Thursday, February 24, 2011

Τσικνοπέφτη

Πού θα τσικνίσετε εσείς απόψε; Θα το ακούσω καμιά εκατοστή φορές σήμερα και πρέπει να έχω απάντηση έτοιμη. Πλησιάζει η Απόκρεως, γαρ, δηλαδή η περίοδος της αποχής από το κρέας, το λατινικό Carneval ή carnevale που θα πει ακριβώς το ίδιο πράγμα (carne δηλ. κρέας, vale δηλαδή χαίρε, ας πούμε έχε γεια καημένο κρέας), διανύουμε τη δεύτερη βδομάδα, την κατεξοχήν κρεατινή, της οποίας κεντρική ημέρα είναι η Πέμπτη, η γνωστή τσικνοπέφτη, η σημερινή ημέρα, κατά την οποία πρέπει, είμαστε υποχρεωμένοι, πώς να το κάνουμε, να φάμε κρέας. Είμαστε που είμαστε παμφάγα ζώα, αυτή την εβδομάδα και ειδικά αυτή την ημέρα γινόμαστε αποκλειστικά ζώα σαρκοφάγα.
Η ονομασία της ημέρας Τσικνοπέμπτη δεν είναι απολύτως βέβαιο από πού προήλθε. Άλλοι ισχυρίζονται ότι προήλθε από τις γυναίκες που αυτή την ημέρα έλιωναν τ’ αλείμματα κι ολόκληρος ο τόπος γέμιζε από την αναδιδόμενη κνίσα, άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο γεγονός ότι τότε άφηναν να κολλήσει στη χύτρα το περίσσευμα του φαγητού κι άλλοι, γιατί έπρεπε καθένας να ψήσει λίγο κρέας στα κάρβουνα για να το τσικνήσει. Γεγονός είναι ότι εμείς σήμερα, εμείς που φάγαμε την περασμένη Κυριακή κρέας με πατάτες στο φούρνο, τη Δευτέρα το μεσημέρι κοτόπουλο και το βράδυ πίτες με σουβλάκι ή γύρο, την Τρίτη το μεσημέρι μπριζόλες χοιρινές και το βράδυ κλάμπ σάντουιτς, την Τετάρτη το μεσημέρι το κουνέλι που είχε φέρει η μάνα μου και το φτιάξαμε στιφάδο, ενώ το βράδυ μπουζουριάσαμε μια μέγκα πίτσα με ζαμπόν και μπέικον, θα κληθούμε απόψε να φάμε οπωσδήποτε κρέας στα κάρβουνα. Δεν είναι ζωή αυτή. Τη μια μονότονη ημέρα άλλη μονότονη ακολουθεί. Και μετά σου λένε ότι είμαστε τυχεροί εμείς σήμερα, γιατί έχουμε τόσα πράγματα να κάνουμε στην εποχή μας. Πού οι παλιότεροι που δεν είχαν τίποτα και τους είχε φάει η ανία και η πλήξη! Κοιτάζω γύρω μου κι αυτή την ποικικλία δεν την βλέπω. Κάθε μέρα στη δουλειά, κάθε μεσημέρι κρέας, κάθε βράδυ σουβλάκια και τηλεόραση να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια, έτσι που πια δεν μας κάνει εντύπωση, δε μας προκαλεί, έπαψε και να μας ευχαριστεί. Γι’ αυτό και κάποιοι άλλοι, όχι οι περισσότεροι αλλά αρκετοί, επιδίδονται μετά μανίας στις νέες γεύσεις, στα διάφορα σούσι, στα ριζότα, στις αστακομακαρονάδες, στους γαρυφαλοκεφτέδες, στους τηγανητούς ανανάδες και στις σάλτσες με γεύση πικραμύγδαλου. Τι να κάνουν οι άνθρωποι, κάθε μέρα κρέας δεν πάει άλλο, χρειάζεται η εναλλαγή και η ποικιλία.
Άσε δε την εβδομάδα της τυρινής, που οι καλοί χριστιανοί ακολουθώντας τη σωστή διατροφή και τα έθιμα, θα επιδοθούν στη βρώση πάσης ποικιλίας τυριού, γνωστής και άγνωστης, ελληνικού και ξένου, κυρίως γαλλικού. Έτσι για να περάσουν ομαλά από την κρεατινή, μέσω της τυρινής στη νηστεία.
Βρε, δεν τ’ αφήνετε αυτά, λέω εγώ. Ποια νηστεία και ποια τυρινή. Κάθε μέρα είναι κρεατινή. Το βλέπω ότι κάθε μέρα κρέας τρώμε, όσοι έχουμε εννοείται, γιατί υπάρχουν και άλλοι δίπλα μας, που, όπως λέει το παλιό λαϊκό τραγούδι
Εψόφησε ο Λοκάνικος
ψυχομαχάει ο Τύρος
κι η Βρούβα νη Παλιόβρουβα
στέκεται στην καβάλα
να πέσει στην τσουκάλα,
έχουν μόνο βρούβες. Υπάρχουν και κάποιοι που δεν έχουν να φάνε κρέας όχι καθημερινά αλλά ούτε και αυτή τη σημερινή, την Τσικνοπέμπτη. Και το άλλο τραγούδι, της Πελοποννήσου αυτό, για το ίδιο πράγμα λέει:
Σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένια.
Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια
και στον τρανό τον πλάτανο να μάσουμε στεκούλια.
Και μη μου πείτε ότι αυτά τα λέγανε, τα τραγουδούσανε παλιά, που ο κόσμος δεν είχε, δεν έτρωγε, δε διασκέδαζε, δεν είχε τηλεόραση, δεν είχε θέατρα και κινηματογράφους και όπερες και νυχτερινά κέντρα και σκυλάδικα. Άντε, ανοίξτε τα μάτια σας και ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Καλή ματιά. Όχι γύρω σας στην ταβέρνα που θα πάμε σήμερα και θα δούμε όλους τους γνωστούς εκεί να μασουλάνε τα παϊδάκια και να γλύφουν τα δάχτυλά τους στα τραπέζια όπου θα ξεχειλίζουν τα κρέατα, θα περισσεύουν και θα τα μαζεύουμε στις σακούλες να τα πάμε και στο σκυλάκι μας, ούτε και γύρω στο τζάκι μας όπου θα τζιτζιρίζει το κρέας στα κάρβουνα. Άλλη ματιά εννοώ. Πιο μακρινή. Στον ευρύτερο περίγυρό μας. Εκεί που υπάρχει και η στέρηση και η ανημπόρια και η φτώχεια. Εκεί.
Λοιπόν; Πού θα τσικνήσουμε σήμερα;

Tuesday, February 08, 2011

Τα τέτοια μας

Ήμουν πιεσμένος ψυχολογικά το τελευταίο χρονικό διάστημα, ήρθαν και τα νέα από την Ευρώπη και κατέπεσα πλήρως. Γιατί εκεί που άρχιζα να νιώθω λίγο καλύτερα, εκεί που άρχιζα να συνηθίζω το Δουνουτού, που παλιότερα το άκουγα και πάθαινα αναφυλαξία (τότε υπήρχαν γιατροί, όμως, και με τις σοφές οδηγίες τους το ξεπερνούσα), εκεί που άρχιζα να συνηθίζω τις αναφορές σε δις και τρις για το δημόσιο χρέος, εκεί που συνήθισα ακόμη και τη Μέρκελ, ακόμα και τις γυμνές φωτογραφίες του Καβαλιέρι, μου ήρθε στο δοξαπατρί το αποτέλεσμα της έρευνας στην Ευρώπη: Ναι, κυρίες και κύριοι (μια και τα νέα αφορούν και τους κυρίους και τις κυρίες): Είμαστε ο λαός με το μικρότερο ...μόριο στην Ευρώπη!

Τι να πει κανείς; Τώρα πια ούτε για τους κουτόφραγκους πρέπει να μιλάμε ειρωνικά ούτε ακόμη, αλίμονο, και για τους γίγαντες με μυαλό ...νάνου. Μυαλό νάνου, ναι, αλλά κατά τα άλλα γίγαντες. Κι εμείς τι χζστο διάολο να το κάνουμε το γιγαντιαίο μυαλό όταν στα άλλα ήμασταν και παραμένουμε νάνοι;

Αυτά όλα με έκαναν λιώμα, λοιπόν. Φυσάω και ξεφυσάω και δεν μπορώ να το χωνέψω. Πώς συνέβη σ' εμάς αυτό το κακό; Δε φτάνουν όσα μας ταλαιπωρούν, δε φτάνουν οι Ευρωπαίοι εταίροι που μας κοιτούν με μισό μάτι λόγω χρέους, φτάσαμε στο σημείο να απεμπολήσουμε ακόμη και την έσχατη ελληνικότατη χειρονομία με την οποία πολύ χαρακτηριστικά δείχναμε τι θα πάρουν τελικά οι Ευρωπαίοι από μας. Γιατί, μπορείτε να μου πείτε σας παρακαλώ, τι μας μένει να δείξουμε σ' αυτούς τους πλούσιους φαταούλες λέγοντάς τους το “Δεν πληρώνουμε, ρε. Τα τέτοια μας θα πάρετε”.

Καλά, αλλά ποια ...τέτοια μας, όταν κι αυτά, μετά την έρευνα, αποδείχτηκε ότι δε λένε και πολλά πράγματα. Γι' αυτό περιμένω εναγωνίως να έρθει η ώρα κατά την οποία, έστω στο περιθώριο των συζητήσεων για την επιμήκυνση του ελληνικού χρέους, μπει στην ατζέντα των εταίρων μας για επίλυση και το ζήτημα της επιμήκυνσης του ελληνικού πέους.

Monday, December 20, 2010

[Κάτω στην άσκην κούβαλην...]

Δημοτικό της Άνω Μπερμαδίβας, περ. 16ος αι.

Κάτω στην άσκην κούβαλιν, στους μπερδεμιντερέδες,
κοκλώνουν μάσους τα γαβγιά, θελιάζουν οι μανήστρες
κι από το γλακοφέραμα ως τις αγιοπετάχτρες
φορώνουν τα ζυγιάτικα, μπεντέλλουν οι καγκούνες.

Δόλιον τον μέζον σπούναχτον και ξανασπούναχνέ τον,
μην της μπερμπένης την μανήν, μην και της μπερμπερμπένης.
Κι αν τον ασκούτην τόνισον μην πέρβεις την ασκούταν
μον' πάρκον, δέρκον, σύνταρκον και δος την απαράταν.


(Αυτά μας λέει και μας συμβουλεύει
ο ποιητής από το βάθος των αιώνων.
Και σ' εμάς μένει να τον αφουγκραστούμε).
Καλές γιορτές!

Saturday, December 04, 2010

Ασχολίαστο

Κ.Π.Καβάφης

ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ, 200 π.Χ.


Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία

δεν μέν' η ελαχίστη αμφιβολία,

και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,

ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασεν ο καιρός

να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.


Όμως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία

είναι που κάμνουνε μια ιστορία

μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί

αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ

δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,

για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,

κ' ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,

με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.


Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.

Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·

η κατοχή σας είν' επισφαλής:

οι τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.

Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,

κι από την άλληνα την συναφή,

κι από την τρίτην τούτην: ως συνέπεια φυσική·

είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;

σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.


Κι όσο τον έλεγχό τους προχωρούνε,

βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·

πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.


Κι όταν , με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,

κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,

απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,

να δούμε τι απομένει πια, μετά

τόση δυνατότητα χειρουργική. -


Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.

Να μη βιαζόμεθα· είν' επικίνδυνο πράγμα η βία.

Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.

Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.

Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;

Και τέλος πάντων, να, τραβούμ' εμπρός.

Tuesday, November 02, 2010

Τα σχολεία κλείστε!

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είμαι εργασιομανής. Αντιθέτως, πάντα μου άρεσε η τεμπελιά. Να απλώνω την αρίδα μου και να πίνω τον καφέ μου στη λιακάδα, πλάι στη θάλασσα, με καλή παρέα κι ακόμα πιο καλό κι ενδιαφέρον κουβεντολόι. Και το πρωινό ξύπνημα, χωρίς να είναι εχθρός μου, δεν το συμπάθησα επίσης.

Αλλά αυτό που γίνεται τώρα στην πόλη και στο νομό μου ολόκληρο, φαντάζομαι και στις άλλες πόλεις της πατρίδας μου, το βρίσκω παρατραβηγμένο, προκλητικό, χυδαίο κι ανήθικο. Δεν φτάνουν οι απανωτές αργίες των δημοσίων υπηρεσιών και των σχολείων -γιατί γι' αυτά θα μιλήσω- την 28η Οκτωβρίου, τις τέσσερις ημέρες (Παρασκευή και Δευτέρα επί δύο) των εκλογικών αναμετρήσεων που έρχονται, την 17η Νοεμβρίου που ακολουθεί, είχαμε και τη συνέλευση των δασκάλων την περασμένη εβδομάδα. Και εφόσον οι δάσκαλοι βρίσκονται στη συνέλευσή τους, τα σχολεία αργούν κι οι μικροί μαθητές μένουν σπίτια τους.

Αλλά δεν έφτασε μόνο αυτό. Μετά τη συνέλευσή τους, οι δάσκαλοι θέλουν και πρέπει να ψηφίσουν τους αντιπροσώπους τους στα συμβούλια. Κι έτσι, εφόσον θα ψηφίσουν, δεν μπορούν να κάνουν μάθημα. Οι δάσκαλοι. Λες και δεν θα μπορούσαν να ψηφίσουν μετά το μάθημά τους, από τις 2.00 το μεσημέρι, ας πούμε, μέχρι τις 07.00 το βράδυ! Γιατί να πρέπει να μείνουν όλη τη μέρα αργοί για να ψηφίσουν πέντε λεπτά; Άντε κι άλλη μισή ώρα μέχρι να πάνε στο χώρο που θα εκτελέσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Και τα σχολεία ξανά αργούν, κι οι μικροί μαθητές ξανά μένουν στα σπίτια τους.

Δεν είμαι εργασιομανής, το είπα. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει όποτε ένας κλάδος έχει τη γενική του συνέλευση να απέχει από την εργασία του. Γιατί πρέπει, όποτε ένας κλάδος εργαζομένων ψηφίζει τους συνδικαλιστές αντιπροσώπους του, να μην εργάζεται (αλλά να πληρώνεται); Τότε θα έπρεπε, όταν θα είχαν την ετήσια συνέλευσή τους κι οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, να μην είχαμε ρεύμα, να μην είχαμε τρένα όταν θα ψήφιζαν οι εργαζόμενοι στον ΟΣΕ, ή ταξί όποτε οι συμπαθείς ταξιτζήδες θα εξέλεγαν τους δικούς τους αντιπροσώπους. Αλλά αυτό δε θα ήταν ούτε ωφέλιμο ούτε έντιμο για το κοινωνικό σύνολο. Κι οι δάσκαλοι, αντί να δίνουν το παράδειγμα με τη συμπεριφορά τους στην ιδιαίτερα μάλιστα κρίσιμη αυτή περίοδο, θα ψηφίσουν μισή ωρίτσα και μετά θα απλώσουν την αρίδα τους στις καφετέριες και θα πιουν τον καφέ τους αμέριμνοι κι ωραίοι. Αν έχει και λιακάδα μάλιστα...

Κι οι εργαζόμενοι γονείς των μικρών μαθητών θα πληρώνουν αλλοδαπές να κρατήσουν τα παιδιά τους στο σπίτι.

Κι η Παιδεία θα κουνάει το κεφάλι της και θ' αναστενάζει.

Κι οι δάσκαλοι την επόμενη μέρα στο σχολείο θα πουν δυο λόγια στο μάθημά τους και για τον Κοσμά τον Αιτωλό!

Sunday, October 03, 2010

Τα κοπάδια μας

Ο παππούς μου ήταν τσομπάνης. Κάθε βράδυ με περίμενε στην παραγκούλα του –σανίδες και τσίγκοι- για να βγάλει έξω τα κοπάδια τις λέξεις του να βοσκήσουν. Εγώ ήμουν –ας το πούμε έτσι- το τσομπανόσκυλό του. Μικρό θρασίμι που του άρεσαν όμως τα κοπάδια κι οι βοσκές, οι αγροί και τα λιβάδια, οι ιστορίες και τα παραμύθια. Μόλις βγαίναν οι λέξεις έξω απ’ το μαντρί, εγώ έτρεχα δεξιά κι αριστερά, πέρα δώθε χουγιάζοντας κι έχοντας την πεποίθηση ο άγουρος πως θα τις προστατέψω, πως δε θα φύγουν, πως δε θα τις φάει κάνας λύκος απ’ αυτούς που τριγυρνούσαν εκείνη την εποχή γύρω από την παράγκα του παππού, πως δε θα λοξοδρομήσουν και δε θα χαθούν μες στο σκοτάδι. Τι μικρός και άγνωρος που ήμουν! Ο παππούς ήξερε περισσότερα από μένα και αμέσως μόλις καταλάβαινε –δεν έβλεπε, ο παππούς μου ήταν τυφλός- ότι κάποια λοξοδρομούσε και τραβούσε πέρα απ’ το κοπάδι, μου έπιανε το χέρι και με συγκρατούσε. «Άφησέ την», έλεγε. «Θα το μετανιώσει κάποτε και θα γυρίσει πίσω. Μόνο έχε τα μάτια σου εσύ ανοιχτά και τη σκέψη σου καθαρή. Θα είσαι μεγάλος τότε. Να την αναγνωρίσεις. Θα έρθει ίσως φορώντας άλλα ρούχα, πιο μοντέρνα και θα σε δυσκολέψει. Μην την κακοβάλεις. Κράτα την κοντά σου και ζέστανέ την. Σαν να μην είχε φύγει από κοντά μας ποτέ».

Τέτοια μου έλεγε ο παππούς τα ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια στην παράγκα με τη βροχή να χτυπάει τον τσίγκο στη σκεπή και να μας νανουρίζει. Αλλά βροχή ξεβροχή, ο τσομπάνης μου έβγαζε τις λέξεις του κάθε βράδυ έξω να βοσκήσουν. Θα ήταν δύο, τρεις, πέντε χιλιάδες, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Μπορεί και παραπάνω. Όσες φορές προσπάθησα να τις μετρήσω, κάπου έχανα το λογαριασμό, με έπαιρνε κι ο ύπνος, ενώ ο παππούς συνέχιζε το παραμύθι με τον Οδυσσέα και την Κίρκη, το άλλο με τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα κι αργότερα με τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Τα κοπάδια μας.

Monday, September 20, 2010

Οι μουσικοί της μουσικής

Ω, η μουσική! Αυτή η υπέροχη. Λέω ότι όταν έρθει η στιγμή που θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο (θα φύγω…, λες και θα φύγω για να πάω κάπου αλλού το λέω!), όταν λοιπόν τελειώσω με τις υποχρεώσεις μου εδώ, όταν ξοφλήσω και το τελευταίο γραμμάτιο ύπαρξης, αφού γράψω και το τελευταίο μου κείμενο, κλείσω τα χαρτιά μου, πατήσω και το ΑΠΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ στον υπολογιστή, για ένα θέμα θα νιώθω σφίξιμο: ότι δε θα μπορώ πια να χαίρομαι τη μουσική. Ούτε για τα βιβλία που δε θα έχω προλάβει να διαβάσω ούτε για ό,τι δε θα γνωρίσω πια. Για τη μουσική, μόνο.
Ε, μ’ αυτές τις απόψεις περί της μουσικής και περί άλλων τινων, έπαιρνα συνέντευξη από μαθητές που βρίσκονταν στο κατώφλι των μεγάλων αποφάσεων για τη ζωή τους, μπας και τους βοηθήσω να πάρουν τη σωστή. Και φανταστείτε τη χαρά μου, όταν κάποιος από τα αισιόδοξα και δροσερά δεκαεξάχρονα μου είπε ότι ήταν παθιασμένος με τη μουσική και θα ήθελε να αφιερώσει τη ζωή του σ’ αυτήν.
Πλήρης αγαθών συναισθημάτων είδα μπροστά μου τον μελλοντικό συνθέτη που θα άνοιγε τους νέους μουσικούς δρόμους, τον βιρτουόζο που θα έφερνε το νέο ρίγος με τις προσωπικές του εκτελέσεις, τον άνθρωπο που θα έντυνε μουσικά κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, που θα μάζευε τον κόσμο στα γήπεδα και στα θέατρα. Ρώτησα, λοιπόν, σε ποιο ωδείο φοίτησε, πόσα χρόνια και τι είδους μουσικές σπουδές έχει κάνει. Φανταστείτε την έκπληξή μου με τις αρνητικές του απαντήσεις. Δεν έχει πάει σε ωδείο, δεν έχει κάνει μουσικές σπουδές. Έντρομος -κρατώντας βέβαια και κάποιες επιφυλάξεις, πολλοί μεγάλοι μουσουργοί δεν είχαν φοιτήσει σε ωδεία- ξαναρώτησα αν γνωρίζει, αν παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Η απάντηση ξαναήταν αρνητική. Θεωρία; Τίποτα. «Μα, τότε δεν προλαβαίνεις σ’ αυτή την ηλικία, είναι αργά πια για να ξεκινήσεις και να τελειοποιηθείς σε κάποιο όργανο». «Μα δεν καταλάβατε», επέμεινε ο μαθητής, «εγώ θέλω να παίζω μουσική, είμαι γεννημένος γι’ αυτό, δε θέλω να παίζω κάποιο όργανο». «Μα πώς θα παίζεις μουσική, αν δεν παίζεις κάποιο μουσικό όργανο», εγώ το χαβά μου όλο και πιο απορημένος. «Μα θα ΠΑΙΖΩ μουσική, απορώ που δε με καταλαβαίνετε». «Ωραία, θα παίζεις μουσική. Πώς θα παίζεις, βοήθησέ με λίγο». «Θα παίζω στα μπαρ, στις καφετέριες, σε γιορτές και σε συγκεντρώσεις, παντού όπου με καλούν. Αν γίνω μάλιστα γνωστός για τα ωραία τραγούδια που θα παίζω, θα παίρνω πολλά χρήματα για κάθε εμφάνιση».
Το κέρατό μου! Δεν πιάνω τίποτα. Όταν τον ρώτησα αν θα πηγαίνει και στα πανηγύρια, η απάντηση –ευτυχώς ή δυστυχώς- ήταν αρνητική.
Στο τέλος το μυστήριο λύθηκε: Ήθελε να γίνει D.J.
Για την ιστορία: Ο μαθητής έδωσε εξετάσεις δύο χρόνια αργότερα, πέρασε στο Φυσικό του Πανεπιστημίου, τέλειωσε, έκανε μεταπτυχιακά και σήμερα βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το θέμα της διατριβής του; Τι άλλο: ο Ήχος. Διδακτορικό στην Ακουστική.
Κανείς δε χάνεται.