να ο Γιώργος, που τελειώσαμε μαζί το γυμνάσιο. Βρε, τον άτιμο, αγέραστος σ’ αυτή τη φωτογραφία. Γράφει ότι τέλειωσε με άριστα (τέλος πάντων, το ξεπερνάμε αυτό, μπορεί και να μη θυμάται καλά). Μπράβο, παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε απ’ ό,τι βλέπω. Έχει δυο παιδιά, το ένα στο γυμνάσιο και το άλλο στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Τώρα η γυναίκα του περιμένει και το τρίτο. Άντε, και καλή λευτεριά. Ασχολήθηκε με το εμπόριο και τα πήγε αρκετά καλά. Διακοπές στο εξωτερικό, ενδιαφέρεται για το θέατρο και τον κινηματογράφο και γενικά για τα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου. Μπράβο Γιώργο, αυτό δεν το ήξερα! Στο σχολείο αδιάφορος μου φαινόσουν κι αργότερα δε σε συνάντησα πουθενά, ούτε σε θέατρο ούτε σε κινηματογράφο ούτε σε εκδήλωση. Σε μια ταβέρνα σε είχα δει και δεν με είχες θυμηθεί. Σε χαιρέτησα με θέρμη, αλλά δεν κατάφερες να με ταυτίσεις. Τέλος πάντων. Ο Γιώργος γράφει στο βιογραφικό του στην εφημερίδα ότι πήγε και στο στρατό(!) και απολύθηκε έφεδρος ανθυπολοχαγός. Μάλιστα. Ο Μενέλαος όμως, ο Λάκης ο δικός μας, το δεξί μπακ της ομάδας, δεν αναφέρει τίποτα για φανταριλίκι. Αυτός τι έγινε; Δεν πήγε φαντάρος; Ούτε αν έκανε και πόσα παιδιά αναφέρει. Ο Λάκης γράφει μόνο ότι σπούδασε μηχανικός στη Ρώμη και τώρα ασχολείται με τα αγροτικά, σε κάτι κτήματα που του άφησε ο πατέρας του. Αυτός τονίζει ότι ασχολείται με το συνδικαλισμό και με τις ενώσεις τις αγροτικές. Και ότι όλοι γνωρίζουμε την πορεία του και τη συμμετοχή του στη λύση των αγροτικών προβλημάτων του τόπου (ποια λύση;). Κι ένα σωρό άλλοι, με σπουδές ή χωρίς, με αγώνες, με ομιλίες και με πανηγυρικούς, με επιτυχίες σε ό,τι ασχολήθηκαν, με παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό, με αδελφούς, ξαδέλφες και μπατζανάκηδες επώνυμους, με θέση αντιπροέδρων σε πολιτιστικά σωματεία. Και για πρώτη φορά φέτος βλέπω και τόσες γυναίκες στις φωτογραφίες. Παλιές συμμαθήτριες που έμειναν αγέραστες στο πέρασμα του χρόνου. Έκοψα πολλές φωτογραφίες και συμπλήρωσα ένα άλμπουμ αποφοίτων της τάξης του ’72 κι από κάτω τα βιογραφικά τους. Πώς θα ήθελα όλοι αυτοί να πετύχουν και να εκλεγούν. Τέτοιοι πολίτες, με τέτοιες ευαισθησίες και τέτοια βιογραφικά! Εγώ θα τους βοηθήσω. Θα τους ψηφίσω όλους.

Το δυσάρεστο όμως είναι ότι όσο μακρά και να είναι μια προεκλογική περίοδος περνά γρήγορα. Και δυστυχώς τέτοιες περιόδους έχουμε τώρα πια μια φορά στα τέσσερα χρόνια.

Friday, July 21, 2006

Απραξία

Με τέτοια θέα –θεά τηνε λέω εγώ- θα μπορούσε κανείς να συγκεντρωθεί στο κουτί μπροστά του και να γράψει; Με αποσβολώνει και με αποδυναμώνει. Κι απ’ την άλλη μεριά, με δυναμώνει. Πιστεύω πως ο φίλος dodos κάτι μπορεί να κάνει εδώ για να με σώσει από τη θεά.

Αν γυρίσω το κεφάλι μου από την άλλη μεριά, βλέπω μισοτελειωμένη βεράντα, σακιά από τσιμέντο και τέτοια. Η ανακαίνιση ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί. Μήπως μπορεί σ’ αυτή την περίπτωση να με σώσει η φίλη paroussa-paroussa;

Κάθε βοήθεια ευπρόσδεκτη!!!

Βρίσκομαι στη Βόρεια Εύβοια κι αδύνατον σχεδόν να βρω χρόνο για ανεβάσματα κειμένων και για γράψιμο. Ελπίζω πως αργά ή γρήγορα θα συνηθίσω τη μαγεία και θα συνεχίσω.

Σας χαιρετώ όλους και εύχομαι καλές διακοπές. Στη scalidi, στον mamaloukas, στον σομις, στην ellhnida, στη regina... σε όλους.

Thursday, July 06, 2006

Η Ελλάδα που πεθαίνει ή Γιώργος Τρομάρας: πρωτοπαλαιστής Ελλάδος και Ευρώπης

Μας χτύπησε την πόρτα στο σχολείο. Σεμνός και μετρημένος. Ευγενικός πάνω απ' όλα. Μας πρότεινε μια παράσταση. Το παλιό μεγαλείο. Στο μυαλό μου μπλέχτηκαν οι ιστορίες του Παναγή Κουταλιανού, του Τζιμ Λόντου, του Τζίμι του Τίγρη. Τον θυμήθηκα τον Τρομάρα. Τον είχα δει παιδί στην Αθήνα, τότε που σκαρφάλωναν τα αυτοκίνητα πάνω του και του πατούσαν το στήθος.

Την στιγμιαία έκπληξή μου την εξέλαβε προβληματισμό και σκεπτικισμό και έβγαλε αμέσως τα χαρτιά του Υπουργείου Παιδείας, τις άδειες και τα τυπικά, να μου δείξει και να με πείσει. Λες και θα μ' έπειθε ποτέ ένα χαρτί του Υπουργείου, εμένα που έβλεπα τον ζωντανό θρύλο μπροστά μου κουρασμένο και πονεμένο, πικραμένο αλλά ποτέ νικημένο. Λες και μια υπογραφή ή μια συστατική επιστολή αξίζουν περισσότερο από την τίμια ματιά του, από τα δόντια του που τραβούν αυτοκίνητα και τρένα, από τα μπράτσα του που λυγίζουν σίδερα ή κρατούν ακίνητους είκοσι νέους ή ένα αυτοκίνητο που αγωνίζεται να ξεκινήσει με πρώτη ταχύτητα μαρσάροντας απελπισμένα στις 6.000 στροφές. Λες και το γραφείο του κάθε υπεύθυνου μπορεί να βγάλει ψυχές ελληνικές, να χτίσει ιδεολογίες, να μορφώσει το πνεύμα παράλληλα με το σώμα, να κάνει μάθημα στους νέους τόσο παραστατικά και με τόση αλήθεια.

- Γιώργο, ακόμη αγωνίζεσαι; Ακόμη στη γύρα;

- Αυτό ξέρω να κάνω. Όσο μπορώ αυτό θα κάνω.

- Και μετά;...

- Μετά, άστο δεν ξέρω.

Πού να φανταζόμουν μικρός ότι θα ερχόταν στιγμή που θα του έσφιγγα το χέρι, που θα τον αγκάλιαζα συγκινημένος!
Τα παιδιά στην τάξη πριν την παράσταση έλεγαν τα δικά τους. Να μην πληρώσουν τα δύο ευρώ και να φύγουν, έχουν διαβάσματα, έχουν καφετέριες, είναι ωραία μέρα, δεν είναι κρίμα να τη χάσουν με βλακείες. Δεν είπα τίποτα.

Αχ!, δείτε αυτές τις βλακείες. Αφήστε τις να λειτουργήσουν στην ψυχή σας. Δεν ξέρετε ποιες σημειώσεις γράφουν μέσα σας γι' αργότερα. Αφήστε να τις διαβάσετε μετά. Μετά είκοσι έτη, ας πούμε. Κάποιες άλλες βλακείες άκουγα και εγώ από τον παππού μου, όταν ήμουν πέντε χρονών, κι έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια για να καταλάβω ότι αυτές οι βλακείες του σοφού μου γέροντα ήταν καμιά χιλιάδα στίχοι από τον Ερωτόκριτο.

Οι μαθητές μου όμως έκαναν ένα λάθος. Αποφάσισαν να μείνουν πέντε λεπτά στην παράσταση και να φύγουν μετά. Τελικά, αφού έμειναν καρφωμένοι στη θέση τους μέχρι το τέλος, ήρθαν να πληρώσουν τα ευρώ συγκινημένοι, πήγαν να ζητήσουν και αυτόγραφα κι αφίσες, του πήραν και συνέντευξη.

Οι βλακείες, ο Ερωτόκριτος, η Ελλάδα που πεθαίνει...

Ένας μικρός μαθητής μού είπε ότι τελικά δεν το γλίτωσαν το μάθημα, μόνο που αυτό το μάθημα που το δίδαξε ο Τρομάρας είχε περισσότερη αξία, ήταν πιο αληθινό.

Πόσον καιρό θα διδάσκεις ακόμη, Γιώργο;
Πόσον καιρό ακόμη θα γυρίζεις τα σχολεία με κίνδυνο της σωματικής σου ακεραιότητας και υγείας και θα ματώνεις;
Ποιος θα σου δώσει έπαινο ή βραβείο για την προσφορά σου στην ελληνική νεολαία;
Ποιος θα σε συνταξιοδοτήσει; Ποιο Ι.Κ.Α δίνει σύνταξη στην ομορφιά της ψυχής, στην καθαρότητα των αισθημάτων, στην αληθινή δύναμη έξω από τα αναβολικά, τις φανφάρες και τις διαφημιστικές καμπάνιες;
Από ποιο Υπουργείο θα πάρεις το εφάπαξ της ανδρείας;
Ποιοι κωδικοί πληρώνουν την ανθρωπιά;

Τελικά, Γιώργο, ποιο ζυγίζει περισσότερο για σένα: ένα τρένο που το σέρνεις με τα δόντια ιδροκοπώντας ή η ανοιχτή αγκαλιά ενός σχολείου που σε δέχεται και σε θαυμάζει; ΄Ενα αυτοκίνητο που το ακινητοποιείς με τα μπράτσα σου ή ένα χαμόγελο παιδιού που το βλέπεις να σε διαβεβαιώνει πως το να είσαι αθλητής σημαίνει να είσαι άνθρωπος;
Άσε, μη μου απαντάς. Ξέρω τι θα μου απαντήσεις.
Και μετά, Γιώργο; Τι θα γίνει μετά;

- Μετά άστο, δεν ξέρω.

Sunday, July 02, 2006

Τα ελληνικά είναι νόστιμα

Ερχόμουν από την ΑΘήνα, επέμενε η παρέα να σταματήσουμε στον Ισθμό, στα Goody's, για φαγητό. Ευκαιρία να θυμηθώ πάλι τη γεύση του γνωστού παραδοσιακού σάντουιτς με τις ελιές και τη φέτα μέσα στο ολόφρεσκο μαύρο ψωμί. «Ένα παραδοσιακό», λέω στην υπάλληλο που με κοιτάζει περίεργα. «Ένα premier, εννοείτε», με διορθώνει και παραγγέλνει από το μικρόφωνο με στεντόρεια φωνή: «Ένα premier, παρακαλώ». Κι αμέσως μετά «Εσείς παραγγείλατε;» ρωτάει ένα μικρό κορίτσι που περίμενε δίπλα μου. Η μικρούλα παίρνει βαθιά ανάσα και «Ένα τσίκις, ένα τσίλι, ένα γκριν, ένα κλαμπ και μία κόκα», άκουσα την τρομερή παραγγελία. Μου άρεσε τόσο πολύ που την σιγοψιθύρισα κι εγώ: «Ένα τσίκις, ένα τσίλι, ένα γκριν, ένα κλάμπ. Μάλιστα. Α, και μία κόκα», ξαναείπα θαυμάζοντας την υπέροχη πλαστική γλώσσα.

«Έτοιμο το premier» με διέκοψε από τους γλωσσικούς συλλογισμούς μου η υπάλληλος. «Εσείς, παραγγείλατε;» ρώτησε τον επόμενο.

Κάθισα σε μια γωνιά κι άρχισα μηχανικά να μασουλώ το premier. Σαν λιγότερο νόστιμο από άλλες φορές μού φάνηκε. Ίσως γιατί άλλες φορές νόμιζα πως ήταν παραδοσιακό, όχι premier. Κι αυτά τα τσίλι και τα γκριν και τα γκολντ πώς να είναι άραγε; Γύρισα και κοίταξα γύρω μου. Όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στα δικά τους και τα καταβρόχθιζαν αμίλητοι. Θα είναι νόστιμα, δεν μπορεί, για να τα τρώνε με τόση όρεξη!

Άφησα το premier μισοφαγωμένο πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκα. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» αναρωτιόταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ντένις ο Τρομερός, θα λέγαμε σήμερα. Μήπως η γλώσσα είναι μόνο για να συνεννοούμαστε, για να γινόμαστε κατανοητοί από το περιβάλλον μας και τίποτα άλλο; Μόνο για να δηλώνουμε τις βιολογικές μας ανάγκες και τα απαραίτητα για την καθημερινή μας ζωή και τίποτα περισσότερο; Έτσι δηλαδή όπως μιλάς τα αγγλικά ή τα γαλλικά, τσάτρα πάτρα, ίσα-ίσα για να τα καταφέρνεις στις διακοπές σου στις ξένες χώρες, να ρωτάς, να παραγγέλνεις, να μη νιώθεις ολωσδιόλου ξένος και τα τέτοια. Τότε πώς ο Σολωμός την τοποθετεί δίπλα στην ελευθερία; Δεν μπορεί, αυτός που είχε γνωρίσει και τις ευρωπαϊκές γλώσσες, που έμαθε πρώτα τα ιταλικά και μετά τα ελληνικά, που αγωνίστηκε να τα μάθει και δεν τα έμαθε τελικά στην εντέλεια, που μέσα του κουδούνιζε η θέα της πατρίδας αγκαλιασμένης σφιχτά με την ελευθερία και τη γλώσσα, μήπως αυτός ξέρει κάτι παραπάνω από όλους εμάς, τους σημερινούς τσίκις;

Μ' αυτές τις σκέψεις έφτασα στο Άργος. Το στομάχι μου γουργούριζε. Σταμάτησα σ' ένα ταβερνάκι. Μπήκα μέσα, κάθισα και παράγγειλα στον μουστακαλή ευτραφή ταβερνιάρη. Τίποτα σπουδαίο. Μια μερίδα παϊδάκια, βροβιά, μια φέτα και κρασάκι από ένα παλιό βαρέλι, που ασφαλώς θα κουβαλούσε μέσα του μαζί με τη μυρωδιά του ξύλου και την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Το φχαριστήθηκα. Ειδικά το λαμπερό κρασί. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ...», φώναζε συνεχώς μέσα μου ο κόντες Διονύσιος, ο Ντένις. Και η φωνή του πατέρα μου μιλούσε μέσα μου, που όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, αντί για μπράβο, μου είπε συγκινημένος: «Να την προσέχεις τη γλώσσα, γιε μου. Θα ξέρει πάντοτε περισσότερα από σένα».

Τα ελληνικά πιο νόστιμα μου φάνηκαν πάντως. Και τα φαγητά και η γλώσσα. Κάτι ήξερε ο Σολωμός. Αλλά και ο ταβερνιάρης...

Monday, June 26, 2006

Δι' ελαίου και φόβου

Το προϊόν που μαζί με τη σταφίδα αποτέλεσε τη βάση της ελληνικής αγροτικής αλλά και ολόκληρης σχεδόν της οικονομίας μας μαζί και το καμάρι της ελληνικής παραγωγής είναι το λάδι. Το λάδι που ενώνεται με το κορμί και την ψυχή από τη βρεφική μας κιόλας ηλικία και βαδίζει μαζί μας. Από το λάδι του νονού μας, από το μουρουνέλαιο και το ρετσινόλαδο που πίναμε μικροί κι από το ελαιόλαδον το αφροδισιακόν -εξ ού και η γνωστή παροιμία "φάε λάδι κι έλα βράδυ"- μέχρι το λάδι που μας συντροφεύει στο φαγητό –μαγειρεμένο ή στη σαλάτα- αγνό πάντοτε και μπόλικο. Κι αυτό το ίδιο λάδι αποτελούσε συγχρόνως φάρμακο για κάθε πληγή κι αρρώστια. Οποιαδήποτε δερματοπάθεια γιατρευόταν από τις παλιές μανάδες με λάδι. Αλλά και για τα εντερικά, για τα μαλλιά και για το μάτι, το λάδι ήταν θαυματουργό. Μήπως και το φως στο καντήλι που μας κρατούσε συντροφιά και φώτιζε μια σταλίτσα τα σκοτάδια μας ενώ από την άλλη μεριά μάς ένωνε με μια μυστική κλωστή που έφτανε στο μακρινό και απρόσιτο, αυτό που άλλοι το λεν Θεό κι άλλη μοίρα, τύχη ή γραμμένο, αυτό το φως στο καντήλι το λάδι δεν το συντηρούσε;

Και το λάδι συνέχισε στην Ελλάδα -και μου φαίνεται πως αυτές οι δυο λέξεις πρέπει να πηγαίνουν πάντα μαζί, άλλωστε ταιριάζουν τόσο ηχητικά, λάδι και Ελλάδα- συνέχισε, λοιπόν, την ένδοξη πορεία του. Και σήμερα ακόμη, σημαντικές οι μέρες στο χρόνο για κάθε ιδιοκτήτη ελαιόδεντρων, αγρότη ή δημόσιο υπάλληλο -μια και πάνω από τους μισούς Έλληνες έχουμε κάπου κάποια ελιά- είναι οι μέρες του μαζέματος του ελαιοκάρπου. Με το πρώτο φως της μέρας, αγρότες πάνω στα τρακτέρ εξοπλισμένοι με δίχτυα και με χτένες αλλά και άλλοι, που κανονικά τη βδομάδα τους την περνούν πίσω από γραφεία ή γκισέ, ξεκινούν για το άγιο μάζεμα.

Και πόσο απογοητευόμαστε, όταν στα ταξίδια μας στη βόρεια Ευρώπη, στους πολιτισμένους εταίρους μας, δε βρίσκουμε στις σαλάτες και στα φαγητά τους λάδι, όπως δε συναντάμε και στα καταπράσινα βουνά τους λιόδεντρα. Βλέπετε, η κουζίνα η δική μας στηρίζεται σ’ αυτό, στο λάδι, ενώ η δική τους στο βούτυρο και στο λίπος. Οι βόρειες χώρες του λίπους και του βουτύρου από τη μια, και οι δικές μας, της Μεσογείου οι χώρες, οι πατρίδες της ελιάς και του λαδιού. Γι’ αυτό το λόγο και οι βόρειοι, μεγαλωμένοι με βούτυρο, έχουν αυτά τα όμορφα βουτυράτα πρόσωπα με τις κατακόκκινες έτοιμες να εκραγούν παρειές, ενώ εμείς τα σκληροτράχηλα και χαρακωμένα μάγουλα του λαδιού. Σαν τις χαρακωτές ελιές κι αυτά. Γι’ αυτό κι εκείνοι έχουν τις καρδιές σφιχτές και φραγμένες από το λίπος, ενώ οι δικές μας, καλοσυνάτες και πρόσχαρες, σγουρές και παιχνιδιάρες σαν ασημένιο φύλλο λιόδεντρου. Αλλά και τα μυαλά τους γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι πάντα καλογρασσαρισμένα από το λίπος, ενώ τα δικά μας μερικές φορές ντεραπάρουν σαν φορτηγό σε στροφή που πατάει λάδια.

Μα και για έναν ακόμη λόγο εμείς οι Έλληνες θα πρέπει να είμαστε περήφανοι για το λάδι μας. Γιατί μας είναι αναγκαίο ακόμη και στις καθημερινές δοσοληψίες μας, τα σχετικά λαδώματα εννοώ. Κι εκεί που το λίπος το Ευρωπαϊκό γλιστράει και δεν μπορεί κάποιος να του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη, το δικό μας το λάδι κάνει τη δουλειά του σωστά. Με το κατάλληλο λάδωμα ανοίγουν εδώ στην Ελλάδα οι πόρτες, όποιες πόρτες θέλει ο καθένας μας ν’ ανοίξει. Άλλες χρειάζονται πολύ κι άλλες λιγότερο λάδωμα. Η πόρτα έτσι κι αλλιώς θ’ ανοίξει. Είναι απλώς θέμα ποσότητας, γιατί η ποιότητα του ελληνικού λαδιού, άρα και του λαδώματος, είναι εξασφαλισμένη. Άλλοι με δυο ντενεκέδες λάδι τέλειωσαν το δημοτικό, ενώ άλλοι πήραν πτυχίο πανεπιστημίου. Άλλοι με ένα απλό λάδωμα βρήκαν θέση ζηλευτή στο ελληνικό δημόσιο κι από κει, υπολογίζοντας καθημερινά -τρεις το λάδι τρεις το ξύδι τρεις και το λαδόξυδο- έβγαλαν κι από την πέτρα λάδι και μεγαλούργησαν. Κι αυτό, το κατακαημένο κι αφερέγγυο ελληνικό δημόσιο γι’ αυτό το λόγο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δυσκολίες και εμπόδια, με πληθώρα υπαλλήλων που σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, που δε βρίσκουν ελεύθερη καρέκλα να καθίσουν, γι’ αυτό το λόγο το ανυπόληπτο ελληνικό δημόσιο λειτουργεί τόσα χρόνια και δε βάρεσε ακόμη διάλυση. Γιατί είναι μια μηχανή κι οι μηχανές δουλεύουνε καλά, όταν λαδώνονται συχνά. Κι από λάδι, δόξα στο Μεγαλοδύναμο.

Κι αν μ’ όλα αυτά σας έβγαλα το λάδι, συγχωρέστε με. Αναφέρθηκα σ’ ένα ζήτημα λεπτό και ραφινάτο. Πιστεύω να μην έριξα λάδι στη φωτιά, αλλά ούτε κι εγώ να βγήκα λάδι.

Wednesday, June 21, 2006

Οι αποστάσεις της καρδιάς

Οι αποστάσεις δεν μετρώνται πάντα με χιλιόμετρα. Τα χιλιόμετρα και όλα τα άλλα μέτρα που έχει επινοήσει ο άνθρωπος για να μπορεί να συνεννοείται και να βρίσκεται μέσα στο χώρο με τους συνανθρώπους του, δεν μπορούν να αποδώσουν με ακρίβεια τις εσωτερικές αποστάσεις, αυτές που θα λέγαμε αποστάσεις της καρδιάς.

Αλλά και οι εξωτερικές αποστάσεις, οι αντικειμενικές αποστάσεις στο χώρο, που μετρώνται με τα γνωστά μέτρα, παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις σε διαφορετικούς ανθρώπους. Η απόσταση Αθήνα-Βρυξέλλες π.χ. είναι για έναν ευρωβουλευτή μας πολύ μικρότερη από ό,τι είναι η ίδια χιλιομετρική απόσταση για μένα.

Και για να ξεφύγουμε και λίγο από τα χιλιόμετρα και να πάμε στις αποστάσεις τις εσωτερικές, η δική μου από τον Λευτέρη Πανταζή ή τον Τερζή είναι χιλιάδες έτη φωτός μεγαλύτερη από την απόστασή μου από τον Δάντη. Τον Αλιγκιέρι Δάντη, για να συνεννοούμαστε, τον πατέρα της ιταλικής ποίησης, που διαμόρφωσε την ιταλική γλώσσα τον 13ο αιώνα. Ή -για να γίνω πιο κατανοητός- νιώθω πιο δικό μου, άρα είμαι πολύ πιο κοντά, στον πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια Ευριπίδη παρά στο σημερινό Καρβέλα. Αυτές ονομάζω αποστάσεις της καρδιάς, που μπλέκονται στο χώρο και στο χρόνο, και με δικά τους μέτρα δημιουργούν την προσωπικότητα και τις αλήθειες του καθενός μας.

Ας έρθουμε όμως στο θέμα μας. Πριν καιρό έγινε μια μεγάλη ληστεία, η οποία -δυστυχώς- πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων. Όσο για τις τηλεοπτικές ειδήσεις δε νομίζω ότι μπορούσαν να ενδιαφερθούν γ’ αυτήν, λόγω και του φόρτου των άλλων γεγονότων. Παρόλ’ αυτά, τη ληστεία που χαρακτήρισα μεγάλη, λίγοι στην Ελλάδα την ένιωσαν ως τέτοια. Άγνωστοι, που λέτε, μπήκαν στο σπίτι-μουσείο του Αλέξαντρου Παπαδιαμάντη στη Σκίαθο, και αφού γλεντοκόπησαν όλη νύχτα, αφού ήπιαν τις βότκες τους και έκαναν ό,τι άλλο έκαναν, φεύγοντας τα ξημερώματα πήραν και κάποια κειμήλια. Αν πω τι πήραν, μερικοί είναι σίγουρο ότι θα βάλουν τα γέλια. Οι αποστάσεις της καρδιάς, που λέγαμε. Πήραν λοιπόν ένα κομπολόι του κυρ-Αλέξαντρου, μια καπνοσακούλα, μια σφραγίδα, κάτι πιατικά. Αυτά. Ε, θα μου πείτε, και πού είναι η μεγάλη ληστεία;

Για όποιον δεν ξέρει τον Παπαδιαμάντη, αλλά και για όποιον ακόμη έχει περάσει ξώφαλτσα δίπλα του -α, ο Παπαδιαμάντης, είχαμε διαβάσει ένα κείμενό του στο σχολείο, δεν το καταλάβαμε και πολύ-, για όποιον δηλ. δεν ξέρει τη σεβάσμια και μοναχική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων μας, είναι φυσικό η ληστεία αυτή να μην του λέει τίποτα. Για όποιον ακόμη δε γνωρίζει με πόσα λίγα πράγματα έζησε τη ζωή του ο κυρ-Αλέξαντρος, πόσο λίγα και φτωχά τον συντρόφεψαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πλούσιας δημιουργίας του, πόσες δυσκολίες έπρεπε να ξεπεράσει και πώς έπρεπε να μετρά -αυτός, ένας γίγαντας πνευματικός- τα πάντα στη ζωή του, σίγουρα η ληστεία δε λέει τίποτα. Ακόμη και για τους νέους μας, που δεν πρόλαβαν να τον διαβάσουν, γιατί και η γλώσσα τούς έβαζε εμπόδια, αλλά -κυρίως- γιατί διάβαζαν τα μαθηματικά τους ή για δυο χρόνια προσπαθούσαν να μάθουν απέξω τις 130 σελίδες του βιβλίου τής ιστορίας, για να πετύχουν σε κάποιο Πανεπιστήμιο, πάλι ο Παπαδιαμάντης δεν μπορεί να τους είναι γνώριμος. Γι’ αυτούς επίσης που δεν είχαν παρακολουθήσει στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή τη σοφά διασκευασμένη “Φόνισσα”, αλλά προτίμησαν, αντ’ αυτής, να δουν μια κωμωδία με το Βουτσά, τον Τσιβιλίκα ή τον Ψάλτη, ασφαλώς η ευγενική μορφή του γλυκύτατου γέροντα τους είναι ξένη, όπως αμελητέα τούς είναι και η ληστεία των μικροπραγμάτων του.

Είναι ανάγκη, αν θέλουμε να νιώσουμε την Ελλάδα, αν θέλουμε να νιώσουμε Έλληνες περήφανοι αυτή τη δύσκολη για μας και για την περηφάνια μας εποχή, να χαράξουμε μια εσωτερική γεωγραφία, μια γεωγραφία της καρδιάς, όπου η Σκίαθος με πρωτεύουσα τον Παπαδιαμάντη θα είναι δίπλα μας, όπως δίπλα μας θα είναι η Κρήτη των Καζαντζάκη-Βενιζέλου, η Λέσβος της Σαπφούς και του Θεόφιλου, η Άνδρος του Καΐρη, η Ζάκυνθος του Σολωμού και του Κάλβου, η Κέρκυρα του Καποδίστρια, η Πάτμος του Ιωάννη, η Χίος του Κοραή, για να αναφερθώ μόνο στα νησιά μας. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να νιώσουμε την πατρίδα μας ξεπερνώντας τους άμοιρους πολιτικούς μας που δεν μπορούν αυτήν την υπέροχη πατρίδα να την κρατήσουν σαν φλόγα αναμμένη στην καρδιά μας και με τις ενέργειές τους λες και προσπαθούν από χίλιες μεριές αυτή τη φλόγα να τηνε σβήσουν.

Γι’ αυτό το λόγο ήταν για μένα η ληστεία στο σπίτι του κυρ-Αλέξαντρου μια μεγάλη ληστεία. Γιατί πήρε από μέσα μου κάτι λίγα που είχε για να ζει ο Σκιαθίτης μου.

Και τώρα πρέπει να του αγοράσω άλλο κομπολόι κι άλλη καπνοσακούλα. Δεν πειράζει όμως:

Λες κι είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

Monday, June 19, 2006

Η συμφωνία των αηδονιών



Πριν δυο βδομάδες βρέθηκα για ένα τριήμερο στην Κορώνη. Το σπίτι καλά κρυμμένο μέσα στα δέντρα, γύρω φράχτες ακλάδευτοι, έμπαζε δροσιά από παντού μέσα στο ξέσπασμα της πρόωρης για την εποχή ζέστης. Ξημερώματα Σαββάτου πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου μ’ έναν οξύ ξαφνικό πόνο στο στομάχι. Σχεδόν αμέσως πέρασε. Σκοτάδι ακόμη έξω από τις γρίλιες. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο. Πέντε και τέταρτο.

Και τότε ήταν που το άκουσα. Δεν είχα ξανακούσει, αλλά αμέσως κατάλαβα για τι επρόκειτο. Ένα αηδόνι ξεκίνησε τις τρίλιες του. Στην αρχή ένα βαθύ, κοχλάζον "τσουκ - τσουκ - τσουκ" και μετά ένα αργό "ντι, ντι, ντι" που υψώνονταν σ’ ένα λαμπρό κρεσέντο με βροντώδεις στροφές. Έμεινα ακίνητος στο κρεβάτι, έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισαν να περνούν εικόνες πολύχρωμες μπροστά μου. Εικόνες από τα παιδικά μου περιβόλια.

Το περασμένο Σάββατο ανέβηκα στη βόρειο Εύβοια σ’ ένα θεϊκό μέρος όπου βρίσκεται ένα μικρό απλό αγροτόσπιτο. Το είχαν χτίσει οι γονείς μου και το είχαν χαρεί στα νιάτα τους. Τώρα προσπαθώ να το χαρώ κι εγώ. Επιδιορθώσεις, καινούργια σκεπή, κεραμίδια, ανάπτυξη στο χαγιάτι για να χωράει άνετα μια παρέα. Το μόνο που δε χρειάζεται επιδιόρθωση είναι η θέα. Το βράδυ καρφωμένος στη βεράντα την χαιρόμουν: ακριβώς μπροστά μου η δύση, το ύψωμα με τα σπίτια του χωριού, η εκκλησία, και στο βάθος η θάλασσα.

Πόση ώρα έμεινα εκεί δεν το πήρα είδηση. Διάβαζα, έγραφα τις σαχλαμάρες μου κι αργότερα έσβησα το φως και κοιτούσα το χωριό απέναντι να χάνεται σιγά-σιγά μέσα στο μαύρο. Το φεγγάρι μόνο έκανε το γύρο του στον ουρανό. Ο ύπνος δεν ερχόταν. Ώσπου το άκουσα πάλι. Στην αρχή ένα βαθύ, κοχλάζον "τσουκ - τσουκ - τσουκ" και μετά ένα αργό "ντι, ντι, ντι" που υψώνονταν σ’ ένα λαμπρό κρεσέντο με βροντώδεις στροφές. Ζαλίστηκα από τη γλύκα. Κοίταξα το φωτάκι του κινητού μου. Πέντε και τέταρτο. Ξανά.

Δεν ξέρω πόση ώρα το άκουγα. Όταν ο ορίζοντας άρχισε να γαλαζώνει, σηκώθηκα και δακρυσμένος σχεδόν πήρα τα βήματα για τον ύπνο.

Θυμήθηκα ένα γέροντα στο χωριό, όταν ακούγαμε μια βραδιά ένα γλυκό κελάδημα κι ισχυρίζονταν οι ξερόλες της παρέας ότι ήταν αηδόνι. Γέλασε και μας είπε: «Δεν είναι αηδόνι αυτό. Μια δεντροσταρήθρα σάς κοροϊδεύει. Όταν κάποτε ακούσετε αηδόνι, θα το νιώσετε αμέσως. Δε θα μπορεί να είναι τίποτα άλλο. Θα με θυμηθείτε». Τον θυμήθηκα.

Είπα να σηκωθώ την επομένη την ίδια ώρα, πέντε και τέταρτο.

Ο ύπνος βαθύς με κράτησε στο κρεβάτι μέχρι αργά. Δεν το ξανάκουσα.

Thursday, June 15, 2006

Το πεπόνι

Χρονιάρες μέρες ήτανε δεν ήτανε, τι σημασία έχει! Για να κάνεις ένα δώρο στο διπλανό σου δεν είναι ανάγκη ούτε Χριστούγεννα να ’ναι ούτε να ’χει τη γιορτή του. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο διπλανός σου έχει μεγάλες και οξύτατες ανάγκες βιοτικές. Αυτή είναι Αλβανή. Βέρα. Ο άντρας της Βορειοηπειρώτης. Καμιά σημασία η εθνικότητα. Τα παιδιά τους, τεσσάρων και εφτά χρόνων παλικαράκια, θα τα βάφτιζαν ορθόδοξα εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού. Καμιά σημασία η θρησκεία, το δόγμα. Παρεμπιπτόντως.

Η γυναίκα νέα αλλά άρρωστη, τα παιδιά αγγελούδια κι ατίθασα αγριμάκια μαζί. Οι άλλοι, οι δικοί μας να πούμε, πολύ τους λυπήθηκαν. Και τους εκτίμησαν. Τους ψώνισαν -το δώρο που λέγαμε- δυο καρότσια με τρόφιμα από το σούπερ μάρκετ. Αυτά τα δώρα είναι τα πιο εύκολα. Δεν ψάχνεις, δεν προβληματίζεσαι αν θα τους αρέσει, αν θα τους πηγαίνει το χρώμα ή ο συνδυασμός. Αρπάζεις το καρότσι και τρέχεις. Σ’ ένα τέταρτο το ’χεις φουλάρει. Και μακαρόνια και ρύζια και μπελτέδες -πολλούς μπελτέδες να τους τρώνε τ’ αγριμάκια πάνω στο ψωμί, όπως εμείς μια φορά κι έναν καιρό στις δύσκολες μέρες της παιδικής μας ηλικίας- ζάχαρες και σόφτεξ και κοκακόλες και γάλατα, πολλά γάλατα – τ’ αγγελούδια γι’ αυτό είναι άσπρα, γιατί πάντα πίνουν πολύ γάλα. Πιάνεις αδιακρίτως από τα ράφια και ρίχνεις στο καρότσι. Ξέρεις πως δεν πρόκειται να σου πουν: «Α! μακαρόνια είχαμε, να πάμε να τ’ αλλάξουμε». Δε γίνονται τέτοια πράγματα. Ακόμη!

Αυτά τα δώρα πιάνουν τόπο. Γεμίζουν την κοιλιά που είναι άδεια ή μισογεμάτη, για να κάνουμε και τους αισιόδοξους. Γεμίζουν και την καρδιά που θέλει η διαολεμένη συδαύλισμα για να λειτουργήσει έτσι όπως πρέπει να λειτουργεί στους ανθρώπους. Κι αυτά τα δώρα δε γράφονται, δεν υποχρεώνουν, δεν έχουν σχέση με επισκέψεις, σβήσιμο κεριών, προετοιμασίες, φλυαρίες και φασαρίες τέτοιες. Είναι απλά. Έρχονται φυσιολογικά. «Περάσαμε απ’ το σούπερ μάρκετ και πήραμε μερικά πράγματα, έτσι, για τα παιδιά. Τίποτα σπουδαίο. Επειδή τους αρέσει η κόκα κόλα», ας πούμε. Κι αυτοί το παίρνουν επίσης απλά. Δεν είναι ζητιανιά ούτε ελεημοσύνη. Ούτε πάλι νομίζουν πως τους το χρωστάς. Ούτε και αρχίζουν τις τσιριμόνιες «μα γιατί, δεν έπρεπε, δεν ήταν ανάγκη» και τα τέτοια. Δεν είναι τίποτα. Να μισογεμίσεις το ρεζερβουάρ με βενζίνη. Τριάντα πακέτα τσιγάρα. Μια ώρα ιδιαίτερο μάθημα στο παιδί. Τίποτα!

Τους το λες χωρίς ντροπή κι έρχονται στο σπίτι. Χωρίς ντροπή. Φορούν τα καλά τους. Το μάτι τους λάμπει. Όχι από τη λίμα, από τη συγκίνηση. Από την αγάπη. Κι από τον πόνο. Έρχονται με τα καλά τους. Κάνουν δύο διαδρομές με γεμάτο το καρότσι της λαϊκής. Έρχονται, παίρνουν το πρώτο γεμάτο, το παν σπίτι τους, το αδειάζουν και ξανάρχονται. Κάθε φορά σαν πιο ξεκούραστοι. Ποιον πάνε να γελάσουν; Τα πόδια τους τρέμουν από την κούραση της δουλειάς και της ολοήμερης ορθοστασίας. Το μικρό αγριμάκι δεν πίνει βυσινάδα, θέλει κόκα κόλα. Το κρατάς λίγο και δε στέκεται. Τρέχει ένα γύρω στην αυλή και παίζει με τα ποδήλατα. Ονειρεύεται κι αυτό ένα τέτοιο με φτερά να γυαλίζουν στον ήλιο. Τα πόδια τους κουρασμένα από το μεροκάματο. Τους λες στην τρίτη διαδρομή να μη φέρουν πίσω το καρότσι. Ας το κρατήσουν κι ας το φέρουν την επομένη. Ας μην κουράζονται τζάμπα. «Δε θα μας χρειαστεί σήμερα. Αύριο.» Σ’ ευχαριστούν. Όχι με λόγια. Με την άλλη γλώσσα που μόνο οι άνθρωποι καταλαβαίνουν. Αδιάφορο σε ποιο θρήσκευμα, σε ποια φυλή.

Την άλλη μέρα φέρνουν πίσω το καρότσι. Μ’ ένα μεγάλο πεπόνι μέσα. Αντίδωρον. «Θα σας μαλώσω! Γιατί;». «Ε, έτσι!»

Απ’ αυτό το πεπόνι δοκίμασα κι εγώ. Ήταν ένα πεπόνι!!!

Sunday, June 11, 2006

Χρώματα

Παλιά είχαμε το πράσινο. Τουλάχιστον εγώ το θυμάμαι. Όχι αυτό το πράσινο του περίεργου μισού ήλιου του ΠαΣοΚ, αλλά το άλλο, το αυθεντικό. Το βρίσκαμε στα δέντρα και στα αλσύλλια της Αττικής, στην Πεντέλη και στην Πάρνηθα. Και έξω, τις λίγες φορές που παίρναμε το τρένο για μια μικρή μονοήμερη εκδρομή στη Χαλκίδα ή και μέχρι τη Λαμία. Η αλήθεια είναι ότι τότε δεν το πολυεκτιμούσαμε, απλώς υπήρχε πλάι μας και μας ομόρφαινε τη ζωή χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

Μετά είχαμε το γαλάζιο. Το βλέπαμε στον ουρανό και στη θάλασσα. Τι ουρανοί, Θεέ μου, ήταν αυτοί! Πόσο μπλε ξοδεύεις, Θεέ μου, για να μη σε βλέπουμε! που φώναξε ο Ελύτης. Και ξεχυνόταν πίσω από τους λόφους της Αττικής, πέρα απ' τις ανηφοριές. Το γαλάζιο. Πώς έστεφε τα σπίτια! Και η θάλασσα; Καταγάλανη στο Φλοίσβο, στον Άλιμο, στη Γλυφάδα κι ακόμη πιο γαλάζια στη Βούλα και στη Βουλιαγμένη. Τα χαιρόμαστε όλ' αυτά, τα πιάναμε στα χέρια μας, τα γευόμαστε. Δεν ήταν ανάγκη να ταξιδέψουμε εκατοντάδες χιλιόμετρα για να τα απολαύσουμε. Ήταν κοντά μας.

Ακολουθούσαν τα πορφυρά κι όλα εκείνα που ζωγράφιζαν τις ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα. Τα μαβιά (Α...ναι..., ένα σαπφείρινο μαβί), τα λιλά και τα μενεξεδένια. Κι οι κήποι μας κι αυτοί αιμοβόροι. Κι αυτά τα χρώματα τα καλλιεργούσαμε και τα προστατεύαμε κάθε μέρα, αλλά περισσότερο ξενυχτούσαμε πλάι τους φρουροί τις παραμονές της Πρωτομαγιάς, όταν άλλοι από άλλες γειτονιές, χορτασμένοι από τα χρώματα τα δικά τους, αλλά διψασμένοι για τα δικά μας, έκαναν επιδρομές για τα μας τα κλέψουν. Άγιες κλοπές...

Μα και τα κορίτσια μας ήταν πολύχρωμα. Κόκκινα χείλια χωρίς να 'χουν ανάγκη από βαφές και κραγιόνια, κόκκινα μάγουλα, λαμπερά μαλλιά κι ολοκάστανα μάτια. Βάζαμε ένα κορίτσι δίπλα στο ηλιοβασίλεμα και δε χρειαζόμαστε την τέχνη. Και τα τραγούδια μας και οι τραγουδιστές μας γεμάτοι χρώματα, μέσα κι έξω. Και τα πιο παλιά τραγούδια μας, τα πιο αγαπημένα, ακόμα κι όταν ήθελαν να πουν το μοιρολόι, με χρώματα το έλεγαν: «Είχα μηλιά στην πόρτα μου και δέντρο στην αυλή μου, / και τέντα ολοκόκκινη το σπίτι σκεπασμένο / και κυπαρίσσι ολόχρυσο...». Και μόνο την ώρα του θανάτου, αλλά μόνο τότε, τα χρώματα καταργούνταν και δέσποζε το μαύρο.

Όλα ήταν πολύχρωμα στη ζωή μας. Μόνο η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη. Τώρα η τηλεόραση έγινε χρωματιστή κι όλα τ' άλλα μαύρισαν.

Και τα δάση κάηκαν, η Πεντέλη μάς δείχνει τη μαύρη χαρακωμένη πλάτη της· κι ο ουρανός βάφτηκε αιθαλομίχλη· κι η θάλασσα λάσπωσε· κι οι ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα κρύβονται ντροπαλά πίσω από τις πολυκατοικίες. Ήρθε κι η γκρίζα διαφήμιση και η μαύρη διαφήμιση κι οι γκρίζες περιοχές του Αιγαίου κι οι Γκρίζοι Λύκοι. Αλλά και τα χείλια και τα νύχια και τα φορέματα των κοριτσιών μας μαύρα τα βάφουν. Και τα τραγούδια μαύρισαν από το λιωμένο μέταλλο που τα περισφίγγει και τα πνίγει.

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...

Κι η Δόξα έφυγε μακριά. Και μείναμε εμείς, στη ράχη, ολομόναχοι!

Thursday, June 08, 2006

Πόσο κάνει;


Πόσο κάνει; Ε, δεν απαντά κανείς; Ρωτώ πόσο κάνει;
Το απλό ερώτημα της καθημερινής μας ζωής που έχει γίνει ερώτημα της ύπαρξής μας. Πόσο κάνει;

Λέω, ας πούμε, σε κάποιον ότι έχω μια εκπομπή στον Ανατολικό Εφ Εμ, γράφω και παρουσιάζω ένα σχόλιο τη μέρα. Κάθε μέρα. Η πρώτη του ερώτηση δεν είναι τι γράφω, τι λέω, αν βρίσκω εύκολα ή δύσκολα το θέμα μου, πώς το επεξεργάζομαι και τέτοια, αλλά πόσο με πληρώνουν. Του κάνω πλάκα, εξαρτάται, του λέω, αν είναι καλό το σχόλιο ή όχι. Α, πας με το κομμάτι, μου απαντά αυτός. Και πόσο πάει το καλό κομμάτι;

Σε μια άλλη στιγμή βρίσκομαι στην τάξη διδάσκοντας λογοτεχνία και τους παρουσιάζω ένα παλιό ταλαιπωρημένο βιβλίο, τους διαβάζω αποσπάσματα απ’ αυτό, κανείς δε φαίνεται να δείχνει ενδιαφέρον. Μόλις τους λέω πως το βιβλίο που έχω στα χέρια μου αξίζει όσο ένα διαμέρισμα, όλοι αφυπνίζονται, κοιτούν μια εμένα μια το βιβλίο, μερικοί πιο προβληματισμένοι, που βλέπουν το πράγμα πιο βαθιά, με ρωτούν τι είδους διαμέρισμα, πόσο μεγάλο δηλαδή, τριάρι ή τεσσάρι. Κόβω ότι η κατάσταση έχει ψωμί και τους λέω μεγάλο διαμέρισμα, μεζονέτα διώροφη. Από κει και μετά έχω την προσοχή τους στραμμένη σε μένα, στο βιβλίο, σ’ αυτά που λέω, σ’ αυτά που ακούν. Και τα ακούν όλα. Ρουφούν το καθετί τώρα που έμαθαν ότι προέρχεται από κάτι τόσο ακριβό.

Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που γνωρίζουν πόσο κάνει κάτι. Μόλις σε βλέπουν, σε ψάχνουν αμέσως από πάνω μέχρι κάτω και βγάζουν το συμπέρασμα. Φτηνός, αν δε φοράς ρούχα σινιέ, δεν ασχολούνται άλλο μαζί σου. Αν το σακάκι σου είναι η άλφα μάρκα, το παντελόνι σου η βήτα και η καμπαρντίνα σου Αρμάνι, ε τότε σε προσέχουν, σου απευθύνουν το λόγο, σε υπολογίζουν, σε ό,τι λες κι σε ό,τι κάνεις.

Ε, λοιπόν, εγώ που δεν ξέρω από τιμές, θα ήθελα να σας ρωτήσω για μερικά πράγματα πόσο κάνουν;

Πόσο κόστισε το πρώτο σας εφηβικό φιλί;

Πόσο έκανε το πρώτο σ’ αγαπώ που ακούστηκε στ’ αυτί σας εκείνη την Αυγουστιάτικη Αύγουστος ήταν;) νύχτα στο θερινό σινεμά και σας έκανε να πιστέψετε πως η ζωή άρχισε για σας εκείνην ακριβώς τη στιγμή;

Πόσο έκανε εκείνο το αγριολούλουδο που έκοψα για σένα απ’ την άκρη του απόκρημνου βράχου;

Πόσο κάνει ο υπολογιστής σου; Όχι πόσο τον αγόρασες, αλλά πόση αξία έχει με όλα αυτά που περιλαμβάνονται μέσα του, με τα αρχεία, τις ομιλίες σου, την εργασία σου μιας ζωής, τις αποτυπώσεις των προσωπικών σου στιγμών;

Πόσο έκανε το συναίσθημα εκείνου του απομεσήμερου, όταν έμαθα πως είχα περάσει με επιτυχία στο Πανεπιστήμιο;

Πόσο έκανε εκείνο το βράδυ που μου αναποδογύρισε ο άνεμος την ομπρέλα μου καταμεσής του δρόμου και ένιωσα αμέσως ότι η ψυχή του αγαπημένου μου παππού είχε αρχίσει το σκοτεινό τελευταίο της ταξίδι;

Πόσο πάει μια σουίτα του Μπαχ για βιολοντσέλο, η τρίτη, ας πούμε;

Πόσο κάνει, όταν βγαίνω από μια τάξη μετά από μια πετυχημένη διδασκαλία μου και νιώθω να γεμίζω από αγάπη για όλο τον κόσμο;

Πόσο κάνει μια στιγμή, μια οποιαδήποτε στιγμή που θα ήθελα να κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου;

Πόσα πιάνει μια φωτογραφία σου με τα μάτια σου να λιώνουν το φωτογραφικό χαρτί και να καίνε τα δάχτυλά μου;

Πόσο κάνει η γέννηση του παιδιού σου; Όχι πόσα έδωσες στο γιατρό, πόσα στο νοσοκομείο και πόσα στη μαία, αλλά πόσο κάνει για σένα που έγινες μητέρα ή πατέρας;

Πόσο κάνει το διάβασμα ενός βιβλίου που το θυμάσαι ακόμη και σε συναρπάζει, που έπαιξε το ρόλο του κι αυτό στο χτίσιμο του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς σου;

Πόσο έκανε το πρώτο σου κείμενο που είδες δημοσιευμένο στην εφημερίδα;

Λοιπόν, πόσο κάνουν όλ’ αυτά; Μουδιάζουμε, δεν μπορούμε να απαντήσουμε, μερικοί χαμογελούν συγκαταβατικά σαν να λένε «άσε, ρε φίλε τις φιλοσοφίες και τους ρομαντισμούς», άλλοι νιώθουν πιο άβολα, γυρίζουν την πλάτη και φεύγουν με σκυφτό κεφάλι. Ίσως να σκέφτονται ότι μερικά πράγματα στη ζωή μας είναι ανεκτίμητα, δεν μπορούμε να τα κοστολογήσουμε, δεν πρέπει να τα βάλουμε στην ίδια τσάντα με τα υπόλοιπα ψώνια μας.

Είναι όλα αυτά που κουβαλούν –είτε έχουν μια τιμή στο χρηματιστήριο των καθημερινών αξιών είτε όχι- κάτι από την προσωπική μας ιστορία.

Κι όλα αυτά μας έρχονται δωρεάν και ελεύθερα. Αρκεί να έχουμε ανοιχτά την καρδιά και το νου μας. Τελείως δωρεάν.

Γι’ αυτό είναι και τα πιο ακριβά.

Tuesday, June 06, 2006

Φανταστικές Πατρίδες


Δεν σε καλώ να φανταστείς, κι ας λέει ο τίτλος. Σε καλώ να ζήσεις. Να ζήσεις, έστω τη φαντασία σου. Να ξαναπάς πίσω, πίσω πολύ, στους τόπους που γεννήθηκες. Τους έχω ανάγκη, καταλαβαίνεις; Χρειάζομαι κι εγώ έναν τόπο πατρίδα, να εγκατασταθώ και ν’ αρχίσω από κει ταξίδια πειρασμούς. Έναν τόπο μακρινό και δύσκολο να τον ζήσω, που δε θα μου ανοίγεται αμέσως και που θα είναι ανάγκη να τον σκάψω και να πληγωθώ. Χρειάζομαι τους τόπους σου.

Τον τόπο έρημος όπου γεννήθηκες και χάρισες τις παιδικές σου ματιές. Εκεί που σε τυράννησαν οι αμμοθύελλες κι οι πόροι του κορμιού σου γέμιζαν, κάθε που φύσαγε, άμμο υπόσχεση κι άμμο ανάγκη. Κι αυτοί ακόμη οι αμμόλοφοι ελπίδες, ο αμμόλοφος πατέρας, οι αμμόλοφοι ορφάνιες, που αλλού τις άφηνες το βράδυ όταν έπεφτε το κρύο και τις πίστευες, κι αλλού στις έδειχνε το πρωί αναίρεση, κι αυτές ακόμη θα μου έκαναν πολύ καλό.

Μετά, όταν έφυγες από κει κι έφτασες, ποιος ξέρει μετά από πόσες περιπλανήσεις κραυγές χωρίς ήχο, στην παταγονία της νεότητας. Εκεί δείξε μου τις πέτρες πληγές, τις λίμνες παιχνίδια, τα όρη συντρόφους. Θέλω να πάρω την ανάσα που άφησες στο ξερό χώμα, στις άδειες κοίτες, σ’ όλη αυτή τη γεωγραφία που έφτιαξε το κορμί σου μοναχικό νησάκι στο αρχιπέλαγος. Θέλω να γευτώ τις πυγολαμπίδες πόνους, την άνοιξη των πρώτων σκέψεων και τα πρωτοβρόχια απογοητεύσεις.

Μετά, βέβαια, θέλω να μάθω για το πέρασμά σου από την ισπανία πατρίδα, από την ανδαλουσία της μητέρας σου, εκεί όπου η γη είναι χαραγμένη και άνυδρη, εκεί όπου και άλλοι πριν από σένα κι άλλοι μετά από σένα πόνεσαν και θα πονέσουν. Γνώρισέ με στους μύθους θεούς, στις οξιές παραισθήσεις. Κι αυτά θα φτιάξουν στο κορμί μου μικρούς μικρούς πανικούς, εωσφόρους αγγέλους και πανέρια ανοιξιάτικα με όλων των ειδών τα λουλούδια και τις γεύσεις, τις μυρουδιές που μάζευες στους ιστιοφόρους αγρούς της ηλικίας σου.
Καταλαβαίνεις; Πρέπει να τα ζήσω κι εγώ όλα αυτά για να σε συλλάβω τώρα: να δω μέσα στα μάτια σου τα ταξίδια των προγόνων σου, να κοινωνήσω των αχράντων σου θυσιαστηρίων, να νιώσω τους τυφλούς βωμούς της απόλαυσης. Όλα θέλω να τα δω και να τα ζήσω μέσα από τις ιστορίες σου. Ακόμη –και κυρίως- αυτά που πονούν.

Και μετά θέλω να δω την προσφυγιά σου, τις κουρελούδες στα πορτοπαράθυρα, τις κάρσες χαραγμένες με ακατάληπτες ημερομηνίες ληξιαρχείου, τις εικόνες λάδι, τις εικόνες βάλσαμο, τις μαυροφόρες με τα πλούσια μάτια, τα χέρια των τσαγκάρηδων με τα μικρά κοφτερά σκαρπέλα που έφτιαξαν παπούτσια κι έντυσαν τον πατέρα μου να μην κρυώνει, το μικρό ντεπόζιτο ψηλά με το νερό που θα το καταναλώνουμε μαζί, σταγόνα σταγόνα, με την μέγγενη τσιγκουνιά της ανέχειας, ζυγίζοντας το αύριο και το χτες στην έχιδνα ισορροπία του σήμερα. Πάρε με σ’ αυτήν την πρόσφυγα πατρίδα σου με τους έφεδρους πόνους κι εγώ θα κηρύξω την απόλυτη αποστράτευσή τους, να φύγουν και να μην ξανάρθουν ποτέ, εκτός κι αν γυρίζουν μνήμες με τις παλάσκες αδειανές και τα μάτια αρμυρά.

Πάρε με στην ουράλια πατρίδα σου. Θα σ’ ακολουθήσω με τον σκύλο αγάπη και τον καπνεργάτη μου έρωτα. Θα καλλιεργήσουμε αυτό τον έρωτα και θα μοιράσουμε όλη μας την παραγωγή μέχρι που να ντουμανιάσουμε τον κόσμο, μέχρι που να γεμίσουμε τον κόσμο κάπνα και θολούρα. Θα πετάξουμε όλους τους μισθοφόρους όρκους που είχαμε μέχρι τώρα δώσει και θα φτιάξουμε έναν μόνο, έναν μόνο για μας και για τους πιστούς της θρησκείας μας: να βλέπουμε μες στη θαμπάδα και την ομίχλη, στους καπνούς και τα σύννεφα όσα οι άλλοι δεν μπορούν να δουν στη λιακάδα.

Sunday, June 04, 2006

“Περί Τούβλων” μικρή πραγματεία

Είναι γνωστό ότι η οικονομία των λαών στηρίζεται στην παραγωγή τους. Μέσα όμως στην πληθώρα των προϊόντων που παράγουν οι προηγμένοι λαοί, κάποιο αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά τους, αυτό δηλαδή που τους κάνει να ξεχωρίζουν ως λαοί και να είναι γι’ αυτό εθνικά υπερήφανοι. Έτσι οι Άγγλοι, ας πούμε, παράγουν χιούμορ και υγρασία, το εθνικό προϊόν των Γάλλων είναι ο πληθυντικός αριθμός, των Αμερικανών το διαζύγιο, των Ελβετών οι λογαριασμοί και οι κούκοι, των Βιεννέζων ο Δούναβις και πάει λέγοντας.
Ομολογουμένως, δε χρειάζεται πολλή και επίμοχθη σκέψη για να αντιληφθεί κανείς ότι το δικό μας εθνικό προϊόν, το εθνικό προϊόν των Νεοελλήνων εδώ και εκατόν ενενήντα ολόκληρα χρόνια, δεν είναι ούτε ο καπνός ούτε η σταφίδα ούτε οι εθνικόφρονες. Αλλά τα γνωστά και απαραίτητα σε όλους τούβλα.

Θα μου πείτε, και άλλοι λαοί φτιάχνουν τούβλα. Βεβαίως, αλλά κανένα από αυτά δεν έχει την υψηλή ποιότητα που έχουν τα ελληνικά. Τα δικά μας τούβλα φτιάχνονται ένα-ένα στο χέρι, με το μεράκι, τη φινέτσα και τη μαστοριά τού Έλληνα δημιουργού. η πορεία δε της κατασκευής τους ακολουθεί τρία στάδια, έτσι ώστε το τελικό προϊόν να είναι ασυναγώνιστο στην παγκόσμια αγορά.

Χρειάζεται, όμως, να εξηγηθώ καλύτερα παρουσιάζοντας με λίγα αλλά καίρια στοιχεία την τριμερή αλλά και τρομερή αυτή πορεία. Η πρώτη βαθμίδα κατασκευής τούβλων είναι η βασική, η στοιχειώδης. Κανένα τούβλο δεν μπορεί να μεταπηδήσει στην επόμενη βαθμίδα αν προηγουμένως δεν έχουν ολοκληρωθεί οι επ’ αυτού εργασίες της αποξηράνσεως ή της εψήσεως. Οι εργασίες αυτές αποτελούν και το βασικό στάδιο διαμορφώσεως του τούβλου Κατά το στάδιο αυτό δίνονται στην αδιαμόρφωτη ακόμη μάζα τα βασικά της χαρακτηριστικά που θα την ακολουθούν στον αιώνα τον άπαντα, γι’ αυτό και οι διαδικασίες αυτές κρατούν έξι ολόκληρα χρόνια. Από κει και πέρα, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Η επόμενη βαθμίδα διαιρείται σε δυο σκέλη. Στο πρώτο, που διαρκεί τρία χρόνια και λαβαίνει χώρα σε τουβλοποιεία διασκορπισμένα σε πόλεις και σε κεντρικά χωριά, γίνεται ένα γενικότερο πασάλειμμα, ανοίγονται μερικές ακόμη τρύπες για να περνά με περισσότερη άνεση ο φρέσκος, κοπανιστός αέρας. Κατά κάποιον τρόπο έχουμε δηλαδή λείανση των γωνιών και των προεξοχών, προσπάθεια επιβολής μιμητισμού και παπαγαλισμού, ώστε το τούβλο μετά από τα τρία αυτά χρόνια να μπορεί να σταθεί μόνο του χωρίς να παρουσιάζει καμία σχεδόν διαφοροποίηση από τα άλλα συνομήλικά του τουβλάκια. Κι ενώ με τα τούβλα της πρώτης βαθμίδας δεν μπορεί να χτιστεί τίποτα άλλο εκτός από μερικά ντουβάρια πρόχειρα και χωρίς σχέδιο, με τα τούβλα της δεύτερης, της μέσης, να πούμε, βαθμίδας, χτίζεται σπίτι. Όχι βέβαια κάποιο γερό και αντισεισμικό οικοδόμημα, αλλά εν πάση περιπτώσει σπίτι άξιο να κατοικηθεί.

Η σωστή, όμως, δουλειά γίνεται στο επόμενο στάδιο της δεύτερης βαθμίδας, που, δυστυχώς, δεν είναι υποχρεωτικό. Και λέμε “δυστυχώς”, γιατί εκεί δίνεται σημασία στη λεπτομέρεια. Ο απαρφανισμός της προσωπικής γνώμης είναι πλήρης πια, η κρίση και η κριτική αντιμετώπιση αμβλύνονται τόσο όσο να μην ενοχλούν. Είναι γενικά παραδεκτό ότι τα τούβλα μετά τη βαθμίδα αυτή, έτσι όπως συσπειρώνονται το ένα πλάι στο άλλο πανομοιότυπα, είναι ικανά να χτίσουν πολιτεία ολόκληρη, γερή κι ανθεκτική.

Στην ανώτατη και τελευταία βαθμίδα τα πράγματα σοβαρεύουν. Ολοσχερής ο αφανισμός της προσωπικότητας, της διαφοροποίησης και της άποψης. Τα τούβλα, μετά από δω, μεγάλα σαν τσιμεντόλιθοι, είναι έτοιμα να χτίσουν όχι απλά ντουβάρια, αλλά σινικά τείχη.

Γεγονός είναι ότι πρέπει να τονωθεί η προσπάθεια παραγωγής τούβλων και να δοθούν μάλιστα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις κίνητρα για την αύξησή της. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για αμιγώς νεοελληνικό προϊόν. Ειδικές και εξαντλητικές έρευνες ετών δεν μπόρεσαν να αποδείξουν την παρουσία ούτε ενός (!) τούβλου κατά τον 5ον αιώνα π.Χ. π.χ., παρόλο που οι ανάγκες για πρώτη ύλη στην Αθήνα ήταν ιδιαίτερα οξυμένες εκείνη την εποχή. Φαίνεται, όμως, ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν έφθασαν μέχρι του σημείου αυτού που υπερηφάνως έχουμε φτάσει εμείς. Έτσι εξηγείται και το ότι τα τείχη τους τα έφτιαξαν με ευτελή υλικά προερχόμενα και από λείψανα τάφων ακόμη, ενώ τα υπόλοιπα οικοδομήματα από μάρμαρο ή, τα πιο απλά, από πλίθες ή κεράμους. Τούβλα, μια φορά, δεν είχαν.