Tuesday, June 06, 2006

Φανταστικές Πατρίδες


Δεν σε καλώ να φανταστείς, κι ας λέει ο τίτλος. Σε καλώ να ζήσεις. Να ζήσεις, έστω τη φαντασία σου. Να ξαναπάς πίσω, πίσω πολύ, στους τόπους που γεννήθηκες. Τους έχω ανάγκη, καταλαβαίνεις; Χρειάζομαι κι εγώ έναν τόπο πατρίδα, να εγκατασταθώ και ν’ αρχίσω από κει ταξίδια πειρασμούς. Έναν τόπο μακρινό και δύσκολο να τον ζήσω, που δε θα μου ανοίγεται αμέσως και που θα είναι ανάγκη να τον σκάψω και να πληγωθώ. Χρειάζομαι τους τόπους σου.

Τον τόπο έρημος όπου γεννήθηκες και χάρισες τις παιδικές σου ματιές. Εκεί που σε τυράννησαν οι αμμοθύελλες κι οι πόροι του κορμιού σου γέμιζαν, κάθε που φύσαγε, άμμο υπόσχεση κι άμμο ανάγκη. Κι αυτοί ακόμη οι αμμόλοφοι ελπίδες, ο αμμόλοφος πατέρας, οι αμμόλοφοι ορφάνιες, που αλλού τις άφηνες το βράδυ όταν έπεφτε το κρύο και τις πίστευες, κι αλλού στις έδειχνε το πρωί αναίρεση, κι αυτές ακόμη θα μου έκαναν πολύ καλό.

Μετά, όταν έφυγες από κει κι έφτασες, ποιος ξέρει μετά από πόσες περιπλανήσεις κραυγές χωρίς ήχο, στην παταγονία της νεότητας. Εκεί δείξε μου τις πέτρες πληγές, τις λίμνες παιχνίδια, τα όρη συντρόφους. Θέλω να πάρω την ανάσα που άφησες στο ξερό χώμα, στις άδειες κοίτες, σ’ όλη αυτή τη γεωγραφία που έφτιαξε το κορμί σου μοναχικό νησάκι στο αρχιπέλαγος. Θέλω να γευτώ τις πυγολαμπίδες πόνους, την άνοιξη των πρώτων σκέψεων και τα πρωτοβρόχια απογοητεύσεις.

Μετά, βέβαια, θέλω να μάθω για το πέρασμά σου από την ισπανία πατρίδα, από την ανδαλουσία της μητέρας σου, εκεί όπου η γη είναι χαραγμένη και άνυδρη, εκεί όπου και άλλοι πριν από σένα κι άλλοι μετά από σένα πόνεσαν και θα πονέσουν. Γνώρισέ με στους μύθους θεούς, στις οξιές παραισθήσεις. Κι αυτά θα φτιάξουν στο κορμί μου μικρούς μικρούς πανικούς, εωσφόρους αγγέλους και πανέρια ανοιξιάτικα με όλων των ειδών τα λουλούδια και τις γεύσεις, τις μυρουδιές που μάζευες στους ιστιοφόρους αγρούς της ηλικίας σου.
Καταλαβαίνεις; Πρέπει να τα ζήσω κι εγώ όλα αυτά για να σε συλλάβω τώρα: να δω μέσα στα μάτια σου τα ταξίδια των προγόνων σου, να κοινωνήσω των αχράντων σου θυσιαστηρίων, να νιώσω τους τυφλούς βωμούς της απόλαυσης. Όλα θέλω να τα δω και να τα ζήσω μέσα από τις ιστορίες σου. Ακόμη –και κυρίως- αυτά που πονούν.

Και μετά θέλω να δω την προσφυγιά σου, τις κουρελούδες στα πορτοπαράθυρα, τις κάρσες χαραγμένες με ακατάληπτες ημερομηνίες ληξιαρχείου, τις εικόνες λάδι, τις εικόνες βάλσαμο, τις μαυροφόρες με τα πλούσια μάτια, τα χέρια των τσαγκάρηδων με τα μικρά κοφτερά σκαρπέλα που έφτιαξαν παπούτσια κι έντυσαν τον πατέρα μου να μην κρυώνει, το μικρό ντεπόζιτο ψηλά με το νερό που θα το καταναλώνουμε μαζί, σταγόνα σταγόνα, με την μέγγενη τσιγκουνιά της ανέχειας, ζυγίζοντας το αύριο και το χτες στην έχιδνα ισορροπία του σήμερα. Πάρε με σ’ αυτήν την πρόσφυγα πατρίδα σου με τους έφεδρους πόνους κι εγώ θα κηρύξω την απόλυτη αποστράτευσή τους, να φύγουν και να μην ξανάρθουν ποτέ, εκτός κι αν γυρίζουν μνήμες με τις παλάσκες αδειανές και τα μάτια αρμυρά.

Πάρε με στην ουράλια πατρίδα σου. Θα σ’ ακολουθήσω με τον σκύλο αγάπη και τον καπνεργάτη μου έρωτα. Θα καλλιεργήσουμε αυτό τον έρωτα και θα μοιράσουμε όλη μας την παραγωγή μέχρι που να ντουμανιάσουμε τον κόσμο, μέχρι που να γεμίσουμε τον κόσμο κάπνα και θολούρα. Θα πετάξουμε όλους τους μισθοφόρους όρκους που είχαμε μέχρι τώρα δώσει και θα φτιάξουμε έναν μόνο, έναν μόνο για μας και για τους πιστούς της θρησκείας μας: να βλέπουμε μες στη θαμπάδα και την ομίχλη, στους καπνούς και τα σύννεφα όσα οι άλλοι δεν μπορούν να δουν στη λιακάδα.

4 comments:

ellinida said...

Τι όμορφο κείμενο !
Ελπίζω τα αισθήματα να είναι αμοιβαία .
Καλημέρα .

el-bard said...
This comment has been removed by a blog administrator.
el-bard said...

Καλή σου μέρα
ellinida
και σ' ευχαριστώ!!!

Anonymous said...

Υπέροχο! Και πόσο παρήγορο για όσους ποτέ δεν είχαν,ή είχαν κι έχασαν μια πατρίδα!Η δική μου πήρε μια μηχανή και έκανε ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό,πίσω στο χρόνο.Οχι πολύ, ένα αιώνα μονο...